γράφει ο Νικ. Μαυραγάνης
– Τα παλιότερα χρόνια η καρδιά της Αρτοτίνας χτυπούσε στο Σαφακέϊκο αρχοντικό. Ο Γιάννης, γιος του οπλαρχηγού Σαφάκα, μετά τη στρατιωτική και πολιτική του σταδιοδρομία, υπήρξε ο μοναδικός και αδιαφιλονίκητος άρχοντας της Αρτοτίνας και η κρίση του και η γνώμη του είχαν μεγάλη πέραση. Στο φιλόξενο αρχοντικό του η πόρτα ήταν πάντα ανοιχτή για όλους. Οι πιο γνωστικοί περνούσαν να τον χαιρετίσουν και να κουβεντιάσουν θέματα γενικού ενδιαφέροντος και να σχολιάσουν την πολιτική επικαιρότητα, ενώ ο ίδιος ήταν αντιοθωνικός. Άλλοι περνούσαν για καφέ και να τον συμβουλευτούν για προσωπικά ή οικογενειακά τους θέματα. Άλλοι ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν γιατί τους είχε στη δούλεψή του και ανάμεσα σ’ όλο αυτό το …. μελισσολόι δεν έλειψαν και εκείνοι που χαζοερωτούσαν: «Τι καιρό θα κάνει αύριο καπετάνιε;».
Γι’ αυτούς τους τελευταίους, ένας παλιός Αρτοτινός, όταν το καλούσε η κουβέντα, έλεγε:
«Τους χαζούς με τη κοσιά να τους… κόβεις δε σώνονται».
– Ο Σανιδογιώργος ήταν άνθρωπος με χιούμορ, και εραστής του ποτηριού, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα γινότανε «δαυλί». Ένα Σαββατόβραδο βγαίνοντας απ’ την ταβέρνα τρικλύζοντας και γράφοντας οχτάρια κουτούλησε στον τοίχο και μόλις κάπως ισορρόπησε έβγαλε από μέσα του το άχτι, λέγοντας «Εγώ σε πίνω για καλό και συ με πας στον τοίχο».
Μια άλλη φορά ο γιος του, μαθητής τότε δημοτικού, είχε διαπράξει απανωτές αταξίες και θέλοντας να τον νουθετήσει, άρχισε: «Υιέ μου, Υιέ μου γιατί με πικραίνεις; και συνεχίζει…». Όταν τελείωσαν οι νουθεσίες ο Κώστας απαντάει: «Πατέρα, πάλι τον καύκον ήπιες πάλι τον νουν απώλεσες;». Αυτή την αρχαιοπρεπή φράση την άκουσε στην ιστορία, για κάποιο Βυζαντινό Αυτοκράτορα, που ήταν και εκείνος τρελός εραστής του ποτηριού και έβαλε τα δυνατά του να την απομνημονεύσει για να τη σερβίρει ατόφια στον πατέρα του.
– Το δικαστήριο της Κουτσοκέρας…
Μόλις τελείωσε ο εμφύλιος (1950), η ζωή επανήλθε στην Αρτοτίνα, τα νοικοκυριά ανασυγκροτούνται και τα χωράφια καλλιεργούνται. Στις ράχες και στα πλάγια ακούγονται ξανά τα γλυκόλαλα κουδούνια των κουπαδιών και στις ρεματιές, αντιβουίζει λυπητερά το μοιρολόι της χαροκαμένης μάνας, που θρηνεί το αδικοχαμένο παιδί της στον επάρατο εμφύλιο.
Αυτόν τον καιρό στον Λάκο έχουν κουνάκι, στρούγκα και τυροκομούν μια σφιχτοδεμένη παρέα κτηνοτρόφων από τους: Θ. Κούπα, Ν. Φούσκα, Α. Σούτα, Κ. Γύφτο, και Κ. Π’λή. Μια ώρα πιο κάτω, στη Μπάδη, βρισκόταν το γιδομάντρι του Β. Σκουρομύτη.
Τις προβατίνες τις είχαν μπουχτίσει οι Βαρδουσιώτες και ορέχτηκαν να φάνε γίδα. Οι παλιοσυνήθειες, βλέπετε, δεν κόβονται με το… μαχαίρι. Ο Π’λής, που ήταν γρήγορος, σα να είχε φτερά στα πόδια, (εξ ου και το παρατσούκλι), μια φεγγαρόλουστη βραδιά τ’ Αυγούστου παραμονές τ’ Αϊ Γιαννιού πετάχτηκε στη Μπάδη και φέρνει για τη σούβλα μια γίδα Κουτσοκέρα.
Ανήμερα τ’ Αϊ Γιαννιού που το χωριό πανηγυρίζει και στις στάνες δεν βρίσκεται ψυχή, ο Σκουρομύτης κατέφυγε στην Αστυνομία και έκανε καταγγελία. Δυο χωροφύλακες, ο Χρύσανθος γνωστός της παρέας και ο άλλος Κρητικός, ασθμαίνοντες και κοπιώντες έφτασαν στο Λάκο και εντόπισαν από κοινού την ψησταριά και βρήκαν ένα κέρατο. Έπειτα σκόρπισαν για να βρουν κι άλλα… Στη σχισματιά της μεγάλης κοτρώνας, που βρίσκεται κοντά στο κονάκι, ο Χρύσανθος βρήκε στουπωμένο ένα γιδοτόμαρο. Το έβγαλε από εκεί και πήγε και το έκρυψε καλύτερα!
Ο Κρητικός βρήκε και αυτός κάτι γιδίσιες τρίχες πάνω στην ίδια την κοτρώνα και με τα δύο ευρήματα στο χέρι (κέρατο, τρίχες), γύρισαν στην Αστυνομία και έτσι έδεσε η μήνυση.
Η δίκη έγινε στην Άμφισσα τον επόμενο χρόνο με δικηγόρο υπεράσπισης το Γούναρη και κατηγορίας τον Κοκκινόπουλο. Δασκαλεμένοι οι κατηγορούμενοι από το δικηγόρο τους, ότι ο Εισαγγελέας της έδρας πενθεί ακόμα το χαμό του αδερφού του απ’ τους ΚΟΥΚΟΥΕΔΕΣ, ξεσπάθωσαν:
ΕΡΩΤΗΣΗ: Έχετε προηγούμενα με τον μηνυτή;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ναι, είναι ΚΟΥΚΟΥΕΣ (Κ.Κ.Ε.) και μας χωρίζει αίμα. Το 1947 που το λόγο
είχαν τα μαχαίρια οι αντάρτες εκτέλεσαν αναίτια τέσσερις δικούς μας.
Είναι αλήθεια ότι τα μετεμφυλιακά χρόνια διαμορφώθηκαν συνειδήσεις και παγιώθηκαν πιστεύω, όπως συνέφερε τον νικητή. Όποιος δεν ήταν εθνικόφρων με τη «βούλα» δεν προστατευόταν δεόντως απ’ το Κράτος.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Για την ψησταριά τι έχετε να πείτε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Κάθε εβδομάδα ψήνομε δικά μας.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Το κέρατο πώς βρέθηκε κοντά σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τα κέρατα δεν τα μαζεύουμε για τα κεφάλια μας, αλλά για να καλιγώνουμε τις μαγκούρες μας. Νάτες μερικές είναι στημένες πίσω στη γωνία.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Οι γιδότριχες τι χαλεύαν στην κοτρώνα;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο καθένας από εμάς έχει δύο – τρεις γίδες στο κοπάδι να τρώνε γάλα τα παιδιά του, και αυτές έχουν το ιδίωμα να σκαρφαλώνουν για να κοιμηθούν πάνω στις πιο μεγάλες πέτρες, επόμενο είναι να αφήσουν κάποιες τρίχες.
Η διαδικασία της δίκης τελείωσε, η απόφαση βγήκε, η αλήθεια γύρισε ανάποδα και οι πρώην κατηγορούμενοι επέστρεψαν στο χωριό νικητές και τροπαιούχοι.
Εκείνη τη χρονική περίοδο, που οι ανθρώπινες σχέσεις ήταν ταραγμένες, λόγω του εμφυλίου, οι επικεφαλής του χωριού, Πρόεδρος και Αστυνόμος, ήταν μετριόφρονες άνθρωποι, συναινετικοί και καλοσυνάτοι.
Με σύνεση και σχέδιο κατόρθωσαν να φέρουν στο ίδιο τραπέζι τους πρώην διαδίκους και όλοι μαζί ρεφενίζοντας μεζέ και με κρασί καταμπελίσιο ξενύχτησαν και τους πήρε η χαραυγή.
Έκτοτε η ζωοκλοπή σπανίζει στην Ελλάδα.
Τη σκυτάλη την άφησε η κάπα και την πήρε η γραβάτα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.