Τρίτη 28 Μαΐου 2019

Μεταξύ παλιών και νέων προτύπων

Στις αφηγήσεις τα παιδιά παρουσιάζονται να εξυπηρετούν μέσα στον οικιακό χώρο, σε προσωπικό επίπεδο τους ενήλικες άνδρες της οικογένειας και όχι τις γυναίκες: Έφερναν νερό στον παππού τους ή/και τον πατέρα τους για να πιούν, ενώ έφερναν νερό στο σπίτι για να το χρησιμοποιήσει η μητέρα τους για τις ανάγκες του νοικοκυριού. Η υπεροχή των ανδρών έναντι των γυναικών εγχαρασσόταν προφανώς και με αυτό τον τρόπο στη συνείδησή τους.  Παραθέτω ένα απόσπασμα από την αφήγηση της κόρης μιας πολυμελούς οικογένειας, που μεγάλωνε μαζί με τον παππού και τη γιαγιά από την πλευρά του πατέρα:
Ο παππούς μου ήταν ένας αρχοντάνθρωπος. Του πατέρα μου ο πατέρας. Πολύ τον θυμάμαι και πολύ... Ερχόταν το πρωί, μόλις ξύπναγε: "Άντε, τι θα κάνεις, ποιος
θα πάει;" Θελαμε νερ'κρύο από τη βρύση. Και τρέχαμε εμείς τώρα -ήμασταν και μικρά- και τρέχαμε και φέρναμε νερό κρύο. Έπρεπε να πιεί και ο πατέρας μου και ο παππούς μου νερό κρύο κι ύστερα να πιούν τον καφέ τους.

Μεγάλη Βρύση Κροκύλειο 1972 (από το αρχείο του Κώστα Κουνάλη)

 Αρκετά εύγλωττο και το απόσπασμα από την αφήγηση του γιου ενός μετανάστη που μεγάλωνε μαζί με τον παππού, από την πλευρά του πατέρα, τη μητέρα και το μεγαλύτερο αδελφό του:
Λοιπόν, ο παππούς μου λοιπόν, ο Γεωργούλας... συνήθιζε να με στέλνει εμένα όταν ήθελε νερό κρύο και καθαρό, να με στέλνει στη μοναχή τη βρύση που βρισκόταν και βρίσκεται ακόμα στη Μεγάλη Βρύση. Λέγεται δε η περιοχή αυτή Μεγάλη Βρύση διότι υπαρχουν πέντε ακόμα βρύσες εκεί κοντά. Αυτή είναι μοναχή. Οι άλλες είναι σε μια ορισμένη απόσταση η μία απ' την άλλη... γιατί πίστευε ότι το πιο κρύο νερό είναι κείνο, σώνει και καλά. Τώρα κατά πόσον εγώ έπαιρνα νερό απ' τη μοναχή τη βρύση ή κι απ' τις άλλες... Διότι την είχε φτιάξει εκείνος (ο παππούς τη μοναχή τη βρύση). Ήταν δωρεά.... Μόλις τοφερνα το νερό εγώ, στο τσουκάλι, στο τσουκάλι... Τη βαρέλα τη μικρή την απέφευγα, ήτανε για μένα βαριά, και μόλις τοφερνα το νερό το έπαιρνε με το, όχι ποτήρι, ήτανε πολυτέλεια το ποτήρι, με μια κούπα τελοσπάντων κι έπινε κι έλεγε: "Α! το καημένο το νεράκι, αφίρ είναι" -αφίρ σημαίνει πολύ κρύο, πολύ κρύο και καθαρό-. Και του απαντούσα εγώ: "αμ' τόφερα εγώ, αμ τόφερα γω το καημένο το νεράκι..." Ε, πότε, πότε: "Αχ, τσακαλάκι", μου έλεγε...
Μεταφέροντας φαγητό στον πατέρα, τη μάνα, τον παππού, τη γιαγιά, στα χωράφια ή το μαντρί τα παιδιά εξοικειώνονταν σταδιακά με τις αγροτικές εργασίες και προετοιμάζονταν ψυχολογικά για τις ευθύνεςτις οποίες θα αναλάμβαναν και τα προβλήματα τα οποία θα αντιμετώπιζαν αργότερα. Μάθαιναν επίσης να κινούνται στον ευρύτερο χώρο της κοινότητας και εξοικειώνονταν με την ιδιοκτησιακή της τοπογραφία:
Η γιαγιά ήταν αγρότισσα εκατό τα εκατό και τσοπάνα. Πήγαινε το καλοκαίρι σε ορισμένα χωράφια για να τα φυλάει απ' τις καλιακούδες τα χωράφια στο αυτό, για να μην πηγαίνουν και μας τρων' το καλαμπόκ', πήγαινε και κοιμόταν, όσο το μάκραινε το καλαμπόκ' πήγαινε και κοιμάταν στα κτήματα... Της πήγαινα και φαγητό. 
Πήγαινα γιατί με συνέφαιρε κιόλα, γιατί εκεί τράβαγα κανά καλαμπόκ' και τόψηνα και τότρωγα.. Από μικρός μικρός ξυπόλυτος πάαινα στο κτήμα, στο ποτάμ' κάτω.
Ορισμένες φορές η διεκπεραίωση αυτών των καθηκόντων λειτουργούσε ως αφορμή για την ανάπτυξη μιας πολύπλευρης επικοινωνίας μεταξύ παιδιών και ενηλίκων: Σε μια περίπτωση ο προ - πάππους μάθαινε στο παιδί, το οποίο του πήγαινε φαγητό στο χωράφι, να μετρά και χρησιμοποιούσε μεταφορές προκειμένου να του μιλήσει για την αξία της κουμπαριάς, της πνευματικής δηλαδή συγγένειας, στη ζωή του ανθρώπου.

της Μαρίας Παπαθανασίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.