Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Ο Λουκάς Α. Κονανδρέας, πολύπλευρη προσωπικότητα με επιτυχίες παντού από τή Δωρίδα


ΣΤΑΜΦΟΡΝΤ, ΚΟΝΕΚΤΙΚΑΤ. Ο Δρ. Λουκάς Κονανδρέας είναι γνωστός στο Στάμφορντ και σε γύρω περιοχές του Κονέκτικατ, διότι ήταν ο πρώτος που ίδρυσε ιδιόκτητο Κέντρο Επειγόντων Περιστατικών στο Στάμφορντ, που προσέφερε και συνεχίζει να προσφέρει τη δυνατότητα σε χιλιάδες ασθενείς να έχουν καλύτερη υγεία και να απολαμβάνουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες.
Είναι επίσης γνωστός λόγω της ενασχόλησής του με τα κοινά και την κοινότητα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Στάμφορντ Κονέκτικατ, καθώς επίσης και λόγω των επιτυχιών του στο γκολφ που του είχε εξασφαλίσει πολλές πρωτιές συμπεριλαμβανομένου και του τίτλου του πρωταθλητή στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα.
Είναι επίσης ο μοναδικός ομογενής του Κονέκτικατ, από ό,τι είναι γνωστό, που το ελληνικό όνομά του θα μνημονεύεται στον αιώνα τον άπαντα, καθώς μια από τις νεότερες οδούς στα βόρεια προάστια του Στάμφορντ φέρει το όνομά του «Konandreas Drive».
Προ δύο ετών ξεδίπλωσε ένα κρυφό του ταλέντο και προσέφερε το δικό του πετραδάκι στην αγγλική και ελληνική λογοτεχνία. Πρόκειται για το βιβλίο «Παναγιώτα: Καλύτερα σκοτωμένη παρά, χωρισμένη – Αληθινή ιστορία φόνου», το οποίο εκδόθηκε στην Ελλάδα από τον εκδοτικό οργανισμό CaptainBook.gr και κυκλοφόρησε το περασμένο φθινόπωρο.
Το βιβλίο αυτό στην Ελληνική αποτελεί μετάφραση του πρωτότυπου «Better Dead Than Divorced: The Trial of Panayota – A True Story» που εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος «Hard Work Publications» και κυκλοφόρησε στις 27 Σεπτεμβρίου 2014.
Η αγγλική έκδοση διατίθεται από την www.amazon.com και το 2015 απέσπασε το χάλκινο μετάλλιο του οργανισμού «Nonfiction Authors Association», ενώ η ελληνική έκδοση διατίθεται από το Βιβλιοπωλείο του «Εθνικού Κήρυκα».
Ο «Εθνικός Κήρυκας» λαμβάνοντας υπόψη του την πολυσχιδή δράση και προσφορά του Δρ. Λουκά Κονανδρέα αποφάσισε να τον τιμήσει αναδεικνύοντάς τον Πρόσωπο του τρέχοντος τεύχους του «Περιοδικού».


O Δρ Λουκάς Κονανδρέας με την σύζυγό του Τζόρτζια (Γεωργία) και τα παιδιά τους Τζόναθαν και Παναγιώτη.

Η συνέντευξη
Η πρώτη επικοινωνία με τον ιατρό – συγγραφέα Λουκά Κονανδρέα έγινε λίγες ημέρες μετά την κυκλοφορία στην ελληνική γλώσσα του βιβλίου του «Παναγιώτα: Καλύτερα σκοτωμένη παρά, χωρισμένη – Αληθινή ιστορία φόνου». Ο συγγραφέας έστειλε σαν δώρο ένα βιβλίο του στα κεντρικά γραφεία του «Εθνικού Κήρυκα» και παράλληλα ζήτησε να το αξιολογήσουμε μέσα από μια κριτική.
Με το διάβασμα του βιβλίου, μάθαμε αρκετά για τις «ρίζες» του γιατρού και συγγραφέα κ. Κονανδρέα. Αυτό, αλλά και η προσφορά του Δρα Κονανδρέα στην Ιατρική και στην Ομογένεια του Στάμφορντ μας ώθησαν να κάνουμε τη συνέντευξη στο σπίτι του επί της Οδού Κονανδρέα (Konandreas Drive), αφ’ ενός μεν για να έχουμε την άνεση του χώρου και του χρόνου, αφ’ ετέρου δε να γνωρίσουμε την σύζυγό του Τζόρτζια (Γεωργία) και τα παιδιά τους Τζόναθαν και Παναγιώτη που συνέβαλαν στην καταγραφή της ιστορίας και οι οποίοι, όπως αναφέρει και στον πρόλογο του βιβλίου, επέμειναν «να μην ξεφύγει ούτε πόντο από την πραγματικότητα».
Ο Λουκάς Κονανδρέας και η Τζόρτζια μας υποδέχτηκαν τηρώντας με ευλάβεια τις παραδόσεις των ιδιαίτερών τους πατρίδων, του Κουπακίου και της Βορδόνιας, αντίστοιχα.
Το Κουπάκιο Δωρίδος είναι ένα ορεινό χωριό του Νομού Φωκίδος στο οποίο τον Σεπτέμβριο 1953 διεπράχθη η δολοφονία της Παναγιώτας και την οποία ο Δρ. Κονανδρέας έκανε βιβλίο, ενώ η Βορδόνια ανήκει στο Δήμο της Σπάρτης του Νομού Λακωνίας.

O συγγραφέας Λουκάς Κονανδρέας με την σύζυγό του Τζόρτζια, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφασή του για τη συγγραφή του βιβλίου.




Η συνέντευξη μάς έδωσε τη δυνατότητα να αντιληφθούμε καλύτερα τον ρόλο της Τζόρτζια στην επαγγελματική σταδιοδρομία του Δρ. Λουκά Κονανδρέα, στη δημιουργία μιας αξιοζήλευτης οικογένειας και στη συγγραφή του βιβλίου.
Ο Δρ. Κονανδρέας τόσο κατά τη διάρκεια της συνέντευξης όσο και στον πρόλογο του βιβλίου του, εξήγησε το λόγο για τον οποίο μισό αιώνα μετά το ειδεχθές έγκλημα αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτό και να ερευνήσει σε βάθος τη δικογραφία, τα δημοσιεύματα του αθηναϊκού και περιφερειακού Τύπου.
Αν και τόσο ο ίδιος όσο και τα αδέλφια του έζησαν από κοντά την τραγωδία, τις δίκες και τον αγώνα του πατέρα τους Αθανασίου Κονανδρέα, να τιμωρηθούν τόσο αυτός που τράβηξε τη σκανδάλη, όσο και ο ηθικός αυτουργός –ο Γεώργιος Νίτσος- και δεν χρειάζονταν άλλες μαρτυρίες, εν τούτοις ο συγγραφέας αφιέρωσε μια ολόκληρη δεκαετία (από το 2003 μέχρι το 2013) στην έρευνα της υπόθεσης και στην καταγραφή των καταθέσεων των μαρτύρων αυτού του στυγερού εγκλήματος και όσων παρακολούθησαν από κοντά την πρώτη δίκη που έγινε στην Αθήνα και κατέληξε να χαρακτηριστεί «πεπλανημένη» και τη δεύτερη δίκη που έγινε στη Χαλκίδα.

Η πρωταγωνίστρια




Η Παναγιώτα γεννήθηκε στο Κουπάκι και σε νηπιακή ηλικία έμεινε ορφανή. Ο πατέρας της είχε έρθει για πρώτη φορά στην Αμερική περί το 1910, αλλά επέστρεφε στην Ελλάδα, οπότε και γεννήθηκε η Παναγιώτα. Ξαναέφυγε μετά για την Αμερική αλλά μετά από μια εγχείρηση στο Σικάγο για στομαχικά προβλήματα πέθανε. Ετσι η Παναγιώτα υποχρεώθηκε να δουλεύει σε μια εύπορη οικογένεια στο χωριό της. Το 1935 γύρισε στο Κουπάκι από την Πάτρα όπου ζούσε ο Γιώργος Νίτσος, 18 χρόνων, του οποίου επίσης ο πατέρας έφυγε για την Αμερική.
Όπως μας τα διηγήθηκε ο Δρ. Κονανδρέας, «η Παναγιώτα και ο Γιώργος, που είχαν περίπου την ίδια ηλικία, τα έφτιαξαν, η σχέση τους μαθεύτηκε και αυτό οδήγησε σε γιατρό για τεστ παρθενίας. Ο γιατρός αποφάνθηκε ότι δεν ήταν παρθένα και ο πατέρας μου, σαν εκπρόσωπος της οικογένειας, βρήκε τον Νίτσο και τον ‘πίεσε’. Του είπε να τιμήσει τον λόγο που είχε δώσει στην Παναγιώτα, ότι θα την παντρευόταν και έτσι εκείνη συμφώνησε να κάνει σεξ μαζί του. Παντρεύτηκαν το ‘40 λίγο πριν τον πόλεμο. Το 1940-41 λόγω του πολέμου γύρισαν κάποιοι φοιτητές από το χωριό που ζούσαν στην Αθήνα και έφεραν έναν χοροδιδάσκαλο για να διδάξει στους χωρικούς ευρωπαϊκούς χορούς. Ο άντρας της Παναγιώτας ερωτεύτηκε μια από τις νεοφερμένες και άρχισε να αναζητεί ανθρώπους να σκοτώσουν τη γυναίκα του. Ο πατέρας μου που έμαθε για τις προθέσεις του αυτές προειδοποίησε την Παναγιώτα , ότι ο άνδρας της θα την σκοτώσει, να φύγει, αλλά αυτή δεν τον άκουσε.
Μετά τον Εμφύλιο και γύρω στο 1950, ο πατέρας μου με την προτροπή της Παναγιώτας φτιάχνει το μαγαζί του στο χωριό και συνεταιρίζεται με τον άνδρα της, Γιώργο Νίτσο.
Εναν χρόνο μετά ο Γιώργος τα έφτιαξε με μια άλλη δεκαοχτάχρονη και αυτή τη φορά διάφοροι άνθρωποι πήγαν στον πατέρα μου και του είπαν ότι ο Νίτσος τους έδινε λίρες για να σκοτώσουν την Παναγιώτα. Ο Γιώργος είχε πολλά χρήματα που έρχονταν σε δολάρια, από την οικογένειά του στην Αμερική.
Ο πατέρας μου ανησύχησε. Πήγε βρήκε την Παναγιώτα και την προέτρεψε πολλές φορές να τον αφήσει και να φύγει από το χωριό για να σώσει την ζωή της.
‘Δεν θέλω να γίνω η μόνη γυναίκα χωρισμένη στο χωριό. Καλύτερα σκοτωμένη, παρά χωρισμένη’, του απαντούσε η Παναγιώτα.

Ενδοοικογενειακή βία
Σε όλα τα 14 χρόνια του γάμου τους ο Γιώργος κακομεταχειριζόταν την Παναγιώτα. Ηταν βίαιος, την χτυπούσε και την έκανε να υποφέρει ψυχολογικά. Εκείνη με τον τρόπο της φρόντιζε να κρύβει τα πάντα και κανείς δεν ήξερε ακριβώς σε τι βαθμό υπέφερε η νέα γυναίκα.
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1953 στο χωριό είχε μια χοροεσπερίδα. Ο Γιώργος Νίτσος με την Παναγιώτα δεν πήγαν στη χοροεσπερίδα, αλλά για δείπνο στον γαμπρό του. Καθώς επέστρεφαν στο σπίτι ο Νίτσος έβαλε τον κουμπάρο του και την τουφέκισε μέσα στη ρεματιά. Ξεσηκώθηκε το χωριό. Ο Νίτσος προσπάθησε να ενοχοποιήσει έναν άλλο άνδρα στο χωριό με τον οποίο καλλιεργούσε για χρόνια τεχνητή έχθρα και να πει ότι εκείνος ήθελε να σκοτώσει τον ίδιο και ότι κατά λάθος σκότωσε την γυναίκα του.
Ο πατέρας μου ήξερε τι είχε γίνει και ποιος το έκανε και ήθελε να πάρει το όπλο του να σκοτώσει εκείνο το βράδυ τον Νίτσο, αλλά τον συγκράτησαν οι συγχωριανοί.
Πέθανε η Παναγιώτα σε περίπου 15 λεπτά. Τους συνέλαβαν αλλά ο Νίτσος είχε πολλά χρήματα και πολλές κοινωνικές και πολιτικές διασυνδέσεις.
Το χωριό διαιρέθηκε και οι υποστηρικτές των δυο δραστών άρχισαν να απειλούν τον πατέρα μου, ο οποίος για προστασία κυκλοφορούσε με πιστόλι.
Ο αδελφός της Παναγιώτας που ζούσε στην Αυστραλία προέτρεψε τον πατέρα μου να κυνηγήσει τους εγκληματίες και υποσχέθηκε ότι τα δικαστικά έξοδα θα ήταν δικά του, αλλά μετά από μια αρχική συνδρομή είπε, πως δεν του επέτρεπαν τα οικονομικά του να συνεχίσει τη χρηματική βοήθεια.




Η πρώτη δίκη
Οταν άρχισε το πρώτο δικαστήριο στην Αθήνα, που κράτησε ένα μήνα, ήταν ολοφάνερο ότι οι ένορκοι ήταν ‘πιασμένοι’ από την υπεράσπιση. Συμπεριφέρονταν και έκαναν ερωτήσεις σαν να ήταν συνήγοροι υπεράσπισης. Ευτυχώς που στο τέλος μετά από επτά ώρες συνεδρίασης των ενόρκων, διαφώνησε ο ένας από τους δέκα και έτσι έδωσε τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να χαρακτηρίσει την υπόθεση πεπλανημένη και να τη στείλει να ξαναδικαστεί.
Οι δικαστικοί που ήξεραν τι είχε συμβεί θεώρησαν τη διαγωγή και ψηφοφορία των ενόρκων μεγάλο σκάνδαλο και πλήγμα. Ο πατέρας μου το κατάλαβε αυτό και πήγε στον Εισαγγελέα Εφετών στην Αθήνα ο οποίος τον βοήθησε με τα έξοδα για την κλήτευση μαρτύρων και με τον ορισμό του δικαστηρίου της Χαλκίδας για την επόμενη δίκη. Το δικαστήριο της Χαλκίδας είχε τότε τη φήμη ότι δεν επηρεαζόταν.
Μετά από μήνες έγινε το δεύτερο δικαστήριο στη Χαλκίδα που κράτησε πάνω από ένα μήνα και καταδικάστηκαν.
Ο πατέρας μου ξόδεψε όλες τις οικονομίες της οικογένειάς μας σε αυτόν τον δικαστικό αγώνα και αν τα αδέλφια μου και εγώ δεν ήμασταν τυχεροί, να γίνει στο τέλος της δεκαετίας του ’60 η δωρεάν παιδεία, θα ήταν αδύνατο να κάνουμε πανεπιστημιακές σπουδές».
Ερωτηθείς τι τον ώθησε μετά από μισό αιώνα να ασχοληθεί με τον φόνο, τόνισε: «Κάθε φορά που συναντούσαμε ανθρώπους που είχαν ακούσει για την υπόθεση ρωτούσαν διαρκώς και με πολύ ενδιαφέρον ‘και μετά τι έγινε, πώς έγινε ….’. Υπήρχε πολύ ενδιαφέρον. Ηθελαν να μάθουν. Και η Τζόρτζια με προέτρεψε να γράψω βιβλίο.
Ξεκίνησα την σε βάθος έρευνα το 2003. Ημουν τυχερός γιατί βρήκα τα πρακτικά της δίκης τα οποία κρατούσε η Αστυνομία για εκπαίδευση. Είχα τις εφημερίδες της εποχής που κατέγραψαν τη δίκη. Μίλησα σε 160 ανθρώπους και μετά από μερικούς μήνες είχα γράψει κάπου 750 σελίδες», πρόσθεσε.
«Η δουλειά του βιβλίου ήταν μιάμιση ιατρική σχολή. Η τέχνη του γραψίματος μαθαίνεται. Κάθε μέρα που γράφεις μαθαίνεις. Μου έκανε εντύπωση πόσο μεγάλη ευελιξία σου δίνει η γλώσσα και ο λόγος. Υπάρχει ο τρόπος να δώσεις στα πράγματα σχεδόν ό,τι απόχρωση θέλεις», υπογράμμισε ο Δρ. Κονανδρέας.
Αν και το αρχειακό υλικό και οι συνεντεύξεις ήταν στην ελληνική γλώσσα, εν τούτοις ο Δρ. Κονανδρέας αποφάσισε να γράψει το βιβλίο πρώτα στην αγγλική γλώσσα και σε αυτό τον βοήθησε ο Γουίλιαμ Γκρίνλιφ.
«Οταν άρχισα να γράφω στα Ελληνικά το βιβλίο, διαπίστωσα στην πορεία πόσο πιο δυνατή είναι η ελληνική γλώσσα. Η αγγλική γλώσσα έχει πεντακόσιες χιλιάδες λέξεις και η Ελληνική έχει πέντε εκατομμύρια. Για τη μετάφραση στα Ελληνικά με βοήθησαν οι Παναγιώτης Κωνσταντέας και Σταυράκης Λαζαρίδης», είπε.

Oι τρεις γενιές της οικογένειας Κονανδρέα σε μια φωτογραφία από το προσκυνηματικό ταξίδι τους στην ιδιαίτερη πατρίδα. Μεταξύ αυτών υπάρχουν τέσσερις γιατροί, δύο οδοντίατροι, δύο δικηγόροι, τρεις με διδακτορικά πτυχία και συνάμα καθηγητές, ένας μηχανικός-εφευρέτης, δύο με μεταπτυχιακές σπουδές στην Διοίκηση Επιχειρήσεων και ένας βιβλιοθηκάριος.
Επιστροφή στο παρελθόν
Ερωτηθείς πώς αισθάνεται μετά την εκπλήρωση ενός μεγάλου άθλου, τόνισε: «Η απόφαση για τη συγγραφή του βιβλίου με ώθησε να γυρίσω πάλι τη ζωή μου βήμα προς βήμα την εποχή εκείνη. Μου έδωσε τη δυνατότητα να ξαναζήσω εκείνα τα χρόνια και επιπλέον να ζήσω μέσα από την ιστορία και τη ζωή άλλων που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία. Εμαθα από αυτούς πολλά πράγματα. Ας ήταν απλοί και μάλιστα μερικοί από αυτούς αγράμματοι. Με δίδαξαν πολλά. Με έκαναν καλύτερο άνθρωπο».
Συγκρίνοντας τη ζωή εκείνης της εποχής σε ένα μικρό χωριό με τη σημερινή, ο Δρ. Κονανδρέας είπε: «Ημουν τυχερός και επίσης ευτυχής διότι γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα μου χρόνια σε ένα μικρό χωριό της Ελλάδας. Μπορεί τα υλικά αγαθά να ήταν λιγότερα. Αλλά, και το λέγω με απόλυτη ειλικρίνεια, τα αγαθά που ήρθαν μετέπειτα είναι σε πάρα πολλά σημεία τους υποδεέστερα. Τα παιδιά μου, που μεγάλωσαν εδώ, δεν είχαν ποτέ την ελευθερία και τη σιγουριά που είχα τότε εγώ. Εξάλλου, ποτέ δεν ξεχνώ ο ίδιος, ότι τόσο οι λέξεις επιτυχία και ευτυχία όσο και οι έννοιές τους μοιάζουν πολύ. Οι περισσότεροι, τις συνδέουν αδιαίρετα. Διαφωνώ. Η δεύτερη δεν είναι με καμμία περίπτωση σίγουρη, όσο μεγάλη και αν είναι η πρώτη».

Η οδός Κονανδρέα
Ερωτηθείς για το ακίνητο και την ονομασία της Οδού, ο Δρ. Κονανδρέας υπογράμμισε, ότι «η Τζόρτζια δεν έχει μόνο διδακτορικό (PhD) στην Ψυχολογία, αλλά έχει και άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος κτηματομεσίτη. Αυτό το ακίνητο ανήκε στην Λι Κροφτ, δισέγγονη του στρατηγού Λι, και είχε ένα παλαιό σπίτι. Ηταν 99 χρόνων, χωρίς παιδιά, και το είχε δώσει σε έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό. Το 1989 λόγω της ύφεσης αποφασίστηκε να το πουλήσουν.
Ολόκληρο το ακίνητο ήταν άγριο δάσος. Ολο πέτρα και ελάφια. Αρχίσαμε και καθαρίζαμε και άρχισαν οι γείτονες να διαμαρτύρονται. Από τις 16 έκρες που ήταν ο Δήμος ζήτησε να του παραχωρήσω το ένα τέταρτο του οικοπέδου, για ανοικτό διατηρητέο χώρο, κάτι που έκανα. Επειδή όμως άνοιξα το δρόμο είχα το δικαίωμα να βάλω το όνομά μου. Η όλη διαδικασία κράτησε έξι χρόνια και ξόδεψα πολλά, γιατί υπήρχαν μερικοί που δεν έβλεπαν με καλό μάτι το ελληνικό όνομα. Η ελληνική κοινότητα ήταν μαζί μας και ο π. Μάθιους και ο π. Πούλος ήταν μαζί μας και μας υποστήριζαν».

Από το Κουπάκι Φωκίδας
Ο Λουκάς Αθανασίου Κονανδρέας γεννήθηκε στο Κουπάκι Φωκίδας και είναι το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά των αειμνήστων Θανάση και Πολυξένης Κονανδρέα.
Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Ζωγράφου της Αθήνας και στη συνέχεια σπούδασε Ιατρική στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, υπηρέτησε σε αγροτικό ιατρείο.
«Οι πιο καλοί συμφοιτητές μου στην Ιατρική έφυγαν για την Αμερική. Ολοι φύγαμε με το όνειρο της επιστροφής. Θέλαμε να μάθουμε, ήμασταν ανήσυχα πνεύματα. Εγώ ‘πέρασα’ τον Ατλαντικό Ωκεανό το 1973. Πήγα πρώτα στο Τορόντο, διότι εκεί ζούσε από το 1947 ο αδελφός του πατέρα μου Δημήτριος Κονανδρέας με την οικογένειά του, όπου εργάστηκα ως βοηθός γιατρού σε νοσοκομείο».
«Με τα αγγλικά που γνώριζα όταν πρωτοήλθα μπορούσα να επικοινωνήσω χωρίς πρόβλημα και όταν μετά μια εβδομάδα, με οικονομίες που είχα φέρει από την Ελλάδα, αγόρασα ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο για να κινούμαι, ο θείος μου, εκεί στο Τορόντο, είπε: «Εσείς μερικοί Λουκά, γεννηθήκατε την ημέρα της Λαμπρής», για να τονίσει το πόσο καλύτερες μέρες είχαμε εμείς οι νέοι σε σχέση με την ταλαιπωρία εκείνων των παλαιότερων μεταναστών».
Από εκεί πήγε στο Σικάγο και στη συνέχεια στο Φρέσνο της Καλιφόρνιας για μετεκπαίδευση.

Στη Νέα Υόρκη
Στην ερώτηση, πότε αποφάσισε να έρθει στη Νέα Υόρκη, ανέφερε ότι ήρθε το 1982 και εγκαταστάθηκε στο Σκάρσντέιλ και εργάστηκε στο Νοσοκομείο Μετροπόλιταν.
Τότε γνωρίστηκε με την Τζόρτζια (Γεωργία) Κολοκύθα, που καταγόταν από τη Βορδόνια Λακωνίας, η οποία την εποχή εκείνη έκανε το διδακτορικό της στην Ψυχολογία.
Τον Αύγουστο του 1986 χόρεψαν τον χορό του Ησαϊα στον ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Στάμφορντ του Κονέκτικατ.
«Τότε δημιούργησα το πρώτο Κέντρο Επειγόντων Περιστατικών στο Στάμφορντ Κονέκτικατ. Είχα 8-10 άτομα προσωπικό. Γιατρούς, νοσηλευτές και άλλες ειδικότητες. Από δουλειά; Με τη γυναίκα μου δουλεύαμε επτά ημέρες την εβδομάδα και τουλάχιστον 16 ώρες την ημέρα.
Ευτυχώς που το Κέντρο μας ήταν επιτυχημένο. Κάναμε όμως μελετημένα και σχεδιασμένα βήματα», είπε ο Δρ. Κονανδρέας ο οποίος την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησε το βιβλίο στην αγγλική γλώσσα ίδρυσε το δεύτερο Κέντρο Επειγόντων Περιστατικών στο Μπρίτζπορτ του Κονέκτικατ.

Σημαντική συνεισφορά
Η σύζυγος του Δρ. Κονανδρέα, Γεωργία (Τζόρτζια), που είναι η ίδια Διδάκτωρ Ψυχολογίας, έπαιξε πολλαπλούς ρόλους κατά τη συγγραφή του βιβλίου.
Πρώτα ώθησε τον Δρ. Κονανδρέα να αρχίσει τη συγγραφή.
Μετά, όταν μερικοί από την οικογένεια του άνδρα της είχαν ενδοιασμούς και πρότειναν να μην ειπωθούν μερικά πράγματα και δημιουργούσαν κώλυμα στην πρόοδο της συγγραφής, εκείνη αντέδρασε λέγοντας ότι «από τη στιγμή που κρύβεις αλήθειες η αληθινή ιστορία σου γίνεται μυθιστόρημα και χάνει την αξία της».
Επιπλέον, η Γεωργία ως ψυχολόγος, ενδιαφερόταν και επέκτεινε τις σκέψεις της «στα κοινωνικά θέματα» που περικλείονταν στην ιστορία. Σε μια μάλιστα πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου, σε ένα «Book Club» στο Naples Florida, το κοινό εντυπωσιάστηκε από μερικά στατιστικά στοιχεία που παρουσίασε και που αφορούσαν «Τα Θέματα» της ιστορίας του βιβλίου. Και αυτό έγινε επειδή οι παρευρεθέντες συνειδητοποίησαν ότι τα θέματα-προβλήματα που εκτίθενται στο «Καλύτερα σκοτωμένη παρά χωρισμένη», συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμη, παρά τα 80 χρόνια που πέρασαν από τότε που συνέβη η ιστορία του βιβλίου.

Τα παραθέτουμε…
Με το ζόρι παντρειά
(Forced marriages)
Ο αριθμός των κοριτσιών που παντρεύονται με το ζόρι πριν τα 18 ανέρχεται παγκοσμίως στα 11.250.000. Ο αριθμός των κοριτσιών σε αναπτυγμένες χώρες που παντρεύονται με το ζόρι πριν τα 15 χρόνια τους αγγίζει το 11%. Στο Αφγανιστάν ο αριθμός των γάμων με το ζόρι ανέρχεται στο 80%.
 Γάμοι απο Προξενειά
(Arranged Marriages)
Είναι το 53,25% των γάμων παγκοσμίως. Τα ποσοστά των γάμων με προξενειά που καταλήγουν σε διαζύγια είναι 6,3% , που είναι πολύ μικρό. Στην Ινδία οι γάμοι με προξενειά ανέρχονται στο 88,4%. Τα διαζύγια στην Ινδία είναι μόνο 1,1%.
 Ενδοοικογενειακή βία
Περίπου 1,4 εκατομμύρια γυναίκες και 700.000 άνδρες το 2015 έπεσαν θύματα ενδοοικογενειακής βίας.
 Συζυγοκτονίες:
Βάσει των στατιστικών στοιχείων του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, το 11% των ανθρωποκτονιών που έχουν σημειωθεί από το 1976 μέχρι και το 2002 έχουν προκληθεί από τους συζύγους ή από τους εραστές.
 Δικαστική διαφθορά
Τα 50% του πληθυσμού των ΗΠΑ, πιστεύει ότι το δικαστικό σύστημα είναι διεφθαρμένο.
 Διαζύγια παγκοσμίως
Τα ποσοστά των γάμων που καταλήγουν σε διαζύγιο στην Ελλάδα σήμερα ανέρχονται στο 25%. Στις ΗΠΑ στο 52%. Τα υψηλότερα ποσοστά κατέχουν η Πορτογαλία και η Ουγγαρία με 68%.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.