Κυριακή 4 Ιουνίου 2017

Το φονικό του Δροσοκώστα από τον Τουρκάκη

  "Τα όσα θα σας διηγηθώ, είναι μια αληθινή ιστορία που τοποθετείται γύρω στα 1890 και που συνετάραξε και κράτησε σε αγωνία το Λιδορίκι και τα γύρω χωριά για πολλά χρόνια.  Μου την είχε διηγηθεί ο παππούς μου Γιαννιός Δρόσος - που ήταν αδερφός του Δροσοκώστα, και που τα έζησε από πολύ κοντά - αλλά τα άκουσε και από πολλούς άλλους.

   Όταν απελευθερώθηκε το Λιδορίκι από τους Τούρκους, μεταξύ των οικογενειών των Τούρκων που ζούσαν εκεί ήταν και μια που την αγαπούσαν πολύ οι Έλληνες, για την καλή συμπεριφορά της απέναντί τους, επί Τουρκοκρατίας.

   Η οικογένεια αυτή έμεινε και μετά, αφού ασπάσθηκε την Χριστιανική Θρησκεία και πήρε την Ελληνική υπηκοότητα. Γόνος αυτής της οικογενείας ήταν ένα όμορφο, ξανθό παλληκάρι που το φώναζαν με το παρατσούκλι "Τουρκάκης", χωρίς να έχει καμία σχέση με τον Τουρκάκη της Μαρίας της Πενταγιώτισσας.

   Την ίδια εποχή , μια απ' τις πιο ακουσμένες και νοικοκυρεμένες οικογένειες του Λιδορικιού, ήταν και εκείνη των Δροσαίων, με κορυφαίο το Δρόσο Ιωαν.Δρόσο, που είχε τέσσερα αγόρια (το Γιαννιό, το Χρήστο, το Θανάση και τον Κώστα) και τρεις θυγατέρες - τη Θυμιούλα, που παντρεύτηκε το Γιάννη Λατσούδη, την Βάσω, που παντρεύτηκε τον Κωνσταντέλλο Πέτρου (έμποροι και οι δύο) και τη Μαρία, που παντρεύτηκε τον Γεωργ. Πουρνιά (Κουσιάδα). Τη Θυμιούλα και τη Μαρία στα γεράματά τους, τις έσφαξαν οι Γερμανοί, όταν τον Αύγουστο του 1944 έκαψαν το Λιδορίκι. Τα παιδιά του γέρο Δρόσου, ήταν λεβέντες και παλληκάρια, αλλά ο Κώστας τους ξεπέρναγε όλους και ήταν ακουσμένος απ' άκρη σ' άκρη της Δωρίδος: Ο Δροσοκώστας με  τ' όνομα.


Ο Δροσοκώστας, με τη παραδοσιακή του φορεσιά και με πλήρη εξάρτηση  (περί το 1885)




   Με τον Τουρκάκη ο Δροσοκώστας είχε φιλία κι' οι δυο τους είχαν εκτίμηση απ' την κοινωνία. Την εποχή εκείνη ζούσε στο Λιδορίκι η όμορφη Κρυστάλλω. Ήταν κόρη του Κότταρη, αδελφού του βουλευτή της Επαρχίας Δωρίδος. (Ο βουλευτής Κότταρης, είναι εκείνος, που είπε το περίφημο "ξέρω γραμματική ως το κλιέφτω, κλιέφτεις, κλιέφτουμεν", όταν στη Βουλή, που γινόταν συζήτηση για κάποια κατάχρηση και μίλαγε κι' αυτός, δέχτηκε ειρωνική  παρέμβαση του Υπουργού Δεληγιάννη, για τη γραμματική .

   -  Μέχρι που μάθατε τη γραμματική κ, Κότταρη;

   Και εκείνος απάντησε:

    - Μέχρι το  κλιέφτω, κλιέφτεις, κλιέφτουμε κ . Υπουργέ)

   Η Κρουστάλλω, δεν ήταν μόνο όμορφη, αλλά και πλούσια, ξακουσμένη νοικοκυροπούλα και σεμνή κοπέλα και όλα αυτά την έκαναν, όχι μόνο περιζήτητη νύφη, αλλά και το μήλο της έριδος, μεταξύ των παλληκαριών, που ερωτοχτύπαγε η καρδιά τους και όταν γινόταν γάμος, χαρά και πανηγύρι, γινότανε και διαγωνισμός μεταξύ τους στο χορό, στο τραγούδι και στο λιθάρι (αγώνισμα που γινόταν στα πανηγύρια) . Οι γονείς όμως της Κρυστάλλως κάνανε όνειρα για την κόρη τους να παντρευτεί όχι με Λιδορικιώτη κτηματία και τσέλιγκα, αλλά με ξένο μορφωμένο άνθρωπο, γι' αυτό και τις προτάσεις των ντόπιων τις απέρριπταν.

   Μεταξύ αυτών  που τη ζήτησαν και αρνήθηκαν, ήταν και ο Δροσοκώστας. Θέλεις γιατί την αγαπούσε, θέλεις γιατί τον αγαπούσε και η Κρυστάλλω, θέλεις γιατί προσεβλήθη απ' την άρνηση των γονέων της, ο Δροσοκώστας την απήγαγε στα βουνά και οι γονείς της δέχτηκαν και την παντρεύτηκε.

   Λίγο αργότερα, απόκτησαν μια κόρη, την Παναγιωτίτσα, σύζυγο αργότερα του Ζαβορίτη.



Το χωριό μας, στην παλιότερή του φωτογραφία, βγαλμένη στις 30 Ιουνίου 1902!


Οι φιλικές σχέσεις που είχε ο Δροσοκώστας με τον Τουρκάκη μετά το γάμο του πρώτου με την Κρυστάλλω, είχαν ψυχρανθεί και όπως λεγόταν είχανε αλλάξει και βαριές κουβέντες μεταξύ τους γιατί ο Τουρκάκης κρυφαγαπούσε την Κρυστάλλω.

   Ο Δροσοκώστας είχε ποτιστικά κτήματα στη θέση "Φτελιά" του Λιδορικιού και ο Τουρκάκης είχε άλογα εκεί, με τα οποία αλώνιζε τα σιτάρια των γεωργών της περιοχής .

   Μια μέρα ο Τουρκάκης βρήκε ένα άλογό του πληγωμένο, κοντά στα χωράφια του Δροσοκώστα και όταν ο δεύτερος τα επισκέφτηκε μαζί με την Κρυστάλλω, ο πρώτος από απόσταση τριάντα μέτρων του είπε :

   - Δε μου λες ρε Δροσοκώστα, γιατί μου βάρεσες το άλογο;

   Ο Δροσοκώστας που ήταν πραγματικό παλληκάρι, αλλά και μυαλωμένος άνθρωπος του απάντησε.

   - Εγώ Τουρκάκη, δεν δείχνω την παλληκαριά μου στα ζώα, ψάξε να βρεις ποιός σου βάρεσε το άλογο.

   Ο Τουρκάκης, όμως, υποτιμητικά του απάντησε.

   - Από τότε που παντρεύτηκες έχασες την παλληκαριά σου, γιατί σε διευθύνει άλλος (εννοώντας την Κρυστάλλω).

   Τότε πετάχθηκε η Κρυστάλλω και είπε στον άνδρα της :

   - Τι το φυλάς μωρέ το παλιοτόμαρο;

   Κι' ο Δροσοκώστας εκσφενδόνησε ένα μεγάλο λιθάρι κατά του Τουρκάκη, που αν δεν έσκυβε θα τον άφηνε στον τόπο.

   Ο Τουρκάκης, που φαίνεται περίμενε αυτή τη στιγμή, σήκωσε το ντουφέκι του (γκρα) και σαν καλός σκοπευτής που ήταν φύτεψε μια σφαίρα ανάμεσα στα φρύδια του Δροσοκώστα και τον άφησε νεκρό.

   Το φονικό μαθεύτηκε αστραπιαία σ' όλη την περιφέρεια που ήταν γνωστός ο Δροσοκώστας. Συγκίνησε πολύ κόσμο ο θάνατος του ανδρειωμένου και πολλοί  φίλοι κι' αδελφοπητοί του τον κλάψανε. Εν τω μεταξύ αναστατώθηκε το Δροσαίϊκο σόϊ, απειλήθηκαν αντεκδικήσεις, αναζητήθηκε ο Τουρκάκης, αλλά αυτός εξαφανίσθηκε για λίγες μέρες, για να παρουσιασθεί στον εισαγγελέα Αμφίσσης και να παραδοθεί.

   Απολογούμενος, ισχυρίσθηκε ότι του επετέθη το θύμα και το πυροβόλησε γιατί, αν το άφηνε να πλησιάσει σαν πιο γερό παλληκάρι που ήταν εκείνο, θα τον σκότωνε.

   Οι Δροσαίοι, παρουσίασαν μάρτυρες ότι ο φόνος ήταν σκηνοθετημένος (δολοφονία) και τον έκαμε ο Τουρκάκης για να εκδικηθεί την Κρυστάλλω και το άλογο το είχε τραυματίσει άλλος. Παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο Χαλκίδος ο Τουρκάκης και οι ένορκοι τον κήρυξαν ένοχο και του επεβλήθη ποινή καθείρξεως είκοσι χρόνων.

   Αντί να ξεχασθεί και με την καταδίκη να σβήσει σιγά - σιγά, όπως συνήθως συμβαίνει, η φωτιά που είχε ανάψει ο φόνος του Δροσοκώστα, άνοιξε ένα νέο δραματικό κεφάλαιο της ιστορίας αυτής, στη συνέχεια. Ο Τουρκάκης, αφού έμεινε δυο χρόνια στις φυλακές Χαλκίδος δραπέτευσε βγαίνοντας από τον υπόνομο των φυλακών και επανήλθε στην περιοχή Λιδορικίου.

   Εκεί βγήκε στο κλαρί και βρήκε γνωστούς και φίλους που τον έκρυβαν και άρχισε τις απειλές εναντίον των Δροσαίων. Διέδιδε μ ότι όπου βρει άνδρα απ΄τους Δροσαίους θα τον σκοτώσει και όπου γυναίκα θα της κόψει τα μαλλιά, τη μύτη και τα αυτιά .

   Όπως ήταν ανοργάνωτη η ασφάλεια της χώρας τότε και μπορούσαν οι ληστοφυγόδικοι και κυκλοφορούσαν ανενόχλητοι, κατόρθωνε ο Τουρκάκης και έμπαινε μέσα στο Λιδορίκι και παραμόνευε στα Δροσαίϊκα τα σπίτια μετά το σούρουπο και για να μην αναγνωρίζεται ντυνόταν γυναικεία ρούχα.

   Οι Δροσαίοι το μάθανε και πριν σουρουπώσει είχαν δώσει εντολή οι γυναίκες και τα παιδιά τους να κλειδώνονται στα σπίτια. Η μάνα μου, μου έλεγε ότι ένα απόγευμα, μικρή ακόμα γύρω στα 10 της χρόνια, πηγαίνοντας στον κήπο τους, που ήταν λίγο μακριά απ' το σπίτι, είδε σε μια γωνιά, ντυμένο γυναικεία, με μαντήλι στο κεφάλι και συγκούνι στις πλάτες, τον Τουρκάκη να καιροφυλακτεί. Τρομοκρατημένη, πήδησε  φράχτες και μάντρες να φτάσει στο σπίτι της.

   Όταν διαπιστώθηκε, ότι ήταν αδύνατο να εξουδετερωθεί ο Τουρκάκης, ο άνδρας της Θυμιούλας Δρόσου ο Γιάννης Λατσούδης, έμπορος στο Λιδορίκι και άνθρωπος με προσωπικότητα και γνωριμίες πολλές, ζήτησε απ' την Κυβέρνηση να επικηρύξει τον Τουρκάκη, γιατί τότε θα ήταν δυνατό να τον προδώσουν οι τροφοδότες του.

   Η Κυβέρνηση όμως δεν δεχόταν, γιατί δεν είχε παρουσιάσει μετά την απόδρασή του από τη φυλακή, ληστρική δράση. Κατόπιν όμως πιέσεων με το φίλο του πολιτευτή της Δωρίδας Λιδωρίκη, ο Λατσούδης κατόρθωσε και επικηρύχθηκε ο Τουρκάκης, αντί σεβαστού ποσού, ως επικίνδυνος εις την Δημόσια ασφάλεια.

   Μόλις το έμαθε αυτό ο Τουρκάκης, άλλαξε τροφοδότες και στέκια, ενώθηκε με ένα άλλο ληστοφυγόδικο της περιφέρειας, το Θανασέκο και περιορίστηκε στην επικοινωνία του με λίγους ανθρώπους της απολύτου εμπιστοσύνης του.

   Συγχρόνως όμως έστρεψε όλο το μίσος του, για να ξεκληρίσει, όπως έλεγε, την οικογένεια Λατσούδη πρώτα και μετά τις οικογένειες των Δροσαίων. Το εμπορικό κατάστημα του Λατσούδη ήταν στην πλατεία στο Αλωνάκι και συνεχόμενο ήταν το σπίτι του. Με το σούρουπο έκλεινε το μαγαζί του και τη νύχτα έμενε συρτομανταλωμένος με την οικογένειά του.

   Μαζί με τους Δροσαίους, είχε καταστρώσει ο Λατσούδης σχέδιο εξόντωσης του Τουρκάκη, αλλά εκείνος ήταν δαιμόνιος και ήταν αδύνατο να τον συναντήσουν, παρ' ότι μεταμφιεσμένος σε γυναίκα, έμπαινε στο Λιδορίκι και κρυβότανε σε σπίτια ανθρώπων της απολύτου εμπιστοσύνης του.

   Ένα βράδυ, είχε σουρουπώσει και ο Λατσούδης δεν κατέβηκε απ' το μαγαζί στο σπίτι του και η γυναίκα του ανησύχησε και ανεβαίνοντας είδε την πόρτα του μαγαζιού ανοιχτή, οπότε αστραπιαίως έτρεξε και την έκλεισε βάζοντας πίσω και το σίδερο ασφαλείας.

   Δεν πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και ακούστηκε απ'έξω, η φωνή του Τουρκάκη:

   - Ορέ τι έπαθα ! μου γλύτωσε ο άτιμος ..

   Σε λίγο τον είδαν απ' το παράθυρο ν' απομακρύνεται ντυμένος γυναίκα. Τη σκηνή αυτή τη θυμάται ο γιός του Γιάννη Λατσούδη, ο Θανάσης, που ήταν τότε μικρό παιδί. Σε λίγες μέρες ο Τουρκάκης παραφύλαγε κρυμμένος κοντά στο σπίτι του Χρήστου Δρόσου - αδελφού του Δροσοκώστα - να τον σκοτώσει, αλλά αυτός ειδοποιήθηκε και άλλαξε δρόμο.

   Έπειτα απ' τη λαχτάρα αυτή, διαπιστώθηκε πως η κατάσταση δεν ήταν μόνο εφιαλτική αλλά και πολύ επικίνδυνη. Έγιναν πιο επίμονες προσπάθειες και ανακάλυψαν ότι ο Τουρκάκης πήγαινε  τακτικά σε ένα κουμπάρο του τσοπάνη, ονόματι Κοντογιάννη, στο χωριό Βράϊλα.

   Ο Λατσούδης κατόρθωσε και ήλθε σε επαφή με τον Κοντογιάννη, μέσω προσώπων που είχε αυτός εμπιστοσύνη, και του έγινε πρόταση να τον προδώσει ή να τον σκοτώσει ο ίδιος και να πάρει την επικηρυχθείσα αμοιβή. Ο Κοντογιάννης αρνήθηκε στην αρχή για σοβαρούς λόγους: Πρώτα γιατί, όπως είπαμε, ο Τουρκάκης είχε ενωθεί με το ληστοφυγόδικο Θανασέκο, με τον οποίο ποτέ δεν παρουσιάζονταν στους εμπίστους τροφοδότες τους οι δύο μαζί, και είχαν διαδώσει ότι, άμα προδοθεί ο ένας απ' τους δύο, όποιος επιζήσει θα ξεκληρίσει την οικογένεια του προδότη και δεύτερο, γιατί ο Τουρκάκης έτρωγε στους δικούς του με το δάχτυλο στη σκανδάλη του όπλου, και το φαγητό και το πιοτό που του δίνανε, πρώτος έπρεπε να φάει και να πιεί αυτός που το έδινε. Δεν κοιμότανε δε ποτέ σε σπίτια, αλλά σε λημέρια, που τα ήξερε μόνο ο ίδιος.

   Τότε, μετά από πολλές προσπάθειες, έγινε ένα σχέδιο που το δέχτηκε και ο Κοντογιάννης.

    - Θα εύρισκε τον τρόπο να δηλητηριάσει τον Τουρκάκη με ένα δραστικότατο δηλητήριο, που θα του προμήθευαν. Αφού θα ήταν νεκρός θα τον μετέφερε σε μια ερημική τοποθεσία καθορισμένη ακριβώς.

   Εν τω μεταξύ, ο Λατσούδης ήλθε σε επαφή με τον επικεφαλής του αποσπάσματος Χωροφυλακής που κυνηγούσαν τους ληστοφυγόδικους της περιοχής, να εμφανισθεί στο μέρος που θα ήταν νεκρός ο Τουρκάκης και να γίνει μια εικονική μάχη και να φανεί ότι τον σκότωσε το απόσπασμα. Κατόπιν τούτου, ο αποσπασματάρχης θα έπαιρνε την επικήρυξη και το γαλόνι και ο Κοντογιάννης δεν θα φαινόταν ότι είχε ανάμειξη στην υπόθεση, Θα έπαιρνε , όμως ο Κοντογιάννης, μια γερή αμοιβή, την οποία πλήρωσαν ο Λατσούδης με τους Δροσαίους από δικά τους.

    Έτσι και έγινε, πιστεύτηκε, τότε , ότι ο Τουρκάκης σκοτώθηκε στη μάχη με το απόσπασμα. Κι' έτσι γλύτωσε ο Κοντογιάννης απ' τον Θανασέκο και τους συγγενείς του δηλητηριασμένου αλλά και απέφυγε το στίγμα του προδότη . Με τον τρόπο αυτό , δόθηκε τέλος σ' ένα Γολγοθά, που για πολύ ανέβαιναν τρομοκρατημένες δεκάδες οικογένειες του Λιδορικιού.

   Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, κι' όταν δεν ζούσε πια ο Κοντογιάννης και είχε ξεχαστεί η ιστορία αυτή, βγήκαν όλα στη φόρα." ..

Η αφήγηση των γεγονότων, γύρω απ' τη δολοφονία του Δροσοκώστα, απ' τον Τουρκάκη, αλλά και όσων ακολούθησαν μετά, είναι του αείμνηστου χωριανού μας Γιάννη Σκούτα, και δημοσιεύτηκε στα "ΛΙΔΩΡΙΚΙΩΤΙΚΑ" του Γιώργου Καψάλη, το 1983.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.