Σελίδες

Γνωρίστε τα χωριά/μέλη της Ομοσπονδίας

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Η Δωρίδα στην Τουρκοκρατία

πηγή: http://www.lidoriki.com/

Μία αφήγηση, του Κώστα Καψάλη, βασισμένηκυρίως, στο ομότιτλο βιβλίο του  Ρουμελιώτη (απ'το Μαραθιά - Ευρυτανίας) λογοτέχνη-δημοσιογράφου Δημ. Σταμέλου:

 

1. ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ

Η σημερινή Δωρίδα, ορεινή περιοχή στην καρδιά της Ρούμελης ( Στερεάς Ελλάδας ), που έχει όμως και μικρές πεδιάδες , κοντά στο ποτάμι του Μόρνου, βρίσκεται ανάμεσα στην Παρνασσίδα και την Αιτωλία και δεν έχει σχέση με την αρχαία Δωρίδα, που βρισκόταν κοντά στη Γραβιά. Περιοχή γνωστή απ’ την αρχαιότητα και με πολύ πλούσια συμμετοχή στην ιστορική πορεία των Ελλήνων, έχει πρωτεύουσα το Λιδορίκι .
Τα πανύψηλα βουνά, κεφαλοχώρια και μικρά χωριά, κονάκια τσοπάνηδων, λιγοστά χωράφια, τοπίο άγριο που όσο κατεβαίνει προς τους γιαλούς ημερεύει, συγκροτούν μιά εντυπωσιακή περιοχή με σημαντική συμβολή στη διατήρηση της δίψας και της φλόγας του Γένους στα χρόνια της τούρκικης σκλαβιάς . 


Εμείς θα μιλήσουμε γιά την περίοδο αυτή ξεκινώντας από μερικά σχετικά κείμενα περιηγητών που πέρασαν η έζησαν χρόνια στην πατρίδα μας .

Ο William Martin Leake (1777-1860), Άγγλος στρατιωτικός (Συνταγματάρχης), νομικός και περιηγητής, πραγματοποίησε – με εντολή του λόρδου Χάρροουμπυ – αποστολή σε ευρωπαικές επαρχίες της Τουρκίας από το 1804 εως το 1810 , και περιγράφει το πέρασμά του απ’ τη Δωρίδα, πηγαίνοντας από τα Σάλωνα στον Έπαχτο, τον Φεβρουάριο του 1806. Ας παρακολουθήσουμε το οδοιπορικό του μέσα απ’ την περιγραφή του : 

«Φεβρουαρίου 12 (1806). Από τα Σάλωνα στο Λιδορίκι. Ξεκινάμε στις 8.15΄ και αμέσως ανηφορίζουμε το απότομο βουνό , στο πίσω μέρος της πόλης , από ελικοειδή πετρώδη δρόμο . Στις 9.50΄ μπαίνουμε στην περιοχή των ελατιών και του χιονιού και στις 10.25΄ στην κορυφή της οροσειράς , όπου ο δρόμος περνά από ένα βαθούλωμα , ανάμεσα σε δυό από τις ψηλότερες κορφές . η θέα απο δω περιλαμβάνει όλα τα υψώματα της Αιτωλίας , την αλυσσίδα των κορυφών της Λοκρίδας και της Δωρίδας που ένας απ’ τους κρίκους της σχηματίζει αυτή τη ράχη , τον Παρνασό , που τη χωρίζει απ’ αυτή το μονοπάτι του Κυτίνιου και δεξιά του Παρνασού τον Ελικώνα και τη Μεγαρίδα.
Κάτω από μας φαίνεται η πεδιάδα της Άμφισσας κι’ ένα μέρος από τον κόλπο του Χρυσσού. Το μονοπάτι οδηγεί μέσα σε μιά στενή κοιλάδα, ανάμεσα σε ελατοσκέπαστες κορυφές, το ακολουθούμε και με καθυστέρηση ενός τετάρτου, ο δρόμος μας προχωρεί και κατεβαίνει από ένα δύσβατο μονοπάτι στο μικρό χωριό Καρούτες , όπου φτάνουμε ακριβώς το μεσημέρι. Εδώ αντικρύζουμε μιά βαθιά κοιλάδα ποτισμένη από ένα ποτάμι που έχει την πηγή του από την κορυφή Μαυρολιθάρι και ενώνεται με τη θάλασσα κοντά στα ανατολικά του Έπαχτου και όπου παίρνει τ’ όνομα Μόρνος.
Πέρα απ’ την κοιλάδα φαίνονται άλλα ψηλά βουνά , με κατεύθυνση σχεδόν παράλληλη και που περιλαμβάνονται στην περιοχή των Κραββάρων . Οι Καρούτες, τοποθετημένες σ’ ένα πολυσύχναστο δερβένι ( πέρασμα ) που παίρνει τ’ όνομά του απ’ την ίδια του τη θέση , υποφέρουν πολύ από τους Αλβανούς στρατιώτες : Το όνομα του Αλή πασά αρχίζει πάλι ν’ αναφέρεται με τρόμο και μίσος και το καταπιεστικό του σύστημα αναγκάζει πολυάριθμες οικογένειες να εγκαταλείψουν τα μέρη αυτά και να τραβήξουν γιά το Μοριά . Στην εκκλησία υπάρχει ένα κομμάτι από μία επιγραφή όπου διακρίνονται μονάχα τα εξής γράμματα : ΦΟΙΔΙ Α ΦΟΝ ΕΠΟΙΗΣΑΝ...ΚΑΙ....
Από τις Καρούτες ξεκινάνε δυό δρόμοι γιά το Λοιδορίκι : ο ένας κατεβαίνει ένα ρέμα κάτω απ’ το χωριό και κάνει το γύρο του πάνω μέρους της κοιλάδας , που μέσα της3 κυλάει ένας χείμαρρος , ρέει προς το Λιδορίκι και από κει στο Μόρνο , ο άλλος περνάει πάνω από μιά ράχη των βουνών και κατεβαίνει κατευθείαν πάνω στην πόλη που την περιβάλλουν σφιχτά ψηλοί λόφοι , σκεπασμένοι με δέντρα . Παίρνουμε τον δεύτερο δρόμο , αφίνοντας τις Καρούτες στις 12.15΄, φτανοντας στην κορυφή της ράχης στις 1.30΄και στο Λιδορίκι στις 2.45΄.
Το κατέβασμα ακολουθεί ένα απότομο μονοπάτι μέσα από έλατα και μετά πάνω από καλλιεργημένες πλαγιές , το ίδιο απότομες .
Στο Λιδορίκι καταλύω στο σπίτι του Βοιβόντα Φεράτ Αγά που είναι γιός του Ντιβάν Εφέντη του Αλή πασά και έχει στην υπηρεσία του 30 η 40 βρώμικους κακοντυμένους Αλβανούς , που είναι μάλλον ενοχλητικοί , με την ανακριτική τους περιέργεια , αν και όχι απολίτιστοι . Το σπίτι του Αγά είναι κατά την αληθινή αλβανική συνήθεια βρώμικο και χωρίς ανέσεις , αλλά μου παραχωρεί φιλόξενα το μοναδικό υποφερτό διαμέρισμά του όπου με συναντά κατά το δείπνο που μου παραθέτει.
Μου εξηγεί ότι υπάρχουν όχι παραπάνω από 120 σπίτια στην πόλη , όλα τούρκικα , εκτός από 15-20 και πάνω από 40 χωριά στην περιοχή , όλα Ελληνικά . Μιά ώρα από δω, προς τη Μαλαντρίνα, μου περιγράφει μερικά ερείπια ενός ελληνικού κάστρου στο χωριό Παραδείσια και ένα άλλο σε μιά τοποθεσία, την Πολυπόρτα, στη θαλάσσια ακτή, μισή ώρα κάτω απ’ την Πετρινίτσα η Βετρονίτσα, που είναι 4 ώρες μακριά απ’ το Λιδορίκι. Στα Τριζόνια, ένα νησί έξω από την ακτή, υπάρχουν μερικά απομεινάρια, σαν κι' αυτά που βρέθηκαν στα νησιά στην είσοδο του κόλπου Άσπρα Σπίτια, πιθανόν Χριστιανικά η μοναστικά.
Μισή ώρα μακριά απ΄τα Παραδείσια , φαίνονται μερικά ερείπια και υπάρχουν κι' άλλα σ' ένα χάνι και μιά εκκλησιά έξω από την πόλη Μαλαντρίνα. Και τα δυό αυτά φαίνεται , σύμφωνα με την περιγραφή του Φεράτ Αγά , να είναι Ελληνικά . Το ποτάμι κοντά στον Έπαχτο , που έχει το όνομα Μόρνος , εδώ συνηθίζεται να λέγεται Μέγας , πηγάζει από τη νότια μεριά της ψηλότερης κορυφής της Οίτης, κυλάει κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του βουνού Βαρδούσι σε μιά βαθιά κοιλάδα που βρίσκεται ανάμεσα σ' αυτή την κορυφή και τις ονομαζόμενες Συκιά και Γκιώνα , που σχηματίζουν την αλυσσίδα που απλώνεται προς τα βόρεια , από τα Σάλωνα και το Λιδορίκι και χωρίζεται από τον Παρνασό με το μονοπάτι του Κυτίνιου .
Αφού δεχθεί άλλους δυό χειμάρρους κοντά στο Λιδορίκι , ο Μέγας περνά μέσα από ένα στενό ισθμό και από εκεί διασχίζει μιά περιοχή που αν και είναι εντελώς ορεινή δεν είναι ακαλλιέργητη ,μετά απ' αυτή περνά πάλι από ένα στενό άνοιγμα μέσα στα βουνά , πολύ μακρύτερο από το προηγούμενο και πλαισιωμένο από ψηλούς γκρεμούς και τότε , αφού διασχίσει μιά στενή θαλάσσια πεδιάδα , ενώνεται με τη θάλασσα σε μιά απόσταση μιάς ώρας προς τ' ανατολικά του Έπαχτου.
Από τη δυτική πλευρά του βουνού Βαρδούσι πηγάζει ο Φείδαρις η Έβενος , που η πορεία του προς τα δυτικά χωρίζει την περιοχή του Καρπενησιού από την περιοχή των Κραββάρων . Νοτιοδυτικά χωρίζει το Απόκουρο από τα Κράββαρα . Κατά μήκος , βγαίνει μέσα από τα βουνά , περνά από την κοιλάδα του Μποχώρι , στο Κουρταγκά , τοποθεσίας της Καλυδώνας , όπου χωρίζει το Κάρλελι από το Βενέτικο . Από το Κράββαρι , ο Έβενος , δέχεται πολλούς χειμάρρους , αλλά η πιό μακρινή πηγή , σαν αυτή του Μόρνου , είναι στις ψηλότερες κορυφές της Οίτης.

Φεβρουαρίου 13 ( 1806 ). Αφίνοντας το Λιδορίκι , πρωί στις 8.00΄ ακολουθούμε ένα χείμαρρο που κυλάει ανάμεσα στην πόλη και , ενισχυμένος από ένα άλλον από τις χαράδρες στα νότια του Λιδορικιού , ενώνεται με το Μέγα , μισή ώρα κάτω απ’ την πόλη.
Αυτό το ποτάμι περνάει μέσα απ’ το στενό που προαναφέραμε και που είναι μιά στενή βραχώδης κοιλάδα σχηματισμένη από τις προεξοχές των δύο βουνών και στο σημείο όπου στο ποτάμι υπάρχει ένα γεφύρι με αψίδα ( ημικυκλικό ) θεμελιωμένο στις δυό όχθες του , πάνω σε βράχους . Έστειλα το άλογο με τις αποσκευές μου από τον ίσιο δρόμο , από το γεφύρι , και γύρισα δεξιά γιά να εξετάσω ένα Παλαιόκαστρο που βρίσκεται πάνω στη δεξιά όχθη του Στενού. Στις 8.45΄, περάσαμε από ρηχή διάβαση το Μέγα, που κατά το Λιδορικιώτη οδηγό μου πηγάζει , εν μέρει , από το βουνό Τρέμιτζα , ενώνεται με το ποτάμι της Καταβόθρας , αλλά έχει τις πηγές του κοντά στο Μαυρολιθάρι.
Στους πρόποδες του λόφου του Παλαιόκαστρου , διασχίζουμε το ποτάμι Βελούχι πάνω από τη γέφυρα. Αυτός ο χείμαρρος που ενώνεται με το Μέγα λίγο πιό κάτω από το σημείο που τον περάσαμε , κατεβαίνει από το βουνό σε λιγότερο από ένα μίλι πάνω απ’ το Παλαιόκαστρο και είναι τόσο πλούσιος σε καιρό βροχής , που μαζί με το Μέγα, πλημμυρίζει ολόκληρη την κοιλάδα. Σ’ αυτή την περίπτωση το Βελούχι φαίνεται να είναι το ξεκίνημα μιάς καταβόθρας. Η αρχαία πολιτεία , σημαντική σε έκταση , κατελάμβανε ολόκληρη τη βορειοανατολική πλευρά του λόφου , βλέποντας προς την κοιλάδα του Μέγα . Τα τείχη της – τα οποία είναι τρίτης τάξης – είναι χαραγμένα σε ολόκληρη την περιφέρεια και παραμένουν σε σημαντικό ύψος , στο χαμηλότερο τμήμα της τοποθεσίας : στην κορυφή του λόφου είναι τα εραίπια ενός σύγχρονου κάστρου.
Η θέση του , είναι το ακραίο σημείο της οροσειράς του Βαρδουσιού, ανάμεσα στο οποίο υπάρχει κι’ ένα άλλο παράλληλο αλλά χαμηλότερο βουνό, το Βλαχοβούνι, όπου κυλάει ο Κόκκινος, ένα ποτάμι τόσο εκτεταμένο όσο και ο Μέγας, με το οποίο ενώνεται αμέσως κάτω απ’ το Στενό. Έτσι , η πολιτεία ήταν προφυλαγμένη από δυό μεγάλα ποτά- μια ανατολικά, ένα τρίτο δυτικά και ένα τέταρτο να κυλάει ανάμεσα από ένα βραχώδες άνοιγμα στα νότια .
Στην όχθη του ποταμιού του Βελουχιού βρίσκονται ένα χάνι και μερικοί μύλοι, η τοποθεσία λέγεται Βελούχοβο – ονόματα βουλγαρικής καταγωγής που προέρχονται από μιά λέξη που σημαίνει άσπρο . Το όρος Τυμφρηστός αναμφίβολα ονομάστηκε Βελούχι από τα χιόνια που το σκεπάζουν πάντα , ο ποταμός ( Κόκκινος ) από το χρώμα των νερών του σε καιρό βροχής – και τα ερείπια Ξουριάς ( το κάστρο , όνομα κοινό στην Ελλάδα γιά αρχαία εραίπια ) . Οι γιοι του Αλή πασά έρχονται μερικές φορές εδώ το καλοκαίρι γιά να κάμουν κέφι , δηλαδή να γλεντήσουν και να χαρούν , χαρά και γιά τα γύρω χωριά , αρκεί να μην τους ζητηθεί να συνεισφέρουν κάτι παραπάνω από τρόφιμα και μόνο.
Από το Παλαιόκαστρο προχωρώ να συναντήσω πάλι τις αποσκευές μου στο τέλος του Στενού. Διασχίζοντας κατόπιν τον Κόκκινο , στις 9.50΄, κατεβαίνω μιά στενή κοιλάδα σπαρμένη με καλαμπόκι και στις 10.25΄μπαίνω σ’ ένα φαράγγι , ανάμεσα σε δασωμένους λόφους , όπου ο Μόρνος , πλατύ ποτάμι με τη συμβολή του Κόκκινου , ρέει με μεγάλη ταχύτητα κατά μήκος της κοίτης του. Αφού περνάμε στις 11.20΄, συνεχίζουμε το δρόμο μας στην αριστερή όχθη , μέσα από δάσος με βελανιδιές και πουρνάρια , όπου συναντάμε πολλούς χειμάρρους που ορμάνε από τα βουνά , στ’αριστερά ,γιά να ενωθούν με το κύριο ποτάμι . Στις 12 φτάνουμε σ’ένα βουνό με πανύψηλες κορφές πάνω απ’ αυτούς τους παραπόταμους , τρία μίλια προς τ’αριστερά , στην άλλη πλευρά του βρίσκετα΄η πόλη της Μαλαντρίνας. Τώρα ο δρόμος απομακρύνεται από το ποτάμι , ανεβαίνει στους λόφους , που είναι απότομοι , ακαλλιέργητοι και σκεπασμένοι με μικρές αδύναμες βελανιδιές και γίνεται τόσο δύσβατος , που τα κακόμοιρα τα άλογα του Λιδορικιού είναι ανήμπορα ν’ακολουθήσουν το βάδισμα του Αλβανού συνοδού , που ο Βοιβόντας επέμενε να πάρω μαζί μου , αν και δεν θα επέτρεπε σε κανένα ληστή να κάνει την εμφάνισή του στην περιοχή του . Στις 1.50΄, ύστερα από μιά πολύ κοπιαστική ανάβαση φτάνουμε στο Χάνι Παλαιοξάρι , που πήρε τ’όνομά του από το χωριό που βρίσκεται πιό κάτω , κοντά του και που τα καλλιεργημένα εδάφη του κατεβαίνουν κλιμακωτά στην όχθη του Μόρνου . Μιά παρόμοια πλαγιά υψ’ωνεται και στην αντικρινή όχθη του ποταμιού , σ’ένα μεγαλόπρεπο ύψωμα , στην περιοχή του Κράββαρι , το οποίο ενώνει το Βλαχοβούνι με τις κορυφές που καταλήγουν στη θάλασσα απέναντι από την Πάτρα.
Η γενική κατεύθυνση του δρόμου μας από το Λιδορίκι είναι προς το μεγάλο άνοιγμα – που αναφέραμε πριν – μέσα από το οποίο περνάει ο Μόρνος προς τη θαλάσσια ακτή και χβρίζει το τέρμα των βουνών ποτ ακολουθούμε από την άκρη ενός άλλου βουνού που λέ-γεται Μακρύβορο . Η κορυφή του βουνού Κακή – Σκάλα , απέναντι από την Πάτρα, φαίνεται από το άνοιγμα αυτό . Το μόνο ορατό χωριό είναι η Βετολίστα , όχι μακριά από την αριστερή όχθη μιάς φαρδιάς διακλάδωσης του Μόρνου , ενός παραπόταμου που , κατεβαίνοντας από το βουνό Μακρύβορο σε μιά κατεύθυνση πρώτα ανατολική και μετά νότια , σχηματίζει το τέλος της διαδρομής του , που είναι και το σύνορο του Κράββαρι και του Λιδορικιού . Ο ίδιος ο Μόρνος είναι και το σύνορο των δύο περιοχών.....
Αφίνοντας το χάνι , στις 2.40΄, συνεχίζουμε να περνάμε μέσα από δάση με βελανιδιές και μονοπάτια ανώμαλα και λασπωμένα , ως τις 3.30΄οπότε φτάνουμε σ’ένα ύψωμα απ’όπου ο δρόμος αρχίζει να κατεβαίνει προς τη θάλασσα και απ’όπου προσφέρεται μιά ενδιαφέρουσα θέα της εισόδου στον κόλπο της Κορίνθου , με τα δύο φρούρια και της ακτής του Μοριά ως το Χλεμούτσι .Στο κατέβασμα και σε απόσταση μιάμιση ώρας από την παραθαλάσσια πεδιάδα , η μέρα προχωρεί τόσο που χρειάζεται κανένας να ενδιαφερθεί γιά το που θα σταθμεύσει τη νύχτα , μιά και ο Έπαχτος απέχει πολύ και δεν υπάρχει στη διαδρομή , εκτός από ένα ξεροχάνι , όπου δεν μπορεί άνθρωπος να εξυπηρετηθεί και – ακόμα πιό σημαντικό – δεν βρίσκονται τρόφιμα γιά τα ζωντανά .
Ύστερα από 20΄ λεπτών συζήτηση αποφασίσαμε να πάμε στο μοναστήρι της Βαρνάκοβας , που βρίσκεται στην κορυφή μιάς απότομης ράχης , ανάμεσα στα δάση με τις βελανιδιές , προς τα δεξιά . Ένας Τούρκος , που τα πιό πολλά άλογα που είχαμε μαζί μας ήταν δικά του, συμφώνησε με πολλή απροθυμία γι’αυτή τη μετακίνηση , που μεγάλωνε την απόστασή μας . Παρ’όλα αυτά οι Αλβανοί στρατιώτες τον αγνόησαν κι αφού περάσαμε το δάσος , περνώντας ανάμεσα από απόκρημνους λόφους κι’ένα ζευγο- λάτι ( αγρόκτημα ) του μοναστηριού φτάσαμε στην Βαρνάκοβα , στις 6.15΄, οι αποσκευές μου , μετά από μισή ώρα .
Μας απαγορεύουν ( οι καλόγεροι ) την είσοδο με τη δικαιολογία ότι δόθηκαν διαταγές απ’ο τον ίδιο τον Βοιβόντα να μην ανοίγουν τις πόρτες μετά τη δύση του ηλίου..
Τελικά , μερικοί από τη συνοδεία έτυχε να γνωρίζουν την αλβανική φρουρά κι’έτσι άνοιξαν οι πόρτες ύστερα από μιάμιση ώρας καθυστέρηση και αφού είχα στρώσει το στρώμα μου στο έδαφος , έτοιμος να περάσω τη νύχτα στο ύπαιθρο .
Το οίκημα είναι γεμάτο από καλογέρους και Αλβανούς στρατιώτες . Στους τελευταίους ( το μοναστήρι ) προσφέρει καλό κατάλυμα κι’ένα άνετο φυλάκιο γιά τις επιχειρήσεις τους κατά των κλεφτών , οι οποίοι έτσι στερούνται εντελώς τη βοήθεια των καλογήρων , που ήταν παλιότερα γι’αυτούς ένας από τους καλύτερους πόρους τους .
Το μοναστηριακό ίδρυμα απαριθμεί τριάντα άτομα , από τα οποία τα περισσότερα είναι κοσμικοί . Στην άγρια και βρώμικη εμφάνισή τους συναγωνίζονται την αλβανική φρουρά αν και θα φαινόταν ότι τα οικονομικά του μοναστηριού δεν είναι σε κακή κατάσταση , αφού απασχολούνται τώρα με το χτίσιμο μιάς καινούριας εκκλησίας .

Φεβρουαρίου 14 (1806). Η Βαρνάκοβα στέκεται μέσα σ’ένα δάσος με μικρές βελανιδιές , σε μιέ υποβλητική τοποθεσία . Τα καλλιεργημένα χωράφια της , τα βοσκοτόπια και οι δασικές περιοχές καταλαμβάνουν , τις πλαγιές του βουνού ως το Μόρνο , πέρα από τον οποίο υπάρχει ένα μεγάλο μετόχι , το ίδιο περιτριγυρισμένο .
Αυτά, μαζί με τα αλώνια και τις αποθήκες ανάμεσα στα χωράφια, σχηματίζουν ευχάριστο σκηνικό και δείχνουν ότι οι καλόγεροι έχουν καταφέρει , ως τώρα , να καλλιεργούν τη γη τους, μολονότι οι ληστές λυμαίνονται αυτά τα βουνά . Όμως ο Αλή πασάς και οι πράκτορές του είναι πολύ πιό μεγάλοι εχθροί μιάς τέτοιας ιδιοκτησίας απ’ότι οι καλόγεροι. Οι καλόγεροι ισχυρίζονται ότι ο Φεράτ Αγάς τους λήστεψε τελευταία τρία τσιφλίκια και εννιά βαλάντια ( πουγκιά ) με χρήματα . Σου δείχνουν με έμφαση την τοποθεσία ενός Ελληνικού ερειπίου , λίγο πιό κάτω από τη συμβολή του ποταμιού που κατεβαίνει από το βουνό Μακρύβορο και περνάει κοντά στη Βετολίτσα . Ανάμεσα στο σημείο αυτό και το Παλαιοξάρι είναι το Λυκοχώρι , που είναι ιδιοκτησία του Φεράτ Αγά .
Επιστρέφοντας στο ζευγολάτι , προχωρούμε από κει , μέσα από ένα ψηλό δρόμο σε μιά τοποθεσία , μισή ώρα από τη θέση που αφήσαμε χθες το βράδυ . Εδώ στις 8.45΄, στην κορυφή του υψώματος προς τα δεξιά και ακριβώς απέναντι στο Ζευγολάτι , βρίσκονται τ’ απομεινάρια ενός ελληνικού οχυρού . Προς τη θάλασσα ο λόφος παρουσιάζει έναν απότομο γκρεμό , όμως στην αντίθετη κατεύθυνση , προς το Ζευγολάτι , κατεβαίνει απαλά σ’ένα μικρό χείμαρρο . Η πλαγιά είναι εντελώς σκεπασμένη με τα συντρίμια κτιρίων , ανάμεσα στα οποία είναι μερικές κατεργασμένες πέτρες και η κορυφή του υψώματος διατηρεί σημαντικά ίχνη μιάς ακρόπολης . Η λιθοδομία έχει εκείνον τον τραχύ χαρακτήρα που συχνά βρίσκεται στις ορεινές περιοχές και στις μικρές πόλεις της Ελλάδας , οι πέτρες μικρότερες , στενότερες και λιγότερο φροντισμένα επεξεργασμένες απ’ότι συνειθιζόταν σε καλύτερες μορφές ελληνικής οικοδομικής . Κατεβαίνοντας απ’αυτή τη ράσχη προς τη θάλασσα , ξεχωρίζει αριστερά μας το βουνό Τρίκορφο : το μονοπάτι μας απότομο και τραχύ, περνά μέσα από μιά δασωμένη ακαλλιέργητη έκταση.
Στις 10.15΄φτάνουμε στη ρίζα του βουνού , σε μιά θέση που λέγεται Μαγούλα , όπου υπάρχει μιά καλλιεργημένη γη γύρω από ένα χάνι χτισμένο πρόσφατα από τον Βοιβόντα του Λιδορικιού και έχει πάρει τ’όνομά του , Χάνι του Φεράτ Αγά . Βρισκεται στην άκρη μιάς στε4νής πεδιάδας δύομιλίων μήκους , που συνορεύει με τα βουνά που κατεβήκαμε προς τα βόρεια και στην αντίθετη πλευρά , σε μιά σειρά από χαμηλότερα υψώματα , πέρα απ’τα οποία είναι μιά θαλασσινή πεδιάδα που αποτελεί τμήμα του εδάφους του Έπαχτου . Πάνω στον ψηλότερο απ’αυτούς τους λόφους και τελευταίο προς το Μόρνο , υψώνεται ένα ελληνικό κάστρο....Στις 11.48΄φτάνουμε στους πρόποδες του υψώματος που πάνω του βρίσκεται το Παλαιόκαστρο ...Στις 12.15΄μπαίνουμε στην κοιλάδα που λέγεται Πιλάλα και με διαφορετικά ονόματα εκτείνεται από τον Έπαχτο ως τους πρόπο-δες του βουνού Τρίκορφο .Στις 12.32΄αρχίζουμε να περνάμε το Μόρνο , από ρηχή διάβα- ση στην έξοδό του από το μεγάλο Φαράγγι ( χαράδρα )».
Εδώ κλείνει την περιήγησή του στη Δωρίδα ο Leake, προχωρώντας προς τον Έπαχτο, δίνοντάς μας πολύτιμες πληροφορίες αλλά και χρήσιμες ιστορικές μαρτυρίες, γιά την κηδεμονία και κυριαρχία του Αλή πασά στην περιοχή , γιά τον αποκλεισμό των κλεφτών απ’τη βοήθεια των μοναστηριών , όπως της Βαρνάκοβας , και γιά το ρόλο των Αλβανών φρουρών στην ευρύτερη περιοχή. Μας δίνει, ακόμα ο Leake, πληροφορίες γιά τη γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή του τόπου αλλά και γιά την τακτική του Αλή πασά να προσεταιρίζεται ξένους αξιωματούχους , ιδιαίτερα Άγγλους και Γάλλους.
Εντύπωση δε προκαλεί το γεγονός ότι χαρακτηρίζει την Μαλαντρίνα (Μαλανδρίνο) ως πόλη , επειδή και μόνο είναι πρωτεύουσα ομόνυμου καζά (διοικ. Περιφέρειας) , ενώ είναι φανερή η έλλειψη κοινωνιολογικών αναφορών στην εν γένει ζωή των κατοίκων, στα ήθη, στα έθιμά τους και κυρίως στο επίπεδο των σχέσεών τους με τους Τούρκους.
Εδώ βέβαια θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Leake ήταν στρατιωτικός και μάλλον ήταν σε...εντεταλμένη υπηρεσία. 

Ένας άλλος ξένος που μας έδωσε σημαντικές πληροφορίες γιά τη Δωρίδα , την ίδια περίπου χρονική περίοδο,  είναι o F.C.H.L.Pouqueville -  Πουκεβίλ - (1770-1838), Γάλλος διπλωμάτης και περιηγητής, γενικός Πρόξενος της Γαλλίας κοντά στον Αλή πασά των Ιωαννίνων, συγκέντρωσε πληροφορίες κατά την παραμονή του στην Ελλάδα από το 1805 ως το 1815 , κυρίως αρχαιολογικές και δημογραφικές, αλλά και σε ό,τι αφορούσαν τη διοίκηση και τη γενικότερη κατάσταση της περιοχής, τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Από το κείμενό του, που αναφέρεται στη Δωρίδα, παρουσιάζουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα, παραλείποντας τις αρχαιολογικές διερευνήσεις και απόψεις του. 
« Η εσπερία Λοκρίδα , γνωστή από τους αρχαίους συγγραφείς μόνο ως προς το παράκτιο τμήμα της , από την Ναυπακτία μέχρι τον κόλπο της Κρίσσας , είναι περοτρι-γυρισμένη από όρθια , γυμνά και γκρίζα βουνά που διακόπτονται από μερικές εύφορες πεδιάδες και περιλαμβάνει τις επαρχίες Λιδορικίου και Μαλανδρίνου , ενώ βορινά εκτείνεται εκτείνεται η επαρχία του Πατρατζικίου η Υπάτης ...
Περνώντας το επικίνδυνο ποτάμι Μόρνος (παλιότερα λεγόταν Πίντος) – καθώς έρχεσαι από τη Ναύπακτο – που πήρε τ’όνομά του από μιά πόλη της Δωρικής Τετράπολης , καθώς και το βουνό που του αυλακώνει τη δυτική πλαγιά φτάνουμε , σ’ένα τέταρτο λεύγας από την πηγή του , στο χωριό Ομέρ Εφέντη . Ανεβαίνοντας από κει την αριστερή όχθη του Μόρνου που διαγράφει μιά καμπύλη στα βορειοανατολικά , ύστερα από πορεία μισής ώρας , βρισκόμαστε στο χωριό Απάνω Λόγγος . Ανακαλύπτουμε , μιά λεύγα προς τα δυτικά , στην πλαγιά του βουνού Ρίγανι , το Σουλέι , χωριό κοντά στο ποτάμι-που δίπλα του υπάρχουν δυό ανεμ΄πμυλοι – και μετά μισής ώρας ανάβαση , φτάνουμε στο μοναστήρι του Άη Γιάννη , όπου βρίσκουμε ερείπια που είναι ίσως ερείπια του Ευπαλίου. Η κοιλάδα αρχίζει σε λίγο να γίνεται πιό δύσβατη . Οι πλαγιές της , κατά διαστήματα , δασωμένες , γίνονται ανηφορικές και πρέπει να τις σκαρφαλώσουμε περισσότερο από μιάμιση , γιά ν’ανεβούμε στο Απάνω Κλίμα , κωμόπολη με 150 χριστιανικές οικογένειες , που είναι η τακτική διαμονή του επίσκοπου του Λιδορικίου που υπάγεται στο μητροπολίτη της Λάρισας . Μιά ομάδα ανθρώπων από το χωριό αυτό έχει ιδρύσει – μισή λεύγα πιό κάτω – το χωριό Κάτω Κλίμα . Η θέα του Κορινθιακού κόλπου χάνεται εξαιτίας των απόκρημνων αετωμάτων και κυριαρχεί η κοιλάδα του Ζαραβέλλη που τη διασχίζει ένα ποτάμι που εκβάλλει στον όρμο του Αη Νικόλα....
Βορειοδυτικά της κοιλάδας στο Κούρμπησι , που ποτίζεται από το ποτάμι της Βαρνάκοβας , διακρίνουμε μέσα στην οροσειρά της Πίνδου , σε απόσταση μιάμιση λεύγας , τη Βλαχοκατούνα , αποικία βλάχων από τη Βοημία , και μιά σειρά από χωριά που σκαρφαλώνουν προς την υψηλή περιοχή της Οξυάς . Στην αριστερή όχθη του ποταμιού , όπου ανεβαίνουμε ακόμα τέσσερις λεύγες , δεν βλέπουμε παρά τα χωριουδάκια Κριάτζι και Πενταγιοί που μένουν στα δεξιά του μονοπατιού από το οποίο μπαίνουμε στη Δωρίδα .
Παράλληλο προς το οροπέδιο της Οξυάς που εκτείνεται προς τις πηγές του Μόρνου , στ’ανατολικά , βρίσκεται το οροπέδιο της Αρτιτίνας , μικρής κωμόπολης που την κατοικούν 120 οικογένειες χριστιανών... Η μόνη βιομηχανία της μικρής κωμόπολης έχει εγκαταληφθεί στα χέρια όσων προέρχονται από τη Βοημία , οι οποίοι φτιάχνουν μπαρούτι , ενώ ορισμένοι νέοι σιδεράδες κατασκευάζουν τα καρφιά , τα σίδερα και τα απαραίτητα γεωργικά εργαλεία .
Οι πηγές του Μόρνου , βρίσκονται σε μιάμιση λεύγα , βορινά της Αρτοτίνας , ανάμεσα στο Κοπάνι και την Κωσταρίτσα , χωριά τοποθετημένα σε απόκρημνο οροπέδιο . Όπως γενικά συμβαίνει με τις πηγές των νερών...βρίσκουμε τη μητρική πηγή του Κηφισσού που οι σύγχρονοι ονομάζουν Μαυροπόταμο , μιά ώρα κι’ένα τέταρτο βορειανατολικά της Αρτοτίνας . Οι αναβαθμίσεις από έλατα που περατώνουν βορινά τον ορίζοντα της Αρτοτίνας , δείχνουν τη χειμωνιάτικη περιοχή του βουνού Οίτη , καταφύγιο κλεφτών η χώρος με κλεφτοχώρια . Αυτή η κλειστή περιοχή που αποτελείται από τέσσερα χωριά (Λευκαδίτη , Συκιά , Μουσουνίτσα , Αραχνιά) κατοικημένη από οικογένειες δωρικής φυλής που μιλάνε μιά διάλεκτο διαφορετική απ’τους άλλους Έλληνες, βρίσκεται σ’ένα τόπο τόσο απότομο κι’απόκρημνο, ώστε οι βουνίσιοι που ζουν εκεί δεν έχουν ακόμα υποταχθεό στους Τούρκους ...
Το Λιδορίκι , κωμόπολη της επαρχίας και έδρα καδή , αποτελείται από 180 οικογένειες ελληνικές και τούρκικες που μιλάνε μιά ίδια γλώσσα, γιατί οι μωαμεθανοί οι αυτόχθονες είναι αποστάτες (αιρετικοί). Εκεί αναγνωρίζουμε τη γλώσσα των Δωριέων πολύ καλύτερα απ’ότι στην Αρτοτίνα....
Η επαρχία Μαλανδρίνου..κοντά στα νησιά Τριζόνια η Τρυγόνια απέχει 3 λεύγες από τη Ναύπακτο . Προς τα κάτω ανακαλύπτουμε το ακρωτήρι Πιλάλα, το μοναστήρι του Κόκκινου, το χωριό και το ποτάμι της Σεργούλας. Στην πλαγιά των λόφων διακρίνουμε την Βιτρινίτσα, την Ξυλογαιδάρα που δίνει τ’όνομά της σ’ένα ακρωτήρι...Σ’ένα φαράγγι ανάμεσα στο Κισέλι και το Μοναστηράκι υπάρχει το μοναστήρι του Κουτσουρού.
Το Μαλαντρίνο είναι μιά κωμόπολη με 80 οικογένειες ελληνικές και τούρκικες που δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο. Προς τις πηγές του ποταμιού του, κοντά στην Παλαιοκατούνα, βλέπουμε τα αρχαία ερείπιά του και μιά λεύγα βορινά μιά πηγή ιαματικού νερού. Ίσως έχει πάρει τ’όνομα Μαλαντρίνο, γιατί υπήρξε από τα παλιότερα χρόνια και είναι ακόμα καταφύγιο των κλεφτών της Αιτωλίας ».


Ο Pouqueville μας δίνει στοιχεία γιά τα χωριά της επαρχίας Λιδορικίου και Μαλανδρίνου, όπως χαρακτηρίζει τις δύο αυτές περιοχές της Δωρίδας. Ωστόσο την περίοδο αυτή οι δύο περιοχές αποτελούν καζάδες (διοικητικές περιφέρειες), που πιθανόν να ταυτίζονται με τις επαρχίες. Ανεξάρτητα απ' την ταύτηση η όχι καζά και επαρχίας, όπως αποκαλύπτεται από τους πίνακες που παραθέτει, το βιλαέτι του Λιδορικίου έχει 44 χωριά με 1.156 οικογένειες και πληθυσμό 5.780 κατοίκους και του Μαλανδρίνου 24 χωριά, με 535 οικογένειες και 2.675 κατοίκους. Ας δούμε αναλυτικά τους δύο πίνακες με τα χωριά και τον αριθμό των οικογενειών τους.

Στον καζά Λιδορικίου έχουμε : Ομέρ Εφέντης (25), Απάνω Λόγγος (25), Σουλαίοι και Σουλέι (15), Μαγούλα-Μοναστήρι του Αη Γιάννη (2), Απάνω Κλήμα (55), Κάτω Κλήμα (15), Μεραγιές (10), Καράμπασι (8), Άγιος Νικόλαος (12), Καρδάρι (10), Ζαραβέλι (16), Βλαχοκατούνα (15), Κάτω Καρυά (30), Απάνω Καρυά (20), Βαρνάκοβα - μοναστήρι (30), Γκουμαίοι (18), Λυκοχώρι (25), Κάτω Παλαιοξάρι (30), Απάνω Παλαιοξάρι (40), Ιτιά (10), Ζουριάνος (30), Αλεποχώρι (25), Κουπάκι (16), Παλαιοκατούνα (60), Πενταγιοί (50), Τρίσταινα (12), Νούτζομπρος (10), Σουρούστι (20), Κριάτσι (10), Αρτοτίνα (80) , Κοστάριτσα (40), Ζερβούλα (30) , Βοστινίτσα (30), Γρανίτσα (40) , Κλήμα (36), Γκάβα (16), Λιδορίκι (180), Τραγουδάκι (12), Σκαλούλα (5), Καλαντζά (18), Κακούρι (6), Παραδείσι (4).

Στον καζά Μαλανδρίνου έχουμε : Μαλανδρίνο (70), Βίδαβη (15), Κισέλι (30), Βιτρινίτσα (60), Ξυλογαιδάρα (30), Βελενίκο (15), Τριζόνια-νησί (80), Μαράζα (20), Καρούτια (6), Μάκρεσι (30), Απάνω Μοράζα (7), Μοναστήρι Κούτζιρος (κατεστραμένο), Μηλιά (30), Πλέσια (35), Δροβονίτσα (5), Λευκαδίτι (10), Βραίλα (16), Συκιά (10), Παλαιοπάλεσι (7), Απάνω Μουσουνίτσα (30), Κάτω Μουσουνίτσα (10), Κόνιακας (2), Τρεβίδι (7), Καλαματίρ (10).

Ο Πουκεβίλ υπολογίζει την κάθε οικογένεια με πέντε άτομα, γιά να λογαριάσει το συνολικό πληθυσμό του καζά Λιδορικίου και του καζά Μαλανδρίνου. Ωστόσο στο έργο του επισημαίνει τη μείωσή του , με τη φυγή πολλών κατοίκων, κάτω απ’την τούρκικη καταπίεση.
Γράφει : «Ο πληθυσμός των δύο επαρχιών που σκιαγράφησα την περιγραφή τους , είναι γνωστός από τις απογραφές που δημοσίευσα , μπορεί όμως να βεβαιώσει ότι τώρα ( την περίοδο που γράφει το βιβλίο του ( 1807- 1820 ) έχει εκμηδενισθεί εξαιτίας των πολέμων που ιδιαίτερα ερήμωσαν την περιοχή (αναφέρεται μάλλον στις συγκρούσεις Κλεφτών και Τούρκων και τις επιδρομές και λεηλασίες Τουρκαλβανών , μετά το χαλασμό , απ’τον Αλή των σημαντικότερων κλεφταρματωλών της περιοχής) . Όσο γιά το εμπόριο των εγχώριων προιόντων του Λιδορικίου και του Μαλαντρίνου , είχαν εκτιμηθεί , το 1815 , με το ποσό των 890.000 τουρκικών πιάστρων». 

Οι Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, που πρωτοκυκλοφόρησαν στη Βιέννη τη «Γεωγραφία Νεωτερική» στα 1791, «ερανισθείσα από διαφόρους συγγραφείς», όπως οι ίδιοι σημειώνουν ( ιερομόναχος ο πρώτος και ιεροδιάκονος ο δεύτερος ), γράφουν πως «εις το βόρειο της Οζολαίας Λοκρίδος, και Αιτωλίας, και ανατολικοβόρειο της Ακαρνανίας είναι η Δωρίδα, τώρα Κράβαρι και Λοιδωρίκι , τόπος βουνώδης και ολίγο εύφορος». 

Ο Πουκεβίλ αναφέρει πως η περιοχή σχεδόν ερημώθηκε στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, από τις λεηλασίες και τους αλεπάλληλους κατατρεγμούς . Και σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, θα πρέπει να είναι λιγότεροι από 8.500 οι κάτοικοι της Δωρίδας την περίοδο αυτή και σύμφωνα με την περιγραφή των χωριών.
Αλλά είναι ενδεικτικό το γεγονός πως παρά τις θυσίες κατοίκων στην Επανάσταση του 1821, μερικά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στο 1851, ο πληθυσμός της Δωρίδας ανερχόταν σε 15.907 κατοίκους, σχεδόν διπλασιάστηκε . Ήταν η επιστροφή των κατατρεγμένων, που ζήτησαν προσωρινή διαμονή σε άλλες περιοχές η τα βουνά γιά να γλυτώσουν το χαλασμό τους από τους Τούρκους και σαν τέλειωσε ο Αγώνας , όσοι σώθηκαν, ξαναγύρισαν στον τόπο τους , να φκιάσουν από την αρχή το νοικοκυριό και την καινούρια τους ζωή .
Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή (1611-1684), που πέρασε από τη Στερεά Ελλάδα στα 1668, ενώ μας δίνει αρκετά στοιχεία γιά τις κοντινές πολιτείες Έπαχτο και Σάλωνα, δεν αναφέρεται στη Δωρίδα, ίσως, γιατί το έδαφος και η ύπαρξη κλεφτών δεν του επέτρεψαν να περάσει από κει, είτε δεν τον απασχολούσαν παρά οι βασικότερες πολιτείες και τα σημαντικότερα κάστρα του ελληνικού χώρου, σε συνάρτηση με τα τοπικά έθιμα και την τούρκικη διοίκηση, κι’έτσι δεν θεώρησε απαραίτητη την περιήγηση της περιοχής .

2. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ – ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ

Η Δωρίδα κατά την Τουρκοκρατία ήταν χωρισμένη σε δύο καζάδες (διοικητικές και δικαστικές περιφέρειες του Οθωμανικού κράτους), του Λιδορικίου και του Μαλανδρiνου. Ο καζάς, υποδιαίρεση του σαντζακίου (διοικητική και στρατιωτική περιφέρεια ευρύτερου χώρου και δικαιοδοσίας της Τούρκικης διοίκησης , που επικεφαλής ήταν πασάς) αντιστοιχούσε , άλλοτε προς τους σημερινούς νομούς κι' άλλοτε προς τις επαρχίες.

Ο διοικητής του, ως τον 17ο αιώνα , ονομαζόταν Σούμπασης, ενώ κατοπινά επικράτησε το όνομα Βοεβόδας η Βοιβόντας, και ήταν επιφορτισμένος με το γενικότερο έλεγχο της περιοχής, αρμόδιος γιά τη μίσθωση, εκμίσθωση η παραχώρηση δημοσίων και σουλτανικών, συχνά δε και των βακούφικων (μοναστηριακών κυρίως) εκτάσεων (καλλιεργήσιμων η βοσκοτόπων) και γιά την είσπραξη των φόρων. Συμπαραστάτης του, και δεύτερος ιεραρχικά, ο καδής (ιεροδικαστής) αρμόδιος σε θέματα δικαιοσύνης που απασχολούσαν τον καζά, που δεν μπορούσε να παραμείνει στην ίδια περιοχή περισσότερο από είκοσι μήνες, ενώ ο βοεβόδας είχε την δυνατότητα να παραμείνει στον ίδιο καζά χρόνια, ανάλογα με τις προσβάσεις που είχε στην Πύλη και στην προτίμηση του πασά που διαφέντευε το σαντζάκι στο οποίο υπαγόταν ο καζάς.

Ας δούμε τους δύο αυτούς καζάδες , όπως τους περιγράφει ο Ιωάννης Γ. Γιαννόπουλος:

Καζάς Λιδορικίου. Από της κατακτήσεως (1393) το Λιδορίκιον προφανώς υπήχθη εις το σαντζάκιον Τρικάλων . Το 1466/7 απετέλει ένα των ναχιγιέδων του σαντζακίου τούτου . Από της κατακτήσεως όμως της Ναυπάκτου (1499) και της οργανώσεως του ομωνύμου σαντζακίου , το Λιδορίκιον , ως εγγύς της Ναυπάκτου ευρισκόμενον ακι μακράν των Τρικάλων , υπήχθη αναμφιβόλως εις το νέον σαντζάκιον . Ήδη εις το κατάστιχον του 1569/70 αναφέρεται ως εις των ναχιγιέδων τούτου . Μεταξύ των καζάδων του σαντζακίου κατατάσσεται και υπό του Χατζή Κάλφα .
Περισσοτέρας πληροφορίας έχομεν εκ της δευτέρας περιόδου της Τουρκοκρατίας .
Είς Οθωμανικόν , εν μεταφράσει , έγγραφον του 1701 αναφέρεται καζάς Λιδορικίου υπαγόμενος , ως συνάγεται εκ του περιεχομένου του εγγράφου , εις το σαντζάκιον Ναυπάκτου .
Κατ' εκείνο το έτος ο καδής της περιφερείας ωνομάζετο Χασάν. Έγγραφα οθωμανικά, εν μεταφράσει, των ετών 1734, 1749, 1752, 1757, 1760, 1766, 1767 και 1788 πείθουν περί της υπάρξεως του καζά τούτου. Το 1749 ο καδής ωνομάζετο Μουσταφά, το 1757 Μεχμέτ, το 1788 Χαφούζ Μεχμέτ. Βοεβόδας διοικητής του καζά αναφέρεται το 1733, τι 1752, το 1760 ο Χατζή Χαλίλ αγάς, το 1788 ο Χατζή Αρήφ αγάς.
Ο εκάστοτε βοεβόδας , ως προκύπτει εκ των εγγράφων , εμίσθωνε κατ' αποκοπήν τας ετησίας προσόδους του καζά Λιδορικίου. Το 1788 αναφέρεται και κεχαγιάς (δήμαρχος) Λιδορικίου ο Αλή αγάς υιός του Εμπού Μπεκίρ. Εκ του αυτού εγγράφου συνάγεται , ότι οι χριστιανοί κάτοικοι του καζά εκπροσωπούνται ενώπιον των Οθωμανικών δικαστηρίων υπό των κοτσαμπάσηδων .
Κατά την τελευταίαν περίοδον της Τουρκοκρατίας , ως ήδη ελέχθη , ο καζάς Λιδορικίου υπήχθη εις το σαντζάκιον Ευρίπου . Αλλά και ο καζάς ούτος κατά τα έτη της επιρροής και κυριαρχίας του Αλή πασά εις την Στερεάν Ελλάδα ανήκεν ουσιαστικώς εις το < κράτος > του. Το 1806 ο Βοεβόδας του Λιδορικίου Φεράτ αγάς ήτο υιός του ντιβάν εφέντη του Αλή πασά, δηλαδή πρόσωπον του αμέσου εμπίστου περιβάλλοντός του.
Τα όρια του καζά Λιδορικίου συμπίπτουν με τα της σημερινής επαρχίας Δωρίδος, εκτός του ΝΑ τμήματος αυτής, το οποίον απετέλει τον καζάν Μαλανδρίνου. Εξαίρεσιν αποτελούν χωρία τινά πλησίον του νοτιωτάτου σημείου του Μόρνου υπαγόμενα εις τον καζάν Ναυπάκτου.

Καζάς Μαλανδρίνου. Πρώτη μνεία του Καζά Μαλανδρίνου γίνεται υπό του Χατζή Κάλφα . Κατ’αυτόν , γράψαντα περί τα μέσα του 17ου αιώνος υπήγετο εις το σαντζάκιον Ναυπάκτου . Εφ’όσον δε ουδεμίαν αναγραφήν του καζά τούτου έχομεν εις τα μνημονευθέντα κατάστιχα του 16ου αιώνος , φαίνεται ότι ούτος δεν υφίστατο προ του 17ου αιώνος και θα απετέλει τμήμα του Καζά Λιδορικίου . Κατά την τελευταίαν περίοδον της Τουρκοκρατίας ο καζάς υπάγεται εις το σαντζάκιον Ευρίπου. Το πιθανότερον η μεταβολή αυτή συνετελέσθη κατά το δεύτερον ήμισυ του 18ου αιώνος, ότε, ως υπεστηρίχθη ανωτέρω, και το Λιδορίκιον απεσπάσθη του σαντζακίου Ναυπάκτου.
 Ο Καζάς Μαλανδρίνου κατελάμβανε το ΝΑ τμήμα της σημερινής επαρχίας Δωρίδος. Προς Α έφτανε μέχρι των χωρίων Μαραθιάς και Καρούτες. Προς Β εξετείνετο μέχρι του μικρού όρους Τρίκορφον και του χωρίου Μηλιά της συνοριακής γραμμής εξικνουμένης βορείως της πρωτευούσης του καζά μέχρι των σημερινών ορίων των επαρχιών Δωρίδος και Παρνασσίδος , τα οποία αποτελούν το Α όριον του καζά ».

Σχετικά με την κοινοτική οργάνωση και συγκρότηση δεν υπάρχουν σημαντικές ειδικές μαρτυρίες γιά τη Δωρίδα. Θα την εντάξουμε στις γενικότερες διαπιστώσεις που αφορούν το σύνολο του τουρκοκρατούμενου χώρου και όπου όσοι ασκούν διοικητικές αρμοδιότητες στις Κοινότητες, αποκαλούνται κοτσαμπάσηδες, δημογέροντες, επίτροποι η προεστοί. Συχνότερα στη Δωρίδα τους συναντάμε με τ’όνομα προεστοί η δημογέροντες. Ο Αντρέας Καρκαβίτσας στη νουβέλα του «Ο Έξαρχος», που αναφέρεται στους κλεφταρματολούς Κωσταντάρα (Κώστα Ζαχαριά) και Γιάννη Βρυκόλακα, κατ’εξοχήν στο χαροπάλεμα το αντρειωμένο του δεύτερου, Αγιαθυμιώτες κι’ οι δυό, αλλά με πλούσια δράση στη Δωρίδα, βάνει να παραστέκονται στο ψυχορράγημά του, κλεφταρματολούς αλλά και δημογέροντες της Δωρίδας, πράγμα που σημαίνει πως οι δημογέροντες βρίσκονται σε στενή σχέση με τους αρματολούς. Γράφει :
«Όλα τα πρωτάτα ήταν συναγμένα στην Αγιαθυμιά στον πύργο του Βρυκόλακα . Πρώτος ο Μητροτσάμης, ο γέροντας με τον τσαμπά κλωσμένον στο άσπρο πόσι του και μονάχα τον ασημοσουγιά στο σελάχι του . Δεύτερος ο Κώστας Ζαχαριάς το πρωτοπαλλήκαρο που ακουότανε Κωσταντάρας, γιά τη φωνή , γιά το κορμί και την άλλη περηφάνεια του. Τρίτος ο Λυκοθανάσης αρματωλός του Λοιδωρικιού , καστανοτρίχης και κοκκινομάτης , με ψηλομάγουλα πεταχτά και χονδρά χείλη , άσπρος – κάτασπρος στα τσαπράζια του. Ήταν ακόμα παρόμοια στολισμένοι ο Μπράτιμος , αρματωλός του Μαλαντρίνου , μάτι γοργό και πρόσωπο αγέλαστο, ο Σαπλαούρας του Σαλώνου, βροντόφωνος και βρισάρης , που τρόμαζε τους οχτρούς με τη γλώσσα όσο και με το σπαθί του, ο Λάμπρος Τσεκούρας του Γαλαξειδιού, φρόνιμος λεβεντονιός και κάπως ερωτάρης κι’ο Βιδαβιώτης ο Γραμματικός , κάλεσσος μέσα στον ταιφά κι ακουσμένος γιά το νεραιδογέννημα . Οι πεζοδρόμοι τους γύρεψαν αποβραδύς και τώρα να , τους σύναξαν στην καθέδρα . Μα δεν τους θέλει γιά Σύνοδο ούτε γιά βοήθεια του ο Βρυκόλακας , τους έκραξε ν’ακούσουν τα στερνά του θελήματα . Ξαπλωμένος στα μάλλινα στρωσίδια του , με μάτια σφαλιστά και τη γροθιά σφιγμένη, χαροπαλεύει από την κονταυγή κι’ακόμα δεν παραδίνεται ....
Μα εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν βαρειά και γρήγορα πατήματα στη σκάλα . Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και χύθηκε στον οντά λαός ακράτητος . Μπροστά μπήκανε παπάδες με τα κοντά τους αντεριά και τους μαύρους σκούφους στ’αχτένιστα μαλλιά τους . Έπειτα μπήκαν δημογέροντες απ’όλα τα χωριά γύρω . Ο Γιαμαρελόγιαννης από τη Βιτρινίτσα κι ο Κώστας ο Δρομάζος απ’την Κίσουλη , ο Καλπούζος απ’την Πλέσσα κι’ο Κατσικαπής από τα Πεντεόρνια , ο Παπαλιάκος απ’τη Βενιχώρα κι’ο Κουτρούκης απ’την Ξυλογαιδάρα , ο Γαζής απ’το Χρυσσό κι’αλλοι . Έπειτα μπήκαν λογής λογής ραγιάδες με το μαυρομάνδηλο τυλιγμένο στο ξουρισμένο κεφάλι τους και τα σεγκούνια και τες λιγόλοξες φουστανελίτσες τους . Μάθανε τη συφορά κι’έτρεξαν όλοι απ’τα χωριά τους να ιδούν γιά υστερνή φορά τον προστάτη τους . Χώθηκαν μέσα στο οντά , γονάτισαν κατάχαμα και σούρθηκαν έτσι ολόγυρα στον Έξαρχο , κρύβοντας πίσω απ’τες αργασμένες απαλάμες τους μάτια δακρυσμένα και πρόσωπα χλωμά και μέτωπα δαρμένα από την κακοπάθεια και την τυραννία του Τούρκου . Ο Έξαρχος κοίταξε γύρω του το θλιμμένο λαό και πικράθηκε. Τι γυναίκα και παιδί έλεγε πρωτήτερα , είναι κι’άλλοι που θ’αφήκη πίσω του, κόσμος, ντουνιάς, που θα πέση απάνω του αυτόματο το σπαθί των αγάδων . Ήθελε κάτι να τους πη γιά χαιρετισμό, γύρευε δυό λόγια να τους παρηγορήσει .
Μα ούτε λόγια είχε , ούτε δύναμη πλιά. Σφάλισε τα μάτια και του φάνηκε πως ονειρευόταν . Κάτου απ’το παράθυρο που ελεύθερη κουνιόταν η σημαία του , κάποια φωνή ανέβαινε στον οντά ήσυχα , γλυκειά , θλιμμένη και τον νανούριζε . Ένας μετά τον άλλον οι άλλοι αρματωλοί αλαφιάστηκαν . Κυττάχτηκαν συνατοί τους κι’αναστέναξαν βαθειά. Οι γυναίκες ανατρίχιασαν κι’έκαμαν το σταυρό τους. Οι δημογέροντες έφεραν τα μαντήλια στα μάτια τους και τίναξαν το κορμί με σύγκρυο , ο λαός ανατρόμαξε . Και το τραγούδι από κάτου έλεγε :


Ακόμα τούτ’την άνοιξι
Ραγιάδες-ραγιάδες...»

< Κύριος θεσμός της αυτοδιοικήσεως ( κατά την Τουρκοκρατίαν ) απέβη η Κοινότης > , γράφει ο Διον . Α . Ζακυθηνός . <Αύτη απετέλει νομικόν πρόσωπον , ανεξάρτητον της διοικήσεως του κυριάρχου , το οποίον όμως ετύγχανε της ανοχής αυτού . Πάσα πόλις η χωρίον - πλην εκείνων , τα οποία ανήκον εις τα τιμάρια - ηδύναντο να συγκροτούν κοινότητα...Οι άρχοντες ούτοι (επίτροποι , δημογέροντες , άρχοντες , προεστώτες η κοτζαμπάσηδες) ήσαν αιρετοί, εις σπανίας όμως περιπτώσεις διωρίζοντο υπό των οργάνων του κυριάρχου. Εξελέγοντο υπό του λαού , υνερχομένου μετά του κλήρου εις γενικήν συνέλευσιν (κοινήν μάζωξιν ονομάζουν αυτήν τα έγγραφα)... Αι αρμοδιότητες των κοινοτικών αρχόντων ήσαν ευρύταται. Ανεφέροντο εις την διαχείρησιν των κοινών , εις την συλλογήν και την κατανομήν των φόρων, εις την διοίκησιν της εκπαιδεύσεως , της δημοσίας υγείας κ.λ.π. Οι επίτροποι είχον ωσαύτως καθήκοντα αγορανομικά, ως και παριορισμένην δικαστικήν εξουσίαν > .
Οι κοινοτικοί θεσμοί και οι κοινότητες είχαν διαφορετική μορφή από περιοχή σε περιοχή κι' όπως γενικότερα και στη Δωρίδα αποτελούσαν ανασχετικό παράγοντα στις πιέσεις του κατακτητή .
Δεν μπορεί να προσδιορισθεί ότι έχουν αρχαιοελληνικό η βυζαντινό πρότυπο, αλλά πως προήλθαν και από την ανάγκη συνοχής των κατοίκων και κάποιας αδυναμίας του οθωμανικού διοικητικού συστήματος . < Η Κοινότης - λέει ο Δ.Α.Ζακυθηνός - έχουσα βυζαντινήν την προέλευσιν , ουδεμίαν οργανικήν σχέσιν παρουσιάζει προς τα αρχαία πρότυπα , η όλη συγκρότησις της μεταγενεστέρας μορφής της διέπεται από καθαρώς Ελληνικόν πνεύμα ...Είς εποχήν εθνικής συντριβής , ο Ελληνικός λαός , ορμώμενος από τα πλαίσια του φορολογικού οργάνου της μεσοχρονίου αυτοκρατορίας του , έπλασε μόνος , χωρίς επιβολήν άνωθεν , χωρίς καν την πρωτοβουλίαν των πνευματικών ηγετικών του στοιχείων , θεσμούς δημοκρατικούς , των οποίων η σύλληψις και το πνεύμα φέρει αυτόν πλησιέστερον προς τας πηγάς της αρχαίας του παραδόσεως > .

Σχετικά με την αδυναμία των κατακτητών , ως προς τη διοίκηση και την ανάγκη να υπάρξει συνέχεια σε παλιότερο διοικητικό σύστημα , αλλά και τη σημασία των Κοινοτήτων στην εθνική ζωή , γράφει ο Ιάκωβος Τ. Βισβίζης :
< Οι κατακτηταί ήσαν υποχρεωμένοι εκ των πραγμάτων να μη αγνοήσουν το ππρουφιστάμενον σύστημα διοικήσεως , εισάγοντας ίδιον και νέον εξ ολοκλήρου . Η ανάγκη τους επέβαλλε να χρησιμοποιήσουν εκ του προυφισταμένου αρχικώς τουλάχιστον , ορισμένους θεσμούς , πολύ η ολίγον τροποποιημένους , σύμφωνα με την νέαν κατάστασιν και το συμφέρον τους . Ήτο δε ζήτημα διοικητικών ικανοτήτων των η περαιτέρω εξέλιξις του συστήματος διοικήσεως των υποδούλων ... Οι δημογέροντες εξεπροσώπουν την κοινότητα εις τας μετά των Τούρκων σχέσεις και είχον υποχρέωσιν να εμφανίζονται , ενώπιον οιασδήποτε τουρκικής αρχής η επισκεπτομένου τον τόπον τούρκου τιτλούχου . Τούτο όχι μόνον τους υπέβαλλεν εις δαπάνας , διότι αι επισκέψεις και αι υποδοχαί των τούρκων υπαλλήλων συνωδεύοντο συνήθως με δώρα , αλλ' ήτο ενίοτε και επικίνδυνον . Διά τους λόγους δε αυτούς αι διδόμεναι εις τους δημογέροντας αμοιβαί ήσαν δικαιολογημέναι . Αι συμβάσεις της κοινότητος , εν αις και αι του δανεισμού , συνήπτοντο συνήθως επ' ονόματι των διοικούντων αυτάς προσωπικώς . Επειδή , δε δι'αυτών ανελαμβάνοντο πολλάκις χρηματικαί υποχρεώσεις εκ μέρους των δημογερόντων , εις το πρακτικόν της εκλογής των ετίθετο ειδική ρήτρα , διά της οποίας τους εδίδετο υπόσχεσις ότι θ' απεζημιούντο διά πάσαν χρηματικήν ζημίαν , την οποίαν ήθελον υποστή χάριν των κοινών υποθέσεων . Μεταξύ όμως των σπουδαιοτέρων έργων της κοινοτικής διοικήσεως ήτο η οικονομική διαχείρησις , και μάλιστα η των φόρων , των τε δεδομένων εις τον κυρίαρχον ως και των υπέρ της κοινότητος . Γενικώς οι δημογέροντες ως και τα λοιπά όργανα της κοινοτικής διοικήσεως ήσαν υπεύθυνοι , τόσον κατά την λήξιν της θητείας των ως και διαρκούσης ταύτης , προς την συνέλευσιν του κοινού . Αύτη ήτο το κυρίαρχον όργανον ηδύνατο δε ν' αποφασίση και την έκπτωσιν από του αξιώματός των προ της λήξεως της θητείας των . Οι διοικήσαντες τας κοινότητας , καίτοι εστερούντο γενικωτέρας μορφ'ωσεως , κεκτημένοι το πολύ γραμματικάς στοιχειώδεις γνώσεις , γραφής και αναγνώσεως , ανεδείχθησαν γενικώς άξιοι του εμπιστευθέντος εις αυτούς έργου > .

Οι γενικότερες αυτές διαπιστώσεις ασφαλώς αφορούν , σε μεγάλο ποσοστό, και την περιοχή της Δωρίδας .
< Οι δημογέροντες , εν τη ενασκήσει των δικαιωμάτων αυτών και εν τη εκτελέσει των καθηκόντων αυτών , προσέκρουον πάντοτε κατά μυρίων δυσχεριών , αντιπαλαίοντες άλλοτε μεν προς κατηγορηματικήν άρνησιν των τοπικών αρχών , άλλοτε δε προς την παροιμιώδη αυτών και απελπιστικώς μακράν και σκόπιμον παρέλκυσιν των ζητημάτων , δι'ο και ηναγκάζοντο πολλάκις να προσφεύγωσιν εις τα Πατριαρχεία , ίνα διά της επεμβάσεως αυτών επιτύχωσιν την λύσιν των απασχολούντων αυτούς ζητημάτων > , γράφει ο Κ.Λαμέρας , ο οποίος σημειώνει πως τα καθήκοντά τους ήταν εκκλησιαστικά (ανέγερση και ανακαίνιση εκκλησιών), εκπαιδευτικά (οργάνωση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων σε μοναστήρια) , κοινοτικά (διάλυση μνηστείας, διάλυση γάμου, προίκα, διατροφή μετά τη διάλυση του γάμου, υιοθεσία, διαθήκη), δικαστικά (εκδίκαση διαφορών μεταξύ των Ελλήνων, αλλά και μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων). Έκτός από αυτά, οι δημογέροντες ήταν επιφορτισμένοι με την ευθύνη γιά την τήρηση των τοπικών εθίμων, να παρακολουθούν τη σωστή λειτουργία των σωματείων η οργανώσεων της Κοινότητας και να παρέχουν φιλοξενία και διευκόλυνση σ΄όσους ξένους , κυρίως επιστήμονες περιηγητές περνούσαν από την κοινότητά τους.

Οργανωμένες συντεχνίες (ισνάφια) σε συσχετισμό με τη διοικητική διάρθρωση δεν υπήρχαν στη Δωρίδα, με τους μικροκαλλιεργητές και την ελάχιστη βιοτεχνική παραγωγή, που παρέμεινε στο χώρο της περιορισμένης οικονομίας. Υπήρχαν ωστόσο απλές μορφές κτηνοτροφικών συνεταιρισμών. Γράφει η Αγγελική Χατζημιχάλη :
<Μα, αν και σε τόσο σύνθετες και ολοκληρωμένες μορφές έφτασε το ελληνικό συνεταιριστικό πνεύμα, (αναφέρεται προηγούμενα στη συμπολιτεία των 44 χωριών του Σουλιού, <το Κοινόν των Ζαγορίων > , τα 24 χωριά του Πηλίου, τα Χάσικα και Μαδεμοχώρια Χαλκιδικής με δικαιοδοσία σε 360 χωριά και το περίφημο < Κοινό του Μελένικου >, παράλληλα λειτουργούσαν και κατώτεροι πρωτόγονοι σχηματισμοί. Στό τσελιγκάτο της νομαδικής και ημινομαδικής κτηνοτροφίας βρίσκομε αποκρυσταλλωμένο συνεταιρικό σχηματισμό στην πρωτόγονη μορφή του. Πρωτόγονους επίσης κτηνοτροφικούς συνεταιρισμούς συναντάμε σε πολλά χωριά της Ελλάδος, με τους σμίχτες γιά το νοίκιασμα των λειβαδιών . Υπάρχουν όμως και άλλοι τύποι κτηνοτροφικών συνεταιρισμών , όπως οι λεγόμενοι , σεμπριές , στην Ακαρνανία, καθώς και τα μιτάτα , τα παραδιάρικα και τα κοινάτα στην Κρήτη > .
Τέτοιοι κτηνοτροφικοί συνεταιρισμοί , όπως και οι σεμπριές υπήρχαν στη Δωρίδα , στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας . Το ρόλο που έπαιξαν στα χρόνια της σκλαβιάς τα σωματεία ( συντεχνίες , συνάφια , συνεταιρισμοί ) επισημαίνει η Χατζημιχάλη λέγοντας , μετά από διερεύνησή τους : <Αναμφίβολα λοιπόν , τα συνάφια είναι κατά την τουρκοκρατία οι σημαντικότεροι δημιουργοί όχι μόνο στην οικονομική και επαγγελματική ανάπτυξη της χώρας , αλλά και στη θρησκευτική και κοινωνική υπόσταση του Έθνους > .

3. ΑΤΟΜΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ, ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ

Η ατομική ιδιοκτησία στη Δωρίδα ήταν δυσανάλογα χωρισμένη. Οι καλύτερες και αποδοτικότερες εκτάσεις (καλλιεργησιμες και βοσκότοποι) βρίσκονταν στα χέρια προυχόντων, Τούρκων και μοναστηριών. Τα πιό πολλά κτήματα διέθετε το μοναστήρι της Βαρνάκοβας, πολλά απ' τα οποία ήταν ιδιόκτητα, κυρίως από αφιερώματα πιστών, πριν από την Τουρκοκρατία. Οι περισσότεροι κάτοικοι η δεν διέθεταν καθόλου ιδιοκτησία, πέρα απ' το φτωχόσπιτο που έμεναν, αναγκασμένοι έτσι να δουλεύουν, με ελάχιστη ανταμοιβή, στους Τούρκους, τους κοτσαμπάσηδες και στα μοναστηριακά κτήματα, η ασκούσαν το επάγγελμα του κτηνοτρόφου, νοικιάζοντας βοσκότοπους και πληρώνοντας μεγάλους φόρους στον ιδιοκτήτη τους. Λιγοστοί είχαν κάποια μικρά περιουσιακά στοιχεία, ένα μικροχώραφο, κάποιο κήπο, ένα περιβολάκι κοντά στο σπίτι τους.
Ωστόσο, ποτέ ο μικροιδιοκτήτης, ακόμα κι' ο κοτσάμπασης δεν ήταν διασφαλισμένοι γιά την περιουσία τους . Οι Τούρκοι είχαν τη δυνατότητα να την κάνουν κτήμα τους, κάτω απ' την ανοχή της Τούρκικης διοίκησης, που σε ορισμένες περιπτώσεις προσπαθούσε να δείξει αμεροληψία και παρέμβαινε στις αρπαγές αυτές. Εκεί όπου η ιδιοκτησία ήταν σεβαστή, με διατάγματα που οι σουλτάνοι έστελναν στους αρχηγούς των δύο καζάδων η και στα ίδια τα μοναστήρια, ήταν εκείνη των μοναστηριών που διασφαλιζόταν απο παρεμβάσεις Ελλήνων και Τούρκων.
Όπως και σε πολλές άλλες περιοχές , οι εκτάσεις γης ήταν χωρισμένες σε κληρονομικές η ολοκληρωτικής κυριότητας, η ιδιωτικές η μούλκια, σε βακούφικες η βακούφια και δημόσιες.
Οι υπόδουλοι ευρύτερα που δεν είχαν προσωπική ιδιοκτησία δούλευαν στις Τούρκικες ιδιοκτησίες η των προυχόντων, με κάποια σχέση εργασίας όπου δεν διέφερε και από εκείνη της Βυζαντινής περιόδου.
Άλλωστε το < Τουρκικό Κράτος > , σαν διάδοχο του Βυζαντινού , πήρε απ' αυτό πολλούς θεσμούς γύρω από την αγροτική ιδιοκτησία , την πείρα των Βυζαντινών στους διάφορους κλάδους της κρατικής δικαιοδοσίας , που την προσάμοσαν στις δικές τους ανάγκες > .
Οι μικρές ιδιοκτησίες διατηρήθηκαν σ' ένα μικρό βαθμό στις ορεινές περιοχές , και πάντα κάτω από την παρακολούθηση της τούρκικης διοίκησης . Σύμφωνα μ' ένα υπόμνημα του Καποδίστρια του 1828 προς τις τρεις προστάτιδες Δυνάμεις ( Αγγλία , Γαλλία , Ρωσία ) στη Δυτική Ελλάδα ( όπου και η Δωρίδα ) , υπήρχαν στο τέλος της Επανάστασης 1.636.730 ιδιοκτησίες Ελληνικές και 1.285.730 Τούρκικες , ενώ συην Ανατολική 5.178.440 Ελληνικές και 2.082.990 Τούρκικες . Αν λογαριάσουμε τη διαφορά , ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Ελλάδα και το γεγονός πως πολλές από τις περιουσίες αυτές ανήκαν σε μεγαλοιδιοκτήτες η μοναστήρια της περιοχής , μπορούμε να υπολογίσουμε τις μικρές ιδιοκτησίες που διέθεταν οι περισσότεροι κάτοικοι της Δωρίδας . Το αρχοντολόι με την Τουρκιά από τη μιά μεριά , η φτωχολογιά από την άλλη , με καθόλου η ελάχιστη ιδιοκτησία . Ενδιάμεσα η Κοινότητα που διέθετε κάποια ιδιόκτητη περιουσία , που την παραχωρούσε γιά αξιοποίηση στους ακτήμονες , με την απόφαση των προεστών η δημογερόντων , που τους είχαν δοθεί ορισμένες δικαιοδοσίες από τους Τούρκους .

Σε ό,τι αφορά το δίκαιο , φαίνεται πως διαγράφεται περισσότερο εθιμικό και άγραφο , σαν συνέχεια του Βυζαντινού και αρχαιοελληνικού , όπου η παράδοση επιβιώνει , με αλλαγές στις συνθήκες που ενυπάρχουν στην Τουρκοκρατία . Οι συναλλαγές , οι ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις βασίζονταν περισσότερο στο λόγο , στην άγραφη υπόσχεση , και λιγότερο στο γραπτό κείμενο , έγγραφο . Στις διαδικασίες που αναφέρονται στο δίκαιο μεσολαβούν η τούρκικη διοίκηση και ιδιαίτερα ο καδής ( ο ιεροδικαστής ) , αλλά και οι προύχοντες και οι δημογέροντες .
Ο Βαυαρός καθηγητής Γκεόργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ ( 1790-1872 ) , που κατάγραψε στοιχεία δικαίου κατά την Εθνεγερσία και τα πρώτα χρόνια μετά την Επανάσταση , ενώ βρισκόταν στην Ελλάδα , στοιχεία που θα προυπήρχαν τουλάχιστον στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας , γράφει πως < στην Πελοπόννησο και στην Στερεά Ελλάδα οι γονείς παντρεύουν τα κορίτσια τους από δεκατριών μέχρι και δεκαπέντε ετών , και τα αγόρια από δεκαοχτώ μέχρι είκοσι > , πως < ούτε ο νόμος , ούτε το εθιμικό δίκαιο αναγνωρίζει τα εξώγαμα παιδιά , καθώς και τις παλλακίδες και θεωρείται μεγάλη ντροπή να συζείς παράνομα με μιά γυναίκα... Η υιοθεσία είναι κάτι που συνηθίζεται ,σ' όλη την Ελλάδα . Υιοθετούνται συνήθως παιδιά πάρα πολύ φτωχά , η ορφανά , η εγκαταλειμμένα απ' τους γονείς τους...η κοπέλλα που παντρεύεται πρέπει να προικίζεται από τους γονείς της , οι οποίοι της παραχωρούν ακίνητα , χρήματα , καθώς και ρουχισμό . Ο σύζυγος που χωρίζει τη γυναίκα του είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει την προίκα, καθώς και τα δώρα του γάμου. Πρέπει ακόμα να παραλάβει τα παιδιά που γεννήθηκαν απ' αυτό το γάμο, και αν θελήσει να τα αφήσει στη μητέρα τους, οφείλει να πληρώνει τα έξοδα της διατροφής τους. Κάθε άντρας είτε γυναίκα που έχει κλείσει τα εικοσιπέντε, έχει δικαίωμα να κάνει διαθήκη και να διαθέτει όπως θέλει την περιουσία του. Αν κάποιος πεθάνει χωρίς να αφήσει διαθήκη, οι κληρονόμοι οφείλουν προτού μοιράσουν την περιουσία να ξεχωρίζουν ένα ποσό , γιά τη σωτηρία της ψυχής του πεθαμένου , που μοιράζεται συνήθως σε φτωχούς η δίδεται στον παπά γιά να κάνει μνημόσυνα . Σύμφωνα με τον τουρκικό νόμο , το παιδί που έχει αποκληρωθεί από το γονιό η έχει πάρει τη μικρότερη μερίδα , έχει δικαίωμα να προσβάλει τη διαθήκη και να την ακυρώσει . Ωστόσο κάθε διαθήκη , είτε είναι γραπτή , είτε έχει γίνει μπροστά στους συγγενείς και εκφράζει την τελευταία επιθυμία , θεωρείται ιερή και απαραβίαστη . Και το παιδί εκείνο , που, σύμφωνα με τον τουρκικό νόμο , θα την προσβάλει , αποχτά μιά πολύ κακή φήμη και περιφρονείται απ' όλους τους γνωστούς του . Αν και γενικά οι Έλληνες πολύ σπάνια κατέφευγαν στην τουρκική δικαιοσύνη γιά τις διαφορέςπου είχαν μεταξύ τους , πρώτον διότι απεχθάνονταν τους Τούρκους , έπειτα επειδή δεν ήθελαν να τους δίνουν λεπτομέρειες γιά την περιουσιακή τους κατάσταση από φόβο μη την βάλουν στο μάτι , και τέλος γιατί ήσαν υποχρεωμένοι να καταβάλουν το δέκα τοις εκατό γιά κάθε υπόθεση που ερχόταν σε τουρκικό δικαστήριο . Προτιμούσαν λοιπόν να δικάζονται από τους επισκόπους και τους προύχοντες του τόπου τους , μιά που οι αποφάσεις τους ήταν σεβαστές και από τις τουρκικές αρχές . Εξ'αλλου , οι καδήδες και οι βοιβόδες όταν διορίζονταν έπαιρναν γραπτή εντολή ότι , προκειμένου να δικάσουν ραγιάδες , οφείλουν να σεβαστούν τα έθιμα του τόπου . Και γι' αυτό πολλές φορές οι καδήδες όταν δίκαζαν αστικές υποθέσεις μεταξύ ραγιάδων , ρωτούσαν πρώτα τον επίσκοπο η κάποιον πρόκριτο τι συνηθίζεται στον τόπο τους στην προκειμένη περίπτωση . Ο τουρκικός νόμος ορίζει ότι οι άνδρες κατιόντες συγγενείς δικαιούνται τα δύο τρίτα της κληρονομιάς , ενώ οι γυναίκες μόνο το ένα τρίτο . Η χήρα κληρονομεί από τον άνδρα της το ποσό που εκείνος έχει υποσχεθεί στον καδή ότι θα της αφήσει και επιπλέον ολόκληρη την προίκα της . Σύμφωνα με το ελληνικό αστικό δίκαιο που διατηρήθηκε μέσψ της Εκκλησίας , τα παιδιά κληρονομούν εξίσου την πατρική περιουσία , αλλά σε περίπτωση που ο γονιός θέλει να κάνει διάκριση ανάμεσα στα παιδιά του η τελευταία θέληση του πεθαμένου γίνεται πάντοτε σεβαστή , και είναι πολύ σπάνιες οι περιπτώσεις που τα παιδιά θα αντιδράσουν.. Ένα έθιμο που επικρατεί στην Ελλάδα και είναι αρκετά εντυπωσιακό , είναι ότι όταν υπάρχουν ανύπαντρα κορίτσια και ο πατέρας έχει πεθάνει , τα αγόρια είναι υποχρεωμένα να εξασφαλίσουν τις αδερφάδες τους με τα χρήματα που βγάζουν οι ίδιοι απ' τη δουλειά τους , εφ' οσον δεν επαρκεί η κληρονομιά . Το καθήκον αυτό είναι ιερό και κανείς δεν εκτιμά τον αδερφό που δεν θα το εκπληρώσει . Είναι πολύ σπάνια τα παραδείγματα νέων ανδρών που παντρεύτηκαν χωρίς να έχουν αποκαταστήσει τις αδερφές τους ...... Πολλά μαγαζιά , σπίτια , αλευρόμυλοι και οικόπεδα ήσαν παλιά βακούφια , που κάτω από διάφορες συνθήκες πουλήθηκαν σε ιδιώτες . Βασικός όρος σ' αυτές τις πωλήσεις ήταν να πληρώνει ο αγοραστής κάθε χρόνο ένα ορισμένο ποσό στο δημόσιο ίδρυμα όπου το ακίνητο ήταν αφιερωμένο. Τα ακίνητα αυτά που πουλήθηκαν κάτω από τέτοιους όρους ονομάζονταν < γεδίκια > , και σ' αυτές τις περιπτώσεις μόνο το κτίσμα ανήκε στον αγοραστή , ενώ το οικόπεδο όπου ήταν χτισμένο ανήκε στο δημόσιο ίδρυμα η σε άλλον ιδιοκτήτη .
Οι αγοραπωλησίες όμως αυτές αφορούσαν το συγκακριμένο κτίσμα, και αν τυχόν καταστρεφόταν από καμμιά πυρκαγιά η ερειπωνόταν , οι όροι του συμβολαίου έπρεπε να ανανεωθούν , ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο αγοραστής ήθελε να το επισκευάσει η να το μεγαλώσει .
Όποιος ήθελε να έχει δικό του ακαλλιέργητο κτήμα γιά να το καλλιεργήσει , έπρεπε να το αγοράσει από τον σπαχή και να παραλάβει το σχετικό < ταπί > ,το επίσημο δηλαδή παραχωρητήριο έγγραφο έγγραφο γιά καλλιέργεια εδάφους . Αν όμως το κτήμα έμενε ακαλλιέργητο επτά χρόνια συνέχεια τότε ο σπαχής μπορούσε να το δημεύσει και να το δώσει σε άλλον καλλιεργητή .
Τα καλλιεργημένα όμως η φυτεμένα κτήματα έπρεπε να πουληθούν ενώπιον του καδή , ώστε ο αγοραστής να παραλάβει το < χοτζέτ > , τον τίτλο δηλαδή ιδιοκτησίας .
Η ίδια διαδικασία ενώπιον του καδή γινόταν και γιά τις αγοραπωλησίες ακινήτων ανάμεσα σε ιδιώτες . Ο καδής έπαιρνε γιά αμοιβή το δέκα τοις εκατό της αξίας και όφειλε να καταχωρήσει την πράξη...> .
Αναφέρονται στο έργο του Μάουερ ειδικότερα και στοιχεία δικαίου στη Δωρίδα , και συγκεκριμένα πως , όταν κάποιος πεθάνει χωρίς ν' αφήσει διαθήκη και καθορισθεί η από το νόμο προβλεπόμενη επιτροπεία , < δεν διορίζονται κηδεμόνες , αλλ' ο πλησιέστερος συγγενής φροντίζει διά τα κτήματα του ανηλίκου , και τούτο δωρεάν , κηδεμονεύει κατά συνήθειαν ο πρεσβύτερος αδελφός . Η συνήθεια απαιτεί να συγκαλεσθή το συγκενικόν συμβούλιον το οποίον φροντίζει περί όλων > . Σε ό,τι αφορά την πατρική εξουσία < η συνήθεια συνάδει μετά του νόμου , μετά τον θάνατον του πατρός , η μήτηρ λαμβάνει την πατρικήν εξουσίαν . Μόνος ο άπαις δύναται να υιοθετήση > .
Τα σχετικά με το γάμο ( διάλυση αρραβώνα η γάμου , υιοθεσία , προίκα , διαθήκη ) τα φρόντιζαν οι δημογέροντες και οι σχετικές διαδικασίες γίνονταν με επίσημες πράξεις , φροντίζοντας να υπάρξουν συμβιβαστικές λύσεις και με την παρέμβαση της Εκκλησίας , ώστε να μη διαλυθεί ένας γάμος . Εξάλλου , η Εκκλησία , είχε μεγάλες νομοθετικές αρμοδιότητες , αν και < η διαμάχη ανάμεσα στο δίκαιο της Εκκλησίας από τη μιά μεριά και το εθιμικό και το τουρκικό από την άλλη ήταν συνηθισμένη υπόθεση , ιδιαίτερα σε ζητήματα που σχετίζονταν με οικονομικές η κληρονομικές διαφορές > όπως λέει ο Dakin .
Γραπτές συμφωνίες η ομόλογα όπως τα αποκαλούσαν γίνονταν στις ενοικιάσεις χωραφιών η βοσκοτόπων και σε χρηματικό δανεισμό . Ειδική νομοθεσία , σε συνάρτηση με το εθιμικό
δίκαιο , που ήταν απαραίτητη για το δικαίωμα εκμετάλλευσης και φορολογίας των λιβαδιών που τα χρησιμοποιούσαν οι κτηνοτρόφοι είχε καταρτίσει η τουρκική διοίκηση , η οποία και τα είχε διαχωρίσει σε κοινοτικά , ιδιωτικά και δημόσια .

'Οπως είπαμε και προηγούμενα οι ακτήμονες για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα, δούλευαν σε ξενοχώραφα (μοναστηριακά , προυχόντων , τούρκικα) η έβαζαν ενέχυρο δική τους ιδιοκτησία για να πάρουν κάποιο χρηματικό ποσό που είχαν ανάγκη . Το έθιμο επέβαλε γραπτή συμφωνία , όπως αυτή που αφορά συναλλαγή ντόπιων με το μοναστήρι της Βαρνάκοβας , απ'όπου είχαν δανειστεί κάποιο χρηματικό ποσό:
<> .
Αλλά και στις κτηνοτροφικές συναλλαγές, το έθιμο επέβαλλε γραφτή συμφωνία, όπως η παρακάτω:
"Την σήμερον φανερώνω και ομολογώ εγώ ο Γιάννης Φαράντος από τη Βοστινίτζα και ότι εσυμφωνήσαμεν με τον Παναγιώτη Τριώτη από το Λιάσκοβον , ότι μου έδωσε 8 προβατίνες κεφαλιακές πρωτόγεννες και δευτερόγεννες και έχω να δίδω εγώ ο Φαράντος του Τριώτη από μια οκά βούτυρον εις το κεφάλι και από δθό οκάδες δια ένα αρνί όπου γένουνται οκάδες -δέκα 10 του χρόνου . Δέκα οκάδες να λάβη ο Τριώτης του χρόνου και όχι άλλο . Και τα πήρα Τρυγητίου 15 , ήγουν ότι μ' είπετε και να τα φάγω χρόνια δύο , και σαν περάσουντα δύο χρόνια , όπως να το εύρωμε , κάνουμε . Και διά τούτο εγώ ο Φαράντος δίδω την ομολογίαν μου εις χελιρας του Τριώτη ως ένδειξιν και ασφάλειαν . Των μαρτύρων να μαρτυρούν την αλήθειαν Θεόκλητος ηγούμενος μαρτυρώ Λούβρος παρών 1801 Τρυητίου 15 Νικόδημος παρών Χρύσανθος γράψας" .

Στο εθιμικό δίκαιο πρέπει να συμπεριλάβουμε και μιά συνήθεια , που συναντάμε σε χωριό της Δωρίδας κατά την Τουρκοκρατία . Μας την περιγράφει ο Κ. Πενταγιώτης :
"Στους Πεντάγιους, τον παληό καιρό, κράταγαν ένα περίεργο συνήθειο, κάτι παρόμοιο με κείνο που συνέβαινε με τ' αρματωλίκια, ένα σόι του τόπου είχε σαν κληρονομικό προνόμιο να δίνει αυτό τον παπά στο χωριό κι' όλοι τον σέβονταν και του αναγνώριζαν δικαιώματα πατέρα και κάτι παραπάνω, αρχηγού μιανής μεγάλης φαμίλιας: γενάρχη δηλαδή. Σ' όλες τις γιορτές, σ' όλες τις χαρές θάπαιρνε μέρος: αυτός να ευλογήσει τον άρτο και τον οίνο, και μετά, να γυρίσει στο σπίτι, κάμαρα προς κάμαρα, με στάρι, μύγδαλα, σταφίδες, ρόδια και καρύδια, ψέλνοντας: Πλούσια τα ελέη σου, Κύριε! Τα πανηγύρια του χωριού γίνονταν μπροστά του, σε κάθε απόφαση έπαιζε σπουδαίο ρόλο η γνώμη του, μα είχε κι' άλλα δικαιώματα, λόγου χάρη από το θέρο, τον τρύγο, κι' απ' όλες τις σοδειές, το πρώτο μερίδιο, ο καλύτερος καρπός, έπρεπε νάναι δικός του: αυγά του Πάσχα, ένα ποκάρι μαλλί, μιά πηξιά τυρί, το καλύτερο κοψίδι από το χοιρινό που θάσφαζαν, μα σαν ανταπόδοση γι'αυτόν τον σεβασμό και τα προνόμια που απολάμβανε, ο παπάς είχε υποχρεώσεις απέναντι στους συχωριανούς του. Αυτόν άφιναν στο ποδάρι τους γιά κάθε μπερδεψιά, και καταλαβαίνει ο καθένας πόσες φροντίδες και πόσες έγνιες έβαζε στο κεφάλι του σαν πληρεξούσιος, αν δεν ήταν ασυνείδητος. Μεσολαβούσε να τακτοποιήσει τις μικροδιαφορές, καμμιά αγροζημιά, τη φαγωμάρα για το νερό του ποτίσματος και τα παρόμοια".

Η φορολογία στη Δωρίδα ήταν δυσανάλογη με την ντόπια παραγωγή των κατοίκων της. Ακολουθούσε τη γενικότερη φορολογική κλόμακα που είχε καθιερώσει η τούρκικη διοίκηση, ωστόσο αν οι προύχοντες και τα μοναστήρια άντεχαν ως ένα σημείο, οι γεωργοκτηνοτρόφοι δεινοπαθούσαν. Ακολουθούσε και η περιοχή τη μοίρα ολόκληρης της Ρούμελης. Ο τρόπος μάλιστα της φορολογίας, έμοιαζε με την επιβολή υποχρεωτικής εργασίας (αγγαρεία) που επέβαλλε το κράτος, αλλά και Τούρκοι ιδιώτες στους χριστιανούς .
Γράφει ο Κ. Άμαντος :
"Αφού δ' οι ιδιώται Τούρκοι ηγγάρευαν , ευνόητον είναι ότι οι παπάδες και καθόλου οι ανώτεροι Τούρκοι υπάλληλοι , οι οποίοι διά του δεκασμού διωρίζοντο , μετεχειρίζοντο απιστεύτους πιέσεις και αγγαρείας διά να εισπράξουν τα δοθέντα και περισσότερα τούτων . Οι κατωτέρω δημοτικοί στίχοι αναφερόμενοι εις την Ρούμελην ισχύουν δι' όλας τας τουρκοκρατουμένας χώρας : στην Ρούμελην κάθε πασάς , στον τόπο που ορίζει , έστοντας αυτεξούσιος ό,τι του ορμήση (;) κάμνει , γδύνει , αφανίζει φαμελιές και χόρτασιν δεν έχει , όσο που να ιδη το ραγιά γυμνό και πεινασμένο . Η ζωή εξηρτάτο από την αυθαιρεσίαν του κατακτητού και εξηγοράζετο πάσαν στιγμήν , όχι μόνο με το χαράτσι , αλλά και με την εργασίαν και την περιουσίαν των Χριστιανών".

Γιά την φορολογία των αγροτών στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα, αλλά και τη σημασία των προεστών και των κοινοτήτων στις γενικότερες φορολογικές ρυθμίσεις, γράφει ο Μάουρερ :
"οι επερχίες που είχαν καλούς και τίμιους προεστούς , δεν υπέφεραν πολύ από την καταπίεση των πασάδων. Τις πιο πολλές φορές όμως , οι προεστοί φρόντιζαν περισσότερο την τσέπη τους παρά τον λαό και την υπόληψή του και καταντούσαν πειθήνια όργανα του κάθε πασά. Σ' αυτές τις επαρχίες, μολονότι οι φόροι και οι αγγαρείες πίεζαν αβάσταχτα τον ελληνικό λαό, η αρπακτικότητα των τυράννων και των υποτακτικών τους δεν ικανοποιόταν ποτέ. Απ' αυτή την άποψη , ο πληθυσμός της Ρούμελης βρισκόταν σε πολύ χειρότερη μοίρα από τους κατοίκους της Πελοποννήσου και των Νησιών . Όσοι κατοικούσαν στον Όλυμπο , στο Πήλιο , στην Πίνδο , στα Άγραφα , στη Μάνη και σ' άλλα ορεινά μέρη, σχημάτισαν κοινότητες με ανεξάρτητη πολιτική υπόσταση και δική τους τοπική διοίκηση, κάτω από πολιτικούς η στρατιωτικούς αρχηγούς που εκλέγανε οι ίδιοι. Οι τοπικές αυτές διοικήσεις ήταν ένα είδος αριστοκρατικής κυβέρνησης. Οι πιό ηλικιωμένοι προύχοντες της κοινότητας έπαιρναν το αξίωμα του δημογέροντα, δηλαδή του πολιτικού αρχηγού, η του καπετάνιου που είχε τη στρατιωτική διοίκηση . Οι αρχηγοί αυτοί μάζευαν φόρους, ταχτοποιούσαν τις διαφορές που είχαν αναμεταξύ τους οι Έλληνες, φρόντιζαν γιά την τήρηση της τάξης, είχαν το νου τους να εκπληρώνονται οι υποχρεώσεις της κοινότητας απέναντι στους Τούρκους και να μη θίγονται τα δικαιώματα και τα προνόμιά της. Οι κοινότητες αυτές καταστράφηκαν από τον απαίσιο Αλή Πασά, αλλά μέσα από τα παλληκάρια αυτών των περιοχών, αναδείχθηκαν διάφοροι εξαίρετοι καπετανέοι που πολέμησαν κατά τον Απελευθερωτικό Αγώνα γιά την ανεξαρτησία της Ελλάδας.... Στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα, οι Έλληνες καταγίνονταν βέβαια με το εμπόριο και τη βιομηχανία, αλλά οι περισσότεροι ήσαν γεωργοί και καλλιεργούσαν τη γη, μολονότι δεν ήσαν όλοι τους κάτοχοι αυτής της γης. Μονάχα στα λεγόμενα κεφαλοχώρια οι Έλληνες ήσαν απόλυτα κύριοι της ακίνητης περιουσίας τους και μπορούσαν όποτε ήθελαν να πουλούν, να αγοράζουν η να μεταβιβάζουν στους κληρονόμους τους τα αγαθά τους. Πλήρωναν μόνο ένα είδος δεκάτης στον σπαχή, σύμφωνα με μιά κλίμακα που κυμαινόταν από το ένα ως το επτά η από το ένα ως το οχτώ. Τα κτήματα που καλλιεργούσαν οι αγρότες χωρίς να τους ανήκει ούτε μιά σπιθαμή γης, λεγόταν < ζευγολατιό > η τσιφλίκια και ανήκαν σε Τούρκους η σε Έλληνες μεγαλοτσιφλικάδες .
Πολλές φορές τα σπίτια που ήσαν μέσα σ' αυτά τα κτήματα , καθώς και μπροστά τους το περιβολάκι με τα λαχανικά , ανήκαν στους χωρικούς , η δικό τους ήταν κι' όλόκληρο το χωριό όπου κατοικούσαν, ενώ η υπόλοιπη έκταση με τα χωράφια που το περιτριγύριζαν ανήκε στους τσιφλικάδες .Οι χωρικοί που καλλιεργούσαν αυτά τα κτήματα δεν ήσαν δούλοι . Κατοικούσαν εκεί και δούλευαν με τους όρους που είχαν συμφωνήσει με τους αφεντάδες .
Έμεναν όσο τους συνέφερε και όποτε ήθελαν μπορούσαν να φύγουν. Οι περισσότεροι όμως παρέμεναν εκεί για πάντα γιατί προτιμούσαν και τα χωρά;φια που καλλιεργούσαν μεταβιβάζονταν με τους ίδιους όρους και στα παιδιά τους .
Ο τσιφλικάς ήταν υποχρεωμένος να δίνει στον χωρικό ένα σπίτι για να κάθεται και ένα μικρό κομμάτι γης για λαχανόκηπο , καθώς και το σπόρο για την καλλιέργεια . Μερικοί μάλιστα έδιναν και τα βόδια για το όργωμα . Ο χωρικός , αφού αφαιρούσε τα μεροκάματα που πλήρωσε για το θέρισμα και το άλώνισμα , την δεκάτη , και την αξία του σπόρου , έδινε στον τσιφλικά από το υπόλοιπο εισόδημα τα τρία δέκατα , η αν τα βόδια ήσαν δικά του , έδινε το μισό . Αλλ' ο χωρικός εκτός απ' αυτές τις δουλειές έπρεπε να κάνει και ορισμένες αγγαρείες .
Η πιό βαρειά ήταν αυτή που ονομαζόταν <παρασπόρια> . Ήταν δηλαδή υποχρεωμένος να καλλιεργεί, για λογαριασμό του τσιφλικά και μόνο, μιά μεγάλη έκταση που είχε χωριστεί ειδικά γι' αυτό το σκοπό και ήταν πάντα η πιό εύφορη . Έπρεπε να την σπείρει, να μαζέψει τον καρπό, να τον συσκευάσει και να τον παραδώσει στον ιδιοκτήτη, αλλά και να βάλει και τα έξοδα από την τσέπη του. Ο τσιφλικάς πλήρωνε μονάχα τη δεκάτη στους σπαχήδες .
Σ΄άυτά τα τσιφλίκια η βακούφια, παραχωρούσαν πολλές φορές στους χωρικούς ένα μέρος για να φυτέψουν εκεί αμπέλια η άλλες φυτείες η να χτίσουν κι' ένα σπίτι, υπό τον όρο να πληρώνουν κάθε χρόνο ένα μικρό ποσό. Το εισόδημα απ' αυτές τις καλλιέργειες ανήκε αποκλειστικά στον χωρικό, ο οποίος είχε και το δικαίωμα να πουλήσει αυτό το κτήμα, αν ήθελε, η να το γράψει στους κληρονόμους του. Άν το άφηνε όμως ακαλλιέργητο η με οποιδήποτε τρόπο καταστρεφόταν, τότε το ξανάπαιρνε πίσω ο τσιφλικάς". 
Ευεργετικό γιά τους κατοίκους ήταν όταν ικανός δημογέροντας και προεστοί, διαθέτοντες ειδικά προνόμια , συγκέντρωναν γιά λογαριασμού του Τούρκου ειδικού υπαλλήλου, τον ανάλογο φόρο κάθε οικογενείας η ατόμου . "Εις το τοιούτον ακριβώς σύστημα - γράφει ο Δ.Ξανάλατος - ανεφάνη και η ευεργετική αξία του συστήματος των Κοινοτήτων με τους προεστούς των . Εις πολλάς κοινότητας οι προεστοί επλήρωναν εφ' άπαξ τον κατ' αποκοπήν φόρον των κατοίκων και φορολόγων και διέθετον τους υπολοίπους πόρους δι' ωφέλιμα κοινοτικά έργα . Οι προεστοί ήσαν οι καλοί οδηγοί της κοινότητος και οι αντιπρόσω΄ποί της . Αυτοί συνήπτον ομού μετά των προκρίτων και επ' ονόματι της κοινότητος δάνεια , είτε διά την πληρωμήν των φόρων , είτε και δι' άλλας ανάγκας . Οι προεστοί όμως συγχρόνως εγένοντο πολλάκις αίτιοι κακοδαιμονίας , διότι δεν ήσαν πάντες και πάντοτε δίκαιοι απέναντι όλων και ούτω προεκλήθησαν έριδες και κόμματα και ζημίαι . Διά τούτο και πολλοί γεωργοί ηναγκάζοντο να καταφύγουν κατά ένα οιονδήποτε τρόπον υπό την προστασίαν ενός ισχυρού γαιοκτήμονος όστις είχε τα μέσα να αποφεύγη , έστω και μικρόν μέρος της φορολογίας , η κυρίως υπό την προστασίαν μονών αίτινες ανέκαθεν είχον ωρισμένα προνόμια ".
Κύριος φόρος το χαράτσι , ετήσιος , έντεκα γρόσια γιά τους πλούσιους και προεστότες , πέντε ως έξι γιά τους κτηματίες και εμπόρους και διόμισι γιά τους μικροεισοδηματίες, τους φτωχούς, υποχρεωτικός γιά όσους είχαν τη δυνατότητα να εργάζονται γιά την εξασφάλιση της ζωής τους. Υπήρχε επίσης το χαράτσι που πλήρωναν οι γεωργοκτηνοτρόφοι πάνω στα προιόντα τους, η δεκάτη, που υπολογιζόταν σύμφωνα με την παραγωγή. Σ' αυτούς πρέπει να προστεθούν ο φόρος του καλλιεργητή ακτήμονα στον τσιφλικά και άλλος μικρότερης επιβάρυνσης .
Κάτω από αυτές τις προυποθέσεις η ζωή των κατοίκων στη Δωρίδα γινόταν οδυνηρά δύσκολη, συχνά απελπιστική, με αποτάλεσμα τη φτώχεια, τη φυγή η την αποζήτηση της κλέφτικης καταδρομής ενάντια στον ανελέητο δυνάστη του τόπου . Η κατάσταση επιδεινώθηκε τους δύο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας , τόσο στη Δωρίδα , όσο και στο διπλανό Κάρλελι , την Αιτωλία .-

4. ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ

Η διάρθρωση του χώρου , το ορεινό της περιοχής , με τις ψηλές κορφές , τα μικροχώραφα και τις λιγοστές πεδιάδες κοντά στο Μόρνο , δεν επέτρεπαν εκτεταμένες καλλιέργειες . Έτσι οι κάτοικοι επιδίδονταν στην περιορισμένη καλλιέργεια σιταριού , καλαμποκιού και διάφορων κηπευτικών , λιγοστών αμπελιών , που απέδιδαν ωστόσο ωραίο κρασί , και την κτηνοτροφία .
Ουσιαστικά η κτηνοτροφία κάλυπτε ένε μεγάλο μέρος της τοπικής παραγωγής , που τα προιόντα , όσα περίσσευαν από την τοπική κατανάλωση , διοχετεύονταν και σε κοντινές μικροπολιτείες και κυρίως στο Γαλαξείδι , το Αίγιο και την Άμφισσα . Στα Σάλωνα μεταφέρονταν τα τομάρια των γιδοπροβάτων που σφάζονταν, γιά επεξεργασία στα γνωστά βυρσοδεψία (ταμπάκικα) που λειτουργούσαν εκεί .

Ο Andre Thevel , ( 1516 - 1599 ), φραγκισκανός καλόγερος και κοσμογράφος του Γάλλου βασιλιά , που ταξίδεψε στην Ανατολή το 1549 και πέρασε κι' απ την Ελλάδα , σημειώνει σε έργο του , που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1575 : "Η προσπέλαση στο εσωτερικό της Φωκίδας από την παραλία του Κορινθιακού κόλπου είναι δύσκολη , εξαιτίας των ορεινών όγκων του εδάφους . Στη Δωρίδα ασχολούνται με την κτηνοτροφία . Εκτός από τα Σάλωνα (Solone) , που είναι μεγάλο και καλό χωριό , στην περιοχή δεν υπάρχουν παρά μικρά χωριά και αυτά κρυμμένα σε κοιλάδες γιά τον φόβο των Τούρκων".
Ο απ' το Παλαιοκάτουνο Δωρίδας προύχοντας , από τους έμπιστους του Αλή και πολιτικός μετά την Επανάσταση, Αθανάσιος Λιδωρίκης , γράφει πως "η επαρχία Δωρίδος κατά την εποχήν εκείνην (γύρω στα 1788) ήτο πολύ υποδεεστέρα ως και η των Σαλώνων κατά τα φώτα, (εννοεί σε σύγκριση με την περιοχή Ναυπακτίας , όπου στη Λομποτινά "υπό την προστασίαν των προεστώτων Καναβαίων υπήρχον δύο σχολεία Ελληνικόν και αλληλοδιδακτικόν, εις τα οποία εδίδασκον δύο διδάσκαλοι εκ Μεσολογγίου") . Ησχολούντο οι κάτοικοι εις τα ποίμνια και την γεωργίαν".

Η διακίνηση των προιόντων ήταν δύσκολη, ιδιαίτερα προς το Γαλαξείδι, γιατί το 18ο αιώνα οι πειρατικές επιδρομές είχαν διογκωθεί στην περιοχή και από το γεγονός - είτε από αδυναμία , είτε από σκοπιμότητα - αδράνειας των τοπικών αρχών. Σύμφωνα με εκθέσεις Βενετού προξένου στη Ναύπακτο και η Δωρίδα δεν έμεινε έξω από τις λεηλασίες αυτές .
< Η τοιαύτη προς τους πειρατάςανοχή - γράφει ο Σάθας - ηνάγκασε τους Ιονίους να προβώσιν εις αντακδικήσεις κατά Τούρκων και ραγιάδων , ούτω βλέπομεν τους μεν Ζακυνθίους δηούντας τα παράλια της Γαστούνης και ιδία τας εντός του κόλπου της Ναυπάκτου κώμας , τους δε Ιθακησίους αιχμαλωτίζοντας τα εις Πεταλάν προσορμιζόμενα πλοία , αφ' ετέρου δε τους Δωριείς ληστεύοντας τους εις Μαλανδρίνον ερχομένους προς αγοράν τυρίων και μαλλίων Ιονίους εμπόρους , αι τοιαύται αμοιβαίαι διαρπαγαί εγένοντο πολλάκις αντικείμενον μακρών διενέξεων της Πύλης προς τον βάιλον , επιμόνως απαιτούντα και ως επί το πλείστον επιτυγχάνοντα την αποζημίωσιν των υπηκόων του αγίου Μάρκου , ουδενός λαμβάνοντος υπ' όψει τα παρόμοια παράπονα , και των ατυχών ραγιάδων , οίτινες συνήθως κατεδικάζοντο εις την διά κοινής συνεισφοράς απότισιν των όσα και αυτοί οι προγεγραμμένοι και αυτόν τον σουλτάνον περιφρονούντες λησταί ήρπασαν > .

Οι ραγιάδες, οι μικροκτηματίες, καλλιεργούσαν τη λιγοστή τους γη, γιά να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα γιά τη συντήρηση της οικογένειάς τους, κάτω από συνθήκες δύσκολες. Έπρεπε να δουλεύουν ολοχρονίς γιά ένα κομμάτι ψωμί και μάλιστα οι πολυφαμελίτες, χωρίς να λογαριάσουμε και εκείνους που νοίκιαζαν και καλλιεργούσαν τα χωράφια, δίνοντας μεγάλο μέρος από το μόχθο τους, από το εισόδημά τους στο μοναστήρι, αν τα χωράφια ήταν βακούφικα (μοναστηριακά) , η αν ήταν ιδιοκτησία προύχοντα-κοτσάμπαση της περιοχής. Αλλά και τα μεγάλα τσελιγγάτα ανήκαν σ' αρματωλούς και πολλά βοσκοτόπια σε άρχοντες της περιοχής. 
Σχετικά με τις δυσκολίες των ραγιάδων είναι η μαρτυρία του Μακρυγιάννη που αναφέρεται στη γέννησή του: "Η πατρίς της γεννήσεώς μου - γράφει - είναι το Λιδορίκι , χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη, τρεις ώρες από το Λιδορίκι μακρυά το άλλο το χωριό, πέντε καλύβια . Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί και οι φτώχεια αυτείνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασσα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί και όταν ήμουνε ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε διά ξύλα εις τον λόγκον. Φορτώνοντας τα ξύλα στο νώμο της, φορτωμένη εις τον δρόμον, εις την ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα, μόνη της η καιμένη και αποσταμένη εκιντύνεψε και αυτείνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη , φορτώθη ολίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου εις τα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε εις το χωριόν".  
Σε άλλο σχέδιο αυτοβιογραφίας του γράφει πως "εγώ εγεννήθηκα έξω σ' ένα χωράφι μας ονομαζόμενον Κρύα Βρύση. Είχε πάη η μητέρα μου να μαζώξη καλαμποκιές για τα ζώα και με γέννησε εκεί και με τύλιξε με τες καλαμποκιές και με πήγε εις το σπίτι ".
Οι κοινωνικές διακρίσεις , που ξεκινούσαν από τα περιουσιακά στοιχεία ως τη θέση κάθε οικογένειας στη διοίκηση η την εξάρτηση από τους τοπικούς αγάδες, υπήρχαν και στη Δωρίδα. Από τη μιά μεριά ο λαός με τα λιγοστά χωράφια, από την άλλη οι προύχοντες με τα πολλά, οι προεστοί, οι άρχοντες. Συχνά ο φτωχός ραγιάς, που τροφοδοτούσε το κλέφτικο κίνημα, ερχόταν σε σύγκρουση με τον άρχοντα, αλλά έβγαινε χαμένος. Αναγκαζόταν να φύγει απ' το χωριό η να δεχτεί τους όρους του άρχοντα, μπαίνοντας στη δουλειά του, καλλιεργώντας με λιγοστή απολαβή τα χωράφια του, φυλάγοντας γιά λίγο μαξούλι (τυροκομικά προιόντα) το μεγαλοκόπαδό του. Από τους άρχοντες διορίζονταν οι προεστοί των χωριών και αυτοί έπαιρναν συχνότερα το αρματολίκι, ακτός αν η τούρκικη διοίκηση για να διχάσει τους κλέφτες η ν' απολυτρωθεί από κάποιον που δεν μπορούσε αλλιώτικα να τον αποδυναμώσει και μπροστά στο ασίγαστο πάθος του ενάντια στον τούρκο, αναγκαζόταν να του παραχωρήσει το αρματολίκι, έχοντας ωστόσο την προοπτική εξόντωσής του σε κατάλληλη ευκαιρία. Αυτό ανάγεται σε αξίωμα, την περίοδο του Αλή πασά. "Ίνα διατηρήσωσι καλάς μετά του Αλή σχέσεις οι αρματολοί όφειλον να υπηρετούν αυτόν κατά το δοκούν αυτώ. Φοβερά επήρχετο τιμωρία δι' οιανδήποτε απόπειραν ανεξαρτησίας η αμφιταλαντεύσεως", γράφει ο Σπ. Λάμπρου , ενώ ο Μ. Οικονόμου σημειώνει "πως διά της πανουργίας και δολιότητάς του ο Αλή πασάς κατόρθωσε να εξοντώση τα καλύτερα παλληκάρια της Ρούμελης δι' αλληλοκτονίας" .
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης εξάλλου γράφει πως στη Ρούμελη "τα μίση ανάμεσα στους παλιούς Κλέφτες η Αρματωλούς και τους κοτσαμπάσηδες (που ο Αλήπασσας τους είχε δώσει πολύ πιό μεγάλη δύναμη παρά πρωτύτερα) φέρανε μεγάλα φονικά" .

Προύχοντας της περιοχής υπήρξε ο Αναγνώστης Τούντας η Πανουργιάς η Παπαδογεωργόπουλος, που γιός του ήταν ο Αναστάσιος Λιδωρίκης γεννημένος το 1797, ευνοούμενος του Αλή κι’ αγωνιστής το 1821, και που δεν έχει σχέση με την οικογένεια του επίσης προύχοντα, Θανάση Λιδωρίκη που το πρωτινό τους όνομα ήταν Σκαρλάτος. Ο Τούντας κατά τον Γούδα «εχρημάτισεν άρχων (γκουτζάμπασης) εκ των επισήμων, είχε σχηματίσει ικανήν περιουσίαν ουκ ευκαταφρόνητον, εκέκτητο μάλιστα εν Λοιδωρικίω και μέγαρον , όπερ εκαλείτο Σαράιον» .
Άλλος γνωστός κοτσάμπασης της περιοχής ήταν ο από την Αρτοτίνα Αναγνώστης Φασίτσας, που βεβαιώνει και γράφει την ομολογίαν του χωριού με την οποία οι κάτοικοι παραχώρησαν γιά 43 γρόσια μέρος γιά να εγκατασταθεί στο χωριό ο, από τη Φθιώτιδα πατέρας του Ανδρίτσου Σαφάκα, Καραδήμας. Η περιφάνεια του η ρωμέικη όμως , και η αγάπη του στους ραγιάδες του τόπου του – η συνεργασία των κοτσαμπάσηδων με τους Τούρκους είναι γνωστή , υπήρχαν όμως και οι εξαιρέσεις – του στοίχισε τη ζωή. Διασώζει ο Δημ.Λουκόπουλος :
«Και στα 1806 ακόμα αυτός (ο Αναγνώστης Φασίτσας) ήταν ο κουτζάμπασης (της Αρτοτίνας). Φαίνεται από επιγραφή που βρίσκεται τοιχισμένη στον Άι-Γιάννη τον Πρόδρομο κοντά στην Αρτοτίνα όπου καλογερεύτηκε κι’ ο Θανάσης Διάκος.
Ο Φασίτσας είχε κακό τέλος. Τον διέταξε ο μεγαλύτερος αγάς του Λιδωρικιού να κάμη έρανο στο χωριό του – όπως και τ’ άλλα χωριά – και να φέρη τα χρήματα στην πρωτεύουσα να τα δώση γιά να κτιστή κάποιο σαράι. Αυτός όντας φιλελεύθερος, αντίς να κάμη αυτό σηκώθηκε και πήγε στο Λιδωρίκι. Ήρθε στο μέρος που έχτιζαν οι μαστόροι, έκοψε τα ράμματα, πέταξε τα σφυριά τους λέγοντας: Δεν έχει ο ραγιάς να πληρώσει άλλον κεφαλικό φόρο. Πήγε και στον Αγά έπειτα και του παραπονέθηκε πικρά γι’ αυτή την παράνομη φορολογία που είχε αξίωση να πλερώσουν οι φτωχοί ραγιάδες. Ο Αγάς προσεποιήθηκε πως δεν θύμωσε, τον καλοπήρε μάλιστα λέγοντάς του: «Το δικό σου το χωριό, αφού δεν έχει ας μην πλερώση τίποτα».

Ο Φασίτσας παίρνοντας γιά ειλικρινή αυτή την εξομολόγηση του Τούρκου: Ε τότε Αγά μου , όχι σαράι να χτίσης μα και παλάτι ακόμα εύχομαι. Μόνο το χωριό μου να μην πλερώση τίποτα που φτωχό και δεν έχει! είπε. Ο Αγάς περιποιήθηκε όσο μπορούσε τον κουτζάμπαση της Αρτοτίνας, ύστερα διάταξε και του πρόσφεραν καφέ, όπου είχαν ρίξει δηλητήριο μέσα. Ο καημένος ο Φασίτσας έπιε ανύποπτα τον καφέ του κι’ ύστερα αποχαιρέτισε τον Τύραννο κι’ έφυγε γιά το χωριό του. Ώσπου να φτάση στα Πίσω Χωράφια της Γρανίτσας τον έκοψε το δηλητήριο. Εδεκεί έπεσε και πέθανε. Τον έφεραν νεκρό με ξυλοκρέβατο στην Αρτοτίνα.
Πήγε ύστερα κι’ ο γιός του Κων. Φασίτσας στη Λάρισα, στον πασά να βρη δίκιο γιά τον άδικο θάνατο του πατέρα του. Αλλά που να βρης δίκιο απ’ τους Τούρκους. Τον ξεγέλασε με κάτι δώρα που του πρόσφερε και τον έστειλε πάλι στην Αρτοτίνα κάνοντάς τον κουτζάμπαση».
Σε ό,τι αφορά την κατοικία και τον εξοπλισμό του σπιτιού κι’ εδώ υπήρχε η διαφορά ανάμεσα στον γεωργοκτηνοτρόφο και τον άρχοντα. Φτωχοκόνακο του τσοπάνη, ισόγειο και με λιγοστά πράγματα του γεωργού, διόροφο πέτρινο, με χαγιάτια, πλούσια επιπλωμένο με στρωσίδια, κελάρια, μουσάντρες κι’ ασημικά το σπίτι του κοτσάμπαση .
Ορισμένοι μεγαλονοικοκυραίοι μπορούσαν κι’ εκείνοι να φτιάξουν διόροφο σπίτι, μα εύκολα, με την απλότητά του, ξεχώριζε από κείνο του άρχοντα .Ακόμα και στη φορεσιά η διαφορά ήταν ολοφάνερη. Φτωχοντυμένοι οι γεωργοκτηνοτρόφοι, με πλούσια και φανταχτερή φορεσιά οι κοτσαμπάσηδες. Κυριαρχούσαν φυσικά η φουστανέλλα, οι πουκαμίσες, τα γιλέκα, στους άντρες, το μαλλινοφούστανο, η μικρή κάπα σα ζακέτα, το κεφαλομάντηλο, στις γυναίκες . Οι προύχοντες είχαν μεταξωτά φορέματα, με κεντημένα γαιτανογέλεκα με χρυσοκλωστές και βελούδινη πατατούκα (παλτό). Η ντυμασιά και του φτωχού και του άρχοντα συμπληρωνόταν συχνά, με φέσι η κεφαλόδεσμο και το πεσλί στο ζωνάρι, με την καπνοσακούλα, την ίσκα και το τσκμάκι, κάποτε μαχαίρι μαυρομάνικο και πιστόλα, αν η τοπική εξουσία το επέτρεπε, αν και το τελευταίο ήταν προνόμιο του αρματωλού και του κοτσάμπαση που υπηρετούσε τον Τούρκο.

Σ' ένα κείμενο , δημοσιευμένο στα 1868 , λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση , συναντάμε αρκετά και σημαντικά στοιχεία που αναφέρονται στο κεφαλοχώρι της περιοχής και που την περίοδο εκείνη έχει 220 οικογένειες και κάπου 1300 άτομα, την Αρτοτίνα , που ο συγγραφέας του κειμένου επιμένει στη γενναιότητά τους και το φιλέκδικο του χαρακτήρα τους .
Σχετικά με τα προιόντα τους και τη βιοτεχνία τους μας δίνει ορισμένα στοιχεία, που σε περιορισμένη κλίμακα θάταν περίπου τα ίδια σε όλη τη Δωρίδα - μιά που η χρονική απόσταση δεν είναι μεγάλη - και στα τελευταία τουλάχιστον χρόνια Τουρκοκρατίας, αν λογαριάσουμε πως μηδαμινοί κοινωνικοί μετασχηματισμοί παρατηρούνται στο διάστημα από την απελευθέρωση κι' ως τη χρονιά της περιγραφής .
< Τα προιόντα του τόπου είναι - γράφει ο Φ. Παπαδόπουλος - γεννήματα, οίον σίτος , αραβόσιτος , κριθή , και ολίγη σίκαλη ( μη επαρκούντα όμως προς τροφήν των κατοίκων ) , οίνος , ορεινά οπωρικά , οίον μήλα , κεράσια , κιδώνυα , κάρυα , κλπ και μαλλία , βούτυρον και τυρίον δι' εξαγωγήν , εκ της πωλήσεως των οποίων ( μαλλίων , βουτύρων και τυρίων ) , ως και των ρηθέντων οπωρικών προμηθεύονται οι πλείστοι εκ των ενταύθα την αναπλήρωσιν των απολύτως αναγκαίων των , εξ Αμφίσσης , Δαδίου και Υπάτης . Η βιομηχανία είναι πολύ περιορισμένη εις τον τόπον τούτον , διότι εκτός τινων ραπτών και υφαντριών οι λοιποί άνδρες τε και γυναίκες ενασχολούνται εις τας πρωτίστας τέχνας δηλ. την γεωργίαν και τα ποίμνια , αριθμούμενα ήδη ενταύθα περί τας 15 χιλιάδας , τινές δε ήρξαντο ήδη εσχάτως μετερχόμενοι και εμπόριον ζώων τε και διαφόρων άλλων πραγματειών > .
Όσο γιά τη φορεσιά τους , τη διαχωρίζει από κείνη των νησιών καιόσων άρχισαν να χρησιμοποιούν την ευρωπαική στις πολιτείες και τη συσχετίζει με τη φορεσιά του ευρύτερου ελληνικού χώρου, που έχει ομοιότητες με την αλβανική , όπως γράφει .
Η περιγραφή του σε ό,τι αφορά την αντρική φορεσιά περιλαμβάνει: τσουράπια, τσαρούχι που δένεται με σχοινί η παπούτσι από κατεργασμένο δέρμα, καλτσοδέτα που δένεται σφιχτά στην κνήμη του ποδιού, βρακί η βράκη που περικαλύπτει τους μηρούς και το κρατάει δεμένο στην κοιλιά, η βρακοζώνα η βρακοζούνα, μικρό χιτώνα που φτάνει ως το μηρό, το κοντοπόκαμσο, τη φουστανέλλα από πολλές δίπλες βαμπακερό ύφασμα κατασκευασμένη , το πανωκάλυμα της φουστανέλλας η κορμί όπως το αποκαλούν, το ζωνάρι ( ζώνη ), τη μάλλινη φανέλλα που φορούν κατάσαρκα, το γιλέκο η ζωστάρι, με μανίκια η χωρίς μανίκια που κουμπώνει σταυρωτά στο στήθος, το μανικάτο η τσιπούνι που φτάνει ως τη μέση , αφήνοντας ένα μέρος του στήθους ακάλυπτο, τη φέρμελη που κι' αυτή φτάνει ως τη μέση του κορμιού , το ντουλαμά που φοριέται πάνω από τη φουστανέλλα και το γιλέκο που φτάνει ως τα γόνατα , τη φλοκάτα από τα κρόσια που έχει η σιάρκα, είδος παλτού και την κάπα η καπότα από γιδίσιο μαλλί που χρησιμοποιείται σαν παλτό, την περίοδο του χειμώνα και σκούφια η φέσι , με φούντα , σε διάφορα σχήματα και χρώματα .
Τα τσαρούχια η πέδιλα των γυναικών μοιάζουν με εκείνα των ανδρών κι' ακόμα φορούν τσουράπια βαμπακερά η μάλλινα ως το γόνατο , πουκάμισο βαμπακερό , γκιουρτή η τσιπούνι μάλλινο φόρεμα χοντρό που ξεπερνάει το γόνατο , σιγκούνα η μανίκω που μπαίνει πάνω απ' το γκιουρτή , φλοκάτη χοντρή και σε σκούρο χρώμα , σα μάλλινο παλτό , ζωνάρι , και στο κεφάλι μικρό φέσι η σκούφια η τετράγωνο μαντήλι σε διάφορους χρωματισμούς . Κάθε καλύτερο φόρεμα που το βάζουν οι γυναίκες στις γιορτές το αποκαλούν γιουρτοφόρι .
Με την περιγραφή αυτή προσεγγίζουμε στη φορεσιά των κατοίκων της Δωρίδας , κατά την περίοδο της Τουρκικρατίας .
Όσον αφορά στα ονόματα που επικρατούσαν κατά την περίοδο αυτή έχουμε ένα χειρόγραφο του μοναστηριού της Βαρνάκοβας τ6ου 1850 , που περιλαμβάνει βαπτιστικά ονόματα , από την "Παρρησία" και την "Πρόθεση" του μοναστηριού. Σύμφωνα με το χειρόγραφο < το πλέον δημοφιλές όνομα ανδρός είναι το Γεώργιος, ακολουθούν δε τα Ιωάννης, Κωνσταντίνος, Δημήτριος, Παναγιώτης, Νικόλαος, Αθανάσιος. Όσον αφορά στα γυναικεία ονόματα τα σκήπτρα της δημοτικότητας κατέχει το Μαρία, ακολουθούν τα Αικατερίνη, Ασήμω, Ζωή, Αναστασία, Γιαννούλα και Κρυστάλλω>. Αν λογαριάσουμε την απόσταση από τα χρόνια της δουλείας, μπορούμε να ισχυρισθούμε πως κάτι παρόμοιο συνέβαινε και τότε κατά κατηγορίες, θα δούμε ότι από την εκκλησιαστική παράδοση προέρχονται τα : Αγγελική, Αγγέλω, Αθανάσιος, Ανδρίτζος, Αικατερίνη, Κατερίνη, Αναστασία, Τασία, Ανδρέας, Αντρούτζος, Άννα, Αντώνιος, Αποστόλης, Βασίλειος, Βασιλική, Βασίλω, Γεώργιος, Γρηγόρης, Δέσπω, Δημήτριος, Δήμος, Μήτρος, Δημητρούλα, Ειρήνη, Ευαγγέλης, Ευδοκία, Ευστάθιος, Ευσταθού, Σταθού, Ζαχαρίας, Ζωίτσα, Ζωίτζω, Ηλίας, Θεοδόσιος, Θεόδωρος, Θεοδώρα, Θοεφάνης, Φώτης, Φώτω, Θεοχάρης, Ιωάννης, Γιαννού, Κυριακή, Κωνσταντίνος, Κώνστας, Κωνσταντίνα, Λάμπρος, Λεόντιος, Λουκάς, Μαγδάλω, Μάρθα, Μαρία, Μαρίνα, Μάρκος, Μελάνης, Μιχαήλ, Μίχος, Νικόλαος, Νικολέτα, Παναγιώτης, Πναγιωτάκης, Πανάγος, Παντελέων, Παρασκευή, Παράσχος, Παύλος, Πέτρος, Σιδέριος, Σίμων, Σπυρίδων, Σπιλιώτης, Σταύρος, Στεφάνιος, Στάικος, Συμεών, Σωσάννα, Σουζάνα, Σωτήριος, Σωτήρης, Σωτήριος, Χαράλαμπος, Χαρίτος, Χριστόδουλος, Χρίστος και Χριστίνα, από την ιστορική παράδοση: Αλεξανδρής, Αλεξένδρα, Αλέξιος, Αρχόντης, Αρχόντω, Δαμάσκω, Ζωγράφος, Κυριατζής , Κυρήτζης , Μαργαρίτα, Ρίνζος, Σουλτάνα, Στάτειρα, Φράγκος και Βέργος, φτιαγμένα από ελεύθερη αντίληψη: Αγόρω, Ακρίβω, Αλεφάντω, Αλτάνα, Ανθούλα, Ασημάκης, Ασήμω, Ασημίνα, Αστέρω, Αυγέρης, Αυγέρω, Αιγίτζα, Βαρσάμιος, Βαρσαμής, Βαρσάμω, Βέργος, Βιολέτα, Γαρουφαλιά, Γαρουφαλία, Γαρουφαρία, Γαρούφω, Γαρέφω, Δάφνη, Διαμάντιος, Διαμαντής, Διαμάντω, Δροσίνα, Ευγένα, Τρισεύγενη, Ζαφείριος, Ζαφείρα, Ζαφείρω, Ζήσιμος, Πολυχρόνης, Καλομοίρα, Κονδύλα, Κοντύλα, Κοντύλω, Κρουστάλλω, Κροστάλλω, Λελούδα, Μαλάμω, Μελάχρω, Μόρφω, Ξανθή, Ξάνθη, Παγώνα, Πλούμης, Πλούμου, Πλούμπω, Σταμάτης, Στάμος, Στάμω, Στέριος, Τριαντάφυλλος, Τριάντος, Τριανταφύλλω, Φέγγω, Χρυσούλα, Χρυσάνθη, Χρυσάφω, Χρυσάφου και ονόματα άγνωστης προέλευσης: Αγιούλα, Αργώνιος, Κούμπω, Κούπω, Πελεσίτζα, Τούντας.

5. ΑΡΜΑΤΟΛΟΙ ΚΑΙ ΚΛΕΦΤΕΣ

Από τα πρώτα χρόνια της Τούρκικης σκλαβιάς η Δωρίδα στάθηκε προπύργιο της Κλεφτουριάς. Άνθρωποι, από ιδιοσυγκρασία, φιλελεύθεροι οι κάτοικοι, ζώντας σ' ένα ορεινό χώρο που προσφερόταν γιά αντίσταση και κρησφύγετο στους διωγμούς, δημιούργησαν κλέφτικα σώματα από τα πιό σημαντικά στην Κεντρική Ελλάδα και οι καπεταναίοι της στάθηκαν φημιστοί στην εποχή τους. Θ' αναφερθούμε σους πιό σημαντικούς .
Από τους πρώτους που σήκωσαν κεφάλι ενάντια στην Τουρκιά και στάθηκε περίφημος γιά την αξιοσύνη του , είναι ο Χρήστος Μιλιόνης από την Ποτιδάνεια (Άπάνω Παλιοξάρι) της Δωρίδας. Τα περισσότερα στοιχεία γιά τη δράση του τα βρίσκουμε στον Φωριέλ, που γράφει:
<< Από όλα τα κλέφτικα τραγούδια της συλλογής μου το τραγούδι του Μηλιόνη είναι χρονολογικώς το παλαιότερον , και ο οπλαρχηγός διά τον οποίον αυτό εστιχουργήθη , είναι πιθανώτατα ο παλαιότερος όλων εκείνων , τους οποίους ο λαός τραγουδεί ακόμη και σήμερον . Κατήγετο από την μεσημβρινήν Ακαρνανίαν και από αυτόν αρχίζει δι' ημάς η μακρά σειρά των περιφήμων Κλεφτών των Αγράφων . Το επώνυμο Μηλιόνης προστεθέν εις το όνομά του Χρήστος υπονοεί το είδος του όπλου , το οποίον εμάχετο . Εις την νεοελληνικήν υπάρχουν ιδιαίτερα ονόματα διά τα διάφορα είδη όπλων : τα μακρύτερα ονομάζονται μ η λ ι ό ν ι α , εις τον ενικόν μ η λ ι ό ν ι καιένα μηλιόνι έφερε ο Χρήστος ο ίδιος , φοβερό τουφέκι , του οποίου η ανάμνησις διατηρείται ακόμη εις την Ακαρνανίαν , Δεν είναι εύκολον να καθορίσωμεν πότε έζησε ο Μηλιόνης , δυνάμεθα μόνον να βεβαιώσωμεν ότι απέθανε προ του τέλους του ΙΖ' αιώνος , και συνεπώς το τραγούδι , εις το οποίον εξυμνείται , είναι παλαιότερον των 130 ετών . Το ότι διετηρήθη περισσότερον άλλων τραγουδιών εις το στόμα του λαού οφείλεται μάλλον εις την τραγικήν παραδοξότητα της περιπετείας , η οποία είναι το θέμα του , παρά την ποιητικήν του αξίαν . Όταν κάποτε ήτο Κλέφτης επαναστατημένος επάνω εις τα όρη , ο Χρήστος Μηλιόνης επέδραμε απροόπτως κατά της Άρτας και ανήρπασε τον καδή , τον οποίον μετέφερε αιχμάλωτον με δύο αγάδες της χώρας , εις αυτούς διεννοείτο να επιβάλη βαρειά λύτρα . Η θρασεία αυτή πράξις επροκάλεσε θόρυβον και ο μουσελίμης - ο αντιπρόσωπος του πασά εις την επαρχίαν - θεώρησε καθήκον του νατον τιμωρήση . Ανέθεσε εις τον προεστόν Μαυρομάτην και τον δερβέναγα Μουχτάρ Κλεισούραν , να του φέρουν τον Χρήστον νεκρόν η ζωντανόν . Ο Μουχτάρ θεωρήσας ευκολώτερον να φέρη εις πέρας την επικίνδυνον αποστολήν του διά του δόλου παρά διά της δυνάμεως , ανέθεσεν τούτο εις ένα Τούρκον της φρουράς του , τον Σουλειμάνην , ο οποίος συνδεόμενος διά φιλίας με τον Χρήστον , ηδύνατο να τον πλησιάση , χωρίς να γεννήση υποψίας , και ούτω να εύρη την ευκαιρίαν να τον φονεύση η να τον συλλάβη . Μετ' ολίγον ο Σουλειμάνης συνήντησε πράσματι τον Χρήστον εις το μικρόν χωρίον του Αλμυρού , επί των κλιτύων των λόφων του Βάλτου , και η συνάντησίς των ήτο πολύ φιλική . Φαίνεται ότι ο Τούρκος , συγκινηθείς από την φιλικήν υποδοχήν και την εμπιστοσύνην του Κλέφτη , παλαιού του φίλου , μετά του οποίου << είχε φάει ψωμί και αλάτι >> , δεν ηθέλησε να τον συλλάβη προδοτικώς και του απεκάλυψε τιμίως τον σκοπόν της αποστολής , με την οποίαν ήτο επιφορισμένος . Συνήφθη λοιπόν ματαξύ γενναίων μιά μάχη , κατά την οποίαν κατά ιδιοτροπίαν της μοίρας , εφονεύθησαν και οι δύο >> .
Ο Κωνσταντίνος Σάθας τοποθετεί τη δράση του Μηλιόνη στο τέλος περίπου του 18ου αιώνα , σημειώνοντας :
<< Κατά τα 1750 προς τα 1760 οι αρματωλοί Βλαχαρμάτας Βέργος εκ Μαυρολιθαρίου , Χρήστος Μηλιόνης εκ Λοιδορικίου , Λάμπρος και Μήτρος Τσεκούρας εκ Γαλαξειδίου , Γιάννης Βουνιχωριώτης , Κώστας Ντράλλος εκ Δαδίου και άλλοι , ων τα ονόματα δεν διέσωσεν η παράδοσις , ύψωσαν την σημαίαν της επαναστάσεως εις τας επαρχίας Παρνασσίδος και Δωρίδος . Αγνοείται ο αριθμός των μεθεξάντων εν τη καταπνιγείση εκείνη ανταρσία κλεπτών . Η παράδοσις όμως αναφέρει , ότι ήσαν πολλοί , και τοσούτον επήροντο εις τας εαυτών δυνάμεις , ώστε ανέκραζον << κατέβα Παναγιά , να πολεμήσωμεν >> . Οι εν λόγω επαναστάται κατετρόπωσαν εις διαφόρους συμπλοκάς τους Τούρκους του Μαλανδρίνου και του Λοιδορικίου , φονεύσαντες και τινα βέην Μπεκήρην ονομαζόμενον , ένεκα όμως της επελθούσης διαιρέσεως οι μεν υπό την αρχηγίαν του εκ Γαλαξειδίου Λάμπρου Τσεκούρα διηυθύνθησαν κατά των Σαλόνων , οι δε υπό την αρχηγίαν του Χρήστου Μηλιόνη προς την Αιτωλίαν >> .
Στη συνέχεια περιγράφει τις μάχες που έδωσε ο Λάμπρος Τσεκούρας κύρια στην περιοχή της Παρνασσίδας και τον θάνατό του από τον μπέη των Σαλώνων με μπαμπεσιά στο λιοστάσι , που βρίσκεται μπροστά στην πολιτεία , κι επανέρχεται στη δράση του Μηλιόνη , αφού αναφερθεί και στον αγώνα του Γαλαξειδιώτη Γιάννη Τραγανή και του Βλαχαρμάτα , που σκοτώθηκαν , ο πρώτος σε μάχη και ο δεύτερος με βασανιστήρια , αφού πιάστηκε με προδοσία .
<< Μετά τον θάνατον του Λάμπρου ο επιζήσας αυτάδελφος αυτού Μήτρος Τσεκούρας , ηνώθη μετά του εν Αιτωλο-Ακαρνανία τότε διατρ'ιβοντος αρματωλού Χρήστου Μηλιόνη , μεθ ου πρότερον συνηγωνίσθη . Το επόμενον άσμα , δυστυχώς ελλιπές διατηρηθέν , αναφέρει την ένωσιν ταύτην . Ο ήλιος βγήκε στα βουνά , ψηλά στα κορφοβούνια. Πουκάτου σ' έναν έλατο , κοντά σε κρύα βρύση , ο Μήτρος ελημέριαζε με τον Χρήστο Μηλιόνη . Εκουβεν΄τιάζαν κι' έλεγαν τα δυό καπετανάτα..... Ο Χρήστος Μηλιόνης μετά του Τσεκούρα , εκ του Βάλτου , κατέφυγον εις την Ήπειρον , και εισελθόντες εις την Άρταν ηχμαλώτισαν τον κατήν και δύο αγάδες . Η τολμηρά αυτή πράξις μέγαν εποίησεν κρότον , και διά Σουλτανικού φιρμανίου διετάχθη ίνα καταδιωχθή συντόνως ο τολμηρός αρματωλός , ο μουσελίμης προσεκάλεσε τους εν Ακαρνανία δερβεναγάδες Μουχτάρ Κλεισούραν και Μαυτομάτην ίνα τω φέρωσι την κεφαλήν του Μηλιόνη . Αλλ' ούτοι γνωρίζοντες φαίνεται , προς τινα έμελλον να πολεμήσωσι , δεν ενήργησαν εντόνως την καταδίωξιν . Σουλειμάνης τις γνωστός τω Μηλιόνη , απεφάσισεν ίνα , καταχρώμενος της φιλίας , δολοφονήση τούτον . Συναντηθέντες εις Αλμυρόν ησπάσθησαν , καθ' όλην την νύκτα ηυθύμησαν , την δε πρωίαν ο Σουλειμάνης εξεφράσθη προς τον Μηλιόνη την αιτίαν της αφίξεώς του , προσκαλέσας τούτον εις παράδοσιν , επειδή δε ο Χρήστος ηρνήθη , ο Σουλειμάνης επυροβόλησεν , αλλά και ο Μηλιόνης έπραξεν το αυτό , αι δύο σφαίραι ταυτοχρόνως εξήλθον , και αμφότεροι έπεσαν νεκροί >> .
Τρία πουλάκια κάθονται στη ράχη στο λημέρι
Τόνα τηράει τον Αλμυρό , τ' άλλο κατά το Βάλτο
το τρίτο το καλλίτερο μυριολογάει και λέγει.
"Κυριέ μου , τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιόνης; 
Μηδέ στο Βάλτο φάνηκε , μηδέ στην κρύα βρύσι ,
μας είπαν πέρα πέρασε κι' εμβήκε μες την Άρτα , 
κι' επήρε σκλάβο τον κατή , μαζί μεδυό αγάδες .
Κι' ο Μουσελίμης τ' άκουσε βαρειά του κακοφάνη ,
τον Ματρομάτην έκραξε και τον Μουχτάρ Κλεισούρα.
<< Εσείς αν θέλετε ψωμί , αν θέλετε πρωτάτα , 
τον Χρήστο να σκοτώσετε , τον Καπετάν Μηλιόνη , 
έτζι προστάζ' ο Βασιληάς και μώστειλε φερμάνι >> .
Παρασκευή ξημέρωνε , ποτέ να μ' είχε φέξει ,
κι' ο Σουλειμάνης στάλθηκε να πάγη να τον εύρη .
Στον Αλμυρό τον έφτασε , κι' ως φίλοι φιληθήκαν ,
ολονυχτίς επίνανε , όσο να ξημερώση ,
και πριν να φέξη η αυγή , πέρασαν στα λημέρια ,
κι' ο Σουλειμάνης φώναξε του καπετάν Μηλιόνη :
"Χρήστο , σε θέλει ο Βασιληάς , σε θέλουν οι αγάδες "
"Όσο ν' ο Χρήστος ζωντανός , Τούρκο δεν προσκυνάει "
Με το τουφέκι τρέξανε ένας να φάη τον άλλον ,
φωτιά εδώσαν στη φωτιά , πέφτουν κι' οι δυό στο τόπο... 
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο συνθετικό του ποίημα "Από την κυρά- Φροσύνη" ( 1859 ) γράφει πως "αστράφτει ακόμα φλογερό , ανάμεσ' απ' τ' άλλα / του Χρήστου το περήφανο το φλογερό μηλιόνι" και στον "Θανάση Διάκο" (1867) τον αποκαλεί "του Βάλτου το θεριό", και γράφει πως "δυσκόλως δύναταί τις να προσδιορίση ακριβώς την εποχήν καθ' ην έζησεν. Μόνο δυνάμεθα μετά πιθανότητος να είπωμεν ότι περί τα τέλη της ΙΖ' εκατονταετηρίδος δεν υπήρχεν πλέον. Το πυροβόλον αυτού εφημίζετο αδιαμαρτητον, ώστε και μιλιόνια ονομάσθησαν μετά ταύτα πάντα τα έχοντα την αξίαν και το σχήμα εκείνου. Δεν παραδέχομαι την γνώμην του Φωριέλου πιστεύοντος ότι ο περιβόητος ούτος κλέπτης επωνομάσθη Μιλιόνης, διότι το πυροβόλον αυτού ήτο εκ των διακρινομένων διά του επιθέτου μιλιόνι. Νομίζω εξ εναντίας ότι το οικογενειακό του Χρήστου επώνυμον διαιωνίσθη μετά θάνατον υπό των εταίρων αυτού, επιτιθέμενον εις όσα πυροβόλα εφαίνοντο ομοιόσχημα προς το εκείνου. Σώζεται δημοτικόν άσμα εκ των παλαιοτέρων, εν ω εξυμνέίται ο θάνατος του ήρωος και όπου διαλάμπει ο εξής στίχος : Όσο είναι ο Χρήστος ζωντανός , Τούρκους δεν προσκυνάει".
Την περιγραφή των τελευταίων στιγμών του Καλιακούδα , με ελάχιστες διαφορές , περιγράφει και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης :
"Ο εκ Δωρίδος αρματολός Λουκάς Καλιακούδας εφονεύθη , ωσ γνωστόν , εν τη μάχη της Καβρολίμνης . Ο πιστός αυτού συναγωνιστής και φίλος Σάκος , ο εξ Ακαρνανίας , κατά παραγγελίαν του θνήσκοντος αρχηγού απέκοψε την κεφαλήν και μόνος απομείνας εν μέσω των πολεμίων , περιετύλιξεν αυτήν εντός τησ φουστανέλλας και υπεχώρει μαχόμενος διά της δεξιάς χειρός προς τους επιτιθεμένους μαχητάς του Μήτσου Μπόνου . Άλλ ' η κεφαλή ολισθαίνουσα εκ του βάρους και του σχήματος κατέπιπτε πολλάκις και τότε εξήπτετο έρις περί αλώσεως αυτής ένθεν μεν αντιποιουμένων πάντων των Αλβανών , ένθεν δε μόνου του Σάκου . Τοιυοτοτρόπως διέσωσεν αυτήν πολλάκις , αλλ' επί τέλους πληρωθείς εν τη ατελευτήτω πάλη και μη δυνάμενος πλέον ν' ανακτήση το πολύαθλον γέρας , εκτραπέν υπό των εχθρικών λακτισμάτων πέραν του κύκλου ον διέγραψεν το ξίφος , επέπεσε μανιωδώς κατά των πολεμίων και εφονεύθη καθ ' ην στιγμήν έψαυε διά των δακτύλων την κόμην του Καλιακούδα".
Ο Νικόλαος Κασομούλης σημειώνει πως ο Καλιακούδας ήταν πρωτοπαλίκαρο του Αντρούτσου, άκληρος (δεν είχε παιδιά) , γεννήθηκε το 1760 και σκοτώθηκε το 1804, ενώ ο από το Παλαιοκάτουνο της Δωρίδος Αθανάσιος Λιδωρίκης, σφραγιδοφύλακας του Αλή πασά και μετά την απελευθέρωση πολιτικός , γράφει στ' απομνημονεύματά του :
"Κατά την εποχήν εκείνην ( εννοεί γύρω στα 1788 ) ήτο γενικός καπιτάνος της επαρχίας Δωρίδος και Κραββάρων ο Λουκάς Καλιακούδας. Ο Αλής απεφασίσας ίνα καταστρέψει πάντας τους εις τον αρματωλικόν βίον επιδιδομένους, έστειλεν τον Δερβέναγαν Μέτσα - Μπόνον (εκ Τεπελενίου) προς εξόντωσιν και του Καλιακούδα, όστις ενωθείς μετά του Αλβανού ληστού Σάχου, κατέφυγεν εις Καβρολίμνην, όπου γενομένου φονικού πολέμου , καθ ' ον έπεσαν πολλοί Τούρκοι εφονεύθη και ο Καλιακούδας. Ο θείος μου Κοτρότσης πληγωθείς κατά την μάχην εκείνην εις τον πόδα κατέφυγεν εις την Ιθάκην, όπου έμεινε η οικογένεια του Καλιακούδα, διά να νοσηλευθή . Ο δε Δασκαλάκης τεθείς επί κεφαλής του εναπομείναντος σώματος του Καλιακούδα ελεηλάτει".
Ο Φωριέλ, που πρώτος κατέγραψε δημοτικό τραγούδι γιά τον Καλιακούδα , γράφει και κείνος πως ήταν πρωτοπαλίκαρο του Αντρούτσου και πως μετά το θάνατο του καπετάνιου του συνέχισε τον αγώνα "και γενναίως επολέμησε κατά των πολιτοφυλακών των Τούρκων και των Αλβανών". Στη συνέχεια παρουσιάζει το τραγούδι :
Να ήμουν πουλί να πέταγα , να πήγαινα του ψήλου ,
ν' αγνάντευα προς την Φραγκιάν, την έρημην Ιθάκην ,
να άκουγα την Λούκαιναν, του Λούκα τη γυναίκα ,
πως κλαίει , πως μυριολογά , ωσάν παπί μαδιέται ,
Σαν των κοράκων τα φτερά έχει την φορεσιάν της .
Στα παραθύρια κάθεται , τα πέλαγ' αγναντεύει,
κι' όσα καράβια κι' αν περνούν , όλα τα ερωτάει .
"Βαρκούλες , καραβάκια μου , χρυσά μου περγαντίνια , 
αυτού που πάτε κι' έρχεσθε στο έρημον τον Βάλτον , 
μην είδατε τον άνδρα μου , τον Λούκαν Καλιακούδαν;"
"Ημείς ψες τον αφήσαμεν πέρα συο Γαυρολίμι , 
είχαν αρνιά και έψαιναν , κριάρια σουβλισμένα 
είχαν και πέντε μπέηδαις, ταις σούβλαις να γυρίζουν". 

Πριν προχωρήσουμε στην παραλλαγή του Ιατρίδη , που νομίζω πως ιστορικά είναι η πληρέστερη και σ'άλλα θέματα σχετικά με τη δράση του Κλιακούδα , θα παρουσιάσουμε δύο απόψεις σχετικές με το τραγούδι αυτό, του Γιάννη Αποστολάκη και του Κώστα Ρωμαίου .
Το τραγούδι του Καλιακούδα - λέει ο Αποστολάκης - αρχίζει με τον πόθο του ποιητή να ήτανε πουλί , να μπορούσε να πετάξει , ψηλά στο Θιάκι , γιά ν' ακούσει τα μοιρολόγια της Λούκαινας . Το μοτίβο , γνωστό και πολυμεταχειρισμένο , μπαίνει γιά να θεμελιώσει την ένωση του ποιητή με το θέμα του τραγουδιού του . Η συνέχιση πάλι γίνεται με το συνηθισμένο μοτίβο της ξενητειάς η ερωτικό , όπου η μητέρα , η γυναίκα , η αρραβωνιαστικιά , ανήσυχη γιά τον ξενητεμένο δικό της , ρωτάει τους διαβάτες , τα πλοία , τα πουλιά , κάθε τι τέλος που ταξειδεύει , να μάθη την τύχη του ξενητεμένου της .Σ' άλλη παραλλαγή , τελειώνει το τραγούδι με το συνηθισμένο παράπονο της γυναίκας που δεν άκουσε τα λόγια της ο άντρας της παρά πήγε και έμπλεξε σε πόλεμο και σκοτώθηκε . Το παράπονο της γυναίκας είναι πλάγιος τρόπος να ειπωθεί και το περιστατικό του θανάτου .
Και στο ένα και στ'άλλο τραγούδι το πένθος και το κλάμα ξεκαθαρίζει στο τέλος σε παινέματα και σε ύμνο του σκοτωμένου >> .
"Με το σύντομο μοιρολόγι της γυναίκας του Καλιακούδα - γράφει ο Κώστας Ρωμαίος - μαθαίνουμε χρήσιμες πληροφορίες . Προπάντων αποχτούμε εμπειρία γιά το μέτρο παλληκαριάς και τόλμης , με το οποίο ζύγιζε την αρετή του άντρα της η ίδια η γυναίκα του . Γιατί αληθινά , μέσα από το μοιρολόγι της απελπισμένης γυναίκας προβάλλει , έμμεσα αλλά καθαρά , το εγκώμιο της τόλμης του . Φανερώνει , στο βάθος , τον θαυμασμό της σε ένα τέτοιον άντρα , και ας μη πειθάρχησε ποτέ του εκείνος στους γυναικείους φόβους της και στις φρόνιμες συμβουλές της . Η συνομιλία της φρόνιμης Ανδρομάχης με τον ανυποχώρητο Έκτορα , όπως έγινε πάνω στο κάστρο της Τροίας , δεν ήταν η μοναδική . Πάντοτε μιά φρόνιμη γυναίκα συμβουλεύει , προφητεύοντας άθελά της ένα βέβαιο σκοτωμό".
Ό Καλιακούδας πήρε μέρος με τον Αντρούτσο και στη σύγκρουση του καπετάνιου του και του Κατσώνη με Τούρκους και Φραντσέζους συο Πόρτο Κάγιο και διέσχισε το Μωριά , από κει ως τη Βοστίτσα με το ασκέρι που απόμεινε , γιά να συνεχίσει τον αγώνα του στη Δωρίδα .
Η πληροφορία του Γ.Αντωνόπουλου , σε βιογραφία του Ζαχαριά , ότι σκοτώθηκε στην πορεία εκείνη είναι λαθεμένη . Κι' ας έρθουμε τώρα , ολοκληρώνοντας γιά τον Καλιακούδα , στο τραγούδι του Α. Ιατρίδη , που είναι το παρακάτω :

Ένας αετός εκάθονταν , ψηλά 'ς τη Γαβρολίμνη ,
μοιρολογούσε κ' έλεγε , πικρό τραγο'υδι λέγει .
Γράφη ο Σάκκος μιά γραφή , στέλλει του Καλλιακούδα .
-Υγειαίς και χαιρετίσματα , προς ' σένα Καλλιακούδα ,
τώμου να ιδής το γράμμα μου , και λάβης τη γραφή μου ,
να μάσης τα μπουλούκια σου κι' όλον τον ταιφά σου .
Ν' αύγης κατά Μαλάματα , πάνω ' ς τη Γαυρολίμνη .
Με τον πασσά του Νέπαχτου , και με τον Μουσελίμη .
Σαράντα μέρες πόλεμο , και ' ξήντα ' μερονύχτια .
Κι' ο Δασκαλάκης ' φώναξεν από το μετερίζι :
-Άιτε Λουκά μ' να φύγωμε , 'ς την Πρέβεζα να πάμε ,
κι' ο Μέτσε - Μπόνος έρχεται , με τριάντα δυό χιλιάδες .
Μπουλούκ-μπασάδες δώδεκα , κι' ατός του παληκάρι ,
κι' ο Κλλιακούδας 'ρέκαξε , σαν άλογο βαρβάτο .
- Σαν έρθη καλώς έρχεται , κανένα δεν φοβούμε ,
σαράντα πέντε σκότωσα , όλους μπουλούκ-μπασάδες .-
Λύσε Λουκά μου τα παιδιά απόλυσ' τα μπεγόμπλα ,
σωροί κωφάρια Κοναργιά , ς' του Σάκκου το ταμπούρι .
Σωροί κωφάρια αρβανιτιά , 'μπρισθά 'ς του Κλλιακούδα .
Κι' οι άπιστοι συντρόφοι του , οι Τουρκοαρβανίταις ,
έρριξαν και τον σκότωσαν , μεσ' από το ταμπούρι .
Κι' ο Δασκαλάκης 'πρόφθασε , του πήρε το κεφάλι ,
κι' οι αρβανίταις τα σκυλιά του κόψανε το χέρι .
Το πήραν και το πήγανε , 'ς τα Γιάννενα 'ς τη χώρα .
Όλοι φλωριά τους κέρασαν , άλλοι τρία και πέντε ,
κι' Αλή- Πασάς ο άπιστος , δίνει σαπάντα πέντε .
Ετούτος είν 'ο κερατάς , είπεν , ο Καλλιακούδας ;
Που κίρτισε τ' ασκέρι μου
κι' όλους τους τσαρκαντσίδες .
Ο χαλασμός και του Καλιακούδα εντάσσεται στο γενικό κατατρεγμό της κλεφτουριάς, που κορυφώθηκε στην περίοδο που τη Ρούμελη , και τη Δωρίδα φυσικά , εξουσίαζε ο Αλή πασάς. Γράφει σχετικά ο Βλαχογιάννης :
" ...Όσο γιά τη Ρούμελη , από τα 1783 , που διορίστηκε ο Αλής γενικός ντερβέναγας της χέρσας Ελλάδας , με το σκοπό να ξεριζώσει των Κλεφτών και των Αρματωλών τη δύναμη , που είχε πολύ ψηλά σηκώσει το κεφάλι , ποτέ δεν έπαψε εκεί πέρα να βροντάει το ντουφέκι . Είτε Κλέφτες είτε Αρματωλοί , με τη σειρά τους κατατρέχονται και ξεπατώνονται . Του Αλήπασα ο σκοπός ήτανε να βάλη στον τόπο των παλιών Αρματωλών ντερβεναγάδες Αρβανίτες , και με τη δική του δύναμη να σβύση την κατακαιμένη Κλεφτουριά . Και δεν του φτάναν τα Αρβανίτικα μπουλούκια , μα κι' η προδοσιά κι ο δόλος ήταν όπλα κι' αυτά χρήσιμα στα χέρια του . Η τραγωδία αυτού του χαλασμού , με τις τόσες αιματερές σκηνές της , είναι μεγάλη ,και δεν έπαψε από τα 1783 - 1820 , που χαλάστηκε κι' ο ίδιος ο Αλής . Αρχίζοντας το 1821 μετρημένοι στα δάχτυλα ήταν όσοι ζούσαν ακόμα Κλεφταρματωλοί και ζούσαν όσοι πιστοί σ' αυτόν κι' όσοι δοκιμασμένοι στην πίστη τους . Αυτή την τραγωδία την πολύχρονη ποτέ κανείς δεν θέλησε να την παραστήσει σαν κανένα κεφάλαιο της ιστορίας σημαντικό , ούτε ψηλά ως τα σύννεφα να το σηκώσει . Από ηρωικούς χρωματισμούς κι' από περιγραφές βροντόλαλες δε θα είχε ανάγκη αυτός ο ιστορικός , αν ήθελε να περιγράψει των Κλεφταρματωλών της Χέρσας Ελλάδας το χαλασμό , ένα μοναχά αυτός θάβρισκε πρόσκομμα , τις λιγοστές ιστορικές μαρτυρίες , που δε θα φτάνανε να ζωντανέψουνε γιομάτα την τραγωδία την πολυθρήνητη, που την κλαιν τα λαικά τραγούδια".

Περίφημος γιά τις καταδρομές του στη Δωρίδα υπήρξε και ο από τη Βουνιχώρα Μήτρος Βλαχοθανάσης, που στ' ασκέρι του πρωτομπήκε, παλικαρόπουλο , ο Αντρούτσος, γιά να τον διαδεχθεί αργότερα, όταν περασμένος στα χρόνια ο Βλαχοθανάσης αποσύρθηκε να περάσει ήσυχα τα στερνά του χρόνια στο χωριό του. Στην περίοδο που ο Αντρούτσος κι΄ο Βλαχοθανάσης, συναρχηγοί του κλεφτικου ασκεριού, δρούσαν στην περιοχή της Δωρίδας αναφέρεται και το περιστατικό, που από στοματική παράδοση, διασώζει ο Αντρέας Καρκαβίτσας :
<< Ο δερβέναγας του μαλανδρίνου είχε καταλύσει εις Πλέσσαν , ακολουθούμενος υπό εξήκοντα και πλέον οπαδών , ότε ο προύχων του χωρίου , εμφανισθείς περίτρομος , ανήγγειλεν εις αυτόν την αιφνηδίαν άφιξιν του Ανδρίτσου . Κατά την εποχήν εκείνην ο διάσημος αρχικλέφτης περιήρχετο , ως απόλυτος κύριος ανα την Ρούμελην όλην , μη τολμώντος ουδενός ν' αντιπαραταχθεί προς αυτόν . Τα μεγάλα κατορθώματά του , η γενναιότης και η πολεμική ορμή των παλληκαρίων του , είχον αναγκάσει τους τους τούρκους ν' αναγνωρίσουσι σιωπκλώς την υπεροχήν του και να φέρωνται προς αυτόν όπως προς ένα αυτοκέφαλον σωματάρχην , διά τον οποίον δεν ίσχυον τα σουλτανικά φερμάνια . Διό ο Δερβέναγας ήδη κατεταράχθη πολύ εις την είδησιν αυτήν της παρουσίας του . Εγνώριζεν αυτόν σπεύδοντα πάντοτε προς αναζήτησιν των δερβεναγάδων , ανυπόμονον εις εκδίκησιν της δεδουλωμένης πατρίδος , άπληστον πάντοτε εις πολεμικάς δάφνας και δεν ηδύνατο να πιστεύση ότι τώρα , άνευ σοβαρού τινος λόγου , είχεν έλθη εκεί . Θέλων δει ίνα προκαταλάβη τας διαθέσεις του , περοποιούμενος αυτόν , εζήτησεν ίνα συνομιλήσωσι κατά μόνας , αναγνωρίζων δήθεν την θέσιν του .
- Σαν θέλει ας έλθει , είπεν αδιάφορα ο Ανδρίτσος .

Τω όντι ο δερβέναγας , ακολουθούμενος υπό τεσσάρων οπαδών , ενεφανίσθη μετ' ολίγον εις την οικίαν του προύχοντος Καραμπελόγιαννου , όπου ο Ανδρίτσος κατέλυε μετά του Ηλία Βιδαλιώτη και του Βλαχοθανάση . Ενώ δε ο δερβέναγας συνήπτεν ομιλίαν περί διαφόρων πραγμάτων μετά του αρχικλέφτου και ετρέπετο εις φιλικάς προς αυτόν εξομολογήσεις , οι ακόλουθοί του περιεργάζοντο από κεφαλής μέχρι ποδών μετ' ακριβείας αυτόν και τα πιστά αυτού πρωτοπαλλήκαρα , ευτυχείς διότι ηδύναντο ν' ατενίσωσιν εις αυτούς αφόβως , ως εις φίλους . Το άγριον ύφος του Ανδρίτσου και του Ηλία το μεγαλοπρεπές παράστημα εκίνουν αυτούς εις έκπληξιν , ενώ του Βλαχοθανάση η ανδρική καλλονή , η εντελής κανονικότης των μελών του όλων , οι γλαυκοί και πλήρεις σοβαρού μυστηρίου οφθαλμοί , το ευρύ ηλιοκαές μέτωπον εν αντιθέσει προς την άφθονον ξανθήν κόμην του , μόλις λευκάζουσαν πού και πού εκ της ηλικίας , έφερον αυτούς εις άμετρον συμπάθειαν και θαυμασμόν .
Μετά τας νίκας αυτάς , οι αρματωλοί διηυθύνθησαν προς τα μέρη του Μαλανδρίνου , συγκροτήσαντες δε και ενταύθα μάχην ενίκησαν τους Τούρκους , κατά ταύτην όμως έπεσαν ανδρείως αγωνισθέντες ο εκ Γαλαξειδίου Κώστας Σουσμάνης , και ο εξ Αγίας Ευθυμίας Μήτρος Δενδούσης .

'Χτω λιγεραίς ξεκίνησαν 'πο μεσ' από το Σάλονα ,
στολίστηκαν , ελούσθηκαν και βάνουν τ' άρματά τους ,
τρεις πάνε κατά το Χρυσό , και τρεις στο Γαλαξείδι,
κ' η άλλαις δυό ξεκίνησαν στην Αγ.Θυμιά παγαίνουν ,
πάνε να βρούν τσ' αρματωλούς , τον καπετάν Ανδρούτσο .
Κ' Ανδρούτσος εξεκίνησε και πάει στο Μαλανδρίνο ,
παγ' να βαρέση την Τουρκιά , να παρ' αγάδες σκλάβους .
Δυό ώραις πολεμάγανε με τα σπαθιά στο χέρι .
Ο Κώστας εσκοτώθηκε κ' ο Μήτρος ο Δενδούσης .
Μετά την μάχην ταύτην , οι αρματωλοί ήρχισαν ίνα περιορ'ιζωνται εις αμυντικούς πολέμους , διότι μεγάλως επηρέασεν αυτούς ο εν Μαλανδρίνω θάνατος των δύο ανδρειοτέρων συντρόφων αυτών , και διότι τινές θέλοντες ιν' αναπαυθώσιν εκ των αλεπαλλήλων πολέμων , απήλθον εις τας πατρίδας των .
Οι αρματωλοί διαχειμάσαντες εις Βοινιχώραν , πατρίδα του Βλαχοθανάση , ανεχώρησαν , άμα τη ανοίξει , προς τα μέρη της Ναυπάκτου . Ο Βλαχοθανάσης , υπέργηρος ήδη ων ,απεφάσισεν ίνα παραιτηθή του αγώνος και αποθάνη ήσυχος εις τα χώματά του . Ο Ανδρούτσος , γνωρίζων την γενναιότητα και εμπειρίαν του γηραιού αρματωλού , θερμώς παρεκάλεσεν ίνα μεταβάλη σκοπόν και ακολουθήση τους συντρόφους . Αι παρακλήσεις εκλόνισαν την απόφασιν του αρματωλού , 'οστις αρπάσας το πυροβόλον ηκολούθησεν αυτούς , διότι ήτο πεπρωμένον ίνα αποθάνη πολεμών , ο εν πολέμω γεννηθείς και γηράσας Βλαχοθανάσης .

Στα Σάλονα σφάζουν τραγιά, και στο Χρυσό κριάρια ,
κ' Ανδρούτσος ελημέριζε ψηλά στη Βενιχώρα ,
<< Σήκω ψυχοπατέρα μου , η άνοιξι μας πήρε , 
να πάμε κα' τον Έπαχτο , να κάψωμε σεράγια , 
και το κεφάλ' ενού πασά να βάλλωμε σημάδι >>
- << Βρε καπετάνιο δεν μπορώ , εγέρασ' ο καημένος >> .
Αναχωρήσαντες εκ Βουνιχώρας , διήλθον το Μαλανδρίνον σφάζοντες και πτρπολούντες . Μετ' ου πολύ δ' έφθασαν έξω της Ναυπάκτου , προτιθέμενοι ίνα εισβάλωσι και φονεύσωσι τον διοικητήν Μουχτάρ πασσάν , καθ' ου ευλόγους αφορμάς μίσους είχον , διότι προ ολίγου συλλαβών ούτος τον εκ του χωρίου Ξυλογαιδάρας ψυχογυιόν του Ανδρούτσου , απανθρώπως εφόνευσεν . Ο Μουχτάρ πασσάς στρατολογήσας , εξήλθεν επί κεφαλής μεγάλων δυνάμεων κατά τούτων , οίτινες υπεκφεύγοντας την μάχην εκαιροφυλάκτουν προς γενναίαν επίθεσιν .
Τέλος μετά πολλάς υπεκφυγάς , ηναγκάσθησαν ίνα συμπλακώσι μετά των πολεμίων , η μάχη διήρκεσε καρτερικώτατα εξ αμφοτέρων των μερών επί πολλάς ώρας , και πολλοί είχον πέσει , χωρίς η νίκη να κλίνη προς ουδένα . Λυσσών ο γέρων Βλαχοθανάσης , όρμησε ξιφήρης προς το κέντρον των εχθρών , ίνα μετρηθή μετά του Μουχτάρ - πασσά σώμα προς σώμα , αι σφαίραι διηυθύνοντο κατ' αυτού βροχηδόν , καύσασαι όλην την εις τους αέρας κυματίζουσαν λευκοτάτην και μακράν αυτού γενειάδα , δύο σφαίραι τον επλήγωσαν εις την δεξιάν χείραν και άλλη επί του τραχήλου , ο αρματωλός , προφυλαττόμενος , επροχώρει , παρακολουθούμενος υπό του γενναιοκάρδου Ιωάννου Ξυλικιώτη , και μόλις επλησίαζον το προς ο διηυθύνοντο κέντρον , ο Ιωάννης κατατρυπηθείς υπό πολλών σφαιρών , έπεσεν επικαλούμενος την βοήθειαν αυτού , ο Βλαχοθανάσης έστρεψεν ίνα βοηθήση τον εκπνέοντα αδελφόν του , αλλά σφαίρα τρυπήσασα την κεφαλήν , τον έρριψε κατά γης .
Συνήθροισεν όλην την σβεννυμένην υπό του θανάτου φωνήν αυτού , και μόλις ηδυνληθη ν' απαγγείλη << παιδιά , πάρτε μας τα κεφάλια , και να' χετε την ευχή μου >>, εξέπνευσε .
Ο Ανδρούτσος ώρμησε μεθ' όλων των αρματωλών ίνα καταλάβη τα πτώματα , τα οποία έσπευδον ιν' αρπάσωσιν οι Τούρκοι . Τα πυρά διεσταυρώθησαν , πολλοί έπιπτον αμφοτέρωθεν , αλλ' ουδείς εγκατέλιπε το πεδίον . Οι αρματωλοί έχοντες απόφασιν η να λάβωσι τας κεφαλάς των δύο συντρόφων , η όλοι να πέσωσι , κραυγάζοντες ώρμησαν ακάθεκτοι .

Ήρχισεν να τρέπηται εις φυγήν το κέντρον του στρατού του Μουχτάρ , ότε ενεφανίσθη ο δερβέναγας της Ναυπάκτου Μητσο-Μπόνος μετ' αξιολόγου επικουρίας . Οι αρματωλοί ηναγκάσθησαν ίνα υποχωρήσωσιν εγκαταλιπόντες τας κεφαλάς του Βλαχοθανάση και του Ιωάννου Ξυλικιώτη , καταδιωκόμενοι δε υπό υπεραρίθμων εχθρών , διεσώθησαν εις του Σκορδά το χάνι , ο αριθμός των φονευθέντων Τούρκων υπήρξε σημαντικός , εκ των αρματωλών εφονεύθησαν πέντε , εν οις ο γέρων Βλαχοθανάσης . Τούτους θρηνών ο Ανδρούτσος λέγει :
Πέντε παιδιά μου σκότωσαν και τον Βλαχοθανάση ,
πέντε πλευρά μου τσάκισαν , και τη δεξιά μου πλάτη .
Η κεφαλή του Βλαχοθανάση αποκοπείσα υπό των Τούρκων περιήλθεν όλα τα πέριξ επιδεικνυομένη εν θριάμβω , και οι Τούρκοι , πλήρεις χαράς επί τω θανάτω του τρομερού αρματωλού , έδιδον δώρα εις τους περιφέροντας . Ακολούθως δε παραδοθείσα , επί αδρά ανταμοιβή , εις τον μπέην των Σαλόνων , υπέστη την τελευταίαν καταφρόνησιν , κρεμασθείσα άνω κοπρώνος .

Τα επόμενα τρία δημοτικά άσματα εικονίζουσι τα διηγηθέντα :
Α' .
Διαβάτ' από τον Έπαχτο , την άκρ' από τον λόγγο,
Ν' ακούσετε τον πόλεμο , που πολεμάει Ανδρούτσος ,
Ανδρούτσος κ' ο Μουχτάρ πασσάς κ' ούλα τα βιλαέτια .
Οι κλέφταις όλοι πολεμούν , κ' ούλοι ρίχνιυν τουφέκια ,
κ' ο Βλάχος δεν ακούγεται κ' ο Γιάννης Ξυλικιώτης .
Ο Βλάχος εσκοτώθηκε , κι' ο αγαι΄σννης πάγει στον τόπο ,
Ανδρούτσος εχουχούτιζε με το σπαθί στο χέρι .
<< Πάρτε του Γιάννη τ' άρματα , του Βλάχου το κεφάλι , να μη το πάρη η Τουρκιά , το παν στα βιλαέτια , βλέπουν εχθροί και χαίρονται και φίλοι και λυπούνται , το βλέπει και μιά παπαδιά και κάθεται και κλαίει . Στα Σάλονα το στείλανε στη μέση στο παζάρι , το πήγανε στους μπέηδες κι' ούλοι φλωριά κερνάνε >> .
Β ' .
Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά στη Βενιχώρα ,
τόνα τηράει τη Λιάκουρα , και τ' άλλο την Κοστάρτσα ,
το τρίτο το καλλίτερο 'ρωτάει τους διαβάταις .
<< Διαβάταις που διαβαίνετε , στρατιώτες που περνάτε , μην είδετε τσ' αρματωλούς και το Βλαχοθανάση , που γέρασε αρματωλός στους κλέφταις καπετάνιος . << Εμείς προψές τον είδαμε στον Έπαχτο απόξω , δυό 'μέραις επολέμαγε με Τούρκους τρεις χιλιάδες >> .
<< Ανδρούτσος τι κλειστήκαμε , σαν νάμαστε γυναίκες ; >>
το γιαταγάνι τράβηξε κι' ένα γιουρούσι κάνει ,
του πέφτουν βόλια σαν βροχή , κανόνια σαν χαλάζι .
Τρεις μπάλαις του ερρίξανε , πικραίς φαρμακωμέναις ,
η μιά τον πήρε στο λαιμό , η άλλη μες το χέρι ,
κ' η τρίτη η φαρμακερή τον ηύρε στο κεφάλι .
<< Κόψτε μου το κεφάλι μου , νάχετε την ευχή μου ...>>
Κ' Ανδρούτσος βγάνει μιά φωνή , πικρή , φαρμακωμένη ,
παιδιά τραβάτε τα σπαθιά , κι' αφήτε το τουφέκι ,
να μη μας κόψη η Τουρκιά του Βλάχου το κεφάλι ,
που γέρασε αρματωλός , στους κλέφτες καπετάνιος >>.
Βλάχο καλά καθόσουνα ψηλά στη Βουνιχώρα ,
θυμήθηκες τα νιάτα σου κ' επήρ' ο νους σ'αγέρα ,
και τώρα το κεφάλι σου το πήρανε οι Τούρκοι ,
το σεργιανάνε στα χωριά , και πέρνουνε μπαξίσι ,
στα Σάλονα οι μπέηδες χούφταις φλωριά κερνάνε .
Γ ' .
Ανδρούτσος , εκατέβηκε μες του Σκορδά το χάνι ,
τα παλληκάρια τον ρωτούν , γυρίζουν και του λένε .
< Ανδρούτσο μ' τ' είσαι κίτρινος , και στέκεις μαραμένος ; >
< Μουχτάρ - πασσάς μ' επλάκωσε στον Έπαχτο στον κάμπο πέντε πολέμους έκαμα απ' την αυγή ως το βράδυ , πέντε παιδιά μου σκότωσαν και το Βλαχοθανάση , πέντε πλευρά μου τσάκισαν και τη δεξιά μου πλάτη. Τώρα μας έρχονται κοντά , πεντ' εξ' οχτώ χιλιάδες φκιάστε ταμπούρια δυνατά και πολεμάτ' ανδρεία , να πιάσω Τούρκους ζωντανούς , κ' αυτόν το Μήτσομπόνο .
Μετά το θάνατο του Βλαχοθανάση , ο Ανδρούτσος ακολουθήσας τον Λάμπρον Κατζώνην μετέβη εις Πελοπόννησον ( 1790 ) , πολεμήσας ανδρείως υπέρ της τότε εκραγείσης ατυχούς εκείνης επαναστάσεως>>. 

Στα περήφανα , όμορφα και ξακουσμένα βουνά της Δωρίδας, πολέμησε και χάθηκε κι' ο Λιδορικιώτης κλέφτης Χρόνης Λευκαδίτης , γιά τον οποίον γράφει ο Βαλαωρίτης :
<< Ο Χρόνης Λευκαδίτης , κλέφτης εκ Λιδορικίου , συλληφθείς διά προδοσίας εκαρατομήθη εν Δαδίω την δε κεφαλήν αυτού έστησαν οι Τούρκοι κατά το διασταύρωμα της οδού της Αταλάντης. Μετά παρέλευσιν δέκα ετών παρουσιασθέντες οι συγγενείς προς τον Ανδρούτσον εξητήσαντο εκδίκησιν υπέρ της ατιμασθείσης κεφαλής του Χρόνη.Ο Ανδρούτσος υπεσχέθη και πολιορκήσας την Αταλάντην απήτησε την παράδοσιν των φονέων.Επειδή δε,ο μεν εις εξ αυτώνείχεν αποθάνει,συνέλαβε τον υιόν και αποκόψας την κεφαλήν αυτού την έστησενεκεί όπου άλλοτε είχεν εκτεθεί η του Χρόνη.Μετά τούτο πορευθείς εις Λεβαδείαν,όπου διέμενεν ο έτερος των φονέων,απήτησεν και αυτού την παράδοσιν.Αλλ'ούτος προειδοποιηθείς εδραπέτευσεν,οι δε Λεβαδιείς υπεσχέθησαν να μην επιτρέψωσι ουδέποτε πλέον προς αυτόν την επάνοδον >>.

Ορισμένες μάχες με τους Τούρκους στη Δωρίδα (η κύρια δράση του περιορίζεται στην Παρνασσίδα) έδωσε και ο αρματολός Κωσταντάρας, γνωστός και σαν Ζαχαριάς που πήρε, μετά το θάνατο του αδερφού του Βρυκόλακα,το αρματολίκι Σαλώνων και Λιδορικίου και πέθανε από φυσικό θάνατο , το 1755. Παρά τις αρχικές αμφιταλαντεύσεις των μπέηδων να τον αναγνωρίσουν αρματολό της περιοχής, ο Κωσταντάρας, που χαρακτηρίστηκε από τους ίδιους κλέφτης, γιά να επιβάλει την κυριαρχία του <<ενήργει και επιδρομάς τινας κακοποιών Τούρκους και χριστιανούς,ότε μεν εμφανιζόμενος εις τα πρόθυρα τησ Αμφίσσης και του Λοιδορικίου,και απειλών σφαγάς και εμπρησμούς,οτέ δε σφάζωντους αιχμαλωτιζομένους Τούρκους και κρεουργών ανήρτα επί των δένδρων τα ηκρωτηριασμένα μέλη των θυμάτων της λύσσης του,διακηρύττων άμα ότι εις χείρονας εκδικήσεις θέλει προβή εάν μη έσπευδον οι προύχοντες την έκδοσιν σουλτανικού φιρμανίου αναγνωρίζοντος τούτον νόμιμον διάδοχον επί του αρματωλικίου του αποθανόντος γαμβρού του. Οι βέηδες αδυνατούντες ίνα εξοντώσωσι τον οσημέραι επιφοβώτερονκαθιστάμενον τούτον εχθρόν έσπευσαν ίνα ενεργήσωσι την αναγνώρισις του Κωσταντάρα,ως διαδόχου επί του αρματωλικίου του Βρυκόλακα >>.
Ωστόσο ο Κωσταντάρας δεν στάθηκε πιστό όργανο της τούρκικης διοίκησης. Αρκετές φορές ήρθε σε ρήξη μαζί της και ενώ από τη μιά μεριά βοηθούσε τους ραγιάδες (απελευθέρωση αιχμαλώτων,κ.ά) σε άλλες περιπτώσεις,όταν η τούρκικη καταπίεση γινόταν στους κατοίκους αφόρητη, ερχόταν σε ανοιχτή σίγκρουση. Οι Τούρκοι γιά να τον φέρουν σε δύσκολη θέση και να δοκιμάσουν τις αντιδράσεις του ξέσπασαν πάνω στους οπαδούς του της περιοχής Λιδορικίου, βασανίζοντας και σκοτώνοντας,με επικεφαλής το δερβέναγα Ταχίρ-Κώτσα. Ο Κωσταντάρας σπεύδει και συγκρούεται μαζί του στο μοναστήρι της Βαρνάκοβας. Κατά τη διαδρομή του απ΄την Αγία Ευθυμία,διασχίζοντας τη Δωρίδα, συμπλέκεται με τούρκικο ασκέρι και βρίσκει καταφύγιο, στο μοναστήρι, ενώ τον καταδιώκει ο δερβέναγας Ταχίρ-Κώτσα με 300 νομάτους.Αφηγείται ο Σάθας :
"Τω όντι ο Κωσταντάρας,καιρίως τραυματισθείς κατέφυγε μετά 30 περίπου οπαδώνεις την ρηθείσαν Μονήν,της οποίας οι καλόγηροι προθύμως τον εδέχθησαν,φροντίσαντες και διά την θεραπείαν των πληγών του.Ενώ δ'εκεί ο αρματωλός ενοσηλεύετο,ασφαλές θεωρών το καταφύγιον,εις των καλογήρων πνευστιών τω ανήγγειλεν, ότι επλησίαζεν ο δερβέναγας Ταχίρ-Κώτσας μετά πολλών ανδρών.Το προφανές του κινδύνου παραδόξως δίδει δυνάμεις εις τον τραυματίαν, όστις προς ουδέν λογιζόμενος και π΄ληγάς και φάρμακα,ανίσταται και λαβών το όπλον διατάσσει τους συντρόφους ίνα κλείσωσιτας θύρας και ετοιμασθώσι προς υπεράσπισιν.Μετ' ου πολύ επαρουσιάσθη και ο δερβέναγας,όστις ακράτητος διηυθύνθη μετά κοπτερού πελέκεως εις την θύραν,αγρίως αλλαλάζων και παρορμών τους σρτατιώτας.Άμα δε ούτοι προ της θύρας συναπυκνώθησαν,οι κεκλεισμένοι ήρχισαν τακτικόν πυροβολισμόν.Επί πέντε κατά συνέχειαν ώρας μανιώδεις πυροβολισμοί ηκούοντο,νέφη καπνού εκάλυπτον τα πέριξ,και μόνον εν εκάστη λάμψει εκπυρσοκροτήσεως διαφαίνετο το έδαφος εστρωμένον από πτώματα.Επί τέλους περί το λυκόφως έπαυσαν οι πυροβολισμοι των εν τη Μονή και οι έξω εννοήσαντες την αιτίαν της διακοπής ( δι' έλλειψιν φυσεκίων προελθούσης ) στενόν ετήρουν αποκλεισμόν βεβαίαν πλέον θεωρούντες την λείαν.Ο Κωσταντάρας δημηγορεί εις τους οπαδούς προς ους παριστά τον κίνδυνον,το αίσχος και τον τρομερόν θάνατον,όστις εν τη αιχμαλωσία τους περιέμενε, παρακινών ίνα πειραθώσι γενναίαν έξοδον,εξ ης η σωτηρία η θάνατος αρματωλικός ήτο το γέρας.Οι εταίροι παραδέχονται,και περί το μεσονύκτιον ανοίξαντες τας πύλας εξορμώσι ξιφήρεις εν μέσω του εχθρικού στρατοπέδου και θ'υοντες και απολύοντες αβλαβώς διέρχονται οι 20 επί κεφαλής έχοντες τον Κωσταντάραν,αφού οι επίλοιποι τριάκοντα εν τω αποκλεισμώ και κατά την έξοδον έπεσαν. Ο λαός έψαλλε το μέγα εκείνο κατόρθωμα διά του εξής άσματος.
Ο Κωνσταντάρας κλείσθηκε μέσα στο Μοναστήρι , 
μέρα και νύχτα πολεμάει , μέρα και νύχτα ρίχνουν ,
χωρίς ψωμί , χωρίς νερό , χωρίς κάνα μιντάτι .
Κ ' ο Ταχίρ-Κώτσας φώναξε , κ' ο Ταχίρ-κώτσας λέγει :
"Προσκύνα , Κωσταντάρα μου , σα νύφη στολισμένη ,
προσκύνα Κώστα το σπαθί , προσκύνα την ποδιά μου.
Θα σε κερνάσω τουφεκαίς , θα σε κερνάσω βόλια .
Κ' ο Κωσταντάρας φώναξε με το σπαθί στα δόντια .
"Ποτέ παιδιά δε φίλησα , ποδιά κατουρημένη ,
τώρα να γδης βρε κερατά μικρέ κωλοπλημένε ,
του Κωσταντάρα το σπαθί , του Χρόνη το τουφέκι " .
Τσακιώντ' οι Τούρκοι σαν τραγιά , κ' ο Κώτσας σαν κεσέμι .

Μετά την νίκην ο Κωσταντάρας , λαβών σημαντικάς επικουρίας , επέπεσε κατά του στρατού του δερβέναγα Ταχίρ-Κώτσα , όνπερ κατέκοψε , λέγεται δε , ότι συλλαβών τον άνω δερβέναγαν μετά δέκα οπαδών , εξέδειρε ζώντα ιδίαις χερσί , και έπειτα οβελίσαςτον έψησεν ως αρνίον , υποχρεώσας τους συναιχμαλωτισθέντες ίνα στρέφωσιν εναλλάξ τον οβελόν .
Αφού δε παντελώς κατεστράφη η επίφοβος εκείνη στρατιά , ο Κωσταντάρας επαναλαβών την αρματωλικήν διοίκησιν , αφού συνεκρότησε σώμα πολυαριθμότερον του προτέρου , έγραψεν εις τους εν Λοιδορικίω και Σαλόνοις Τούρκους , προσκαλών ίνα σπεύδωσιν εις αποζημίωσιν των κατά την καταδίωξίν του παθόντων χωρίων , και απειλών εν εναντία περιπτώσει εμπρησμούς και σφαγάς . Περίφοβοι οι Τούρκοι εις το άκουσμα γενόμενοι , και εκ των προτέρων καλώς γνωρίζοντες τον αδάμαστον του αρματωλού χαρακτήρα , έσπευσαν ίνα δι' εράνων συλλέξωσι τα προς αποζημίωσιν , αφού άλλως τε και προς ένοπλον αντίστασιν ηδυνάτουν . Ούτω δ' εν τη αρματωλική αρχή εδραιωθείς ο Κωσταντάρας έζησε μέχρι του 1755 , ότε απέθανεν από φυσικού θανάτου . Επειδή δε ουδείς απόγονός του επέζησε , το αρματωλίκιον διεμοιράσθη εις τρία , εξ ων έλαβον ην μεν περιφέρειαν των Σαλόνων ο Λάμπρος Τσεκούρας και ο Βλαχαρμάτας , την δε της Δωρίδος ο Φλώρος Γιαταγάνας , και του Μαλανδρίνου , ο εκ Βουνιχώρας Βλαχοθανάσης , άπαντες το πριν ως πρωτοπαλλήκαρα του Κωσταντάρα διαπρέψαντες ".

Ένας όχι και τόσο γνωστός κλεφταρματωλός της Δωρίδας από την Ξυλογαιδάρα (σήμερα Καλλιθέα) είναι και ο Σταμάτης Ασφακιανός Κουτρούκης , γιά τον οποίο συγκέντρωσε πληροφορίες ο Ανδρέας Καρκαβίτσας , από τον υποχιλίαρχο Γιαννάκη Κουτρούκη , ανεψιό του κλεφταρματωλού κι' αγωνιστή του 1821 . 'Αλλωστε ολόκληρη η οικογένεια των Κουτρουκαίων είχε προεπαναστατικά διακριθεί . Τόν συνάντησε , γύρω στα 1887 , εκατό χρόνων τότε , στο χωριό του και οι πληροφορίες του πρέπει να θεωρηθούν αυθεντικές .
Εκτός από τις πληροφορίες του Γιαννάκη Κουτρούκη, γιά να μας δώσει πληρέστερα τη δράση του Σταμάτη Ασφακιανού Κουτρούκη, πήρε την ίδια χρονιά, πληροφορίες, στην Ξυλογαιδάρα, και από τον γέροντα κάτοικό της Αθ.Γκόλφη και τον γηέροντα επίσης, από το χωριό Πλέσσα, Κοτρότσο. Γράφει ο Καρκαβίτσας :
" Ο Σταματάκης έζη εν Ξυλογαιδάρα της Δωρίδος ήσυχος μέχρι του 1755. Πλην αι συχναί προς τους Τούρκους διενέξεις των αδελφών του δεν τον άφησαν μέχρι τέλους . Απόσπασμα τουρκικόν διερχόμενον εκείθεν , δήθεν προς καταδίωξιν κλεφτών , εισήλθεν εις την στάνην του Σταματάκη , έκοψε πολλάπρόβατα και έδεσε τους ποιμένας. Ο Σταματάκης μετά των αδελφών του Κωσταντή και Θεοδώρου οπλισθέντες επρόφθασαν τους Τούρκους και συγκρουσθέντες μετ' αυτών εφόνευσαν ένα και ηλευθέρωσαν τους ποιμένας .
Διά τον φόνον του Τούρκου και την αυθάδειαν αυτή των Ραγιάδων όλοι οι εις τα πέριξ χωρία Τούρκοι συνεταράχθησαν το κατ' αρχάς και απεφάσισαν να εκδικηθώσιν. Μετ' ολίγας ημέρας, την εορτήν του Ευαγγελισμού ο Κωσταντής Κουτρούκης μετέβη εις Βυτρινίτσαν δι' εργασίαν τινα. Η Βυτρινίτσα επί Τουρκοκρατίας ήτο η δευτέρα μετά το Λιδωρίκι και Μαλανδρίνον έδρα των Τούρκων προκρίτων. Ο σούμπασης του χωρίου συναντήσας ηθέλησε να απειλήση τον Κωνσταντή διά τον φόνον του ομοφύλου του, πλην ούτος εν εξάψει ευρεθείς ,επυροβόλησε και εφόνευσε τον σούμπασην .
Έκτοτε ήρχισε αδιάκοπος πόλεμος μεταξύ της οικογενείας των Κουτρουκαίων και των Τούρκων. Αρχηγός της οικογενείας ήτο ο Σταματάκης, όστις συγκαλέσας και άλλους εκ των πέριξ συντρόφους, οτέ μεν ησφαλίζετο εν τω υψηλώ και δυσπροσίτω χωρίω του οτέ δε περιέτρεχε την Δωρίδα, συμπλεκόμενος και καταφθείρων τα Τουρκικά αποσπάσματα. Εις πανήγυριν τινά του χωρίου Βελενίκου εισήλθεν ο Σταματάκης μόλις δεκαπέντε αριθμών οπαδούς και επιάσθη εις τον χορόν. Αίφνης προέκυψε των οικιών του χωρίου Τουρκικόν απόσπασμα πολυάριθμον, επικεφαλής έχον τον Τουρκαλβανόν Γετίμ βέην. Ο Σταματάκης δεν εταράχθη καθόλου εκ της εμφανίσεως αυτών πλην εξηκολούθησε τον χορόν. Αλλ' ο Γετίμ κατεταράχθη αρκούντως διά την παρουσίαν των κλεφτών τους οποίους εν ω εστέλλετο να καταδιώξη απέφευγεν όμως πάντοτε, ήδη ήρχισεν εκεί να καλή και τους άλλους Τούρκους και να συσκέπτηται μετ' αυτών περί του πρακτέου, ότε ο Σταματάκης παραιτήσας τον χορόν, σύρει το γιαταγάνι, θέτει αυτό εις τους οδόντας και διέρχεται ατάραχος πλησίον των Τούρκων, προσατενίζων αυτούς εις τους οφθαλμούς. Οι Τούρκοι ουδ' εταράχθησαν καν της θέσεώς των ουδ' εσκέφθησαν να καταδιώξωσιν η ν' απαντήσωσιν εις τας τόσας ύβρεις τας οποίας εξετόξευσεν κατ' αυτών. "


6. ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ

Η Δωριδα δεν αναδείχτηκε, στην Τουρκοκρατία, σε πνευματικό κέντρο ,σαν άλλες περιοχές της Ρούμελης , όπως το Μεσολόγγι , η Ναύπακτος , και τα Άγραφα της Ευρυτάνίας , όπου λειτούργησαν οι περίφξμες σχολές , με τον Ευγένιο τον Αιτωλό και τον Αναστάσιο Γόρδιο .
Έχει όμως κι' αυτή τη συμμετοχή της στην πνευματική κίνηση με τη σχολή του Μοναστηριού της Βαρνάκοβας .
Καλό όμως θα είναι να δώσουμε λίγα στοιχεία γιά το μορφωτικό επίπεδο των Δωριέων και τη στοιχειώδη μάθησή τους . Η απασχόληση των κατοίκων με τη γεωργία και την κτηνοτροφία , και τα λιγοστά έσοδά τους, δεν τους επέτρεπαν να στέλνουν συχνά τα παιδιά τους γιά να μάθουν ανάγνωση και γραφή κοντά στους παπάδες των χωριών που εκτελούσαν και χρέη δασκάλου. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης έμαθε γράμματα στα 32 του όταν , το Φλεβάρη του 1829 , στο Άργος αποφασίζει να γράψει τα απομνημονεύματά του . Ήταν αγράμματος γιατί δεν καταγόταν από τα λεγόμενα...τζάκια , της Ρούμελης, που νέμονταν ...κληρονομικά τα αρματωλικά καπετανάτα και κυβερνούσαν αυταρχικά με τον τίτλο του κοτζάμπαση της επαρχίας , όπως λέει ο Βλαχογιάννης . Ήταν παιδί οικογένειας γεωργών και ποιμένων, όπως παρόμοια ήταν η μοίρα των περισσότερων παιδιών των γεωργοκτηνοτρόφων της Δωρίδας .
Λιγοστά πράγματα μάθαιναν πλάι στον παπά του χωριού , ενώ τα παιδιά των κοτζαμπάσηδων και προυχόντων είχαν τη δυνατότητα να φοιτούν σε κοντινά προς τη Δωρίδα οργανωμένα σχολεία , όπως της Λομποτινάς των Κραββάρων .

Πνευματικές εστίες που προσπαθούσαν να κρατήσουν ζωντανή την πατριωτική φλόγα αλλά και να μορφώσουν, στοιχειωδώς, τα Ελληνόπουλα, στέκονταν τα μοναστήρια της περιοχής, του Άη Γιάννη στην Αρτοτίνα, της Παναγιάς της Κουτσουριώτισσας, στην Πλέσσα (Αμυγδαλιά σήμερα), και βασικά της Βαρνάκωβας, το σημαντικότερο πνευματικό κέντρο της Δωρίδας στην Τουρκοκρατία.
"Λόγω της δυσπροσίτου και στρατηγικής θέσεως -γράφει ο Αναστάσιος Ορλάνδος - η Βαρνάκωβα πάντοτε χρησίμευεν ου μόνον ως καταφύγιον και αμυντήριον των Ελλήνων , αλλά, όπως τόσαι άλλαι μοναί, και ως άσυλον της κατά τους χρονους της δουλείας χειμαζομένης Ελληνικής παιδείας. Πράγματι πολύ προ της Επαναστάσεως ευρίσκομεν λειτουργούσαν εν τη μεμακρυσμένη ταύτη φωλεά του Κόρακος σχολήν πλήρη , την μόνην κατά τα μέρη ταύτα υπάρχουσαν πναυματικήν εστίαν , ης τα διδάγματα υπέθαλπον καιν ανερρίπιζον το εθνικόν των κατοίκων φρόνημα , μέχρις ου και ήναψεν την φλόγαν της ελευθερίας αναρθρώσασαν κατά τον μέγα αγώνα απ' αυτών τούτων των τοίχων του ιερού σχολείου " .
Η πρώτη περίοδος πνευματικής ακτινοβολίας της Βαρνάκοβας , σημειώνεται με την παρουσία ως ηγουμένου του μοναστηριού , στις αρχές του 16ου αιώνα , του οσίου Δαβίδ , που φαίνεται πως διέθετε όχι μόνο οργανωτικές ικανότητες , αλλά και βαθύτερες πνευματικές ανησυχίες , όσο και ευρύτερη φιλοσοφική εποπτεία πάνω στην ουσία της Ορθοδοξίας . Τις ικανότητές του αυτές γνώριζε ο τότε Δεσπότης Άρτης και Ναυπάκτου . Επέμενε στην ανάθεση της ηγουμενίας στο Δαβίδ που φρόντισε γιά την ίδρυση σχολής ευρύτερης μόρφωσης , που η λάμψη της ενθουσίασε τον Πατριάρχη Ιερεμία , ο οποίος , περί τα μέσα του 16ου αιώνα , επισκέφτηκε το μοναστήρι γιά να δει από κοντά το πολιτιστικό έργο που γινόταν εκεί , με την πρωτοβουλία του Ηγουμένου . Ωστόσο ο Δαβίδ , που καταγόταν από το χωριό Καρδίτσα Βοιωτίας (τώρα Ακραίφνιον) , είχε μέσα του το σπόρο του απομονωτισμού .
Έτσι εγκατέλειψε την ηγουμενία κι' έζησε το υπόλοιπο της ζωής του ως ερημίτης. Στον όσιο Δαβίδ πρέπει να αποδώσουμε την ίδρυση Ελληνικού σχολείου στο μοναστήρι .

"Το Ελληνικό σχολείο της Βαρνάκοβας - γράφει ο Πέτρος Καλονάρος -ελειτούργησε και βραδύτερον ήτοι κατά τα τέλη του 16ου αιώνος και εν συνεχεία κατά τον 17ον αιώνα , με διδασκάλους γνωστούς τους μιναχούς Χριστόφορον (1595) , Καλλίνικον (1600-1648) , και Νικόδημον Καβάσιλαν (1648-1652) . Και ομεν Χριστόφορος δεν φαίνεται ως ο πρώτος διδάσκαλος εις την Μονήν , όπου τα Ελληνικά γρ'άμματα εδιδάσκοντο και πρότερον εν αυτή , ως είδομεν ,ο δε Καλλίνικος ανήρ θεοσεβής , πεπαιδευμένος άριστα την τε θύραθεν και έξω σοφίαν , φιλελεήμων και υπόδειγμα εγκρατείας και ηθικής , εδίδασκε προ χρόνων ικανών εν τη Μονή ."
Γιά το Νικόδημο Καβάσιλα μας δίνει αρκετά στοιχεία ο Κων. Σάθας που είναι και αυθεντικά , αφού καθώς σημειώνει , προέρχονται από σημειώματα του επισκόπου Λιδορικίου Δωροθέου. Γράφει ο Σάθας :
"Εγεννήθη εν τω χωρίω Αγίας Ευθυμίας των Σαλόνων περί το 1595 , και ωνομάζετο Νικόλαος εν τοις κοσμικοίς . Το μοναχικόν τριβώνιον κομιδή νέος ενδυθείς υπηρέτησεν εν τινι μονή των περιχώρων υποτακτικός γενόμενος Χριστοφόρου τινός μοναχού , διδάξαντος τον Νικόδημον τα πρώτα γράμματα . Του Χριστοφόρου μεταβάντος εις την Μονήν Βαρνακόβης παρηκολούθησε και ο υποτακτικός . Εν τη μονή ταύτη υπήρχε διδάσκων προ χρόνων ο μοναχός Καλλίνικος , ανήρ θεοσεβής , πεπαιδευμένος την τε θύραθεν και έξω σοφίαν , φιλελεήμων , και υπόδειγμα εγκρατείας και ηθικής. Παρά τούτω και ο Νικόδημος εξεπαιδεύθη , αναδειχθελις του διδασκάλου υπέρτερος μεν την σοφίαν , ίσος δε τα ήθη και τας αρετάς . Μετά τον θάνατον του Χριστοφόρου, ο Καβάσιλας εκπληρών κατά γράμμα την τελευταίαν βούλησιν του φιλοπάτριδος και φιλοστόργου γέροντός του μετέβη εις τον γενέθλιον τόπον, και σχολείον συστησάμενος εδίδασκεν δωρεάν τοις προσερχομένοις".
Εν έτει 1648 ο Νικηφόρος ειδοποιηθείς περί της ασθενείας του διδασκάλου του Καλλινίκου μετέβη εσπευσμένως εκ της εν Τολοφώνι μονής του Κουτσουρού εις Βαρνάκοβαν , όπου εύρεν τον διδάσκαλόν του ετοιμοθάνατον , ο γηραιός διδάσκαλος περιστοιχούμενος υπό των μαθητών του , λαλών περί της μελλούσης ζωής , μετά φιλοσοφικής καρτερίας ανέμενε τον θάνατον , συμβάντα την 5 Απριλίου .
Ο Νικόδημος διεδέχθη τον Καλλίνικον εν τω σχολείω της Βαρνακόβης , και διετέλεσε διδάσκων μέχρι του θανάτου του (8-5-1652). Μαθηταί του Καβάσιλα εγένοντο πολλοί των τότε περιφανών , ως Ευγένιος ο Αιτωλός , Κωνστάντιος ο Αγιορίτης , Φίλιππος Κάρμας εν Ιταλία μεταβάς και την ιατρικήν παιδευθείς , ην εηήσκησεν επιστρέψας εις Ναύπακτον , Νικόλαος Λογοθέτης , Χαράλαμπος ο ιερεύς Μαρούλης , και άλλοι , ων τα ονόματα δεν περιεσώθησαν .
Έγραψεν ο Νικηφόρος -Συλλογήν απορρημάτων ( αποφθεγμάτων ) παλαιών τε και νεωτέρων - Ακολουθίαν του αγίου Αρσενίου του εκ Καρυών , του εν Βαρνακόβη εορταζομένου .- Βίους των διδασκάλων Χριστοφόρου και Καλλινίκου - λόγους , και επιστολάς ,εη ων εύρηνται ανέκδοτοι παρ' εμοί". 


Από τους μαθητές του Καλλινίκου, που εδημιούργησαν παράδοση στην πνευματική ζωή της Ρούμελης και πρωτοστάτησαν στην ίδρυση και άνθιση των Σχολών των Αγράφων, είναι ο από το Μέγα Δένδρο Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός , που αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη και συνέχισε τη φιλοσοφική του μαθητεία κοντά στον Θεόφιλο Κορυδαλλέακι' επιστρέφοντας στη Ρούμελη , δίδαξε ένα σύστημα στη σχολή του Καρπενησιού , αλλά όπως σημειώνει ο Σάθας " μετά πολυετή γόνιμον διδασκαλίαν ο ιερομόναχος Ευγένιος , μη αρεσκόμενος εις την κοσμικήν τύρβην , ήλθεν εις τα ερυμνά και δυσήλια των Αγράφων όρη και ενταύθα εξελέξατο το ερημητήριόν του .Οι κάτοικοι της κωμοπόλεως Βρανιανών μετά μεγάλης χαράς μαθόντες την έλευσιν αυτού θρυλουμένου επί παιδεία και αγνότητι ηθών , ωκοδόμησαν χάριν αυτού το εν τη θέσει Γούβα μοναστήριον της Αγίας Παρασκευής .Ενταύθα ο φιλέρημος μοναχός παρέμεινε μέχρι τέλους του βίου μελετών , συγγράφων , και δι' επιστολών νουθετών τους πέριξ επισκόπους , ιερείς , μοναχούς , και κοσμικούς , διδάσκων άμα και τινάς εκλεκτούς μαθητάς ".

Έτσι ο Καλλίνικος, από το μοναστήρι της Βαρνάκοβας , προετοίμασε μιά γενικότερη κι' ευεργετική προοπτική γιά τη συγκρότηση πολιτιστικών κέντρων σε περιοχές της Ρούμελης .
Μετά το θάνατο του Καλλίνικου , εμπνευστή της αναγέννησης της σχολής της Βαρνάκοβα, η πορεία φθίνει .Είχε συντελέσει όμως ξεχωριστά και στη διαμόρφωση προσωπικοτήτων που συνέχισαν το έργο του και διατ'ήρησε μιά λάμψη πολιτιστικής έξαρσης στην περιοχή που θετικά και ουσιαστικά θα είναι τ' αποτελέσματά της γιά ολόκληρη τη Δωρίδα .
 "Κατά ταύτα -συμπεραίνει ο Π.Καλονάρος - η Βαρνάκοβα υπήρξε κέντρο λαμπράς πνευματικής ακτινοβολίας ανά την Δωρίδα και την Ναυπακτίαν και γενικώτερον την Στερεάν Ελλάδα και τον 16ον και 17ον αιώνα , διότι διά των μοναχών και διδασκάλων αυτής εδημιουργήθη σπουδαίον φυτώριον μαθητών , οίτινες με την σειράν των διέπρεψαν και εκείνοι εις τα γράμματα , τας επιστήμας και τον κλήρον , ικανοί δε εξ αυτών εγένοντο διδάσκαλοι και ίδρυσαν σχολεία ανά την Στερεάν Ελλάδα , η έγραψαν και εδημοσιευσαν συγγράματα αξιόλογα .
Περί του σχολείου της Βαρνάκοβας , καίτοι δεν έχομεν συγκεκριμένας ειδήσεις μεταγενεστέρας , εν τούτοις είναι βέβαιον ότι τούτο ελειτούργησεν εν συνεχεία και βραδύτερον , ήτοι κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν , με διακοπήν πάντως , επελθούσαν κατά την διάρκειαν της εν Ναυπάκτω δευτέρας Βενετοκρατίας ( 1687-1699 ) ".

Αλλά με την ευκαιρία της αναδρομής στη σχολή της Βαρνάκοβας και το μαθητή του Καλλίνικου , τον Ευγένιο τον Αιτωλό , ανατρέχουμε και πάλι στη γενικότερη πνευματική στάθμη των κατοίκων της Δωρίδας στην Τουρκικρατία , που οφειλόταν στην έλλειψη σχολέιων . Στην προσπάθειά του να βρει οικονομικό συμπαραστάτη στην ίδρυση σχολείου στο Αιτβλικό , κοντά στο Μεσολόγγι , έγραφε ο Ευγένιος ο Αιτωλός στον επίσκοπο Λάροσας Διονύσιο , περί τα μέσα του 17ου αιώνα :
" Εν τοις μέρεσι της Αιτωλίας , της εμής αθλίας πατρίδος , και επί πάσι σχεδόν τοις πέριξ εκείνη κλίμασιν εξέλιπε προ πολλών ήδη χρόνων άπαν καλόν , μεθ' ο η των πεζών γραμμάτων γνώσις , η τροφή των λογικών ψυχών , η δυναμένη σοφίζειν εις σωτηρίαν τον άνθρωπον και ούτω συνέβη τους εκείσε πάντας αναλφαβήτους γενέσθαι και άγαν τριβαρβάρους , περί δε την ομολογίαν της καθ' ημάς αμωμήτου πίστεως μηδέν των αλλοφύλων πάντες διενηχόσασι , σπάνιόν τι χρήμα ο ιερεύς εκεί , ο απλώς γραμμάτων είδησιν έχων , τούτου χάριν πολλά των παιδίων άνευ της μετανοίας λουτρού απήλθον του βίου και των ιερών αμέθεκτα μυστηρίων ". 

" Τον καιρό που ο Αλής αφέντευε πασάς στα Γιάννινα - γράφει ο Πενταγιώτης - η Ακαρνανία κ' η Αιτωλία , αχώριστες και τότε , αποτελούσαν την επαρχία Κάρλελι . Τα δε Κράβαρα , αν και από τη θέση τους είναι μέρος της Αιτωλίας , τα θεωρούσαν πρωτεύουσα της Δωρίδας , κι' είναι περίεργο αυτό γιατί η ανατιλική [εδιάδα του Έπαχτου και η γειτονική της επαρχία του Λιδορικιού , χωρίζουνται από το Μόρνο ποταμό , κι' όμως τούτο το φυσικό σύνορο - που στέκεται άλλωστε και σήμερα διαχωριστική γραμμή σε δυό Νομούς - τότε δεν εμπόδιζε το καπετανάτο νάχει έδρα τα Κράβαρα , όπου λειτουργούσε το σκολειό .
Στα ορεινά μας φτωχοχώρια , σπανίζουν τα σκολειά , ο πατέρας προτιμούσε να κρατάει κοντά του το τρανότερο παιδί , αγόρι η θυγατέρα , βοήθεια στη βισκή , το άρμεγμα , το τυροβόλημα και γενικά παραχέρι σε κάθε του ασχολία της ποιμενικής ζωής .
Δυό χέρια έχω μονάχος , έλεγε , τι να πρωτοκάνω ;....Τη χαρά που δοκιμάζουν τους τωρινούς καιρούς τα παιδιά , λογαριάζοντας : του χρόνου πηγαίνω κι' εγώ σχολειό , μεθαύριο ανοίγει το σχολείο μας ! τότε δεν την γνώριζαν τα Ελληνόπουλα . Γιά τα θηλυκά , ο φόβος που σ' άλλα μέρη ανάγκαζε τα κορίτσια να κλείνονται στα σπίτια τους , ίδιες..χανούμισες ,και να μην πηγαίνουν ούτε στην εκκλησιά ,στα ορεινά της Ρούμελης , απάτητα ωες επί το πλείστο , δεν υπήρχε . Μα κι' εκεί οι γονιοί , δεν βλέπαν την ανάγκη να μάθει γράμματα το κορίτσι .
Γιά τ' αρσενικά βρίσκαν άλλη δικαιολογία :
- Δεν είναι γιά μας τα γράμματα !...Χρειάζουνται φυλλάδες , πλάκες , κοντύλια κι' ένα σωρό κουρουφέξαλα ....Εμείς καλά-καλά τ' αλεύρι δεν μπορούμς ν' απαντήσουμε !...Και τ' άφιναν αγράμματα ,αν όμως ήσαν ξυπνά κι' έδειχναν κάποια κλίση γιά μάθηση , έπρεπε να πηγαίνουν στο κοντινό μοναστήρι , γιατί οι παπάδες των χωριών , μπορεί να κράτησαν την θρησκεία του ταλαιπωρημένου Ελληνισμού , αλλά γιά να διδάξουν δεν ήσαν σε θέση οι περισσότεροι . Ό,τι γνώριζαν το γνώριζαν απ' την πράξη κι' όχι γιατί ήσαν σπουδασμένοι .
Το παιδί λοιπόν , έπρεπε κάθε μέρα να βαδίζει μιά-δυό ώρες μέσα στη βαθειά νύχτα , να προφτάσει να βρίσκεται με τα χαράματα εκεί όπου το καρτερούσε ο δασκαλόπαπας .
Προχωρόντας στην ερημιά , ολοένα έκανε το σταυρό του , σιγοψέλνοντας το < Θεοτόκε Παρθένε >και το < Κύριε των Δυνάμεων > γιά να διώξει τα δαιμόνια , και σαν ξεθαρρευόταν από την ίδια του τη φωνή , αρχήνιζε να σιγοτραγούδά το γνωστό...φεγγαράκι μου λαμπρό....μα έχει απομείνει από τότε κι' ένα άλλο παιδικό τραγιυδάκι :

Ήλιε μου , παραήλιε μου , χρυσό μου παληκάρι
έβγαλε τα μαύρα σου και βάλε τα χρυσά σου .
Οβρηόπουλα , Τουρκόπουλα στην πίσα κολλημένα
κι ' εμείς τα Χριστιανόπουλα , στον ήλιο πυρωμένα .
που σίγουρα κάποιο πολιτικό υπαινιγμό έκρυβε .
Στα σκολειά αυτά μαθαίνουν "κολυβογράμματα", να παπαγαλίζουν δηλαδή το οχταήχι και να συλλαβίζουν το Ψαλτήρι και τον Απόστολο, γι' αυτό τότε τα Ελληνόπουλα ξέραν τους Ψαλμούς και τη λειτουργία απέξω .
Οι δάσκαλοι τις περισσότερες φορές ήσαν καλόγεροι , και τι καλόγεροι ! Άνθρωποι ακοινώνητοι , ακαλλιέργητοι κι' όλότεκα ακατάλληλοι να μορφώσουν παιδιά , τι να σου κάνουν ; στην προσπάθειά τους να μεταδώσουν γράμματα , που καλά-καλά κι' αυτοί δεν κάτεχαν παίδευαν τα παιδιά με κάθε λογής τομωρία , η πιό ελαφρυά ήταν να τα χτυπούν με βούρδουλα η με βέργες στις παλάμες , μα , παρασυρόμενοι από την ίδια την οργή τους , αρχήνιζαν ξυλιές , κλωτσιές , μπουνιές και βαρούσαν αλύπητα όπου λάχαινε . Έπειτα είχαν κι' άλλους τρόπους να τιμωρούνε , τους κρέμαγαν σα λαιμαριά απ' το λαιμό , ένα ταγάρι γεμάτο λιθάρια , ίσα με πέντε οκάδες βάρος , πούπρεπε να το κρατούν τα καψόμοιρα , ώσότου αποφασίσουν να τα ξεφορτώσουν η τάβαζαν να στέκουν στο ένα ποδάρι , σαν λελέκια , και τα ξεχνούσαν εκεί , με αποτέλεσμα να σωριαστούν απ' την κούραση ...
Τέτοια ήταν η κατάσταση στη Ρούμελη τα προεπαναστατικά χρόνια και φυσικά κανένας απ' τους Τούρκους πασάδες δεν σκοτίστηκε να την καλλιτερέψει ".


Οι διαπιστώσεις του Κ . Πενταγιώτη μπορεί να μην απέχουν πολύ απ' την πραγματικότητα , ιδαίτερα τα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς . Κατοπινά και κυρίως στους δύο τελευταίους αιώνες της δουλείας, αναπτύχθηκε κάποια , ελάχιστη βέβαια , ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου , μέρους των κατοίκων της Δωρίδας , χάρη στη φροντίδα των προυχόντων να στέλνουν τα παιδιά τους σε κοντινές προς την Δωρίδα Σχολές , αλλά και των καλογέρων που εκτελούσαν και χρέη δασκάλου . Την περίοδο αυτή ο τρόπος και η διαδικασία της μόρφωσης σ' οποιαδήποτε βαθμίδα , ακόμα και την κατώτερη , δεν συνδεόταν με τις τιμωρίες που περιγράφει ο Κ.Πενταγιώτης , ίσως όμως με νηστείες , κι' άλλες , λιγότερο σκληρές .

Παράδειγμα η σχολή της Βαρνάκοβας που ανύψωσε το γόητρο της Παιδείας στην περιοχή. Κάτω από αυτές τις οδυνηρές συνθήκες δεν ήταν δυνατό να δημιουργηθούν οι προυποθέσεις γιά την ανάδειξη στη Δωρίδα δασκάλων του Γένους . Ίσως απ' την περιοχή να καταγόταν ο Ιάκωβος Διασωρίνος που έζησε στις Βρυξέλλες και γιά λογαριασμό του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου Β' αντέγραψε διάφορους κώδικες Ελληνικών χειρογράφων . Η δραστηριότητά του παρουσιάζεται το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα κι' ίσως να μην είναι άσχετη η φυσιογνωμία και δράση του με τη σχολή της Βαρνάκοβας . Ο Σάθας αναρωτιέται γιά ποιό λόγο < ετιτλοφορείτο Κύριος της Δωρίδος > και τον χαρακτηρίζει < ουχί εκ των ευκαταφρονήτων λιγίων του Ελληνικού έθνους , προς τούτοις (ην) ποιητής ευφάνταστος και πατριώτης ένθερμος > και δεν γνωρίζει που ακριβώς γεννήθηκε .

Ωστόσο από το σπόρο της παιδείας στα χρόνια της σκλαβιάς αναφύεται δέντρο γερό , πρωτόγνωρο και πολύκλαδο, η γενιά του Τριανταφύλλου, που μας έδωσε την πολυσύνθετη φυσιογνωμία του πατριώτη και λογοτέχνη Γιάννη Μακρυγιάννη (Τριανταφύλλου ήταν το επώνυμο του που μετατράπηκε σε Μακρυγιάννη - πηγή το παράστημά του -μόλις μπήκε στον αγώνα) και ο λόγιος Κωνσταντίνος Τριανταφύλλου ( 1832-1913 ) με σημαντική φιλολογική δραστηριότητα στη Βενετία, που οι ρίζες του, φαίνεται, να ξεκινούν από τη Δωρίδα.
Και γιά τους δύο δεν μπορεί να γίνει λόγος εδώ, μιά που το έργο τους τοποθετείται στην μετεπαναστατική περίοδο .

Στις σχολές της Δωρίδας που δεν έφτασαν στο μεγαλείο με εκείνο της Βαρνάκοβας, ο Τρύφων Ευαγγελίδης συμπεριλαμβάνει τη σχολή του Λιδορικίου που ιδρύθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και της οποίας ο πρώτος της δάσκαλος Πέτρος Βαφίδης, δολοφονήθηκε, στα 1809, από τους Τούρκους, και του μοναστηριού του Προδρόμου στην Αρτοτίνα που περίπου ήταν συγκροτημένη όπως οι περισσότερες σχολές, αλλά με περιορισμένη ακτινοβολία .-




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.