Επιστολή Αντωνίου Κολοβού
Θέλω να σας πω παιδιά μου, σε εσάς τους νεότερους πως εμείς οι παλιότεροι ζούσαμε στο χωριό την
εποχή γύρω στο 1930 και μετά, δηλαδή την πρωτόγονη ζωή σε όλο της το μεγαλείο. Για το λόγο αυτό κατ’ αρχήν η κάθε οικογένεια είχε μεγάλη πειθαρχία και σεβασμό μεταξύ τους για να επιβιώσουν όλοι μαζί σαν μια γροθιά. Από την προηγούμενη μέρα το κάθε μέλος της οικογένειας θα ήξερε τι δουλειά θα κάνει και κυρίως από τον μήνα Μάρτη που άρχιζαν όλες οι δραστηριότητες. Να σκάψουμε στα αμπέλια, να οργώσουμε τα χωράφια και να σπείρουμε ορισμένα προϊόντα όπως φακές, όψιμο σιτάρι, ρόβη, ρεβύθια κ.τ.λ. Τα περισσότερα χωράφια τα σπέρναμε σκάβοντας όλη η οικογένεια με τα τσαπιά διότι δεν είχαμε “ζευγάρι”, δηλαδή αυτοί που είχαν έστω και μια αγελάδα συντροφεύαν με έναν άλλο χωριανό τους τον οποίο αποκαλούσαν “κολλίγα”. Έτσι λοιπόν αυτοί ήταν
οι προνομιούχοι διότι σπέρναν τα χωράφια τους με το αλέτρι.
εποχή γύρω στο 1930 και μετά, δηλαδή την πρωτόγονη ζωή σε όλο της το μεγαλείο. Για το λόγο αυτό κατ’ αρχήν η κάθε οικογένεια είχε μεγάλη πειθαρχία και σεβασμό μεταξύ τους για να επιβιώσουν όλοι μαζί σαν μια γροθιά. Από την προηγούμενη μέρα το κάθε μέλος της οικογένειας θα ήξερε τι δουλειά θα κάνει και κυρίως από τον μήνα Μάρτη που άρχιζαν όλες οι δραστηριότητες. Να σκάψουμε στα αμπέλια, να οργώσουμε τα χωράφια και να σπείρουμε ορισμένα προϊόντα όπως φακές, όψιμο σιτάρι, ρόβη, ρεβύθια κ.τ.λ. Τα περισσότερα χωράφια τα σπέρναμε σκάβοντας όλη η οικογένεια με τα τσαπιά διότι δεν είχαμε “ζευγάρι”, δηλαδή αυτοί που είχαν έστω και μια αγελάδα συντροφεύαν με έναν άλλο χωριανό τους τον οποίο αποκαλούσαν “κολλίγα”. Έτσι λοιπόν αυτοί ήταν
οι προνομιούχοι διότι σπέρναν τα χωράφια τους με το αλέτρι.
Υπήρχε όμως μεγάλη συνεργασία και αλληλοβοήθεια μεταξύ των χωριανών π.χ. όταν ένας θα έκτιζε σπίτι σχεδόν όλοι οι χωριανοί θα πήγαιναν να μεταφέρουν από το δάσος την ξυλεία που χρειαζόταν να γίνει το σπίτι και τα λοιπά υλικά. Βεβαίως τα σπίτια την παλιά εποχή γινόντουσαν τα τέσσερα τοίχια που λέμε, ελάχιστα παράθυρα, η κύρια πόρτα και μετά κατοικούνταν. Για να καταλάβετε καλύτερα τα σπίτια της τότε εποχής θα επισκεφθείτε το κελί του Αθανασίου Διάκου στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου που διατηρείται όπως «ήταν» την εποχή που κτίστηκε.
Όλοι εργαζόμασταν πάρα πολύ σκληρά, αλλά πάραυτα οι περισσότερες οικογένειες όπως ήταν και η δική μου, εξοικονομούσαμε λίγη μπομπότα και λίγα όσπρια για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Λεφτά τότε δεν υπήρχαν και μόνον με αντάλλαγμα νταραβεριζόταν ο κόσμος όπως για παράδειγμα το να επισκευάσουμε τα γεωργικά μας εργαλεία, τα τσαπιά μας, το υνί που βάζαμε στο αλέτρι κ.τ.λ. Όταν πηγαίναμε στο σιδηρουργείο του Ευθύμη Μαστρογεωργίου, εκτός της αμοιβής του, έπρεπε να του πάμε και κάρβουνα που έβαζε στο φυσερό. Άναβε θυμάμαι, μια μεγάλη φωτιά, την οποία συντηρούσε φυσώντας με το φυσερό και με τη βοήθεια της γυναίκας του Αγλαΐας.
Εκεί έβαζε τις μεγάλες τσιμπίδες του και το τσαπί που θα έφτιαχνε. Μόλις κοκκίνιζε ή αλλιώς μαλάμωνε όπως λέγαμε, έβαζε το τσαπί επάνω στο αμόνι και άρχιζαν από την μία πλευρά αυτός και από την άλλη η Αγλαΐα με τις βαριοπούλες, μπάπα-μπούπα, ρυθμικά να το χτυπούν έως ότου να το κάνουν αιχμηρό. Το σπίτι και το σιδηρουργείο ήταν λίγο πιο πάνω από το σπίτι του Γιαβρούτα. Ο Θύμιος ήταν ένας γεροδεμένος τύπος, μελαχρινός και είχε μια μεγάλη ελιά στο μάγουλο και πάντα με το τσιμπούκι στο στόμα.
Ένα ακόμα θυμάμαι σιδηρουργείο είχε ο Κωνσταντίνος Σιώκης. Επίσης θυμάμαι πάνω απ’ τη βρύση του Καφούρα ήταν κεραμοποιΐα. Έβγαζε κεραμίδια βαρέου τύπου, πολύ εξαιρετικά. Ήμουν περίπου 6 χρονών τότε που είχα πάει εκεί που είχε αγοράσει ο θείος μου, ο Παναγιώτης Κούστας τα κεραμίδια του σπιτιού του. Ακόμα βρίσκονται μερικά από αυτά.
Επίσης Ασβεστοποιΐα στο χωριό μας είχε ο αείμνηστος φίλος μου Δημητράκης Καπνιάς. Καμίνια για κάρβουνα είχε ο ξάδελφός μου, Ιωάννης Κολοβός ή Κολοβόγιαννος, ο οποίος τα εμπορευόταν. Είχε επίσης και μελίσσια απ’ τον πατέρα του στη θέση Πουρνάρια. Τη μελισσοκομία συνεχίζει και ο γιος του ο Αριστείδης Κολοβός. Έχουμε και σήμερα πολλούς μελισσοκόμους στο χωριό όπως τον Βασίλη Ζαχαρή, τον Ιωάννη Μέρη, τον Ιωάννη Σταματόπουλο, τον Φώτη Τσαμαδιά, τον Βασίλη Τσαμαδιά, τον Νίκο Τσαμαδιά και πολλούς άλλους. Συγγνώμη που δεν μπόρεσα να τους αναφέρω όλους.
Όλοι οι μελισσοκόμοι της Αρτοτίνας τον Ιούνιο μήνα κάθε χρόνο οργανώνουν την μεγαλύτερη γιορτή των Μελισσοκόμων στο Μοναστήρι Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου σε ειδικό χώρο, όπου εργάστηκαν όλοι οι Αρτοτινοί για την διαμόρφωσή του, όπου λοιπόν γίνεται ένα τρικούβερτο γλέντι με μουσική και χορό μέχρι το βράδυ. Κρασιά, αναψυκτικά, εκλεκτές πίτες που φτιάχνουν οι κυρίες της Αρτοτίνας, μουσική και χοροί όλη την ημέρα. Όλα προσφέρονται δωρεάν από τους μελισσοκόμους της Αρτοτίνας και τους λοιπούς φίλους οι οποίοι φέρνουν τα μελίσσια τους από πολλά μέρη της Ελλάδας για να πάρουν τον ανθό του ελάτου που βγάζει το καλύτερο μέλι. Σας προσκαλώ όλους και φέτος Αρτοτινούς και φίλους της Αρτοτίνας τον Ιούνιο να συναντηθούμε όλοι
μαζί και να γιορτάσουμε στο μεγάλο αυτό πανηγύρι.
Έτσι είμαστε εμείς οι Αρτοτινοί, με πίστη και αφοσίωση ριχνόμαστε στη δουλειά και κατορθώνουμε εκείνα που άλλοι θεωρούν ακατόρθωτα. Όπως προανέφερα, παλιότερα ξεκινήσαμε με τα πρωτόγονα μέσα, τους γκασμάδες, τους λοστούς, τα φτυάρια κ.τ.λ., τα εργαλεία μας δηλαδή, να μπορέσουμε, να συνδεθούμε με αμαξιτό δρόμο. Το κοντινότερο σημείο ήταν το φράγμα του Μόρνου, περίπου 40 χιλιόμετρα από την Αρτοτίνα.
Ξεκινήσαμε όλοι οι Αρτοτινοί, αποφασισμένοι να φέρουμε αυτοκίνητο στην Αρτοτίνα. Επίσης άλλοι συγχωριανοί αυτοί που μέναν σε διάφορες πόλεις της χώρας, βοήθησαν με όποιον τρόπο μπορούσαν. Ένας εξ αυτών ήταν και ο αείμνηστος συγχωριανός μας Ιωάννης Λαβίδας, Συμβολαιογράφος στο επάγγελμα, ο οποίος ούτε πολύ ούτε λίγο άφησε τον ανιψιό του κ. Παπακώστα στο συμβολαιογραφείο που ευρίσκετο στην Αθήνα, Πανεπιστημίου και Ιπποκράτους και ήρθε στο χωριό μας για να βοηθήσει στη διάνοιξη του δρόμου. Εγώ τότε ήμουν νέο παιδί, όταν γνώρισα τον κ. Λαβίδα, έναν αξιοθαύμαστο άνθρωπο, ο οποίς ήρθε και αυτός να βοηθήσει και να εμψυχώσει τους χωριανούς του. Θυμάμαι μάλιστα είχε εφαρμόσει και τη μέθοδο του συσσιτίου διότι τότε υπήρχε μεγάλη ανέχεια. Έτσι κάθε μέρα το καζάνι έβραζε και οι ρέγκες «πήγαιναν καπνός», διότι «νηστικό αρκούδι δεν χορεύει». Μετά λοιπόν από αγώνα πολλών μηνών ήρθε το πολυπόθητο αποτέλεσμα και η ρόδα πάτησε στην Αρτοτίνα. Ένα πολύ μικρό αυτοκίνητο ενός τόνου ήρθε στην Αρτοτίνα. Έκτοτε δεν σταμάτησαν οι βελτιώσεις του δρόμου και για καλή μας τύχη ήρθε συνεχιστής ο στρατός, όπου ανέλαβε την πλήρη διάνοιξη του δρόμου με ένα κλιμάκιο του Μηχανικού, η λεγόμενη ΜΟΜΑ. Εξοπλισμένο με βαρέου τύπου μηχανήματα της εποχής εκείνης μπουλντόζες- εκσκαφείς κ.τ.λ. Έτσι έγινε μια αξιόλογη για την εποχή διάνοιξη με δύο κανονικές λωρίδες να διασταυρώνονται άνετα δύο λεωφορεία ή και φορτηγά. Επίσης έγιναν τα τεχνικά έργα σε όλα τα ρυάκια κατά μήκος του δρόμου ώστε να σταθεροποιηθεί ο δρόμος σε όλα τα ευαίσθητα σημεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.