Τα σπίτια ήταν όλα πέτρινα, διώροφα. Το ισόγειο χρησιμοποιείταν για τη διαμονή των ζώων, μουλαριών, βοδιών, μαναριών, κοττερών και συνήθως αποτελείταν από χωρίσματα. Το πρόχειρο για τα ζώα και το βαθύτερα, που ήταν αποθήκη για τα κρασιά, τατυριά, τα μαλλιά.
Για την αποφυγή της αποφοράς από τα ζώα, γινόταν σχεδόν τακτικό ξάρισμα, δηλ. καθάρισμα και ξύσιμο του δαπέδου.
Το ανώγειο χρησιμοποιείταν για τη διαμονή της οικογένειας και αποτελείταν από δύο συνήθως δωμάτια και μεγάλο χαγιάτι, στεγασμένο. Το κάθε δωμάτιο είχε και τζάκι (μπουχαρέ). Στο χαγιάτι, αλλά και στα παράθυρα, είχαν τη θέση τους τα Βασιλικολόγια, οι γλάστρες δηλ. με τα λογής λουλούδια, που περιποιούνταν και πότιζαν οι κοπέλλες, ήτοι βασιλικά, γαρυφαλλιές, βιολέττες, τζίνιες και κατηφέδες, που τοπικά τις έλεγαν μαντζουράνες.
Κάτω από το χαγιάτι ήταν το αχούρι, που ήταν η θερινή διαμονή των μουλαριών και η στίβα με τα ξύλα γιατο χειμώνα.
Τα σπίτια ήταν σκεπασμένα με πλάκες, που τις εξώρρυχναν τοπικά ειδικοί πλακάδες και από ειδικά νταμάρια. Για να βαστάζουν το βάρος οι στέγες των πλακών και του χιονιού, που έπεφτε το χειμώνα, έπρεπε να ήταναπό ξυλεία χονδρή και από ξύλο αντοχής. Ως τέτοια θεωρείταν η ξυλεία από κέδρο, που την κουβαλούσαν απότο «Σινάνη».
Από τα δωμάτια, το χειμωνιάτικο ήταν συνήθως ταβανωμένο και είχε 2-3 παράθυρα, που το ένα τουλάχιστο είχε και τζάμι. Τα κεραμίδια πρόβαλλαν δειλά, που και που.
Για το νυχτιάτικο φωτισμό χρησίμευε ο τενεκεδένιος πετρελαιόλυχνος, που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο, στομπουχαρέ.
Γύρω από την παραστιά μαζευόταν τα βράδυα η οικογένεια, έπαιρνε το λιτό της δείπνο, απολάμβανε τη θαλπωρή του τζακιού, συζητούσε τα προβλήματά της και έκανε το σχετικό κουτσομπολιό, ενώ οι γυναίκες έγνεθαν ή έπλεκαν τσουράπια.
Φούρνοι για το ψήσιμο του ψωμιού στα πρώτα χρόνια, δεν υπήρχαν και έτσι το ψήσιμο γινόταν στην παραστιά.
Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως οι γυναίκες ήταν υποχρεωμένες μέρα παρ’ ημέρα, άμα μάλιστα η οικογένεια ήταν πολυμελής, ν’ ανασκουμπώνονται στη σκάφη. Αργότερα άρχισαν να προβάλουν και οι φούρνοι.
Φούρνος στο Δάφνο (πηγή: Ένωση Δαφναίων Δωρίδας 1935) |
Συνηθέστερο ψωμί ήταν η μπομπότα ή αραποστίσιο όπως κοινώς το έλεγαν. Γινόταν κατά δύο τρόπους ή το έβαζαν στο ταψί και λεγόταν «ανεβάτο» γιατί κατά τοζύμωμα έμπαινε και προζύμι και έτσι φούσκωνε, ανέβαινε ή γινόταν χωρίς προζύμι σε καρβέλια και λεγόταν«λειψό».
Το πρώτο ήταν μαλακώτερο αλλά τριβόταν εύκολα, ενώ το λειψό ήταν μεγαλυτέρας αντοχής αλλά ξηραινόταν εύκολα.
Εκτός της μπομπότας ζύμωναν και σταρίσιο ψωμί,το καθάριο, όπως το έλεγαν αλλά σπανιώτερα και ήταν μεγάλη χαρά για τα παιδιά. Έμπαινε πάντα στο ταψί.
Όταν ετοιμαζόταν το ψωμί και ήταν έτοιμο για ψήσιμο, άναβαν τη φωτιά με αρκετά ξύλα για να κάμη αρκετή θράκα και κατόπιν με τη μασσιά ετοίμαζαν την παραστιά. Το ψωμί το σκέπαζαν με το σάτσι (γάστρα) πουήταν μαντεμένιο σε σχήμα καμπάνας ανοιχτής και το περιέβαλαν με τη θράκα. Το καλοκαίρι δύσκολα συγκεντρωνόταν όλη η οικογένεια για το μεσημεριανό φαγητό. Οι πολλές δουλειές και τα πολλά ποτίσματα απασχολούσαν πάντα κάποιον ή κάποια.
Το γιόμα, που δεν είχε πάντα ορισμένη ώρα, το καλοκαίρι, αποτελείταν από λαχανικά φασολάκια (λουβιά) πατάτες, κολοκυθοκορφάδες, λοβοδιές, από καμμιά πίττα (τυρόπιττα, πρασόπιττα, κολοκυθόπιττα, μπομποτόπιττα, τραχανόπιττα) και προχειρότερα από τυρί και ψωμί, γιαούρτι, γάλα, που έτριβαν μπομποτίσιο συνήθως ψωμί την «τριψάνα» λεγομένη. Κάνα αυγό βραστό ή τηγανιτό με τυρί που το έλεγαν «τηγανιστό». Το κρέας ήταν σπανιώτερο μια φορά την εβδομάδα και ίσως και στις 15 ημέρες. Επικρατούσε και η δανειοκολογιά στο κρέας. Αυτά το καλοκαίρι.
Το χειμώνα που έλειπαν και oι άνδρες, oι γυναίκες και oιγέροι βολεύονταν πιο πρόχειρα. Κάνα όσπριο, κάνα λαχανικό, κάνα αγριολάχανο (άγρια χόρτα), καμμιά πίττα, κατσαμάκι που γινόταν από καλαμποκίσιο αλεύρι στοκακκάβι με λάδι και λίγο τυρί, τραχανά. Χαμοκούκι με τυρί ήταν ό,τι χρειαζόταν. Το κρέας το χειμώνα σπάνιζε ακόμα περισσότερο.
Ο χειμώνας με τα χιόνια, τα κρύα αλλά και την απουσία των ανδρών που θα έδιναν κάποια ζωή και κίνηση περνούσε μονότονα και ερημικά. Ακόμα και τα Χριστούγεννα και οι Αποκριές περνούσαν χωρίς κάποια ιδιαίτερη ζωή πέραν του θρησκευτικού μέρους.
Από το βιβλίο του Χαράλαμπου Θάνου “Ο ΔΑΦΝΟΣ ΔΩΡΙΔΑΣ” (1975)
Δημοσιεύθηκε στην εφ. Ο ΔΑΦΝΟΣ (ΑΦ77, Νοέμ. - Δεκ. 2019 - Ιαν. 2020)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.