Η Μάχη της Άμπλιανης ήταν πολεμική εμπλοκή
της επανάστασης του 1821 με αποτέλεσμα νίκη των Ελλήνων με πολλά λάφυρα
και κατατρόπωση των Οθωμανών. Η μάχη της Άμπλιανης έγινε στις 14 Ιουλίου
1824.
Τα γεγονότα πριν τη μάχη
Καινούργιος στρατιωτικός ορίστηκε ο Δερβίς Πασάς, στον οποίο ο Σουλτάνος έδωσε ρητή εντολή να προστάξει και τους Πασάδες των Ιωαννίνων Βριώνη και της Ευβοίας Καρυστινό, ο μεν να εισβάλει στην Ακαρνανία, ο δε στην Αττική. Αυτός δε, ο Δερβίς Πασάς να ενωθεί με τους Πασσάδες Μπερκόφτζαλη, Ιουσούφ Πασά και Αμπάζ Πασά Ντίμπρα να εισβάλει στην Ανατολική Στερεά με δεκαπέντε χιλιάδες στρατό.
Ο Δερβίς όμως αντί να βάλει σε ενέργεια τις διαταγές αποφάσισε να ενεργήσει μόνος του. Με τ’ ασκέρι του, που έφτανε τις δώδεκα χιλιάδες, ξεκίνησε από το Ζητούνι, τη σημερινή Λαμία, στα μέσα τού Ιούνη. Αφού πέρασε το Σπερχειό κι έφτασε στις Θερμοπύλες, έστησε στρατόπεδο για να κρατήσει ανοιχτό το δρόμο του ανεφοδιασμού του. Έμεινε ο ίδιος σ’ αυτό με 2500 πεζούς και 500 καβαλάρηδες κι έστειλε τις αποδέλοιπες δυνάμεις του, κάτω από τις διαταγές τού Αμπάζ πασά και τού Περκόφτσαλη, να χτυπήσουν τα Σάλωνα.
Οι Έλληνες ήταν στρατοπεδευμένοι στην Άμπλιανη, ανάμεσα δηλαδή στα Σάλωνα και το Χάνι της Γραβιάς. Βρίσκονταν εκεί ο Νάκος Πανουριάς, ο Γιώργης Δράκος, ο Γιώτης Δαγκλής, ο Διαμαντής Ζέρβας κι ο Περραιβός με διακόσιους πενήντα Σουλιώτες.
Η προφυλακή τού τούρκικου ασκεριού έπιασε, στις 6 του Ιούλη, το Χάνι της Γραβιάς, αφού πριν ζώγρησε ως τρακόσιες φαμελιές από τα γύρω Βλαχοχώρια. Την ίδια νύχτα ο Μήτσος Κοντογιάννης, ο Σκαλτσοδήμος κι ο Σιαφάκας ρίχνονται αιφνιδιαστικά στους εχθρούς, τους βάζουν σ’ αναταραχή κι ελευθερώνουν τις φαμελιές.
Στις 8 τού Ιούλη μια σημαντική τούρκικη δύναμη παράτησε το Χάνι της Γραβιάς και προχωρά προς το Λιδωρίκι, όπου βρισκόταν με λίγα παλικάρια ο Σκαλτσάς. Τους χτυπάνε οι Τούρκοι και θα τους έλιωναν όλους αν δεν έφτανε σε βοήθειά τους ο Σαφάκας με τρακόσιους πενήντα Κραβαρίτες. Τρεις φορές πάτησαν τις θέσεις των δικών μας οι εχθροί και τρεις φορές οι Έλληνες τους ξεφώλιασαν απ’ αυτές. Στο τέλος οι Τούρκοι πισωδρόμησαν παίρνοντας μαζί τους ίσαμε οχτώ χιλιάδες γιδοπρόβατα.
Ο Κίτσος Τζαβέλας βρισκόταν στα Τριζόνια της Λωρίδας. Απ’ αυτά γράφει στις 10 τού Ιούλη στην κυβέρνηση:
«Ενταύθα επληροφορήθην ότι επλησίαζον οι εχθροί εις τα Σάλωνα. είδον τον κίνδυνον της πατρίδος και την απελπισίαν των αδυνάτων, και απεφάσισα να υπάγω αυτός εγώ εναντίον των».
Στις 13 τού Ιούλη κινήθηκε από το Χάνι της Γραβιάς όλη η Τούρκικη δύναμη που είχε συναχτεί εκεί, πάνω από οχτώ χιλιάδες, έχοντας μαζί της και δυο κανόνια. Τράβαγαν για τα Σάλωνα.
Η εξέλιξη των γεγονότων
Οι Έλληνες ήταν στρατοπεδευμένοι στην Άμπλιανη, ανάμεσα δηλαδή στα Σάλωνα και το Χάνι της Γραβιάς. Βρίσκονταν εκεί ο Νάκος Πανουριάς, ο Γιώργης Δράκος, ο Γιώτης Δαγκλής, ο Διαμαντής Ζέρβας κι ο Περραιβός με διακόσιους πενήντα Σουλιώτες. Ο Πανουργιάς όταν έμαθε τα σχέδια αυτά κατασκεύασε στο μέρος αυτό ισχυρούς προμαχώνες, τους οποίους ενίσχυσε με πολλούς κορμούς χονδρών δέντρων. Η δύναμη του Πανουργιά δεν ήταν αρκετή για να αντέξει την ορμή των Οθωμανών. Ευτυχώς όμως έφτασαν ενισχύσεις από το Σούλι υπό τους οπλαρχηγούς Δράκο, Γιώτη Δαγκλή, Διαμάντη Ζέρβα και άλλους. Ακολούθως έφτασαν και ο Κίτσος Τζαβέλας και ο Π. Νοταράς αλλά και ο επίσης ντόπιος οπλαρχηγός Δήμος Σκαλτσάς.
Έτσι συνολικά δύο χιλιάδες γινόμενοι περίμεναν τους εχθρούς, οι οποίοι στις 14 Ιουλίου επιτέθηκαν στους Έλληνες, έχοντας και δύο πεδινά κανόνια. Η μάχη άρχισε στις 9 το πρωί, όταν χύθηκαν οι Τούρκοι να πάρουν με γιουρούσι τους δικούς μας. Μα ήταν τόση η φωτιά των Ελλήνων, που καρφώθηκαν μπροστά από τα έλατα, μη μπορώντας να κάνουν μήτε βήμα παραπέρα.
Ο πόλεμος, πεισματικός κι από τα δυο μέρη. Ο πόλεμος άρχισε με ακροβολισμούς, αλλά αμέσως οι Οθωμανοί όρμησαν με τα ξίφη στα χέρια εναντίον των Ελλήνων για να ανοίξουν δρόμο. Οι Έλληνες τους αντιμετώπισαν με γενναιότητα και τους ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουν με μεγάλη φθορά. Οι Οθωμανοί δοκίμασαν και δεύτερη και τρίτη φορά, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Μα να, φτάνουν να συντρέξουν τους δικούς μας οι Σαλωνίτες με τον Καλμούκη. Και η ζυγαριά αρχίζει να γέρνει. Ο Γιώργος Τζαβέλας, ο Λάμπρος Ζάρμπας, ο Γιαννούσης Πανομάρας γκαρδιώνουν τα παλικάρια τους, παρατάνε τα πόστα τους και κάνουνε τώρα αυτοί από τα πλάγια γιουρούσι πάνω στους Τούρκους. Ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Γ. Δράκος, ο Χρ. Περραιβός, ο Δ. Ζέρβας αδράχνουν την ευκαιρία, μπήγουν τις νικητήριες φωνές και ρίχνονται πάνω στην Τουρκιά.
Η μάχη διήρκησε μέχρι το απόγευμα, ώσπου οι Σουλιώτες έτρεψαν τον εχθρό σε φυγή. Όλος ο ελληνικός στρατός έτρεξε από πίσω καταδιώκοντας τον εχθρό. Πανικόβλητοι οι εχθροί έτρεχαν πίσω να φτάσουν στο Χάνι της Γραβιάς και να γλιτώσουν. Μα οι δικοί μας δεν τους δίνανε καιρό μήτε ν’ ανασάνουν. Όλος ο ελληνικός στρατός έτρεξε από πίσω καταδιώκοντας τον εχθρό. Κι όπως οι εχθροί σπρώχνονταν ποιος θα προσπεράσει τον άλλον γκρεμίζονταν στο βάραθρο και τσακίζονταν πάνω στα βράχια. Οι Έλληνες στείλανε εκείνη τη μέρα «εις τον Άδην υπέρ τους πεντακοσίους». Από τους δικούς μας σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν τριάντα εφτά. Πήραν λάφυρα τρία κανόνια, πολλά όπλα, πολεμοφόδια, σημαίες και άλογα, καθώς και την σκηνή του Μπερκόφτζαλη. Τα υπολείμματα του οθωμανικού στρατού επέστρεψαν στο Ζητούνι και διαλύθηκαν στις αρχές Οκτωβρίου.
Επιστολή του Δήμου Σκαλτσά, μετά την νίκη της Άμπλιανης
Επιστολή την 19 Ιουλίου 1824
Προς
τον εξοχότατον Γενικόν Διευθυντήν της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος
Μαυροκορδάτον.
Σας ειδοποιούμεν τα εδώ τρέχοντα εις τας 14 του παρόντος (Ιουλίου 1824) εκστράτευσε ο Ρούμελης Βαλέσης Δερβίς Πασάς διά τα Σάλωνα με 12.000 χιλ. Την αυτήν ημέραν συναντηθήκαμεν και ο πόλεμος ήρχισεν παρευθύς η ώρα ήταν εις τας 3 1/2 της ημέρας και εξ’ αυτής της ώρας μέχρι της δωδεκάτης της εσπέρας η μάχη εξηκολούθει αδιακόπως με πολύν θυμόν και με μεγάλην αντίστασιν των ένδοξων Ελλήνων.
Μετά εσπέρας έφθασαν εις βοήθειάν μας διάφορα ελληνικά σώματα στρατιωτικά και ερρίφθησαν αμέσως όλοι οι Έλληνες ως λέοντες κατ`επάνω του εχθρού. Αφού του επεριώρισαν όλους τους δρόμους, τον εκτύπησαν από όλα τα μέρη. Εσκότωσαν υπέρ τους χιλίους βαρβάρους. Του επήραν τρία κανόνια, όπου είχον, επτά φορτία φουσέκια και επτά σημαίας. Τις να μετρήση το πλήθος των τουφεκίων, γιαταγανιών και σπαθιών και ομοίων;
Πώς να διηγηθή κανείς την λαμπράν νίκην μας; Αι σκηναί, οι γουρνάδες και όλαι αποσκευαί των Τούρκων έγιναν λάφυρα των Ελλήνων. Άλλοι μεν από τους εχθρούς έπεσαν από τους βράχους, άλλοι δε επιάσαντο ζωντανοί από τους Έλληνας, και αν η νύχτα δεν εδιαφέντευε τους αυτούς εχθρούς εχάνοντο όλοι. Ελπίζομεν όμως να εύρωμεν σήμερον πολλοτάτους τρυπωμένους εις τους λόγγους.
Ας πανηγυρίση λοιπόν και αυτού η πόλις Μεσολογγίου αυτήν την λαμπράν νίκην, επειδή είναι μία νίκη όπου ομοιάζει με τας πλέον παλαιάς των προγόνων μας. Οι Τούρκοι ετράβηξαν προς το μέρος της Γραβιάς και οι ιδικοί μας τρέχουν από κοντά των ως λέοντες ορυόμενοι και ούτω ελπίζομεν εις την θείαν δύναμιν να τους ξεκάνωμεν όλους .
Ταύτα και με το προσήκον σέβας
15 Ιουλίου Άμπλιανη
Δήμος Σκαλτσάς
Δήμος Σκαλτσάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.