Στα Πατήσια, κοντά στον Άγιο Λουκά, λειτουργούσε ένα βουστάσιο, που προμήθευε τα νοικοκυριά με φρέσκο γάλα, ανάδινε όμως και ανυπόφορες μυρωδιές. Ο Φιλίππου, που είχε το βουστάσιο, άνοιξε στο Λυσσιατρείο –τρεις στάσεις πιο κάτω– ένα γαλατάδικο, που απόχτησε τόσο μεγάλη φήμη, ώστε είχε πελάτες από διάφορες περιοχές της Αθήνας.
Έτσι ξεκίνησε η γαλακτοβιομηχανία ΦΑΓΕ: από έναν πρόγονο που ήταν βοσκός στα Βαρδούσια κι έστησε βουστάσιο και γαλατάδικο στην πρωτεύουσα.
Συμπτωματικά από τα Βαρδούσια κατέβηκε στην Αθήνα κι ένας άλλος βοσκός, ο Δασκαλόπουλος. Αυτός άνοιξε γαλατάδικο στα Εξάρχεια. Ήταν παππούς των Δασκαλόπουλων, που δημιούργησαν τη γαλακτοβιομηχανία ΔΕΛΤΑ (νυν Vivartia).
Το χωριό του Δασκαλόπουλου, η Γρανίτσα (σήμερα λέγεται Διακόπι), ήταν κοντά στους Πενταγιούς, το χωριό της Μαρίας της Πενταγιώτισσας, που στην ποδιά της σφάζονταν παλικάρια και που το επώνυμό της ήταν Δασκαλοπούλου. Αυτή η συνωνυμία μετακίνησε το ενδιαφέρον μου από τους γαλακτοβιομήχανους στην ιστορία της Μαρίας Δασκαλοπούλου. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποια σχέση.
Η βλαχοπούλα με το καρδάρι, στο σήμα της ΔΕΛΤΑ, αποκλείεται να είναι εμπνευσμένη από τη Μαρία την Πενταγιώτισσα, γιατί η Μαρία δεν ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος χωριατοπούλας ούτε συμβάδιζε με τα στερεότυπα της εποχής.
Έτσι ξεκίνησε η γαλακτοβιομηχανία ΦΑΓΕ: από έναν πρόγονο που ήταν βοσκός στα Βαρδούσια κι έστησε βουστάσιο και γαλατάδικο στην πρωτεύουσα.
Συμπτωματικά από τα Βαρδούσια κατέβηκε στην Αθήνα κι ένας άλλος βοσκός, ο Δασκαλόπουλος. Αυτός άνοιξε γαλατάδικο στα Εξάρχεια. Ήταν παππούς των Δασκαλόπουλων, που δημιούργησαν τη γαλακτοβιομηχανία ΔΕΛΤΑ (νυν Vivartia).
Το χωριό του Δασκαλόπουλου, η Γρανίτσα (σήμερα λέγεται Διακόπι), ήταν κοντά στους Πενταγιούς, το χωριό της Μαρίας της Πενταγιώτισσας, που στην ποδιά της σφάζονταν παλικάρια και που το επώνυμό της ήταν Δασκαλοπούλου. Αυτή η συνωνυμία μετακίνησε το ενδιαφέρον μου από τους γαλακτοβιομήχανους στην ιστορία της Μαρίας Δασκαλοπούλου. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποια σχέση.
Η βλαχοπούλα με το καρδάρι, στο σήμα της ΔΕΛΤΑ, αποκλείεται να είναι εμπνευσμένη από τη Μαρία την Πενταγιώτισσα, γιατί η Μαρία δεν ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος χωριατοπούλας ούτε συμβάδιζε με τα στερεότυπα της εποχής.
Η Μαρία ήταν πεντάμορφη, ψηλή και λυγερή. Τόση ήταν η ομορφιά της, που λένε ότι εντυπωσιάστηκε κι ο ίδιος ο Όθωνας, όταν στην περιοδεία που έκανε ανά την Ελλάδα, το 1862, λίγο πριν την έξωσή του, την είδε στο Γαλαξίδι να χορεύει στη γιορτή που είχε στηθεί προς τιμήν του. Θέλησε να της προτείνει να την πάρει στα ανάκτορα, αλλά τον εμπόδισε η Αμαλία.
Αυτά τα παινέματα οι Πενταγιώτες τα λένε τώρα. Στον καιρό της Μαρίας έλεγαν άλλα. Η Μαρία δεν ήταν μόνο πεντάμορφη· ήξερε γράμματα, ήταν έξυπνη, δυναμική και απελευθερωμένη· μια κοπέλα έξω από τα μέτρα του καιρού της. Στην κλειστή κοινωνία του ορεινού χωριού, ο θαυμασμός πάλευε με τον φθόνο.
Ο αδερφός της, ο Θανάσης, ο Δασκαλοθανάσης όπως τον αποκαλούσαν, προσπαθούσε να την περιορίσει στο πλαίσιο που άρμοζε σε μια κοπέλα της δικιάς της σειράς, που ήταν θυγατέρα και αδερφή γραμματοδιδάσκαλων. (Δάσκαλος, παπάς και χωροφύλακας ήταν οι εξέχουσες φυσιογνωμίες ενός χωριού). Η αδελφή της Μαρίας και του Θανάση, ήταν παράδειγμα προς μίμηση: υποταγμένη και υπάκουη. Η Μαρία όμως ήταν ατίθαση και ήθελε να ζήσει όπως της υπαγόρευε η καρδιά της. Πλήρωσε πολύ ακριβά τον ελεύθερο χαρακτήρα της και την εκλογή ενός αταίριαστου συντρόφου.
Το σπίτι της Μαρίας στους Πενταγιούς. |
Αγάπησε τον Δημήτρη Τουρκάκη, έναν νέο, που εκτός από την ομορφιά του δεν διέθετε κανένα άλλο χάρισμα. Ο αδερφός της δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα για γάμο της Μαρίας με τον Τουρκάκη. Τον θεωρούσε χαμένο κορμί, και δεν ήταν ο μόνος. Άλλωστε το παρανόμι Τουρκάκης δήλωνε κάποια ασύγγνωστη δοσοληψία με τον εχθρό. Λένε πως πρόδωσε στους Τούρκους το μέρος που είχαν συναχτεί κάποιοι αρματολοί κι έτσι τους έπιασαν. Άλλοι πάλι λένε ότι παράστησε τον προδότη, για να παρασύρει τους Τούρκους ως το σημείο όπου οι αγωνιστές, κρυμμένοι, τους περίμεναν για να τους λιανίσουν. Αυτό το λένε κυρίως οι απόγονοι του Τουρκάκη.
Ο Θανάσης, όσο έβλεπε τη Μαρία να συνεχίζει τη σχέση παρά τις απαγορεύσεις του, ξεσπούσε βίαια επάνω της με βαριές βρισιές και πολύ ξύλο.
Το χωριό δεν συγχωρούσε ότι η Μαρία είχε φανερή σχέση με τον Τουρκάκη. Αυτά έπρεπε να γίνονται κρυφά κι όχι ξεδιάντροπα! Πίσω από τις ηθικολογίες κρυβόταν η ζήλια. Το κουτσομπολιό έδινε κι έπαιρνε.
Αφού ο αδερφός ήταν εμπόδιο στην ένωσή του με τη Μαρία, ο Τουρκάκης αποφάσισε να τον βγάλει από τη μέση. Του έστησε ενέδρα και τον σκότωσε. Πέταξε το πτώμα σε μια χαράδρα. Το φονικό δεν άργησε ν’ αποκαλυφθεί. Ήρθε απόσπασμα χωροφυλάκων, έγινε ανάκριση και τότε χύθηκε όλο το φαρμάκι που κρυβόταν. Οι Πενταγιώτες είπαν τα μύρια όσα εναντίον της Μαρίας, άλλοι από ζήλια, άλλοι από μικροψυχιά κι εκδικητικότητα και άλλοι ενδίδοντας σε πιέσεις. Την κατηγόρησαν ότι έβαλε τον εραστή της να σκοτώσει τον αδερφό της. Για να γλιτώσει το τομάρι του ο Τουρκάκης, την κατηγόρησε κι αυτός.
Προφυλακίστηκαν στην Άμφισσα (στα Σάλωνα, του τραγουδιού) και δικάστηκαν στο Μεσολόγγι. Εκείνος κατηγορούμενος για φόνο κι εκείνη για ηθική αυτουργία στον φόνο. Οι μάρτυρες παρουσίασαν τον Τουρκάκη σαν έναν άβγαλτο νέο, που έπεσε θύμα της μοιραίας ομορφιάς μιας σατανικής γυναίκας. Ακόμα και η αδερφή της ήταν εναντίον της. Η Μαρία είπε στην απολογία της «Πώς είναι δυνατόν να θέλω να σκοτώσει τον αδερφό μου, τον μοναδικό προστάτη μου, και να μου κλείσει το σπίτι;»
Καταδικάστηκαν και οι δύο σε φυλάκιση.
Η Μαρία έμεινε δυόμιση χρόνια στη φυλακή. Όταν γύρισε στους Πενταγιούς, βρήκε τα υπάρχοντά της καταπατημένα και τους συγχωριανούς της εχθρικούς απέναντι στη «φόνισσα». Ζητώντας εκδίκηση, ήρθε σε συνεννόηση με τους ληστές που λυμαίνονταν την περιοχή και τους έφερε στο χωριό. Οι Πενταγιώτες τρομοκρατήθηκαν. Ευτυχώς το αιματοκύλισμα αποφεύχθηκε. Από τότε την ακολουθούσε ο χαρακτηρισμός «λησταρχίνα».
Έφυγε από τους Πενταγιούς και πήγε στο γειτονικό Κροκύλι. Εκεί παντρεύτηκε τον Γιώργο Αρμάο, έναν πλούσιο χήρο με τέσσερα παιδιά. Έζησαν πολύ καλή ζωή. Ο Αρμάος είχε χρήμα και η Μαρία μυαλό.
Οι Πενταγιώτες δεν επιφύλαξαν εχθρική υποδοχή στον Τουρκάκη, όταν αποφυλακίστηκε δυο χρόνια ύστερα από τη Μαρία και επέστρεψε. Τον δέχτηκαν ξανά στους κόλπους του χωριού. Ο Τουρκάκης παντρεύτηκε, έκανε παιδιά κι εγγόνια. Απόγονοί του ζουν σήμερα στους Πενταγιούς με το πραγματικό επώνυμο της οικογένειας.
Η Μαρία δεν διέκοψε τις σχέσεις της με το χωριό της. Παρευρισκόταν σε κάποια πανηγύρια, όπου χαμογελώντας άκουγε το τραγούδι της:
Ο Θανάσης, όσο έβλεπε τη Μαρία να συνεχίζει τη σχέση παρά τις απαγορεύσεις του, ξεσπούσε βίαια επάνω της με βαριές βρισιές και πολύ ξύλο.
Το χωριό δεν συγχωρούσε ότι η Μαρία είχε φανερή σχέση με τον Τουρκάκη. Αυτά έπρεπε να γίνονται κρυφά κι όχι ξεδιάντροπα! Πίσω από τις ηθικολογίες κρυβόταν η ζήλια. Το κουτσομπολιό έδινε κι έπαιρνε.
Αφού ο αδερφός ήταν εμπόδιο στην ένωσή του με τη Μαρία, ο Τουρκάκης αποφάσισε να τον βγάλει από τη μέση. Του έστησε ενέδρα και τον σκότωσε. Πέταξε το πτώμα σε μια χαράδρα. Το φονικό δεν άργησε ν’ αποκαλυφθεί. Ήρθε απόσπασμα χωροφυλάκων, έγινε ανάκριση και τότε χύθηκε όλο το φαρμάκι που κρυβόταν. Οι Πενταγιώτες είπαν τα μύρια όσα εναντίον της Μαρίας, άλλοι από ζήλια, άλλοι από μικροψυχιά κι εκδικητικότητα και άλλοι ενδίδοντας σε πιέσεις. Την κατηγόρησαν ότι έβαλε τον εραστή της να σκοτώσει τον αδερφό της. Για να γλιτώσει το τομάρι του ο Τουρκάκης, την κατηγόρησε κι αυτός.
Προφυλακίστηκαν στην Άμφισσα (στα Σάλωνα, του τραγουδιού) και δικάστηκαν στο Μεσολόγγι. Εκείνος κατηγορούμενος για φόνο κι εκείνη για ηθική αυτουργία στον φόνο. Οι μάρτυρες παρουσίασαν τον Τουρκάκη σαν έναν άβγαλτο νέο, που έπεσε θύμα της μοιραίας ομορφιάς μιας σατανικής γυναίκας. Ακόμα και η αδερφή της ήταν εναντίον της. Η Μαρία είπε στην απολογία της «Πώς είναι δυνατόν να θέλω να σκοτώσει τον αδερφό μου, τον μοναδικό προστάτη μου, και να μου κλείσει το σπίτι;»
Καταδικάστηκαν και οι δύο σε φυλάκιση.
Η Μαρία έμεινε δυόμιση χρόνια στη φυλακή. Όταν γύρισε στους Πενταγιούς, βρήκε τα υπάρχοντά της καταπατημένα και τους συγχωριανούς της εχθρικούς απέναντι στη «φόνισσα». Ζητώντας εκδίκηση, ήρθε σε συνεννόηση με τους ληστές που λυμαίνονταν την περιοχή και τους έφερε στο χωριό. Οι Πενταγιώτες τρομοκρατήθηκαν. Ευτυχώς το αιματοκύλισμα αποφεύχθηκε. Από τότε την ακολουθούσε ο χαρακτηρισμός «λησταρχίνα».
Έφυγε από τους Πενταγιούς και πήγε στο γειτονικό Κροκύλι. Εκεί παντρεύτηκε τον Γιώργο Αρμάο, έναν πλούσιο χήρο με τέσσερα παιδιά. Έζησαν πολύ καλή ζωή. Ο Αρμάος είχε χρήμα και η Μαρία μυαλό.
Οι Πενταγιώτες δεν επιφύλαξαν εχθρική υποδοχή στον Τουρκάκη, όταν αποφυλακίστηκε δυο χρόνια ύστερα από τη Μαρία και επέστρεψε. Τον δέχτηκαν ξανά στους κόλπους του χωριού. Ο Τουρκάκης παντρεύτηκε, έκανε παιδιά κι εγγόνια. Απόγονοί του ζουν σήμερα στους Πενταγιούς με το πραγματικό επώνυμο της οικογένειας.
Η Μαρία δεν διέκοψε τις σχέσεις της με το χωριό της. Παρευρισκόταν σε κάποια πανηγύρια, όπου χαμογελώντας άκουγε το τραγούδι της:
Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά
και στο Χρισσό κριάρια
και στης Μαρίας την ποδιά
σφάζονται παλικάρια.
Πέθανε το 1896 σε ηλικία 60 χρόνων και θάφτηκε στο Κροκύλι. Οι Κροκυλιώτες υπογραμμίζουν ότι ήταν η πρώτη που θάφτηκε στο νέο νεκροταφείο του χωριού.
Η ιστορία της Μαρίας Δασκαλοπούλου έγινε θρύλος, τραγούδι, βιβλία, ταινίες, θεατρικά, οπερέτα. Οι Πενταγιώτες είχαν λερωμένη τη φωλιά τους και για χρόνια απέφευγαν να μιλήσουν για την ιστορία της. Ο χρόνος που πέρασε άμβλυνε τα πάθη, άνοιξε τα στόματα και η νεότερη γενιά έμαθε όσα κομμάτια από την ιστορία δεν είχαν λησμονηθεί ή δεν έμειναν για πάντα κρυφά. Τα κενά τα συμπλήρωσε η φαντασία.
Οι Πενταγιώτες και οι Κροκυλιώτες βεβαιώνουν την εκδοχή της ιστορίας που αναφέραμε πιο πάνω, αποφεύγοντας όμως το επεισόδιο με τους ληστές. Ωστόσο παραδέχονται ότι την αποκαλούσαν «λησταρχίνα».
Στο θέατρο είναι πολύ γνωστά τα έργα του Παύλου Νιρβάνα και του Μποστ «Μαρία Πενταγιώτισσα».
Λιγότερο γνωστό, αν και έχει μεταδοθεί από το ραδιόφωνο, είναι το θεατρικό του ηθοποιού και συγγραφέα Κώστα Μπιλίρη «Μαρία Πενταγιώτισσα». Ο συγγραφέας δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα ηθογραφία ζωντανεύοντας διάφορους τύπους του χωριού, που έπαιξαν ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων: την προξενήτρα, τον δικολάβο, τον τοκογλύφο, τον αστυνόμο, την αδερφή του Τουρκάκη, τον Γιώργο, φίλο του Θανάση, που αγαπάει πιστά τη Μαρία. Ο συγγραφέας δίνει στον Αρμάγο τον ρόλο του μεσόκοπου συγχωριανού, που στρέφεται εναντίον της Μαρίας χολωμένος, όταν εκείνη απορρίπτει τις προτάσεις του. Ο Γιώργος παρεμβαίνει και σώζει το χωριό από τους ληστές. Οι Πενταγιώτες θα ζητήσουν από τη Μαρία να μη φύγει από το χωριό. Στο τέλος, οι ζωές του Γιώργου και της Μαρίας θα ενωθούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.