Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Χριστουγεννιάτικα και Πρωτοχρονιάτικα έθιμα από το Μαυρολιθάρι

 Το τάισμα της βρύσης

 

Την πρώτη του χρόνου του Αγίου Βασιλείου και πριν ακόμη φέξει, η κάθε νοικοκυρά ή η κόρη της, στολισμένη με τα γιορτινά της έβαζε σε ένα πιάτο λίγα από τα υπάρχοντα του σπιτιού (σιτάρι, τυρί, μέλι, μαλλιά, γλυκά, καρύδια, μήλα κ.λπ.) και πήγαινε στη βρύση του χωριού. Εκεί, αφού έκανε το σημείο του σταυρού, έριχνε στην κούπα της βρύσης ένα νόμισμα ασημένιο και όσα είχε στο πιάτο και έλεγε «χόρτασε βρυσούλα μου και όπως τρέχει το νερό σου να τρέχει το βιός στο σπίτι μου όλη τη χρονιά». 
 
Αυτό το έθιμο λεγόταν «τάισμα της βρύσης» και ήταν φαινόμενο εξαιρετικό, μοναδική περίπτωση που στη βρύση του χωριού δε γινόταν κουτσομπολιό μεταξύ των γυναικών, γιατί την ημέρα αυτή η νοικοκυρά ή η κόρη που θα πήγαινε στη βρύση έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι της με τη βαρέλα ή τη στάμνα της γεμάτη νερό αμίλητο, δηλαδή να μη μιλήσει με άλλη γυναίκα ούτε όταν πάει στη βρύση, αλλά ούτε και όταν γυρίζει στο σπίτι της.

Σπούρνη 

 

Το πρωί της πρωτοχρονιάς στο σπίτι πήγαινε ένα αγόρι μικρό που είχε τους γονείς του για να ευχηθεί με ένα πιάτο γεμάτο μπακλαβάδες, καρύδια, σύκα κλπ. Η νοικοκυρά του σπιτιού, αφού του έδινε γλυκά να φάει, του έδινε τη μασιά «για να κάνει σπούρνη».
 
Ο δε μικρός ανακάτευε τα αναμμένα κάρβουνα της φωτιάς με τη μασιά και έλεγε «σπούρνη στάρια, σπούρνη κριθάρια, σπούρνη αρνιά, σπούρνη πουλιά, σπούρνη κατσίκια κλπ.» και ονόμαζε όλα τα προϊόντατου σπιτιού, αν στο σπίτι είχαν και κορίτσια ανύπαντρα έλεγε και «σπούρνη γαμπρούς».Αυτό το έθιμο με τη φωτιά το έλεγαν «σπούρνη» από το πλήθος των αναμμένων μικρών κομματιών τα κάρβουνα που είναι ανακατωμένα με τη στάχτη.

 

Πηγή: "Μαυρολιθάρι Το Λεβεντοχώρι της Ρούμελης" του Μπάμπη Σκορδή

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2021

Χριστούγεννα στα χιόνια των Καρουτών

Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις


της Δήμητρα; Λουτσόβου - Αγγελάκη

Την περίοδο 1947-48, το Γυμνάσιο Λιδορικίου δεν λειτoυργούσε , λόγω των πολλών επιθέσεων των ανταρτών. Έτσι , πολλοί μαθητές αναγκάσθηκαν να φοιτήσουν σε άλλα Γυμνάσια. Πολλά παιδιά απ' το Λιδορίκι πήγαμε στο Γυμνάσιο της Άμφισσας.

Όταν έγιναν οι διακοπές των Χριστουγέννων, θελήσαμε να ανεβούμε στο Λιδορίκι, αλλά συγκοινωνία δεν υπήρχε. Συχνά περνούσαν στρατιωτικές φάλαγγες και μετέφεραν και πολίτες. Πράγματι, την παραμονή έφευγε μια φάλαγγα για Λιδορίκι, πήγαμε βρήκαμε τον επικεφαλής και τον παρακαλέσαμε - αφού του είπαμε πως είμαστε μαθητές - να μας πάρει για Λιδορίκι. Αυτός αρνήθηκε, διότι είχε πληροφορίες ότι οι αντάρτες θα χτυπούσαν τη φάλαγγα στο δρόμο.

Παραμονή Χριστουγέννων, ώρα 9 το πρωί , έκανε τρομερό κρύο κι' άρχισε να χιονίζει. Αποφασίσαμε να πάμε με τα πόδια από τον Έλατο (Καρούτες). Η μεγάλη απόσταση πρώτα και ο καιρός δεύτερον, αποθάρρυναν τα παιδιά και δεν αποφάσισαν να ξεκινήσουν. Τέλος, ξεκινήσαμε πέντε άτομα. Η Χαγιάνναινα, η οποία είχε κατέβει στην Άμφισσα να δει το γιό της, που είχε βγει πρόσφατα απ' το νοσοκομείο, (έπεσε και έπαθε διάσειση), ο Τάκης Χαγιάννης, η Σόνια Παπανικολάου, ο Χρήστος Ανέστος (Ζορμπάς) και εγώ. Όλοι μας έλεγαν να μη φύγουμε, γιατί το χιόνι είχε κλείσει το δρόμο κι' υπήρχε φόβος να χαθούμε και να μας φάνε οι λύκοι.

 

  Εμείς παιδιά βλέπεις , αψηφούσαμε τον κίνδυνο, αλλά στηρίζαμε τις ελπίδες μας στη Χαγιάνναινα, η οποία σαν μεγαλύτερη θα μας οδηγούσε με ασφάλεια στο Λιδορίκι. Ξεκινήσαμε ανηφορίζοντας, τραγουδώντας και χοροπηδώντας, σαν να πηγαίναμε εκδρομή. Αλλ' όταν μπήκαμε στο δάσος, κάναμε ένα τραγικό λάθος, αντί να πάρουμε τον καρόδρομο, ο οποίος διαγραφόταν καθαρά, αποφασίσαμε να πάρουμε το μονοπάτι, για να κόψουμε δρόμο, κι' από δω αρχίζει η περιπέτεια .
Χάσαμε το δρόμο, το χιόνι πύκνωνε πιο πολύ, τα παπούτσια που φορούσαμε ήταν κάτι μποτάκια που μας τα είχαν δώσει από την "ΟΥΝΡΑ" κι' η σόλα ήταν από λάστιχο και και γλιστρούσαν τρομερά. Πηγαίναμε ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω, πιανόμασταν απ' τα δέντρα για να προχωράμε, αλλ΄αυτά ήταν φορτωμένα με χιόνι και σε κάθε κίνησή μας έπεφτε το χιόνι απάνω μας και μας σκέπαζε. Είχαμε απελπιστεί και ξυλιάσει από το κρύο , ενώ συγχρόνως άρχιζε να μας θερίζει η πείνα.

Σε κάποια στιγμή ακούσαμε - ή μας φάνηκε πως ακούσαμε - κουβέντες, η Χαγιάνναινα, φοβούμενη πως είναι αντάρτες κι' επειδή ο Τάκης ήταν ο πιο μεγάλος και μη τον πάρουν, έβγαλε από ένα σακούλι, που είχε μαζί της, ένα φόρεμα κι ένα μαντήλι και έντυσε τον Τάκη γυναίκα και μας είπε να τον φωνάζουμε Μαρία! Εμείς, όταν είδαμε τον Τάκη γυναίκα ντυμένο και που του έριξε η μάνα του και ένα σάλι στην πλάτη, αρχίσαμε τα γέλια, τα οποία αντήχησαν μέσα στην ερημιά τόσο παράξενα, τόσο τρομακτικά, σαν να γελούσαν χιλιάδες τρελοί, που μας είχαν στήσει παγίδα θανάτου .

Τότε συνειδητοποιήσαμε τον κίνδυνο, ανατριχιάσαμε, μας κόπηκε η ανάσα. Το κρύο το νιώθαμε τώρα μέσα στην ψυχή μας, αν μέναμε τη νύχτα εκεί, χωρίς φωτιά (που ήταν αδύνατο ν' ανάψουμε) θα παγώναμε όλοι. Θα μας βρίσκανε πεθαμένους. Η Χαγιάνναινα, η οποία αισθανόταν τον κίνδυνο πιο έντονα, όταν είδε στο πρόσωπό μας την απελπισία, πήρε την απόφαση να γυρίσουμε πίσω. Αλλά κι αυτή η λύση ήταν επικίνδυνη, γιατί δεν ξέραμε που ακριβώς βρισκόμαστε.

Μας είπε, λοιπόν, να προχωρήσουμε, γιατί αν φτάναμε στην κορυφή  ο κατήφορος θα ήταν εύκολος. Πιαστήκαμε χέρι - χέρι κι' αρχίσαμε το ανέβασμα, ο κίνδυνος μας έδινε δύναμη, αλλά σε κάποια στιγμή ξέφυγε ο Χρήστος, ο οποίος ήταν και ο πιο μικρός (ίσως δεκατριών χρόνων) και πήγε κουτρουβαλώντας, 15 μέτρα κάτω. Του φωνάξαμε να βγάλει τα παπούτσια, που γλιστρούσαν και ν' ανέβει με τις κάλτσες - έτσι κι' αλλιώς ήταν βρεγμένος - αλλά τα χέρια του ήταν ξυλιασμένα, και ήταν αδύνατο να λύσει τα κορδόνια.

Τότε κατέβηκε η Σόνια, η οποία ήταν ένα πολύ γερό κορίτσι, και τον τράβηξε απάνω. Πήραμε λίγο θάρρος από τα λόγια της Χαγιάνναινας, η οποία μας έλεγε ότι: "όταν φθάσουμε στις Καρούτες θα βρούμε ψωμί και φαί και φωτιά να ζεσταθούμε κι' αφού ξεκουραστούμε λίγο, θα συνεχίσουμε". Δεν ξέρω πόση ώρα βαδίζαμε έτσι και σε κάποια στιγμή βρεθήκαμε στην κορυφή και είδαμε πράγματι τις Καρούτες. Μακριά βέβαια, αλλά τώρα είχαμε πια κατήφορο. Η επιθυμία του φαγητού και της φωτιάς μας έδωσαν δύναμη και προχωρούσαμε πιο γρήγορα. Φτάσαμε στις Καρούτες, οι οποίες ήταν καμένες κι' έρημες, είδαμε ένα τζάκι να καπνίζει, τρέξαμε και χτυπήσαμε την πόρτα. Μας άνοιξε μια γριά, κρατώντας μια γάτα, ίσως ήταν η μόνη παρέα στην ερημιά της.

Της ζητήσαμε λίγο ψωμί, αλλ' αυτή μας είπε ότι δεν έχει κι ότι έφαγε λίγο κατσαμάκι για να ξημερωθεί. Αλλά το καλό που μας θέλει, να προχωρήσουμε γρήγορα, γιατί νυχτώνει κι’ ο καιρός χειροτερεύει. Βλέποντας πως δεν υπήρχε καμιά ελπίδα ν' απολαύσουμε αυτά που ονειρευόμασταν, συνεχίσαμε το δρόμο προς το Λιδορίκι. Νύχτωσε , το κρύο ήταν πιο τσουχτερό τώρα, αλλά τουλάχιστον διαγραφόταν ο δρόμος. Προχωρούσαμε με δυσκολία, αλλ' η ελπίδα ότι πλησιάζουμε μας γιγάντωνε. Φτάσαμε στο Λιδορίκι ώρα 9 το βράδυ, δώδεκα ώρες πεζοπορία, κρύο, πείνα, αγωνία και, προ παντός, φόβο.

Έτσι μαθαίναμε τα λίγα γράμματα εμείς εκείνη την εποχή, καμιά σύγκριση με τη σημερινή παιδεία, καμιά μέριμνα. Ζωή και θάνατος αγκαλιασμένοι. Η πείνα, η ορφάνια και το κρύο απ' τη μια μεριά, η αντοχή από τα νιάτα μας απ' την άλλη. Τι να πρωτοθυμηθείς, αλήθεια; Ζήσαμε μια κόλαση, ας μη την ξαναζήσουμε.

Καληνυχτίσαμε και τραβήξαμε καθένας για το σπίτι του, όταν έφτασα στο σπίτι, μου φάνηκε πως μπήκα σε παλάτι, τι παλάτι ήταν; Να ξέρουν οι νεώτεροι, δεν είχε καμιά σχέση με τα σημερινά σύγχρονα σπίτια, ένα μισοτελειωμένο δωμάτιο απ' τα τέσσερα που είχε παλιά το σπίτι, το οποίο είχαν κάψει οι Γερμανοί κι' από παντού..."έμπαζε". Το τζάκι όμως έκαιγε κι' η γιαγιά μου Παπαγιάνναινα είχε κάνει μια τραχανόσουπα, η οποία μου φάνηκε .." μαύρο χαβιάρι".

Τη μέρα των Χριστουγέννων συναντηθήκαμε με τα παιδιά στην εκκλησία , ανταλλάξαμε ευχές, αλλά τα παιδικά μας μάτια έλεγαν πολύ περισσότερα απ' το στόμα μας. Για την επιστροφή φροντίσαμε να φύγουμε με τη φάλαγγα , δεν υπήρχαν περιθώρια για άλλες περιπέτειες.


Η παραπάνω υπέροχη ανάμνηση, φιλοξενήθηκε στην εφημερίδα ΛΙΔΩΡΙΚΙ το Δεκέμβριο του 1983, αριθ . φυλ.25 .

Πηγή: http://lidoriki.blogspot.com/2016/12/blog-post_29.html