Με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου, δημοσιεύουμε την ομιλία της Μαρίας Μαντούβαλου, δ.
Αναπληρώτριας Καθηγήτριας της Φιλοσοφικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνώνπου έγινε στην πρόσφατη εκδήλωση της Δωρικής Αδελφότητας στο Πολεμικό Μουσείο με θέμα «Ο στρατηγός Μακρυγιάννης πρότυπο
πατριώτη και αγωνιστή»:
Η κ. Μαρία Μαντούβαλου στο βήμα |
Οι υπονομευτές και παραχαράκτες της εθνικής συνείδησης και της ιστορικής συνέχειας του Νεότερου Ελληνισμού, εκτελούντες το έργο τους ανενόχλητοι για χρόνια, περιέρχονται σε δύσκολη θέση, όταν πρόκειται να αντιμετωπίσουν τον πιο επικίνδυνο αποσαθρωτή και ανατροπέα των ανθελληνικών θεωριών τους και αυτός, δεν είναι κάποιος από τους τιτλούχους σοφούς πανεπιστημιακούς ή τους διαφωτιστές της ευρωπαϊκής σοφίας, αλλά ένας παντελώς αγράμματος, είναι ο Ρουμελιώτης Ιωάννης Μακρυγιάννης. Είναι αυτός που στο κύριο έργο του, τα περίφημα Απομνημονεύματα, που έμαθε τα γράμματα της αλφαβήτου στα 32 χρόνια του, στα 1829, προκειμένου ο ίδιος να τα γράψει και να μην τα υπαγορεύσει σε άλλον και αυτό πράγματι έγινε, όπως φαίνεται από τα δυσκολοανάγνωστα χειρόγραφά του, που μας διέσωσε ο άλλος περίφημος Ρουμελιώτης, συλλογέας των αρχείων της Ιερής Ελληνικής Επανάστασης και στον οποίο οφείλουμε αποκλειστικά τη γνώση μας για το πολύτιμο και μοναδικό στην ιστοριογραφία των Απομνημονευμάτων, έργο του Μακρυγιάννη, ο Ιωάννης Βλαχογιάννης, αυτός, λοιπόν, λέω ο αγράμματος με τον λεκτικό και γλωσσικό πλούτο του έργου του διαλύει τις αηδείς θεωρίες των χλευαστών του Νεότερου Ελληνισμού.
Ας ακούσουμε, λοιπόν, πρώτα τον ίδιο γιατί άρχισε να γράφει: «Και όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τρόπον όντας παιδί να σπουδάζω». Αυτός λοιπόν ο αγράμματος με το έργο του, όπως είπα, ανατρέπει τους αρνητές τής ιστορικής μας συνέχειας, αφού, όπως έχει παρατηρηθεί και από τον δεινό φιλόλογο και βιογράφο τού Μακρυγιάννη, Ιωάννη Βλαχογιάννη, αλλά και από κορυφαίους της κλασσικής φιλολογίας καθηγητές, μελετητές του έργου του Μακρυγιάννη, όπως π.χ. ο Ιωάννης Κακριδής, που έκανε δειγματοληπτικά συγκριτική μελέτη μεγάλων αποσπασμάτων του έργου του Μακρυγιάννη με ανάλογης θεματικής έννοιες της κλασσικής γραμματείας, όπως αυτό έγινε ανάμεσα στον ιστοριογράφο Θουκυδίδη και τον απομνημονευματογράφο Μακρυγιάννη, απ’ όπου και αποδεικνύεται η ταύτιση ιδεών και εκφραστικών τρόπων του αγράμματου Μακρυγιάννη με αντίστοιχες του ιστορικού Θουκυδίδη.
Ας δούμε ένα δύο παραδείγματα αυτών των πνευματικών συναντήσεων Μακρυγιάννη και Θουκυδίδη: Γράφει ο Μακρυγιάννης την ιστορία του πολέμου και των πρώτων χρόνων του νεοελληνικού κράτους, με στόχο όχι μόνον για να διατηρηθούν τα περιστατικά στη μνήμη των ανθρώπων, όπως π.χ. το κάνει ο ιστορικός Ηρόδοτος, αλλά κυρίως για κάποιον άλλο σκοπό και αυτός είναι διδακτικός δηλαδή: να μάθουν οι μεταγενέστεροι εκτός από τα κατορθώματα των προγόνων τους και τα λάθη τους και γι’ αυτό σημειώνει:
«Δια όλα αυτά γράφω εδώ…, δια να χρησιμεύουν αυτά όλα εις τους μεταγενεστέρους και να μάθουν να θυσιάζουν δια την πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή… Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη, δεν υπάρχουν».
Ο ίδιος διδακτικός λόγος οδηγεί και τον Θουκυδίδη στη συγγραφή τής ιστορίας του Πελοποννησιακού πολέμου, ακριβώς για να οδηγηθούν οι μελλοντικές γενιές από την κακή πείρα του Πελοποννησιακού. Τα έργα του παρελθόντος, όπως γράφει ο Θουκυδίδης, θετικά και αρνητικά, πρέπει να οδηγούν στην παιδεία τού Ελληνικού έθνους.
Άλλος στοχασμός του Μακρυγιάννη που ταυτίζεται με του Θουκυδίδη είναι ο ακόλουθος: «Όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ τίποτας! Να ’ρθεί ένας να μου ειπεί ότι θα πάγει ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλει και τα δύο μου μάτια. Ότι, αν είμαι στραβός και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει˙ αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να ’χω, στραβός θα να είμαι. Ότι σ’ αυτείνη θα ζήσω…»
Ο Θουκυδίδης γράφει: «Εγώ πιστεύω, [μιλάει ο Περικλής], πως, όταν η πόλη προκόβει σα σύνολο, ωφελεί τα άτομα περισσότερο, παρά όταν τα άτομα αυτά σ’ αυτήν ευτυχούν, η ίδια όμως σα σύνολο καταστρέφεται˙ γιατί όταν ένας πολίτης ευτυχεί ως άτομο, όταν καταστραφεί η πατρίδα του, χάνεται και αυτός το ίδιο μαζί της, ενώ, αν κακοτυχεί μέσα σε μια πόλη που ευτυχεί, σώζεται και ο ίδιος ευκολότερα».
Σε άλλο σημείο χρησιμοποιείται ο δόλος, που στον πόλεμο είναι νόμιμος. Το 1825 τον χρησιμοποίησε ο Μακρυγιάννης για να αναγκάσει τους διστακτικούς Έλληνες να αντιμετωπίσουν τον Ιμπραήμ στους Μύλους απέναντι στο Ναύπλιο. Τους έπεισε να διώξουν τα άλογά τους και να κρατήσουν μόνο τα καΐκια για να μπορούν, δήθεν, όταν κινδύνευαν να καταφύγουν στο Ναύπλιο. Το βράδυ όμως έδιωξε όλα τα πλοία ο Μακρυγιάννης και το πρωί έκανε τον ανήξερο και τον στενοχωρημένο για το γεγονός και τους είπε τώρα ο καθείς «να φκιάνει το πόστο του, ότι εκεί θα πεθάνει».
Ο μέγας πολιτικός και στρατιωτικός των Αθηνών ο Θεμιστοκλής είχε επινοήσει έναν παρόμοιο δόλο για να αναγκάσει τους Έλληνες να πολεμήσουν τους Πέρσες στο στενό της Σαλαμίνας. Και σαν τον Μακρυγιάννη προσποιήθηκε τον θυμωμένο, γιατί τους έφυγαν τα καράβια, που αυτός είχε φροντίσει να φύγουν και την άλλη μέρα έκανε τον ανήξερο μπροστά στον Ευρυβιάδη.
Τέλος άλλη συχνά επαναλαμβανόμενη φράση του Μακρυγιάννη «αποφασίζω να δικαιώσω τους αδικημένους», λες και είναι ξεσηκωμένη από την Αθηναίων πολιτεία του Αριστοτέλη ή και από τους επιτάφιους λόγους του 5ου και 4ου π.Χ. αι., όπου το καύχημα της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν ότι κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα και το χρέος να βοηθεί και να υπερασπίζεται τους αδικημένους (Κακριδής, 28).
Ας σταματήσουμε εδώ τις συγκρίσεις ανάμεσα στον Αρχαίο Έλληνα και στο νεότερο απόγονό του και ας αναλογιστούμε πώς ο αγράμματος αγωνιστής συνάντησε την αρχαία σκέψη αυτών, που ούτε την ύπαρξη υποπτευόταν;
Εδώ αναδύεται με σαφήνεια και καθαρότητα μία και μοναδική απάντηση: η διαχρονική εθνική συνείδηση και η σχέση μας με τους προγόνους δεν είναι πλαστό κατασκεύασμα της παιδείας, όπως ισχυρίζονται οι εθνομηδενιστές, αλλά ενυπάρχει χωρίς διακοπή μέσα στην ψυχή του λαού και στα δημιουργήματά του. Αυτές είναι οι γνήσιες πηγές τού Μακρυγιάννη και όχι η εκπαίδευση που ποτέ δεν είχε. Συνθέτει ακόμη και δικά του δημοτικά τραγούδια και ως καλλίφωνος λέει με τον ταμπουρά του και με δική του διασκευή πάνω σε παλαιότερα όπως είναι το:
«εβγήκε ο ήλιος σκοτεινός
και το φεγγάρι μαύρο
και ο λαμπρός αυγερινός
δεν πάει να βασιλέψει
πες μας καϋμένε Αυγερινέ
κάνα καλό χαμπέρι κ.λ.π.
Και όπου ο Μακρυγιάννης διασκευάζει και προσθέτει:
«Ο ήλιος εβασίλεψε, - αντί εβγήκε ο ήλιος σκοτεινός
Έλληνά μου βασίλεψε – προσθήκη δική του
και το φεγγάρι εχάθη». – αντί και το φεγγάρι μαύρο
και το φεγγάρι μαύρο
και ο λαμπρός αυγερινός
δεν πάει να βασιλέψει
πες μας καϋμένε Αυγερινέ
κάνα καλό χαμπέρι κ.λ.π.
Και όπου ο Μακρυγιάννης διασκευάζει και προσθέτει:
«Ο ήλιος εβασίλεψε, - αντί εβγήκε ο ήλιος σκοτεινός
Έλληνά μου βασίλεψε – προσθήκη δική του
και το φεγγάρι εχάθη». – αντί και το φεγγάρι μαύρο
Και άλλες παραλλαγές δημοτικών τραγουδιών έχουμε από τον Μακρυγιάννη όπως π.χ. για τη μάχη της Αράχωβας και τον θάνατο του Καραϊσκάκη. Για τον Καραϊσκάκη δίνει παραλλαγή δική του άλλου δημοτικού τραγουδιού:
«Τρεις
περδικούλες κάθονται στο κάστρο της Αθήνας
είχαν
τα νύχια κόκκινα και τα φτερά βαμμένα
είχαν
και τα κεφάλια τους στο αίμα βουτημένα» κ.λπ.
Τον λαϊκό ζωγράφο και αγωνιστή Σπαρτιάτη Παναγιώτη Ζωγράφο θα επιλέξει το 1839 για να στολίσει την αυλή του με 24 εικόνες, που αναπαριστούν τους αγώνες των Ελλήνων με τους Τούρκους και τους Βαυαρούς. Και το «απελέκητο», όπως γράφει, έργο του θα είναι και αυτό γέννημα της δικής του ψυχής, πλούσια θρεμμένης από την παράδοση του λαού και κυρίως τη Ρουμελιώτικη. Και έτσι θα χειριστεί την πένα, σαν την αιχμή του σπαθιού του, για να διατρανώσει αυτά που πίστευε, τα ιδανικά του, καθαρά ελληνορθόδοξα. Και όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο βιογράφος του Βλαχογιάννης «Η δια της γραφίδος αυτού ρέουσα πηγή ζωής ήρχετο μακρόθεν, λίαν μακρόθεν, εκ των βαθυρρίζων θεμελίων της φυλής και του έθνους, στο οποίο ανήκεν».
Αυτόματα και πηγαία αναδύονται όλα από την πατριωτική και ορθόδοξη ψυχή του Μακρυγιάννη και από την στρατιωτική και την πολιτική του εμπειρία. Όλα τα διαχρονικά ελληνικά χαρακτηριστικά βρίσκονται στο έργο του: ο ύμνος της αρετής, της πίστης και της πατρίδας, το φιλότιμο και η τιμή, τα εγκώμια για τους ηρωικούς αγωνιστές. Θέλοντας όμως να αποδώσει δικαιοσύνη τα πρωτεία τα απονέμει στη Ρούμελη και γράφει:
«Πατρίς,
να μακαρίζεις όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα
να σ' αναστήσουνε, να ξαναειπωθής άλλη µίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε
χαµένη από τον κατάλογον των εθνών. Όµως να θυµάσαι και να λαµπρύνεις εκείνους
οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαµάνα, πολεµώντας µε τόση δύναµη Τούρκων, κι
εκείνους οπού αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε µίαν µαντρούλα µε πλίθες,
αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κι εκείνους οπού λιώσανε τόση Τουρκιά και
πασάδες εις τα Βασιλικά, κι εκείνους οπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την
Λαγκάδα του Μακρυνόρου… Αυτείνοι σε ανάστησαν…»
Και προκειμένου να χαράξει ανεξίτηλα τα παραπάνω ιστορικά
γεγονότα και τους Ρουμελιώτες πρωτεργάτες τους φιλοτεχνεί σε ζωγραφικούς
πίνακες, που με εντολή του, εκτελεί ο λαϊκός Ζωγράφος Παναγιώτης, εικόνες που φέρουν
τις ακόλουθες επιγραφές: «Πρώτη μάχη των
Ελλήνων κατά των Τούρκων εις την Γέφυραν της Αλαμάνας». «Δευτέρα εις την Αγίαν
Μαρίνα και Στυλίδα και Τρίτη εις το Πατρατζίκι». «Μάχη εις της Γραβιάς το Χάνι,
εις Άμπλιανη και λοιπών μαχών εις Σάλωνα». «Πόλεμος των Βασιλικών», «Πόλεμος
της Λαγκάδας», Πρέπει να υπογραμμίσω εδώ ότι ο Μακρυγιάννης έδιωξε τον φράγκο
ζωγράφο, που αρχικά είχε προσλάβει, λέγοντάς του ότι οι εικόνες του δεν ήταν
καλές. Οι ευρωπαϊκές εικόνες πράγματι δεν ήταν καλές, γιατί το βάρος που σήκωνε
στις πλάτες του ο Μακρυγιάννης, η πνευματική του κληρονομιά ερχόταν από μακριά
και πήγαινε μακριά. Πήγαζε από τα βαθύρριζα θεμέλια της φυλής και του έθνους,
άρα οι φράγκικες εικόνες δεν ήταν καλές όχι βέβαια από πλευράς αισθητικής, αλλά
γιατί ήταν έξω από τη ζωντανή ελληνική παράδοση αιώνων της οποίας εκφραστής
ήταν ο Μακρυγιάννης.
Και κορυφώνεται ο λόγος του, μοναδικός και
διαχρονικά επίκαιρος, απευθυνόμενος σε όλους τους Έλληνες:
«Τούτην την πατρίδα
την έχοµεν όλοι µαζί, και σοφοί και αµαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και
πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον µικρότεροι άνθρωποι. Όσοι
αγωνιστήκαµεν, αναλόγως ο καθείς, έχοµεν να ζήσωµεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαµεν
όλοι µαζί, να την φυλάµεν κι όλοι µαζί και να µην λέγει ούτε ο δυνατός ‘εγώ’,
ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς ‘εγώ’; Όταν αγωνιστή µόνος του
και φκειάσει ή χαλάσει, να λέγει ‘εγώ’. Όταν όµως αγωνίζονται πολλοί και
"φκιάνουν, τότε να λένε ‘εµείς’. Είµαστε εις το ‘εµείς’ κι όχι εις το ‘εγώ’!»
Την
ευγνωμοσύνη του στον Μακρυγιάννη εκφράζει ο Σεφέρης στο σπουδαίο δημοσίευμά του
με τίτλο «Ένας Έλληνας – ο Μακρυγιάννης»,
όπου τον χαρακτηρίζει τον πιο σημαντικό πεζογράφο της Νεοελληνικής λογοτεχνίας,
και γράφει:
«Από το 1926 που έπεσαν στα χέρια μου τα
‘Απομνημονεύματα’ δεν πέρασε μήνας χωρίς να ξαναδιαβάσω λίγες σελίδες τους, δεν
πέρασε εβδομάδα, χωρίς να συλλογιστώ αυτή την τόσο ζωντανή έκφραση. Στον τόπο
μας, όπου είμαστε τόσο σκληρά κάποτε αυτοδίδακτοι, ο Μακρυγιάννης κάποτε στάθηκε
ο πιο ταπεινός και ο πιο σταθερός διδάσκαλός μου», και προσθέτει για το παράδοξο φαινόμενο Μακρυγιάννης: «Ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος, αλλά το
βιβλίο του είναι αστέρευτη πηγή ζωής. Ήταν μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του
Ελληνισμού, αν η λέξη μόρφωση σημαίνει πνευματική τροφή».
Και
ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος μας πληροφορεί ότι ο Σεφέρης «μπόλιασε στα ποιήματά του λέξεις χρησιμοποιημένες από τον Μακρυγιάννη»
(Αφιέρωμα, 164). Ο ίδιος ο Σεφέρης τονίζει «η
παιδεία της ψυχής θα έχει πολλά να ωφεληθεί από ένα έργο σαν του Μακρυγιάννη
που είναι καθώς πιστεύω η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού - μια πολύτιμη διαθήκη.
Ποτέ δεν ξανακούσαμε στην Ελλάδα μια τόσο αδρή φωνή». Ο αγράμματος, λοιπόν,
στρατοκόπος είναι σίγουρος μαντατοφόρος της μακριάς και αδιάσπαστης λαϊκής μας
παράδοσης.
Ο
Σεφέρης υπογραμμίζει επίσης ότι αξίζουν ιδιαίτερης μελέτης τα όνειρα του
Μακρυγιάννη, γιατί όπως γράφει, με τα όνειρα που βλέπει στον ύπνο του
συμπληρώνει τη σκέψη της ημέρας. Έτσι και ο Σεφέρης που είδε ένα όνειρο
καταφεύγει στον Μακρυγιάννη και βρίσκει εκεί τη λύση του.
Ο
Σεφέρης είδε, όπως γράφει ο ίδιος, έναν εφιάλτη στον ύπνο του ότι η Ακρόπολη
βγήκε σε πλειστηριασμό και ότι την αγόρασε Αμερικανική εταιρεία οδοντόπαστας
και ότι έτσι σώθηκε και ο ελλειμματικός προϋπολογισμός. Για την εξήγηση
ανατρέχει στον Μακρυγιάννη και διαβάζει: «Αυτά
τα αγάλματα και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε να μην το καταδεχτείτε να
βγουν από την πατρίδα μας. Γι αυτά πολεμήσαμε».
Αυτός
που πολέμησε γι αυτά, όταν πέφτει στα χέρια των πολιτικών, μετά τον πόλεμο και
την Απελευθέρωση, εξευτελίζεται, ως ύποπτος συνωμοσίας κατά του Όθωνα, με την
ποινή του θανάτου, που το 1854 του δόθηκε χάρη και που ο ίδιος όμως προφητικά, από
το 1851, είχε γράψει:
«Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερον στα χέρια
τους, όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, το
'χουν σε δόξα, το 'χουν σε τιμή, το 'χουν σε ικανότη το να τους ειπείς ότι
έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά εις την πατρίδα. Είναι άξιοι
άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως
ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας».
Και
για τους Ευρωπαίους, ειρωνικός και αμείλικτος, γράφει πώς θεωρούσαν τον
Σουλτάνο, που «δεν τολμούσαν να του
αφαιρέσουν τον τίτλο του ‘Γκρανσινιόρη’. Όσο έ(β)λεπαν το τζαμί στη Βιένα
σκιάζονταν κ' έτρεμαν να μην πάγει και παραμέσα και φκιάσει κι άλλα τζαμιά. Κι
από αυτό το φόβο κάποτε του πλέρωναν και φόρο. Κι' όταν βγήκαν μια χούφτα
άνθρωποι και τους απόδειξαν ότι δεν έχει πλέον ο Γκρανσινιόρης μαστόρους να
χτίσει τζαμιά, ότι θα πέσουν κι' αυτά οπού έχει, από τότε τον λένε ‘ο Τούρκος’.
Και γι αυτό οι ευεργέτες μας βάνουν τα φώτα τους να μας προκόψουν».
Στην
περίοδο της Βαυαροκρατίας πρωταγωνιστεί στην επανάσταση της τρίτης Σεπτεμβρίου
του 1843, με στρατιωτικό ηγέτη τον Συνταγματάρχη Καλλέργη και άλλους και
υποχρεώνεται ο Όθωνας να παραχωρήσει Σύνταγμα στον Ελληνικό λαό. Δεν σταματά
τον αγώνα όμως γιατί βλέπει ότι η μόλις ελευθερωμένη μικρή Πατρίδα, κινδυνεύει
τώρα, όχι από τους Τούρκους, αλλά από τους Ευρωπαίους «προστάτες» και τις
κομματικές φατρίες τους που κορυφώθηκαν στην περίοδο της Βαυαροκρατίας, με τις
ύπουλες επεμβάσεις τους στα θέματα της θρησκείας και της παιδείας, έχοντας
πρόθυμους συνεργάτες μερικούς εξευρωπαϊσμένους ελληνόφωνους ανθέλληνες, λαϊκούς
και ιερωμένους.
Η θρησκεία όμως για τον
ελληνικό λαό και τον γνήσιο εκφραστή και προστάτη των ιδανικών του, τον
Μακρυγιάννη, είναι: «πράγμα τζιβαϊρικόν
πολυτίμητο, οπού το βαστήξαμεν εις την τυραγνία του Τούρκου· δεν το δίνομεν τώρα, ούτε το καταφρονούμεν οι Έλληνες»,
«έθνη χωρίς θρησκεία και ηθική είναι παλιόψαθες των Εθνών».
Κορυφώνονται οι
διαμαρτυρίες για τους ιερόσυλους: «Διάλυσαν
τα μοναστήρια· συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και πούλαγαν τα δισκοπότηρα κι
όλα τα γερά (ιερά) εις το παζάρι· Τότε πιαστήκαμεν και γενήκαμεν κομμάτια.
Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καϊμένοι οι καλογέροι, οπού αφανίστηκαν
εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα τους δρόμους, οπού αυτά τα μοναστήρια
ήταν τα πρώτα προπύργια της επανάστασής μας. 'Οτι εκεί ήταν όλα τα αναγκαία του
πολέμου. Και θυσιάσαν οι καϊμένοι οι καλογέροι· και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι
εις τον αγώνα. Και οι Μπαυαρέζοι παντήχαιναν ότ’ είναι οι Καπουτζίνοι της
Ευρώπης, δεν ήξεραν ότ’ είναι σεμνοί κι αγαθοί άνθρωποι και με τα έργα των
χεριών τους απόχτησαν αυτά, αγωνίζοντας και δουλεύοντας τόσους αιώνες· και
ζούσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κι έτρωγαν ψωμί. Και οι αναθεματισμένοι της
πατρίδας πολιτικοί μας και οι διαφταρμένοι αρχιγερείς κι ο τουρκοπιασμένος Κωνσταντινοπολίτης
Κωστάκης Σκινάς συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και χάλασαν και ρήμαξαν όλους
τους ναούς των μοναστηριών… Πατρίδα, πατρίδα, ήσουνα άτυχη από ανθρώπους να σε
κυβερνήσουν! Μόνος ο Θεός, μόνος ο αληθινός αυτός και δίκαιος κυβερνήτης σε
κυβερνεί και σε διατηρεί ακόμα!.. Οι Μπαυαρέζοι και οι οπαδοί τους Έλληνες
θέλαν να μας φάνε κι ο Θεός μας γλύτωσε από τους κακούς τους σκοπούς».
Ο Αγιορείτης μοναχός
Θεόκλητος Διονυσιάτης έγραψε το 1983 ένα θαυμάσιο βιβλίο για το φτωχό και
ορφανό παιδί, από το Αβορίτι ή Άβορο της Δωρίδας, κοντά στο Λιδωρίκι, που μέσα
από ανήκουστες, αλλά και ηρωικές περιπέτειες της ζωής του, στη φωτιά του αγώνα
από τα 24 χρόνια του, με σκοπό να αγωνιστεί για την Πίστη και την Πατρίδα, και
που έφτασε να είναι ένας από τους επιφανέστερους στρατιωτικούς του Αγώνα,
διωγμένος επανειλημμένα και φυλακισμένος, γεμάτος πληγές, και αυτό το παιδί
ήταν ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, και τίτλος του βιβλίου: «Ο στρατηγός Μακρυγιάννης, πατέρας και Διδάσκαλος του Γένους». Στο
βιβλίο του αυτό, ο αγιορείτης Μοναχός, συγκλονισμένος από την ανάγνωση των Απομνημονευμάτων, ονομάζει τον
Μακρυγιάννη άγιο με σπαθί και πως η ζωή του εγγίζει τα όρια των οσιομαρτύρων
και ότι αποτελεί σπάνιο υπόδειγμα ορθοδοξίας. Και όλα αυτά τα γράφει ο
πολυγραφότατος αγιορείτης χωρίς να γνωρίζει τα Οράματα και Θάματα που εκδόθηκαν αργότερα.
Ο εξαιρετικός, λοιπόν,
αγωνιστής του ’21 και Φιλικός, Στρατηγός και πατριδοφύλακας, με συμμετοχή στον
απελευθερωτικό αγώνα από την έναρξή του σε μικρή ηλικία, γεννημένος το 1797 και
σε όλα σχεδόν τα πεδία της μάχης, στα Σάλωνα, στην Υπάτη, στην Αθήνα, στη
Σαλαμίνα, στη Ρούμελη, στο Μοριά, όπου πρωτοστατεί στις μάχες του Νιόκαστρου
της Πύλου, στη θρυλική νίκη στους Μύλους του Ναυπλίου, στις μάχες της Αττικής, συχνά
μαζί με τον Καραϊσκάκη, στη μάχη της Καστέλας και του Ανάλατου, με οδυνηρές
συνέπειες, για τον ίδιο, που όμως τις αναφέρει με περηφάνεια: «Είχα δύο ποδάρια, τζακίστη το ένα, είχα δύο
χέρια, έχω ένα· την κοιλιά μου τρύπια, το κεφάλι με δύο τρύπες» και που,
ωστόσο, μετά την Απελευθέρωση, αναπτύσσει και σημαντική πολιτική δραστηριότητα
και με την ιδιότητα του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας, του
πληρεξούσιου διαφόρων περιοχών κλπ. αγωνίζεται πρώτα για την παροχή
Συντάγματος, και στη συνέχεια για την πιστή τήρησή του και ακολούθως οργανώνει
τον αντιβαυαρικό αγώνα, οπότε και συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στις
φυλακές του Μεντρεσέ με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και την
ποινή θανάτου, ώσπου με χάρη αποφυλακίζεται και το 1864 πεθαίνει, αυτός λοιπόν,
που παράλληλα προς όλα αυτά έχει αποτελειώσει το 1850 το μεγαλειώδες βιβλίο
του, τα Απομνημονεύματα, λίγους μήνες μετά, αρχές του 1851, αρχίζει να γράφει άλλο
βιβλίο, τα Οράματα και Θάματα, ως τις
9 Μαρτίου 1852.
Και ενώ τα Απομνημονεύματα αυτού του αγράμματου
συγγραφέα εγκωμιάστηκαν από το 1904, που πρωτοδημοσιεύθηκαν και εγκωμιάζονται
μέχρι σήμερα, από κορυφαίους πανεπιστημιακούς καθηγητές και ερευνητές
ιστορικούς, γλωσσολόγους, φιλολόγους καθώς και από πολλούς εξέχοντες λογοτέχνες
και χαρακτηρίστηκε μάλιστα ο συγγραφέας τους, ως ο μεγαλύτερος πεζογράφος της
νεότερης Ελλάδας, ανταγωνιζόμενος, κατά τους ιστορικούς, παγκόσμιας φήμης
συγγραφείς, το δεύτερο βιβλίο του, τα Οράματα
και Θάματα, που πρωτοδημοσιεύθηκε μόλις το 1983, αντιμετωπίστηκε από τους
πρώην αυτοπροβαλλόμενους ως προοδευτικούς, εγκωμιαστές του, ως γέννημα
παραισθήσεων και ως επακόλουθο της ψυχικής και σωματικής του κατάρρευσης.
Βέβαια αυτοί οι προοδευτικοί υμνητές, συνηθισμένοι να ακρωτηριάζουν αυθαίρετα
την ιστορία και να την φέρνουν στα μέτρα τους με «επεξεργασμένες αλήθειες», δεν
άντεξαν να δεχτούν ότι, ο δημοκράτης και επαναστάτης πατριώτης Μακρυγιάννης, θα
μπορούσε, μετά τις ωμές, αλλά αληθείς για τον ίδιο περιγραφές του και τις
εκτοξευμένες φοβερές κατηγορίες εναντίον ακόμη και των κορυφαίων ονομάτων του
Ελληνισμού, εναντίον του Καποδιστρία δηλ. και του Κολοκοτρώνη, πράγμα που
εξυπηρετούσε τις διαχρονικές τάσεις αυτών των «προοδευτικών» σε εισαγωγικά ερευνητών,
ώστε στηριζόμενοι στον Μακρυγιάννη, να ευτελίζουν τους Έλληνες και να
πλαστογραφούν την ιστορία, δημιουργώντας διχασμούς και εμφυλίους, αυτοί,
λοιπόν, δεν θέλησαν να δεχτούν τα Οράματα
και Θάματα γιατί, αυτοί, αποξηραμένοι στην ψυχή με κύριο οδηγό τους την
στενή υλιστική λογική τους και εξυπηρετώντας τα ευτελή και σαθρά ιδεολογήματά
τους δεν είναι δυνατόν ούτε οράματα να δουν ούτε θαύματα να τους συμβούν. Αυτά
συμβαίνουν σε αγνούς πραγματικούς Έλληνες, όπως ήταν πραγματικά και μεταφορικά
Δωριεύς το της Δωρίδας γέννημα, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, που πλημμύρισε το
δεύτερο βιβλίο του όχι από παραισθήσεις ο 53 ετών συγγραφέας τους, αλλά από
βαθειά γνώση και πίστη στην Ορθοδοξία, με αναφορές από τα εκκλησιαστικά και
λειτουργικά κείμενα, τις διδαχές του Κοσμά του Αιτωλού, τα οράματα και τις
προφητείες του Αγαθάγγελου. Αυτά όμως, για τη λογοκρισία των «διαφωτιστών» και
την περιφρόνηση της θρησκείας από τους ίδιους, τους οδήγησαν, τυφλούς όντες, να
γράψουν για την «ενοχλητική για μας [δηλαδή
γι αυτούς τους ίδιους] θρησκοληψία του
γερασμένου Μακρυγιάννη» [ο οποίος όπως είπα ήταν μόλις 53 ετών].
Αυτοί οι ίδιοι απαξίωσαν
να ασχοληθούν με αυτό το έργο, για να προστατεύσουν δήθεν από την υστεροφημία
το μεγάλο συγγραφέα, ή στην καλύτερη περίπτωση, του αναγνωρίζουν λαογραφική
«αξία».
Τα
Οράματα και Θάματα είναι
ισάξιο ευαγγέλιο του Ελληνισμού και απάντηση σε κάθε προσπάθεια από Έλληνες και
ξένους ιεραπόστολους και θεοσεβιστές να καταστρέψουν τα ιερά και όσια του
Ελληνικού Γένους, όπως αυτό γινόταν την περίοδο που γράφει αυτό το έργο ο
Μακρυγιάννης, όπου αφορίζονται και συλλαμβάνονται, πεθαίνοντας στη φυλακή, ο
Κοσμάς Φλαμιάτος, ο Χριστόφορος Παπουλάκος και τόσοι άλλοι υπερασπιστές των Ελληνικών
παραδοσιακών αξιών και ορθόδοξων δογμάτων θύματα δολοπλοκιών της ξενοκίνητης
πολιτείας.
Σε όλα αυτά ο
Μακρυγιάννης, ο προφήτης του νεώτερου Ελληνισμού, έχει τους πληροφοριοδότες του
που είναι οι άγιοι και η Παναγιά και μέσα απ’ αυτούς στέλνει ο ένθεος
Μακρυγιάννης τα μηνύματά του όχι μόνο για την εποχή του, αλλά και για τη σημερινή
των πολλαπλών αναταραχών και αβεβαίου μέλλοντος.
Κλείνω, πρώτα με την
παράκληση του Μακρυγιάννη από τα Οράματα
και Θάματα και στη συνέχεια με μια διαβεβαίωση του ίδιου από τα Απομνημονεύματα, επίκαιρα και τα δύο όσο
ποτέ.
Πρώτα η παράκληση: «Εις την δόξαν του Θεού, της Αγίας Τριάδος,
της Θεοτόκου του Άη Γιάννη του Βαφτιστή και του αγίου Βασιλείου να πρεσβέψει (να μεσιτεύσει δηλαδή) να μας
λευτερώσει από την κακία μας, από την ιδιοτέλειά μας και από τα πάθη μας και
από την επιβουλία των ξένων (δηλ. από μηχανορραφίες και σκευωρίες των ξένων).
Και η διαβεβαίωση από τα Απομνημονεύματα: «παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν
μπορούνε· τρώνε από 'μάς και μένει και μαγιά».
Σταματώ εδώ την
επικοινωνία με τον Μακρυγιάννη για να ευχαριστήσω τη Δωρική Αδελφότητα, τους
εξαιρετικούς οργανωτές αυτής της εκδήλωσης, τους συμπατριώτες του Μακρυγιάννη,
καθώς και το Πολεμικό Μουσείο, που μας έδωσαν την ευκαιρία να αναστήσουμε για
λίγο την άγια μορφή, του πατέρα και Δασκάλου του Γένους, του γνήσιου Πατριώτη
και αγωνιστή στρατηγού Μακρυγιάννη.
Ευχαριστώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.