Κίτσος Τζαβέλας |
Στίς αρχές Σεπτεμβρίου 1828, συγκεντρώθηκαν στόν Μύτικα ελληνικά πολεμικά γιά νά ξεκινήσουν τήν επιχείρηση κατάληψης τού Αμβρακικού κόλπου καί τήν αποκοπή τής επικοινωνίας τών Τούρκων τής Πρέβεζας μέ τόν Κραβασαρά (Αμφιλοχία). Ο αρχηγός τού στόλου Πασάνο κανονιοβόλησε από τήν "Καρτερία" τά παράκτια πυροβολεία γιά νά καλύψει τήν είσοδο στόν κόλπο μικρότερων πλοιαρίων, τά οποία κατάφεραν τελικά νά μπούν στόν Αμβρακικό καί νά κυριεύσουν όσα εχθρικά πλοία βρήκαν αγκυροβολημένα. Οι επιτιθέμενοι είχαν αρκετές απώλειες στήν παράτολμη αυτή επιχείρηση καί ανάμεσα στούς νεκρούς ήταν ο πλοίαρχος Ανδρέας Κωφός, ενώ τραυματίστηκε σοβαρά ο Ανδρέας Τενεκές. Οι Έλληνες μέ τήν νίκη τους αυτή ισχυροποίησαν τήν διαπραγματευτική τους θέση σέ σχέση μέ τά βόρεια σύνορά τους καί έμενε τελικά νά διώξουν τούς Τούρκους από τίς τρείς μεγάλες πόλεις τού Μεσολογγίου, τής Ναυπάκτου καί τών Πατρών γιά νά θεωρηθεί η επανάσταση ότι έβαινε στό τέλος της.
Τήν ίδια περίοδο ο Κίτσος Τζαβέλας μέ τόν αδελφό του Νικόλαο επιβιβάστηκαν στό Λουτράκι σέ πλοιάρια καί κατευθύνθηκαν στή Σεργούλα Φωκίδος απέναντι από τό νησάκι Τριζόνια. Στόχος τής αποστολής ήταν νά απομονώσουν τό φρούριο τής Ναυπάκτου καί νά τού αποκόψουν τήν τροφοδοσία. Ο Σουλιώτης στρατηγός κατέλαβε τό Βελούχοβο (Κάλλιο) καί τή Γρανίτσα (Διακόπιο) καί έστειλε προκηρύξεις στούς προσκυνημένους κατοίκους νά ξεσηκωθούν γιά νά διώξουν τούς Τούρκους. Αμέσως παρουσιάστηκε ο Βασίλειος Μαστραπάς μέ 100 άνδρες καί ο Κομνάς Τράκας μέ άλλους τόσους καί όλοι μαζί κινήθηκαν καί κατέλαβαν τήν Αρτοτίνα. Οι Τούρκοι τής Ναυπάκτου ανησύχησαν καί μέ επικεφαλής τόν Αχμέτ Πρεβίστα οχύρωσαν τό ορεινό χωριό Λομποτινά (Άνω Χώρα Ναυπακτίας), αφού φυλάκισαν όλους τούς δημογέροντες τής περιοχής.
Ο Κίτσος Τζαβέλας μέ τούς Χρίστο Φωτομάρα, Πανομάρα καί τόν Κραβαριώτη Γιάννη Φαρμάκη κατέλαβαν τό μοναστήρι τού Αγίου Δημητρίου καί ξεκίνησαν τήν πολιορκία τών Τουρκαλβανών πού είχαν οχυρωθεί στή Λομποτινά. Η πολιορκία συνεχίστηκε καθόλη τή διάρκεια τού Σεπτεμβρίου καί οι Έλληνες σημείωσαν καί άλλες νίκες στά χωριά Μυρμηγκάρι, Καστέλι καί Γραμμένη Οξυά. Οι Τούρκοι όμως συνέχιζαν νά στέλνουν ενισχύσεις από τά Σάλωνα καί τήν Υπάτη γιά νά βοηθήσουν τούς αποκλεισμένους ομοθρήσκους τους στή Λομποτινά.
Ο Τζαβέλας ζήτησε καί έλαβε από τόν Καποδίστρια νέες ενισχύσεις γιά νά σταθεροποιήσει τή θέση του στήν ορεινή Ναυπακτία ή Κράβαρα όπως λεγόταν τότε η περιοχή. Η πολιορκία έγινε πιό ασφυκτική καί οι Τούρκοι αποφάσισαν νά αντεπιτεθούν στήν Τέρνοβα (Δενδροχώρι), όπου είχε οχυρωθεί ο Ιωάννης Στράτος μέ τόν Ιωάννη Μπαϊρακτάρη καί τούς άνδρες τους. Η μάχη εξελίχθηκε σέ σύγκρουση σώμα μέ σώμα μέ τή χρήση σπαθιών καί από τίς δύο πλευρές. Όταν οι Τούρκοι άκουσαν τουφεκιές στίς πλαγιές τών βουνών, κατάλαβαν ότι έρχονται τά σώματα τού Γιαννάκη Τζαβέλα καί τού Γιαννούση Πανομάρα καί τράπηκαν σέ άτακτη φυγή χαρίζοντας στούς Έλληνες μία ακόμα μεγάλη νίκη. Οι Τούρκοι είχαν απώλειες 120 νεκρούς καί οι Έλληνες μόνο 8 τραυματίες.
Η μάχη τής Τέρνοβας έκρινε καί τήν τύχη τής Λομποτινάς. Οι κλεισμένοι Τούρκοι, απογοητευμένοι από τήν αδυναμία τού Κιουταχή νά τούς στείλει ενισχύσεις, αποφάσισαν έξοδο. Στίς 22 Οκτωβρίου 1828 μέσα σέ πυκνή ομίχλη καί δυνατή βροχή εγκατέλειψαν τό χωριό καί κατευθύνθηκαν στό μοναστήρι τής Βαρνάκοβας. Η κίνησή τους όμως έγινε αντιληπτή από τά ελληνικά στρατόπεδα καί οι Έλληνες χρησιμοποιώντας μόνο τά σπαθιά τους, αφού τά τουφέκια από τήν υγρασία ήταν άχρηστα, τούς κατέσφαξαν αφήνοντας στόν τόπο 800 νεκρούς καί συλλαμβάνοντας 150 αιχμαλώτους. Οι απώλειες τών Ελλήνων ήταν μόλις ένας νεκρός. Έπειτα από τή μεγάλη νίκη στή Λομποτινά οι επαρχίες Λιδωρικίου, Μαλανδρίνου, Κραβάρων καί Σαλώνων ξεκαθάρισαν τελείως από τήν τουρκική παρουσία. Η ελευθερία χαμογελούσε στήν πολυβασανισμένη Ρούμελη καί ήταν ο γιός τού Φώτου Τζαβέλα καί εγγονός τού Λάμπρου Τζαβέλα αυτός πού θά τήν καθάριζε από τίς τελευταίες ισλαμικές ορδές πού είχαν εγκατασταθεί στά χώματά της από τόν 15ο αιώνα.
Πηγή: Ελληνική Επανάστασις 1821 - Στρατιωτικές επιχειρήσεις 1828
Για τα ίδια γεγονότα ο Σαράντος Καργάκος στο βιβίο του Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες αναφέρει:
«Ο Κίτσος Τζαβέλας, πιάνοντας τά χωριά Βελούχοβο, Γρανίτσα καί Αρτοτίνα, μπόρεσε καί απόκλεισε 800 Αλβανούς στό χωριό Λαμποτίνα. Αρματολοί πού είχαν προσκυνήσει, όπως ο Βασίλης Μαστραπάς [με καταγωγή από το Διακόπι], ο Κομνάς Τράκας καί ο Γιάννης Φαρμάκης [με καταγωγή από Κερασιά], πήραν τά όπλα καί μπήκαν ξανά στόν Αγώνα, στό πλευρό τού Κίτσου Τζαβέλα, πού η δύναμή του είχε φθάσει στούς 1800 άνδρες. Κάλεσε τότε τούς Αλβανούς νά παραδοθούν. Η γραφή πού τούς έστειλε ήταν στήν ελληνική καί γι' αυτό ο αρχηγός τών Αλβανών, ο ντερβέναγας τών Κραβάρων Αχμέτ Νεπρεβίστανης τού έστειλε τήν ακόλουθη αποκριτική επιστολή:
«Ο Κίτσος Τζαβέλας, πιάνοντας τά χωριά Βελούχοβο, Γρανίτσα καί Αρτοτίνα, μπόρεσε καί απόκλεισε 800 Αλβανούς στό χωριό Λαμποτίνα. Αρματολοί πού είχαν προσκυνήσει, όπως ο Βασίλης Μαστραπάς [με καταγωγή από το Διακόπι], ο Κομνάς Τράκας καί ο Γιάννης Φαρμάκης [με καταγωγή από Κερασιά], πήραν τά όπλα καί μπήκαν ξανά στόν Αγώνα, στό πλευρό τού Κίτσου Τζαβέλα, πού η δύναμή του είχε φθάσει στούς 1800 άνδρες. Κάλεσε τότε τούς Αλβανούς νά παραδοθούν. Η γραφή πού τούς έστειλε ήταν στήν ελληνική καί γι' αυτό ο αρχηγός τών Αλβανών, ο ντερβέναγας τών Κραβάρων Αχμέτ Νεπρεβίστανης τού έστειλε τήν ακόλουθη αποκριτική επιστολή:
"Αγαπητέ μου Κίτσο Τζαβέλα. Τό γράμμα σου έλαβα, τά γραφόμενά σου καλώς
εκατάλαβα. Τζαβέλα ήξευρε ότι από τόν καιρόν όπου έβαλα τό ντουφέκι εις
τόν ώμον στοχάζομαι τόν εαυτό μου τώ όντι διά βασιλέα καί τά ιδικά σου
τά ελληνοκορφομπλίσματα νά τά ειπής εκεί οπού περνάνε, ειδέ εις εμένα
μένουν άκαιρα, ορφανέ! Ότι άν θέλης νά δείξης τό ελληνικό σου έρχεσαι
εδώ καί τότε θέλεις καταλάβει, δυστυχισμένε, εκείνους όπου τρώγουν τά
ψημένα κάστανα. Ορέ Κίτσο Τζαβέλα, τό νά μού λέγης ότι η Υψηλή σου Πόρτα
τής Ρωσίας πολεμά τά κάστρα τής Πόλεως καί τόν βασιλέα μας τόν έχουν
κλεισμένο εις Ουτζκαλεσή, τό γνωρίζεις, καϊμένε, ότι μ' αυτά σάς γελούν
οι Φράγκοι, καί σάς στέλνουν εδώ, διά νά σάς σκοτώνωμεν σάν τά σκυλιά,
καί έχομεν ελπίδα εις τόν Θεόν, όπου ο πολυχρονεμένος βασιλέας μας τήν
Υψηλήν Πόρταν τής Ρωσίας θέλει τή χαμηλώσει.
Λέγεις ότι ο τόπος είναι ελληνικός. Ήξευρε ότι εγώ όπου έχυσα τόσον
αίμα ως καθώς λέγεις, άλλον τόσον θέλεις χύσει καί εσύ, καί τότε θά φάς
Κράβαρα καί Λοιδορίκι. Πλήν μή στέλνεις καί μαζώνεις καρβουναραίους, ότι
αυτοί διά κάρβουνα ηξεύρουν καί όχι διά ντουφέκι, πολλά λόγια δέν σού
λέω. Σύρε εκεί όπου ήλθες, ορφανέ! Ότι σάς λυπούμαι όπου εμείνατε τρείς
Σουλιώτες καί θά χαθήτε όλοι. Καί διά τόπον ελληνικόν όπου τόν λέγεις
εδώ, τόπος είμαι εγώ καί νησαλά (άν θέλει ο Αλλάχ), θέλεις μέ γνωρίσεις
ογλίγωρα. Μωρέ, Κίτζο, εγώ σέ ηξεύρω Αρβανίτην ωσάν εμένα, εσύ πού στό
διάβολον τά έμαθες αυτά τά ελληνικά καί εγώ δέν τά ηξεύρω;"
Δέν πέρασε όμως ένας μήνας καί ο Κίτσος Τζαβέλας έδειξε τό "ελληνικό"
του στόν επηρμένο Αλβανό, πού κατάλαβε ποιός τελικά τρώει τά "ψημένα
κάστανα"! Στίς 22 Οκτωβρίου 1827, οι πολιορκημένοι Αλβανοί έκαναν
προσπάθεια νά σπάσουν τόν ελληνικό κλοιό. Απέτυχαν παταγωδώς. Από τούς
800, μόνο 150 σώθηκαν στό φρούριο τής Ναυπάκτου. Οι άλλοι σκοτώθηκαν καί
μόνο 80 αιχμαλωτίστηκαν. Ανάμεσά τους καί ο Αχμέτ Νεπρεβίστανης. Ο
Κίτσος διέταξε νά τούς σφραγίσουν μέ πυρωμένο σίδερο πού είχε τήν
παράσταση τού αναγεννώμενου Φοίνικα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.