του Γ. Ριόλα
Τα
παλιά χρόνια που το ψωμί έβγαινε με πολύ κόπο στο Λιδωρίκι, το
μεροκάματο ήταν δύσκολο να το βρει κανείς. Γι’ αυτό και οι νοικοκύρηδες
δεν έχαναν ποτέ ευκαιρία για ένα τέτοιο πρόσθετο έσοδο όταν το έφερνε η
τύχη. Μέσα, αλλά και τρόπος ζωής ήταν για όλους το τσεκούρι για τα ξύλα,
οι τσάπες και τα «δικέλλια» για το σκάλισμα και το σκάψιμο των χωραφιών
και κήπων, τα κλαδευτήρια και τα πριόνια για το κλάδεμα, οι αξίνες
(κασμάδες) για τις δύσκολες και βαριές δουλειές και οι παραμίνες
(ειδικοί λοστοί) για την διάνοιξη οπών σε βράχους, ώστε να τους
ανατινάξουν με εκρηκτικά.
Αν όμως οι νοικοκύρηδες και οι προκομμένοι
κάτοικοι ζούσαν από εργαλεία όπως και τα παραπάνω, υπήρχαν και κάποιοι
που τα απέφευγαν όπως ο διάβολος το λιβάνι. Και αυτοί ήσαν οι τεμπέληδες
που ζούσαν τον εφιάλτη να βρεθούν κάποτε στην ανάγκη να πιάσουν αξίνα
(κασμά) στα χέρια τους για να βγάλουν καμιά δραχμή για την οικογένεια
και τα παιδιά τους Τέτοιοι τεμπέληδες ήσαν και ο Μήτσος με τον Θανάση.
Ήσαν συχνοί θαμώνες στο παραδοσιακό και αλησμόνητο ταβερνάκι του
Κουτσούμπα. Το μόνο βάσανο που τους απασχολούσε ήταν ποιος από τους δυο
θα πλήρωνε το πρώτο κατρούτσο (κατοσταράκι) ρετσίνα, διότι ακολούθως
τους κερνούσαν πολλά ακόμη οι γνωστοί τους, που πήγαιναν στο ταβερνάκι.
Συχνά τριγυρνούσαν στις γειτονιές του Λιδωρικίου, σχεδιάζοντας την
επόμενη αμάκα τους, από κάποιον συγχωριανό τους. Η σχέση και των δύο με
αυτό που λέμε δουλειά ήταν ελάχιστη και για το μεγάλωμα των παιδιών τους
νοιάζονταν μόνο οι γυναίκες τους και οι παππούδες των παιδιών τους.
Άχρηστοι και άθλιοι και οι δύο, περιφέρονταν άσκοπα κάθε μέρα στο
Λιδωρίκι, αφού τελικά τους είχαν διώξει και από τα ταβερνάκια και τα
καφενεία της εποχής, μιας και τα χρέη (βερεσέδια) τους για τις ρετσίνες,
τα ρακιά και τους μεζέδες είχαν πιάσει ταβάνι.
Εκεί λοιπόν που
περπατούσαν, ο Μήτσος που προπορευόταν, αναπήδησε στα ξαφνικά έντρομος
και έβγαλε μία σπαρακτική φωνή που έκοψε την ανάσα του φίλου του, του
άλλου τεμπέλαρου που τον ακολουθούσε. «Τι έπαθις Μήτσου κι τρόμαξις;
Είδις κανένα φίδ’; », τον ρώτησε αμέσως ο Θανάσης, έτοιμος να το βάλει
στα πόδια. «Όχι ρε Θανάσ’. Δεν είδα φίδ’. Έναν κασμά είδα παραπιταμένου
κι τρόμαξα», απάντησε λαχανιασμένος από τη λαχτάρα του ο Μήτσος και
κίνησαν αμέσως να φύγουν και οι δύο από τη γειτονιά, κατασυγχυσμένοι για
το κακό που τους έτυχε μεσημεριάτικα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.