απόσπασμα από το προς έκδοση βιβλίο με τίτλο:
''ΘΑΜΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ , ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ''
του Κ. Γ. ΜΠΕΡΤΣΙΑ με καταγωγή από τον Κόκκινο
Μεγάλο γεγονός ήταν για τον Έπαχτο και για την γύρω περιοχή η ζωοεμποροπανήγυρης που κάθε χρόνο ξεκίναγε ανήμερα του Αγίου Δημητρίου.
Στην δεκαετία του πενήντα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα διαρκούσε ολόκληρη βδομάδα και η κοσμοσυρροή από τα χωριά της Ναυπακτίας, της Δωρίδας αλλά και από την Αχαΐα ήταν τόσο έντονη που εκείνες τις μέρες τριπλασιαζόταν ο πληθυσμός της πόλης. Χαράς ευαγγέλια για τους εμπόρους και τα πανδοχεία της Ναυπάκτου !!
Στην δεκαετία του πενήντα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα διαρκούσε ολόκληρη βδομάδα και η κοσμοσυρροή από τα χωριά της Ναυπακτίας, της Δωρίδας αλλά και από την Αχαΐα ήταν τόσο έντονη που εκείνες τις μέρες τριπλασιαζόταν ο πληθυσμός της πόλης. Χαράς ευαγγέλια για τους εμπόρους και τα πανδοχεία της Ναυπάκτου !!
Κάθε χρόνο ο παππούς μου έπαιρνε τον Γιώργο τον πατέρα μου, που ήταν ο μικρότερος γιος του και επισκεπτόντουσαν το επαχτίτικο παζάρι όπως ήταν πιο γνωστό.
Στο παζάρι έβρισκες τα πάντα, από άλογα, γαϊδούρια, μοσχάρια και αιγοπρόβατα μέχρι υφάσματα, ρούχα, παπούτσια, τρόφιμα, σπόρους, γεωργικά εργαλεία και ό,τι ήταν αναγκαίο για την ζωή στη επαρχία εκείνη την εποχή. Δεν έλειπαν βέβαια και κάποια νεωτερίστικα εμπορεύματα που για πρώτη φορά τα έβλεπαν οι άνθρωποι της επαρχίας. Ήσαν κυρίως αγροτικά και κτηνοτροφικά εργαλεία. Δύσκολα τα αποδεχόντουσαν οι άκρως συντηρητικοί κάτοικοι εκείνης της εποχής. Η κρατούσα αντίληψη ήταν:
“όπως τα βρήκαμε από τους γονείς μας έτσι πρέπει να τα παραδώσουμε στα παιδιά μας”.
Στο παζάρι έβρισκες τα πάντα, από άλογα, γαϊδούρια, μοσχάρια και αιγοπρόβατα μέχρι υφάσματα, ρούχα, παπούτσια, τρόφιμα, σπόρους, γεωργικά εργαλεία και ό,τι ήταν αναγκαίο για την ζωή στη επαρχία εκείνη την εποχή. Δεν έλειπαν βέβαια και κάποια νεωτερίστικα εμπορεύματα που για πρώτη φορά τα έβλεπαν οι άνθρωποι της επαρχίας. Ήσαν κυρίως αγροτικά και κτηνοτροφικά εργαλεία. Δύσκολα τα αποδεχόντουσαν οι άκρως συντηρητικοί κάτοικοι εκείνης της εποχής. Η κρατούσα αντίληψη ήταν:
“όπως τα βρήκαμε από τους γονείς μας έτσι πρέπει να τα παραδώσουμε στα παιδιά μας”.
Σε εκείνο το παζάρι ο μικρός Γιώργος έβλεπε πράγματα για πρώτη φορά στη ζωή του και οι ορίζοντές του άνοιγαν, τον εντυπωσίαζαν και του καλλιεργούσαν την νοοτροπία πως πρέπει να αγκαλιάζει τα καινούργια και άρχισε σιγά σιγά να πιστεύει ότι οι αλλαγές είναι πρόοδος..
Ο μικρός ο Γιώργος έβλεπε με άλλο μάτι τα καινούργια εργαλεία, καταλάβαινε ποσό θα τον βοηθούσαν στην δουλειά του και ποσό πιο παραγωγικές θα ήταν οι προσπάθειες του.
Έπειθε τον πατέρα του και κάθε φορά που γύριζαν από το παζάρι κάτι καινούργιο θα κουβάλαγαν με την κυρά Μαρία, την μάνα του, να γκρινιάζει, που σπαταλούν τα χρήματα τους σε άχρηστα πράγματα.
Έφεραν από τους πρώτους στη μικρή κοιλάδα του Μόρνου το σιδερένιο άροτρο, την μηχανή όπως την έλεγαν, την σιδερένια σβάρνα και την ραντιστήρα πλάτης.
Την χρονιά της γέννησης μου, έφεραν ένα πουλάρι που εξελίχθηκε σε ένα υπέροχο άλογο. Η μάνα μου είχε να το λέει για πολλά χρόνια, όταν αναφερόταν στην γέννηση μου ή στην ηλικία μου, αμέσως συμπλήρωνε: έχεις την ίδια ηλικία με την Κούλα, που ήταν το όνομα του αλόγου.
Η Κούλα μαζί με ένα ψηλόσωμο μουλάρι, που ήταν δώρο από την Αμερικανική βοήθεια και την UNRRA, έφτιαξαν ένα ταιριαστό δίδυμο που όργωνε για δυο περίπου δεκαετίες τα χωράφια μας, τα ποτιστικά στο κάμπο και τα άνυδρα μπαΐρια, που καλλιεργούσαμε και ήσαν έξω από τους αρδευτικούς αύλακες στις πλαγιές των μικρών λόφων στην βορειοδυτική πλευρά του κάμπου.
Ο παππούς του άρεσαν οι ήχοι των κουδουνιών και πάντα αγόραζε κάποια κουδούνια με διάφορους ήχους για να κάνουν ιδιαίτερη την βουκολική μουσική, που τις νύχτες του καλοκαιριού αντιλαλούσε στους λόφους πέριξ της κοιλάδας δημιουργώντας μια πανδαισία ηχητικών ακουσμάτων. Υπήρχε ένας άτυπος ανταγωνισμός μεταξύ των βοσκών για το ποιου τα κουδούνια των κοπαδιών θα παράσχει την πιο ιδιαίτερη και σαγηνευτική μουσική.
Πρέπει να ήταν ή το 1960 ή το 1961, που θυμάμαι τον πατέρα να εξιστορεί στην μητέρα μου ότι στο παζάρι γνώρισε κάποιον από το Αγρίνιο που καλλιεργούσε ρύζι-έχει ορυζώνες- θυμάμαι την φράση που είπε στην μητέρα μου.
«Του χρόνου θα αγοράσω ρύζι να σπείρουμε και μεις» συνέχισε να λέει στην κυρά Ευθυμία, «ρώτησα και έμαθα τα πάντα για την καλλιέργεια του ρυζιού».
-Δεν ξέρω εγώ από αυτά.. του απαντά η μάνα μου. Αλλά για πες μου, γιατί κανείς όλα αυτά χρόνια δεν έχει σπείρει εδώ στο κάμπο ρύζι; Μήπως δεν γίνεται; Μήπως θέλει αλλά χώματα που ο δικός μας κάμπος δεν έχει; Δεν το αφήνεις καλύτερα Γιώργο...
-Κοίταξε γυναίκα πρέπει να δοκιμάσουμε, γιατί δεν το έχουν κάνει άλλοι εμένα δεν με ενδιαφέρει, εμένα ο Αγρινιώτης μου είπε πως είμαστε βλάκες, έχετε μου λέει εύφορα χωράφια, μπόλικο νερό και ασχολείστε ακόμη με καλαμπόκια και σιτάρια που δεν έχουν λεφτά .. βάλε ρύζι να κονομήσεις μου είπε, άστο Ευθυμία του χρόνου θα το κάνουμε.
Αυτή η λουγκιά δίπλα στο ποτάμι που είναι επτά στρέμματα θα την καλλιεργήσουμε ρύζι θα είμαστε οι πρώτοι ! και μην το πεις σε κανένα θα τρίβουν τα μάτια τους οι χωριανοί μας!
Την επόμενη άνοιξη η πρώτη δουλειά του πατέρα ήταν να προετοιμάσει τα επτά στρέμματα για την σπορά του ρυζιού. Διπλοόργωσε πολύ καλά το χωράφι, το ίσιωσε με την σβάρνα, το αλφάδιασε, έφτιαξε στα άκρα μικρά αναχώματα ώστε το νερό που θα κατέκλυζε την έκταση να μην έχει δυνατότητα διαφυγής και το ύψος του να μην ξεπερνά τους δέκα πόντους .
Αρχές Μαΐου πήγε στην πρωτεύουσα και αγόρασε δυο σακιά ρύζι των πενήντα κιλών. Ο έμπορος παραξενεύτηκε για την ποσότητα και τον ρώτησε:
-Τι θα το κανείς τόσο ρύζι ρε Γιώργο; Κρατώντας μυστικό το σχέδιο του απάντησε:
⁃ Δεν είναι όλο δικό μου Θόδωρε ..
Η κοιλάδα πριν σκεπαστεί από τα νερά της λίμνης του Μόρνου |
Μόλις ζέστανε ο καιρός, κάπου στα μέσα Μαΐου, έσπειρε το ρύζι όπως τον είχε δασκαλέψει ο Αγρινιώτης και περίμενε με ανυπομονησία να φυτρώσει το πρώτο ρύζι στην ιστορία της κοιλάδας.
Οι μέρες περνούσαν, φθάσαμε στο μήνα και ούτε ένα φυτό δεν είχε ξεμυτίσει από το νερό.
Απογοητευμένος άρχισε να λέει το πρόβλημα του αριστερά και δεξιά, βέβαια κανείς δεν μπορούσε να του δώσει κάποια εξήγηση. Δεν έφτανε η στενοχώρια του είχε και την μάνα μου, που του γκρίνιαζε, πως κάνει του κεφαλιού του, δεν ρωτά κανένα, χάσαμε τόσα χρήματα και δουλειά ενός μήνα με τα πειράματα του μουρμούριζε ..
Στα μέσα Ιουνίου μας επισκέφθηκε ο αδελφός της μάνας μου που υπηρετούσε την θητεία του στη αεροπορία και είχε πάρει άδεια .
Γαμπρέ του λέει:
-Τι ρύζι φύτεψες; από που αγόρασες τον σπόρο;
-Από το Γκομόζια, από το Λιδωρίκι .
-Άσπρο ρύζι , αυτό που μαγειρεύουμε, αγόρασες;
Άρχισε να γελά και του λέει, μα αυτό είναι αποφλοιωμένο, είναι επεξεργασμένο και δεν φυτρώνει ... έπρεπε να προμηθευτείς σπόρο γνήσιο ....
Έτσι άδοξα έσβησε η προσπάθεια να γίνουν ορυζώνες τα καλαμποχώραφα της κοιλάδας !!
Πέρασαν χρόνια και όσες φορές θύμιζα στον πατέρα μου το πάθημα του φαινόταν καθαρά ότι τον ενοχλούσε και η αντίδραση του ήταν: Ότι κάτι άλλο έφταιγε και όχι ο σπόρος και ότι ήμουν μικρός τότε και δεν θυμάμαι καλά την ιστορία ... Τέλος πάντως όπως και να έχουν τα πράγματα ο πατέρας ήταν προοδευτικός και ας μην ευοδώθηκαν τα όνειρα του για τους ορυζώνες. Και οι πρωτοπόροι πατέρα έχουν τις αποτυχίες τους χωρίς αυτό να τους στερεί τον τίτλο του νεωτεριστή !!.
Οι μέρες περνούσαν, φθάσαμε στο μήνα και ούτε ένα φυτό δεν είχε ξεμυτίσει από το νερό.
Απογοητευμένος άρχισε να λέει το πρόβλημα του αριστερά και δεξιά, βέβαια κανείς δεν μπορούσε να του δώσει κάποια εξήγηση. Δεν έφτανε η στενοχώρια του είχε και την μάνα μου, που του γκρίνιαζε, πως κάνει του κεφαλιού του, δεν ρωτά κανένα, χάσαμε τόσα χρήματα και δουλειά ενός μήνα με τα πειράματα του μουρμούριζε ..
Στα μέσα Ιουνίου μας επισκέφθηκε ο αδελφός της μάνας μου που υπηρετούσε την θητεία του στη αεροπορία και είχε πάρει άδεια .
Γαμπρέ του λέει:
-Τι ρύζι φύτεψες; από που αγόρασες τον σπόρο;
-Από το Γκομόζια, από το Λιδωρίκι .
-Άσπρο ρύζι , αυτό που μαγειρεύουμε, αγόρασες;
Άρχισε να γελά και του λέει, μα αυτό είναι αποφλοιωμένο, είναι επεξεργασμένο και δεν φυτρώνει ... έπρεπε να προμηθευτείς σπόρο γνήσιο ....
Έτσι άδοξα έσβησε η προσπάθεια να γίνουν ορυζώνες τα καλαμποχώραφα της κοιλάδας !!
Πέρασαν χρόνια και όσες φορές θύμιζα στον πατέρα μου το πάθημα του φαινόταν καθαρά ότι τον ενοχλούσε και η αντίδραση του ήταν: Ότι κάτι άλλο έφταιγε και όχι ο σπόρος και ότι ήμουν μικρός τότε και δεν θυμάμαι καλά την ιστορία ... Τέλος πάντως όπως και να έχουν τα πράγματα ο πατέρας ήταν προοδευτικός και ας μην ευοδώθηκαν τα όνειρα του για τους ορυζώνες. Και οι πρωτοπόροι πατέρα έχουν τις αποτυχίες τους χωρίς αυτό να τους στερεί τον τίτλο του νεωτεριστή !!.
Πόνημα δημιουργικής γραφής,
Κωνσταντίνος Γ. Μπερτσιάς
Δεκέμβρης 2019
Δεκέμβρης 2019
Σχετικές Αναρτήσεις:
Η Αθηνά νικά ξανά τον Ποσειδώνα στο Μόρνο
Δυνατός σαν το σίδερο και γλυκός σαν τη ζάχαρη!!
Η γέφυρα του Μακρυγιάννη
Δυνατός σαν το σίδερο και γλυκός σαν τη ζάχαρη!!
Η γέφυρα του Μακρυγιάννη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.