Ο κ. Λουκάς Κονανδρέας συγγενής του θύματος και συγγραφέας του βιβλίου που εξιστορεί ένα έγκλημα που συνέβη πριν από 63 χρόνια, μίλησε στο www.pagenews.gr για τους λόγους που τον οδήγησαν στην έκδοση της ιστορίας αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε σε αυτό το «συγγραφικό ταξίδι»…
Μια ερωτική περιπέτεια που κατέληξε σε αναγκαστικό γάμο. Μια εξωσυζυγική σχέση, η οποία για να συνεχιστεί, θα έπρεπε να βγει οπωσδήποτε η σύζυγος από τη μέση. Ένας πληρωμένος δολοφόνος. Ένα σύστημα δικαιοσύνης που θα ήταν εξίσου ένοχο, όσο και οι εγκληματίες, αν δεν υπήρχε ένας έντιμος ένορκος για να μειοψηφήσει. Ένας αποφασισμένος συγγενής, ο οποίος αγωνίστηκε σκληρά προκειμένου να οδηγήσει τον σύζυγο της ξαδέλφης του με τις τεράστιες διασυνδέσεις, όπως και τον φίλο του, ενώπιον της δικαιοσύνης… Αυτά είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη συγγραφή ενός συγκλονιστικού βιβλίου βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία που συνέβη πριν από 63 χρόνια. Ο κ. Λουκάς Κονανδρέας γιατρός στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ και γιος του ξαδέλφου του θύματος, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Καλύτερα Σκοτωμένη Παρά Χωρισμένη» που αποφάσισε να μεταφέρει την ιστορία στο χαρτί και να την μοιραστεί με τον κόσμο που ήθελε να μάθει τι συνέβη. Ο συγγραφέας αυτής της συγκλονιστικής ιστορίας μίλησε στο www.pagenews.gr για τους λόγους που τον οδήγησαν στην έκδοση της ιστορίας αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε σε αυτό το «συγγραφικό ταξίδι»…
Λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζούσε η Παναγιώτα, πιστεύετε ότι θα μπορούσε να πάρει διαφορετική απόφαση από αυτή που τελικά πήρε;Θα μπορούσε να είχε πάρει διαφορετική απόφαση και παρόλο που δυσκολευόταν να το καταλάβει μόνη, οι δικοί της άνθρωποι της το είχαν πει πολλές φορές. Ο πατέρας μου Θανάσης, το 1945-46, όχι μόνο της το πρότεινε και την πίεσε να αφήσει τον Γιώργο, αλλά στην απόγνωσή του αποφάσισε και έστειλε γράμμα στον αδελφό και την αδελφή της Παναγιώτας που ήταν τότε στη Νέα Ζηλανδία. Εκείνος, λοιπόν, την είχε προσκαλέσει στη χώρα του προτείνοντάς της το διαζύγιο, εκεί που η κοινωνία ήταν πολύ πιο ελεύθερη σε τέτοια θέματα.
Πώς σκέφτηκε και δεν έφυγε; Φαντάζομαι πως σημαντικός παράγοντας ήταν ο φόβος της…Στα πρώτα χρόνια του γάμου τους, η Παναγιώτα είχε την ελπίδα ότι αν έκανε ένα παιδί θα άλλαζε και ο άνδρας της και οι σχέσεις της μαζί του. Το παιδί δεν ήλθε. Το πέρασμα του χρόνου όχι μόνο δεν βοήθησε, αλλά έβλαψε κιόλας. Η δεκαετία του ‘40 ήταν γεμάτη πολέμους και μιζέρια και η συντηρητική κοινωνία του χωριού της δεν έκανε κανένα βήμα για να απελευθερωθεί από τις προκαταλήψεις της και το μίασμα του χωρισμού για μια γυναίκα. Παράλληλα, στα εμπόδια για έναν χωρισμό θα πρέπει να προστεθεί και η υποχρέωση που αισθανόταν η Παναγιώτα προς την μητέρα της που και θα την στενοχωρούσε ό, τι και να έκανε. Αν χώριζε θα την πλήγωνε και αν έφευγε θα την άφηνε μόνη της.
Τι σας κέντρισε το ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη ιστορία, ώστε να αποφασίσετε να κάνετε τόσο εκτενή έρευνα, η οποία οδήγησε και στη δημιουργία του βιβλίου; Οι ήρωες στην ιστορία μου, η Παναγιώτα, ο Θανάσης, ο Δημοσθένης Δαπόντες και άλλοι μνημονεύθηκαν. Ζουν. Τους αποδόθηκε τιμή που την άξιζαν.Επίσης, είναι μια καλή ιστορία από την οποία μπορεί να μάθει ο αναγνώστης. Η ιστορία είναι βγαλμένη από τη ζωή και περιέχει λεπτομέρειες που ατενίζουν τη ζωή όχι μόνο με το γυμνό μάτι, αλλά με μικροσκόπιο. Οι χαρακτήρες της ιστορίας είχαν πάρει τέτοιες αποφάσεις που και μόνο η σκέψη αν κάποιος μας ζητούσε να τις πάρουμε εμείς, θα μας έφερνε ρίγος. Πολλοί που ήξεραν ότι ήμουν γιος του Θανάση και επομένως γνώστης λεπτομερειών με ρωτούσαν: «Και μετά τι έγινε. Τελικά δεν τον χώρισε; Πες μου, πες μου. Τελικά την σκότωσε; Δικάστηκαν τελικά;». Οι φίλοι μου ήθελαν να μάθουν και δεν σταματούσαν να με ρωτούν. Η ιστορία ήταν ενδιαφέρουσα και γι’ αυτό την ήθελαν. Και αν ήθελαν τόσο όσοι την άκουσαν, γιατί να μην την «ακούσουν» και άλλοι μέσω ενός βιβλίου; Τέλος, από προσωπική ικανοποίηση και ευχαρίστηση. Αισθανόμουν καλά να ξαναγυρίζω τον νου στα παιδικά εκείνα χρόνια. Όταν μάλιστα συνδύαζα το γεγονός αυτό με μια ανάλυση των θεμάτων της ιστορίας και μια ανάλυση των χαρακτήρων της ιστορίας (τους οποίους φυσικά ήξερα καλά) και των οποίων οι ενέργειες με δίδαξαν πολλά, το «αισθανόμουν καλά». Γινόταν μέθη μέσα μου.
Ποιες ήταν οι δυσκολίες -αν υπήρχαν- κατά τη διάρκεια της έρευνας και της συγγραφής του βιβλίου; Είχατε επαρκείς πληροφορίες για μια τέτοιου είδους συγγραφή; Η πολύ ζωηρή μνήμη των γεγονότων της βραδιάς εκείνης αλλά και των μετέπειτα εξελίξεων βοήθησε. Το ίδιο και το γεγονός ότι ο πατέρας μου συνέχισε να μιλά για την ιστορία τα μετέπειτα χρόνια, αλλά και οι συνομιλίες που είχα όταν επισκεπτόμουν την Ελλάδα από τις ΗΠΑ τα τελευταία 30 χρόνια. Οι ηλικιωμένοι που ξαναέβλεπα ήθελαν και κουβέντιαζαν για τα παλιά. Με λίγα λόγια αν και δεν σκόπευα να γράψω ένα βιβλίο ήταν σαν να δούλευαν οι συγκυρίες μόνες τους και να γραφόταν από τότε. Στον νου μου.Αλλά και πάλι όλα αυτά ήταν ανεπαρκή. Έτσι χρειάστηκε να ψάξω. Οι εφημερίδες ήταν εύκολο να φωτογραφηθούν αλλά είχε κόστος. Για τα πρακτικά από τις δίκες ένας Θεός ξέρει πώς με ώθησε να τα κυνηγήσω, όταν όλοι μου έλεγαν «στα 25 χρόνια καταστρέφονταν, όχι στα 50 που είναι τώρα». Ήμουν τυχερός να τα βρω επειδή φυλάσσονταν για εκπαιδευτικούς λόγους στο δικαστικό και το αστυνομικό σώμα. Αλλά ακόμη υπήρχαν αρκετά σκοτεινά σημεία για τα οποία χρειάστηκαν πάνω από 160 συνεντεύξεις. Αυτό ήταν και το πιο κουραστικό. Το πιο δύσκολο. Η κάθε μια χρειαζόταν προετοιμασία . Να σκεφτώ πώς να προσεγγίσω τον συνομιλητή μου ώστε να μπορέσει να ανοιχτεί. Στην αρχή της συνέντευξης έκανα μια γρήγορη αξιολόγηση του κάθε συνομιλητή μου, οι περισσότεροι των οποίων ήταν πάνω από 70, για να καταλάβω τι βάση να δώσω στις πληροφορίες που μου έδινε. Μερικοί που ανήκαν τότε στην αντίθετη παράταξη έλεγαν ότι «έχουν περάσει τόσα χρόνια πού να τα θυμάμαι» ή «Δεν τα αφήνουμε τώρα αυτά τα παλιά; Τι τα αναμοχλεύεις»;Σε μερικές περιπτώσεις περισσότερες απαντήσεις έδωσα εγώ ως γιατρός (!), παρά από όσες απαντήσεις πήρα εγώ στις ερωτήσεις μου. Αλλά σε γενικές γραμμές, ήταν μια μεγάλη εμπειρία. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα ρυτιδωμένα μέτωπα που συνοφρυώνονταν, καθώς γερασμένα μυαλά προσπαθούσαν να συλλάβουν φευγαλέες αναμνήσεις.
Μέσα από την τραγική ιστορία της ηρωίδας του βιβλίου ζωντανεύει και η ελληνική επαρχία της εποχής που διαδραματίζεται η υπόθεση, με χαρακτηριστική τη συντηρητική νοοτροπία. Πιστεύετε ότι αντίστοιχες νοοτροπίες και παθολογίες συντηρούνται ακόμα και σήμερα;Ο τρόπος που έφτασε η Παναγιώτα να πει το «Καλυτέρα Σκοτωμένη Παρά Χωρισμένη» ήταν ασυνήθιστο και ακραίο ακόμη και τότε. Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που είναι ασυμβίβαστοι. Και η Παναγιώτα ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος όπως και ο πατέρας μου. Οι δυο τους είχαν αυτού του είδους DNA. Για το σήμερα -και με βάση το ότι η παρθενιά της γυναίκας θεωρείται δικό της θέμα και μόνο και τα διαζύγια στην Ελλάδα έχουν ξεπεράσει το 25%-, καταλαβαίνουμε πως οι νοοτροπίες και οι παθολογίες που δημιούργησαν το πρόβλημα στην Παναγιώτα και συνετέλεσαν στην δολοφονία της, είναι πια παρελθόν.
Το «Καλύτερα Σκοτωμένη παρά Χωρισμένη» είναι το πρώτο σας βιβλίο. Πώς αισθανθήκατε όταν βάλατε και την τελευταία τελεία στην ιστορία σας; Ανακούφιση ασφαλώς. Ήταν μακρύς ο δρόμος. Και ακολούθησαν τα 8 βραβεία εδώ στις ΗΠΑ που με έκαναν περήφανο αλλά όχι επηρμένο. Η περηφάνια μου επεκτείνεται στην οικογένειά μου και στην πατρίδα μου. Καλό είναι για όλους μας πιστεύω όταν ακούω Αμερικανούς που έχουν διαβάσει την ιστορία να λένε: «Πώς μπόρεσαν οι απλοί εκείνοι άνθρωποι, πριν 70 χρόνια, σε ένα μικρό χωριό στα βουνά και που πολλοί ήταν και αγράμματοι να επιζήσουν, να σκεφτούν, να ελιχθούν όπως έκαναν; ….Θα πρέπει να ήταν έξυπνοι άνθρωποι». Και κάποιος άλλος δίπλα να απαντά: «Εδώ ήταν έξυπνοι πριν 2500 χρόνια και μιλάμε για πριν 70;». Γίνεται αυτό να μην σε κάνει να αισθάνεσαι περήφανος ως Έλληνας;
Ποια συναισθήματα πιστεύετε ότι θα προκαλέσει το βιβλίο στους αναγνώστες; Λύπη, επειδή μια ενάρετη γυναίκα δολοφονείται αν και είχε την υπομονή και έκανε τη θυσία να μείνει σε έναν γάμο από αγάπη για τον σύζυγό της και από σεβασμό προς τις παραδόσεις της κοινωνίας που ζούσε. Αγανάκτηση, προς τις παραδόσεις και τους περιορισμούς της κοινωνίας που συνετέλεσαν στον χαμό της. Αλλά και αγανάκτηση προς την δικαιοσύνη που με τον επηρεασμό των ενόρκων δημιούργησε τα δικαστικά προβλήματα όπως αυτά συνέβησαν. Οίκτο, για την μητέρα της Παναγιώτας που σε μεγάλη ηλικία έχασε το μόνο παιδί που της είχε μείνει στην ΕλλάδαΘαυμασμό, για την επιμονή του Θανάση να συνεχίσει τον δικαστικό αγώνα με πολλές θυσίες και να φτάσει στην απονομή δικαιοσύνης. Θαυμασμό και προς τον Δημοσθένη Δαπόντε που μπόρεσε και άντεξε και διαφώνησε με τους άλλους ενόρκους και έδωσε την ευκαιρία για δεύτερο δικαστήριο. Αλλά και εξιλέωση και ευχαρίστηση που τελικά αποδόθηκε δικαιοσύνη.
Γιατί πρέπει να διαβάσει κάποιος το «Καλύτερα Σκοτωμένη παρά Χωρισμένη»;Γιατί είναι κατά γενική ομολογία μια καλογραμμένη και πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Έχει, δηλαδή, τα δυο πιο σημαντικά συστατικά ενός καλού βιβλίου. Είναι, επίσης, μια αληθινή ιστορία με αντικειμενική καταγραφή όσων συνέβησαν, χωρίς να ωραιοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις. Είναι ιστορία ζωής, όπως επανειλημμένα την έχουν χαρακτηρίσει εδώ οι Αμερικανοί αναγνώστες: «true to life insights». Πολλά από όσα αναφέρει τα έχουμε όλοι λιγότερο ή περισσότερο αντιμετωπίσει. Μαθαίνει ο αναγνώστης από το παράδειγμα πολλών χαρακτήρων της ιστορίας, πολλοί από τους οποίους ήταν απλοί, αγράμματοι και φτωχοί, αλλά στάθηκαν ικανοί να κάνουν τις απαραίτητες θυσίες και να υποστούν τις συνέπειες για τη στάση τους.Ο αναγνώστης μεταφέρεται σ’ ένα μικρό χωριό, μακρινό κι απομονωμένο. Παραξενεύεται και μαγνητίζεται από το γεγονός ότι μεγάλα πράγματα και ιστορίες ξεκίνησαν από εκεί.. Η χρονική διαδρομή του εγκλήματος και της εξιχνίασής του είναι αρκετά μεγάλη για να προκαλεί ενδιαφέρον: Είκοσι χρόνια. Από το 1935 ως το 1955. Ο αριθμός των ανθρώπων που ανακατεύτηκαν στην υπόθεση είναι εντυπωσιακός. Υπήρξαν τόσοι υποψήφιοι δολοφόνοι και τρόποι δολοφονίας. Οι έντεκα εν δυνάμει δολοφόνοι αντέδρασαν ο καθένας με διαφορετικό τρόπο, κάτι που φανερώνει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Τα δικαστήρια, εξάλλου, που έγιναν ξεδιπλώνουν κοινωνικές, δικαστικές και πολιτικές καταστάσεις της εποχής εκείνης. Ο αναγνώστης μέσω του βιβλίου έχει τη δυνατότητα να αντιπαραβάλει το παρόν με το παρελθόν. Το βιβλίο δεν σταματά σ’ έναν φόνο ή σ’ ένα δικαστήριο, αλλά παρακολουθεί μέχρι το τέλος όλους τους πρωταγωνιστές, ικανοποιώντας την περιέργεια του αναγνώστη για το τι απέγινε ο καθένας στη συνέχεια. Τέλος, περιέχει πολλά ενδιαφέροντα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία που εμπλουτίζουν τη γνώση.
Συνέντευξη στη Χριστίνα Διαμαντοπούλου
Μια ερωτική περιπέτεια που κατέληξε σε αναγκαστικό γάμο. Μια εξωσυζυγική σχέση, η οποία για να συνεχιστεί, θα έπρεπε να βγει οπωσδήποτε η σύζυγος από τη μέση. Ένας πληρωμένος δολοφόνος. Ένα σύστημα δικαιοσύνης που θα ήταν εξίσου ένοχο, όσο και οι εγκληματίες, αν δεν υπήρχε ένας έντιμος ένορκος για να μειοψηφήσει. Ένας αποφασισμένος συγγενής, ο οποίος αγωνίστηκε σκληρά προκειμένου να οδηγήσει τον σύζυγο της ξαδέλφης του με τις τεράστιες διασυνδέσεις, όπως και τον φίλο του, ενώπιον της δικαιοσύνης… Αυτά είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη συγγραφή ενός συγκλονιστικού βιβλίου βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία που συνέβη πριν από 63 χρόνια. Ο κ. Λουκάς Κονανδρέας γιατρός στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ και γιος του ξαδέλφου του θύματος, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Καλύτερα Σκοτωμένη Παρά Χωρισμένη» που αποφάσισε να μεταφέρει την ιστορία στο χαρτί και να την μοιραστεί με τον κόσμο που ήθελε να μάθει τι συνέβη. Ο συγγραφέας αυτής της συγκλονιστικής ιστορίας μίλησε στο www.pagenews.gr για τους λόγους που τον οδήγησαν στην έκδοση της ιστορίας αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε σε αυτό το «συγγραφικό ταξίδι»…
Λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζούσε η Παναγιώτα, πιστεύετε ότι θα μπορούσε να πάρει διαφορετική απόφαση από αυτή που τελικά πήρε;Θα μπορούσε να είχε πάρει διαφορετική απόφαση και παρόλο που δυσκολευόταν να το καταλάβει μόνη, οι δικοί της άνθρωποι της το είχαν πει πολλές φορές. Ο πατέρας μου Θανάσης, το 1945-46, όχι μόνο της το πρότεινε και την πίεσε να αφήσει τον Γιώργο, αλλά στην απόγνωσή του αποφάσισε και έστειλε γράμμα στον αδελφό και την αδελφή της Παναγιώτας που ήταν τότε στη Νέα Ζηλανδία. Εκείνος, λοιπόν, την είχε προσκαλέσει στη χώρα του προτείνοντάς της το διαζύγιο, εκεί που η κοινωνία ήταν πολύ πιο ελεύθερη σε τέτοια θέματα.
Πώς σκέφτηκε και δεν έφυγε; Φαντάζομαι πως σημαντικός παράγοντας ήταν ο φόβος της…Στα πρώτα χρόνια του γάμου τους, η Παναγιώτα είχε την ελπίδα ότι αν έκανε ένα παιδί θα άλλαζε και ο άνδρας της και οι σχέσεις της μαζί του. Το παιδί δεν ήλθε. Το πέρασμα του χρόνου όχι μόνο δεν βοήθησε, αλλά έβλαψε κιόλας. Η δεκαετία του ‘40 ήταν γεμάτη πολέμους και μιζέρια και η συντηρητική κοινωνία του χωριού της δεν έκανε κανένα βήμα για να απελευθερωθεί από τις προκαταλήψεις της και το μίασμα του χωρισμού για μια γυναίκα. Παράλληλα, στα εμπόδια για έναν χωρισμό θα πρέπει να προστεθεί και η υποχρέωση που αισθανόταν η Παναγιώτα προς την μητέρα της που και θα την στενοχωρούσε ό, τι και να έκανε. Αν χώριζε θα την πλήγωνε και αν έφευγε θα την άφηνε μόνη της.
Τι σας κέντρισε το ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη ιστορία, ώστε να αποφασίσετε να κάνετε τόσο εκτενή έρευνα, η οποία οδήγησε και στη δημιουργία του βιβλίου; Οι ήρωες στην ιστορία μου, η Παναγιώτα, ο Θανάσης, ο Δημοσθένης Δαπόντες και άλλοι μνημονεύθηκαν. Ζουν. Τους αποδόθηκε τιμή που την άξιζαν.Επίσης, είναι μια καλή ιστορία από την οποία μπορεί να μάθει ο αναγνώστης. Η ιστορία είναι βγαλμένη από τη ζωή και περιέχει λεπτομέρειες που ατενίζουν τη ζωή όχι μόνο με το γυμνό μάτι, αλλά με μικροσκόπιο. Οι χαρακτήρες της ιστορίας είχαν πάρει τέτοιες αποφάσεις που και μόνο η σκέψη αν κάποιος μας ζητούσε να τις πάρουμε εμείς, θα μας έφερνε ρίγος. Πολλοί που ήξεραν ότι ήμουν γιος του Θανάση και επομένως γνώστης λεπτομερειών με ρωτούσαν: «Και μετά τι έγινε. Τελικά δεν τον χώρισε; Πες μου, πες μου. Τελικά την σκότωσε; Δικάστηκαν τελικά;». Οι φίλοι μου ήθελαν να μάθουν και δεν σταματούσαν να με ρωτούν. Η ιστορία ήταν ενδιαφέρουσα και γι’ αυτό την ήθελαν. Και αν ήθελαν τόσο όσοι την άκουσαν, γιατί να μην την «ακούσουν» και άλλοι μέσω ενός βιβλίου; Τέλος, από προσωπική ικανοποίηση και ευχαρίστηση. Αισθανόμουν καλά να ξαναγυρίζω τον νου στα παιδικά εκείνα χρόνια. Όταν μάλιστα συνδύαζα το γεγονός αυτό με μια ανάλυση των θεμάτων της ιστορίας και μια ανάλυση των χαρακτήρων της ιστορίας (τους οποίους φυσικά ήξερα καλά) και των οποίων οι ενέργειες με δίδαξαν πολλά, το «αισθανόμουν καλά». Γινόταν μέθη μέσα μου.
Ποιες ήταν οι δυσκολίες -αν υπήρχαν- κατά τη διάρκεια της έρευνας και της συγγραφής του βιβλίου; Είχατε επαρκείς πληροφορίες για μια τέτοιου είδους συγγραφή; Η πολύ ζωηρή μνήμη των γεγονότων της βραδιάς εκείνης αλλά και των μετέπειτα εξελίξεων βοήθησε. Το ίδιο και το γεγονός ότι ο πατέρας μου συνέχισε να μιλά για την ιστορία τα μετέπειτα χρόνια, αλλά και οι συνομιλίες που είχα όταν επισκεπτόμουν την Ελλάδα από τις ΗΠΑ τα τελευταία 30 χρόνια. Οι ηλικιωμένοι που ξαναέβλεπα ήθελαν και κουβέντιαζαν για τα παλιά. Με λίγα λόγια αν και δεν σκόπευα να γράψω ένα βιβλίο ήταν σαν να δούλευαν οι συγκυρίες μόνες τους και να γραφόταν από τότε. Στον νου μου.Αλλά και πάλι όλα αυτά ήταν ανεπαρκή. Έτσι χρειάστηκε να ψάξω. Οι εφημερίδες ήταν εύκολο να φωτογραφηθούν αλλά είχε κόστος. Για τα πρακτικά από τις δίκες ένας Θεός ξέρει πώς με ώθησε να τα κυνηγήσω, όταν όλοι μου έλεγαν «στα 25 χρόνια καταστρέφονταν, όχι στα 50 που είναι τώρα». Ήμουν τυχερός να τα βρω επειδή φυλάσσονταν για εκπαιδευτικούς λόγους στο δικαστικό και το αστυνομικό σώμα. Αλλά ακόμη υπήρχαν αρκετά σκοτεινά σημεία για τα οποία χρειάστηκαν πάνω από 160 συνεντεύξεις. Αυτό ήταν και το πιο κουραστικό. Το πιο δύσκολο. Η κάθε μια χρειαζόταν προετοιμασία . Να σκεφτώ πώς να προσεγγίσω τον συνομιλητή μου ώστε να μπορέσει να ανοιχτεί. Στην αρχή της συνέντευξης έκανα μια γρήγορη αξιολόγηση του κάθε συνομιλητή μου, οι περισσότεροι των οποίων ήταν πάνω από 70, για να καταλάβω τι βάση να δώσω στις πληροφορίες που μου έδινε. Μερικοί που ανήκαν τότε στην αντίθετη παράταξη έλεγαν ότι «έχουν περάσει τόσα χρόνια πού να τα θυμάμαι» ή «Δεν τα αφήνουμε τώρα αυτά τα παλιά; Τι τα αναμοχλεύεις»;Σε μερικές περιπτώσεις περισσότερες απαντήσεις έδωσα εγώ ως γιατρός (!), παρά από όσες απαντήσεις πήρα εγώ στις ερωτήσεις μου. Αλλά σε γενικές γραμμές, ήταν μια μεγάλη εμπειρία. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα ρυτιδωμένα μέτωπα που συνοφρυώνονταν, καθώς γερασμένα μυαλά προσπαθούσαν να συλλάβουν φευγαλέες αναμνήσεις.
Μέσα από την τραγική ιστορία της ηρωίδας του βιβλίου ζωντανεύει και η ελληνική επαρχία της εποχής που διαδραματίζεται η υπόθεση, με χαρακτηριστική τη συντηρητική νοοτροπία. Πιστεύετε ότι αντίστοιχες νοοτροπίες και παθολογίες συντηρούνται ακόμα και σήμερα;Ο τρόπος που έφτασε η Παναγιώτα να πει το «Καλυτέρα Σκοτωμένη Παρά Χωρισμένη» ήταν ασυνήθιστο και ακραίο ακόμη και τότε. Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που είναι ασυμβίβαστοι. Και η Παναγιώτα ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος όπως και ο πατέρας μου. Οι δυο τους είχαν αυτού του είδους DNA. Για το σήμερα -και με βάση το ότι η παρθενιά της γυναίκας θεωρείται δικό της θέμα και μόνο και τα διαζύγια στην Ελλάδα έχουν ξεπεράσει το 25%-, καταλαβαίνουμε πως οι νοοτροπίες και οι παθολογίες που δημιούργησαν το πρόβλημα στην Παναγιώτα και συνετέλεσαν στην δολοφονία της, είναι πια παρελθόν.
Το «Καλύτερα Σκοτωμένη παρά Χωρισμένη» είναι το πρώτο σας βιβλίο. Πώς αισθανθήκατε όταν βάλατε και την τελευταία τελεία στην ιστορία σας; Ανακούφιση ασφαλώς. Ήταν μακρύς ο δρόμος. Και ακολούθησαν τα 8 βραβεία εδώ στις ΗΠΑ που με έκαναν περήφανο αλλά όχι επηρμένο. Η περηφάνια μου επεκτείνεται στην οικογένειά μου και στην πατρίδα μου. Καλό είναι για όλους μας πιστεύω όταν ακούω Αμερικανούς που έχουν διαβάσει την ιστορία να λένε: «Πώς μπόρεσαν οι απλοί εκείνοι άνθρωποι, πριν 70 χρόνια, σε ένα μικρό χωριό στα βουνά και που πολλοί ήταν και αγράμματοι να επιζήσουν, να σκεφτούν, να ελιχθούν όπως έκαναν; ….Θα πρέπει να ήταν έξυπνοι άνθρωποι». Και κάποιος άλλος δίπλα να απαντά: «Εδώ ήταν έξυπνοι πριν 2500 χρόνια και μιλάμε για πριν 70;». Γίνεται αυτό να μην σε κάνει να αισθάνεσαι περήφανος ως Έλληνας;
Ποια συναισθήματα πιστεύετε ότι θα προκαλέσει το βιβλίο στους αναγνώστες; Λύπη, επειδή μια ενάρετη γυναίκα δολοφονείται αν και είχε την υπομονή και έκανε τη θυσία να μείνει σε έναν γάμο από αγάπη για τον σύζυγό της και από σεβασμό προς τις παραδόσεις της κοινωνίας που ζούσε. Αγανάκτηση, προς τις παραδόσεις και τους περιορισμούς της κοινωνίας που συνετέλεσαν στον χαμό της. Αλλά και αγανάκτηση προς την δικαιοσύνη που με τον επηρεασμό των ενόρκων δημιούργησε τα δικαστικά προβλήματα όπως αυτά συνέβησαν. Οίκτο, για την μητέρα της Παναγιώτας που σε μεγάλη ηλικία έχασε το μόνο παιδί που της είχε μείνει στην ΕλλάδαΘαυμασμό, για την επιμονή του Θανάση να συνεχίσει τον δικαστικό αγώνα με πολλές θυσίες και να φτάσει στην απονομή δικαιοσύνης. Θαυμασμό και προς τον Δημοσθένη Δαπόντε που μπόρεσε και άντεξε και διαφώνησε με τους άλλους ενόρκους και έδωσε την ευκαιρία για δεύτερο δικαστήριο. Αλλά και εξιλέωση και ευχαρίστηση που τελικά αποδόθηκε δικαιοσύνη.
Γιατί πρέπει να διαβάσει κάποιος το «Καλύτερα Σκοτωμένη παρά Χωρισμένη»;Γιατί είναι κατά γενική ομολογία μια καλογραμμένη και πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Έχει, δηλαδή, τα δυο πιο σημαντικά συστατικά ενός καλού βιβλίου. Είναι, επίσης, μια αληθινή ιστορία με αντικειμενική καταγραφή όσων συνέβησαν, χωρίς να ωραιοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις. Είναι ιστορία ζωής, όπως επανειλημμένα την έχουν χαρακτηρίσει εδώ οι Αμερικανοί αναγνώστες: «true to life insights». Πολλά από όσα αναφέρει τα έχουμε όλοι λιγότερο ή περισσότερο αντιμετωπίσει. Μαθαίνει ο αναγνώστης από το παράδειγμα πολλών χαρακτήρων της ιστορίας, πολλοί από τους οποίους ήταν απλοί, αγράμματοι και φτωχοί, αλλά στάθηκαν ικανοί να κάνουν τις απαραίτητες θυσίες και να υποστούν τις συνέπειες για τη στάση τους.Ο αναγνώστης μεταφέρεται σ’ ένα μικρό χωριό, μακρινό κι απομονωμένο. Παραξενεύεται και μαγνητίζεται από το γεγονός ότι μεγάλα πράγματα και ιστορίες ξεκίνησαν από εκεί.. Η χρονική διαδρομή του εγκλήματος και της εξιχνίασής του είναι αρκετά μεγάλη για να προκαλεί ενδιαφέρον: Είκοσι χρόνια. Από το 1935 ως το 1955. Ο αριθμός των ανθρώπων που ανακατεύτηκαν στην υπόθεση είναι εντυπωσιακός. Υπήρξαν τόσοι υποψήφιοι δολοφόνοι και τρόποι δολοφονίας. Οι έντεκα εν δυνάμει δολοφόνοι αντέδρασαν ο καθένας με διαφορετικό τρόπο, κάτι που φανερώνει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Τα δικαστήρια, εξάλλου, που έγιναν ξεδιπλώνουν κοινωνικές, δικαστικές και πολιτικές καταστάσεις της εποχής εκείνης. Ο αναγνώστης μέσω του βιβλίου έχει τη δυνατότητα να αντιπαραβάλει το παρόν με το παρελθόν. Το βιβλίο δεν σταματά σ’ έναν φόνο ή σ’ ένα δικαστήριο, αλλά παρακολουθεί μέχρι το τέλος όλους τους πρωταγωνιστές, ικανοποιώντας την περιέργεια του αναγνώστη για το τι απέγινε ο καθένας στη συνέχεια. Τέλος, περιέχει πολλά ενδιαφέροντα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία που εμπλουτίζουν τη γνώση.
Πηγή: https://www.pagenews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.