Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Τριστενιώτικα Νέα, μία νέα έντυπη κυκλοφορία

Προ ολίγου καιρού, λάβαμε ταχυδρομικως μία ευχάριστη έκπληξη. Τα "Τριστενιώτικα Νέα" είναι μία νέα έγχρωμη και καλαίσθητη τετρασέλιδη τοπική εφημερίδα. Έως τώρα οι ειδήσεις του Τριστένου φιλοξενούνταν σε διακριτό σημείο της εφημερίδας "Πενταγιώτικοι Στοχασμοί" του Συλλόγου Πενταγιωτών. Η Αδελφότητα Τριστενιωτών Δωρίδας τολμά να συνεχίσει έντυπα την ενημέρωση των συντοπιτών της με την τρίμηνη αυτή έκδοση, "κόντρα" στο ρεύμα που θέλει τις εφημερίδες να υποχωρούν έναντι των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης.


Στό 1ο φύλλο της εφημερίδας διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
  • για την κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας των Τριστενιωτών στο Amalia Hotel
  • για τη νεολαία και το Δημοτικό Τραγούδι
  • μία Χριστουγεννιάτικη ιστορία
  • για την ιστορία της πλατείας του Τριστένου καθώς και άλλα ενδιαφέροντα
Επίσης ανακοινώθηκαν και οι καλοκαιρινές εκδηλώσεις του Συλλόγου στο χωριό που είναι:
  • ΠΕΜΠΤΗ 6 Αυγούστου, μεσημεριανή συνεστίαση στο μαγαζί του Αλέκου και της Κατερίνας
  • ΚΥΡΙΑΚΗ 16 Αυγούστου το βράδυ, η καθιερωμένη γιορτή της πίτας με μουσική και χορό στην πλατεία
  • ΤΕΤΑΡΤΗ 19 Αυγούστου το απόγευμα, αθλοπαιδιές από τη νεολαία και το βράδυ μουσική και φαγητό με πανσέληνο
  • ΚΥΡΙΑΚΗ 23 Αυγούστου, το βράδυ το χωριό πανηγυρίζει με παραδοσιακά εδέσματα, μουσική και χορό
Η εφημερίδα κλείνει με ένα κάλεσμα:
"Το ΔΣ με την ευκαιρία της πρώτης έκδοσης της εφημερίδας Τριστενιωτών" απευθύνει στους αναγνώστες της θερμό καλωσόρισμα και χαιρετισμό με πολλά φύλλα καλά, με αξιοπρέπεια και ήθος, αλλά και την στήριξη όλων. Καλή επιτυχία!"

Καλή επιτυχία και από εμάς στη φιλόδοξη αυτή προσπάθεια της Αδελφότητας Τριστενιωτών και της δραστήριας προέδρου κ. Μαίρης Παπακωνσταντίνου!

Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Τα ξωκκλήσια του Κουπακίου





Στην περιφέρεια του χωριού μας υπήρχαν παλαιότερα πολλά εξωκκλήσια. Σήμερα διατηρούνται σε καλή κατάσταση τα:


1. Αγία Παρασκευή.
Βρίσκεται στο δρόμο προς το Ζωριάνο. Στην γιορτή της 26 Ιουλίου γίνονταν  το μεγάλο πανηγύρι στο χωριό μας.
2. Προφήτης Ηλίας.
Βρίσκεται Στην περιοχή Πέρα Χωριό Λόγω παλαιότητας ανακατασκευάστηκε το έτος 1956
3.      Αγία Τριάδα.
Βρίσκεται στη περιοχή Μαραβέλη. Κάηκε από τη μεγάλη πυρκαγιά πού έγινε στο μεγάλο δάσος Μαραβελιού και ανοικοδομήθηκε το έτος 1957
4. Άγιος Σπυρίδων.
Βρίσκεται στη περιοχή Πότζανης. Κατέρρευσε λόγω παλαιότητας και στη ίδια θέση ανοικοδομήθηκε το έτος 1958.
5.      Άγιος Νικόλαος και Άγιος Κωνσταντίνος και Αγία Ελένη.
 
Βρίσκεται στην θέση Πατερίτσα και οικοδομήθηκε το έτος 1981.
 


Λόγω παλαιότατος κατέρρευσαν τα εξωκκλήσια:

1.      Αγία Κυριακή , στη αγροτική τοποθεσία Παλιοχώρι
2.      Άγιος Αθανάσιος στη αγροτική τοποθεσία Πέρα χωριό
3.      Άγιοι Απόστολοι, στην τοποθεσία Πέρα Χωριό. Πρέπει η εκκλησία αυτή να ήταν ο ενοριακός ναός του χωριού Πέρα Χωριό, όταν αυτό υπήρχε, γιατί στο δυτικό μέρος αυτής υπήρχε και κοιμητήριο.
4.      Άγιος Ιωάννης και
5.      Αγία Παρασκευή στην τοποθεσία Μαραβέλη.
6.      Άγιος Γεώργιος και
7.      Αγία Τριάδα στην τοποθεσία Ιτιάς.

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Εκανα 50 χλμ. κάθε μέρα με τα πόδια για να μοιράσω τα γράμματα

Με την τσάντα των ΕΛ.ΤΑ. στον ώμο και μια γκλίτσα στο χέρι διήνυε 50 χιλιόμετρα καθημερινά στα Βαρδούσια για να παραδώσει στους κατοίκους των ορεινών χωριών της Φωκίδας γράμματα, επιταγές, φάρμακα αλλά και... τρόφιμα. «Με περίμεναν με μεγάλη αγωνία, με αγάπη και σεβασμό», τονίζει

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΩΣΚΟΛΟΣ
jfoskolos@pegasus.gr


Κουτί αλληλογραφίας στο παλιό ταχυδρομείο των Πενταγιών (φωτο: Τάσος Γιανέλλος)


Κονιάκος, Τριβίδι, Λευκαδίτης, Συκιά, Δορικό, Κάλιο, Δάφνος ... Δεκαετία του 70. Χωριά σκαρφαλωμένα στα βουνά της Φωκίδας, στα Βαρδούσια και την Γκιώνα. Περιμένουν με αγωνία νέα από συγγενείς που βρίσκονται στην ξενιτιά και στην Αθήνα, από φαντάρους κι αγαπημένα πρόσωπα που είναι μακριά. Τον... μίτο της επικοινωνίας κρατά ο ταχυδρόμος, που αξημέρωτα ζώνεται την τσάντα του στο Λιδωρίκι και ξεκινά με τα πόδια μέσα στα βουνά, τα λαγκάδια και τις ρεματιές, για να μεταφέρει γράμματα, επιταγές, αλλά και φάρμακα, εφημερίδες, ακόμη και κατεψυγμένα τρόφιμα, ψάρια και κοτόπουλα... Μόλις φθάνει στην πλατεία με τον καφενέ βγάζει την καραμούζα και σφυρίζει για να μαζευτούν οι χωριανοί. Καθένας τους και μια ιστορία... «Κυρα- Βασιλική τι κάνει ο φαντάρος;» ρωτά ο ταχυδρόμος τη μαυροφορεμένη γιαγιά.

«Αχ, Γιάννη μου», του απαντά εκείνη, «πάλι δεν μου έγραψε ο εγγονός μου»... Και μετά κεράσματα και πεσκέσια -τυριά και αβγά- γεμίζουν την ταλαιπωρημένη δερμάτινη τσάντα των ΕΛΤΑ.

Ο ταχυδρόμος όμως δεν έχει και πολύ χρόνο να κοντοσταθεί. Ισα για να φάει καμιά φασολάδα, αν τυχαίνει να έχει φτάσει μεσημέρι. Περιμένουν άλλα χωριά κι άλλες αγωνίες πρέπει να πάρουν τη σειρά τους...

«Ο κόσμος τότε περίμενε τον ταχυδρόμο με πολλή αγωνία, με αγάπη και σεβασμό. Ηταν σημαντικό πρόσωπο, σαν να έβλεπαν κάποιον συγγενή τους. Εμένα, όλοι με φώναζαν με το μικρό μου όνομα: Γιάννης». Ο Γιάννης Βελάγιας, συνταξιούχος πια εδώ και τρία χρόνια, μας μιλά για μια εποχή κατά την οποία η ασύρματη επικοινωνία φάνταζε σχεδόν επιστημονική φαντασία.

Στην ελληνική επαρχία τουλάχιστον... Μια εποχή χωρίς e-mail, κινητά τηλέφωνα και Διαδίκτυο. Οταν ο ταχυδρόμος ήταν η μοναδική γραμμή επικοινωνίας των ανθρώπων στα απομονωμένα χωριά. Και όχι μόνο αυτό. Ηταν ο άνθρωπος που τους διάβαζε συχνά τα γράμματα που λάμβαναν. Ο άνθρωπος που έγραφε καμιά φορά τις επιστολές τους, που μετέφερε τα φάρμακα από την πόλη και ό,τι άλλο δεν μπορούσαν να βρουν στο χωριό.

«Ο ταχυδρόμος ήταν τότε τα πάντα γι αυτούς τους ανθρώπους», μας λέει ο κ. Βελάγιας, που δούλεψε ως αγροτικός ταχυδρόμος στο Λιδωρίκι Φωκίδας από το 1973 μέχρι το 1978. «Θυμάμαι ο παπα-Βλάχος έλεγε: ο παπάς και ο ταχυδρόμος δεν κερνάνε ποτέ... Κι έτσι ήταν. Με το που έμπαινα στο καφενείο, αμέσως η πρώτη κουβέντα όλων ήταν: Κέρασε τον ταχυδρόμο».


Μονοπάτια

Στα 22 του όργωνε τα Βαρδούσια από τα μονοπάτια που είχαν ανοίξει οι τσοπάνηδες για τα κατσίκια, με την τσάντα των ΕΛΤΑ στον ώμο και μια γκλίτσα στο χέρι. «Κάθε μέρα έκανα 50 χλμ. για να πάω από το ένα χωριό στο άλλο. Ξυπνούσα πέντε το πρωί κι έφτανα στο τελευταίο χωριό κατάκοπος κι εξαντλημένος.

Αλλά ο κόσμος δεν είχε πονηράδες. Τώρα δεν σου ανοίγουν την πόρτα, επειδή ξέρουν ότι τους πηγαίνεις γραμμάτια από τις τράπεζες και λογαριασμούς. Τότε είχανε μόνο το γράμμα τους να λάβουν. Αντε και καμιά επιταγή»...

Ο Γιάννης Βελάγιας έζησε στο πετσί του μια εποχή που δείχνει να έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Το γράμμα, ως μέσο επικοινωνίας, ψυχορραγεί, αν δεν έχει ήδη πεθάνει. Οι τσάντες των ταχυδρόμων παραγεμίζουν με διαφημιστικά φυλλάδια, μπροσούρες, λογαριασμούς, μαζική αλληλογραφία.

Στον αιώνα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και της ασύρματης επικοινωνίας, το προσωπικό γράμμα, ακόμη και η ευχετήρια κάρτα, είναι είδος υπό εξαφάνιση.

Τη δεκαετία του 70 όμως; Τότε όλα ήταν πολύ διαφορετικά. Τότε ο Γιάννης Βελάγιας μοίραζε γύρω στα δεκαπέντε γράμματα σε κάθε χωριό, φωνάζοντας τους ανθρώπους με το μικρό τους όνομα στο καφενείο ή το κοινοτικό γραφείο...

«Το πρώτο μου δρομολόγιο ήταν 3 Φεβρουαρίου του 1973. Δευτέρα, θυμάμαι. Μεγάλη περιπέτεια. Δεν την ξεχνάω. Ενας συνάδελφος μου έδειξε τον δρόμο μέσα από τα βουνά. Την προηγούμενη νύχτα δεν είχα κλείσει μάτι από το άγχος. Ξεκινάω τον δρόμο και πάω, πάω, πάω... Εδώ το χωριό, εκεί το χωριό, αλλά σπίτι πουθενά.

Τελικά ο Λευκαδίτης φάνηκε μετά από 12 χλμ... Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα ήταν ο κυρ- Γιαννάκης. "Καλώς το παλικάρι. Νέος;" με ρωτά. "Νέος" του απαντώ.

"Αντε να δούμε εσύ αν θα στεριώσεις"... Αργότερα έμαθα πως κανείς δεν έμενε στο συγκεκριμένο πόστο, λόγω των πολύ μεγάλων αποστάσεων. Πριν από εμένα είχαν πάει άλλοι δέκα, αλλά έφυγαν. Εγώ, θες από πείσμα, θες από εγωισμό, στέριωσα. "Κάτσε να πιεις ένα κονιάκ", μου λέει ο κυρ-Γιαννάκης. Και μου έδωσε να πιω μπότζι - βρασμένο κονιάκ με ζάχαρη. Εκανε φοβερό κρύο. Αρχές Φλεβάρη.

Δεύτερη στάση το χωριό Συκιά και μετά ο Κονιάκος, αφού διέσχισα τον Μόρνο πάνω σε κάτι δοκάρια. Εκεί ρωτώ έναν χωριανό:

-Τι θα φάμε;

-Εχω μια ρώσικη σαλάτα κονσέρβα. Θες;

-Και ρώσικη -του λέω- και αμερικάνικη... Και για πρώτη φορά έφαγα ρώσικη σαλάτα, με ψωμί ζυμωτό κι ελιές.

Θύελλες

Ο 58χρονος σήμερα συνταξιούχος ταχυδρόμος θυμάται πολλούς χειμώνες με θύελλες, κι αυτός να πορεύεται κάπου μεταξύ Βαρδουσίων και Γκιώνας. «Το χιόνι να μου χτυπά το πρόσωπο. Να μην μπορώ να περπατήσω από τον βοριά. Και να προσεύχομαι μέσα μου, να φτάσω μέχρι την κορυφή του λόφου. Κι όμως πηγαίναμε με όλους τους καιρούς». Στον δρόμο έβλεπε ασβούς, αγριογούρουνα, αγριοκάτσικα, φίδια... «Μόνο λύκο δεν είχα δει»...

Και η πορεία συνεχίζεται βάσει συγκεκριμένου δρομολογίου. «Οριζαν τότε ότι ένας ταχυδρόμος μπορούσε να διανύσει 4 χλμ. την ώρα. Με τα πόδια βέβαια. Και έτσι υπολόγιζαν τι ώρα έπρεπε να φθάσουμε. Είχαμε φύλλο πορείας.

Δεν μπορούσες να φύγεις αν δεν σου έβαζε σφραγίδα ο πρόεδρος, ο δάσκαλος ή ο παπάς ότι πέρασες από το χωριό. Κι αν ήταν κάνα στραβόξυλο και τύχαινε να αργήσεις... Γιατί δεν υπολόγιζαν τις ανηφόρες και τις κατηφόρες, τη γλώσσα που σου έβγαινε σαν... γραβάτα από το κουβάλημα».

Στο χωριό Δορικό

«Εφερα φάρμακα στον δήμαρχο, αλλά αυτός δεν υπέγραφε γιατί καθυστέρησα»

«Στο χωριό Δορικό, ο πρόεδρος ήταν διορισμένος από τη χούντα. Είχε τη λογική "αποφασίζουμε και διατάζουμε".

Αν ξέφευγες δέκα λεπτά από το πρόγραμμα που είχε το φύλλο πορείας έκανε αναφορά. Οι περισσότεροι ταχυδρόμοι είχαν φύγει λόγω αυτού του ανθρώπου.

Σκεφτόμουν τι να κάνω για να τον αντιμετωπίσω... Την πρώτη φορά, λοιπόν, που πάω στο Δορικό μού ζητάει να του φέρω φάρμακα. Στο Λιδωρίκι τότε δεν είχε φαρμακείο. Μας τα έστελναν από την Αμφισσα με την αποστολή του ταχυδρομείου.

Αυθάδεια...

Παραλαμβάνω τα φάρμακά του και ρωτάω τον αγροτικό γιατρό ποια είναι τα πιο σημαντικά για την υγεία του. Ξεκινάω τη διαδρομή μου και φτάνω στο Δορικό με μισή ώρα καθυστέρηση. Φυσάω με την καραμούζα μου, μαζεύεται ο κόσμος κι αρχίζω να μοιράζω τα γράμματα.

Ερχεται και μου λέει με αυθάδεια: "Δεν θα υπογράψω το φύλλο πορείας, επειδή καθυστέρησες και θα σου κάνω αναφορά". Του απαντώ: "Είμαι ρομπότ; Εκατσα πιο κάτω να ξαποστάσω, να πάρω μιαν ανάσα.

Δεν έχω συνηθίσει την ανηφόρα στα κατσάβραχα"...

Μοίρασα τα γράμματα και στο τέλος τον ρωτάω ξανά: "Πρόεδρε θα υπογράψεις"; "Οχι", μου απαντά. Τότε λέω κι εγώ: "Κάποιος κ. Κωνσταντόπουλος που ζήτησε φάρμακα, ποιος είναι"; "Εγώ", απαντά εκείνος. "Ρε άνθρωπέ μου -του λέω- εγώ φορτώθηκα σαν γαϊδούρι και σου έφερα τα φάρμακά σου κι εσύ δεν σεβάστηκες ούτε αυτό;".

Ρίχνω κάτω τα χάπια που δεν ήταν τόσο σημαντικά, του δίνω τα άλλα και του λέω: "Πάρε κι αυτά για να ζήσεις. Και την άλλη φορά να πας μόνος στην Αμφισσα να τα αγοράσεις".

Οταν ξαναπήγα στο χωριό, η πρώτη του κουβέντα ήταν: "Κεράστε τον ταχυδρόμο". Του απαντώ, "ευχαριστώ πρόεδρε, δεν θέλω".

Τον κράτησα λίγο σε απόσταση, να μη νομίζει ότι όλοι οι άνθρωποι εξουσιάζονται. Τελικά καταλήξαμε να γίνουμε σχεδόν φίλοι...».

Δυσκολίες

«Προχωρούσα ώρες ατέλειωτες και ο δρόμος δεν σωνόταν με τίποτα»

«Δεν πρόκειται να ξεχάσω την πρώτη φορά που πήγα στον Δάφνο. Να προχωρώ ώρες ατελείωτες και να μη σώνεται ο δρόμος.

Βλέπω κάποια στιγμή έναν τσοπάνο μπροστά μου και του φωνάζω: "Γεια σου πρόεδρε". Ηταν όντως ο πρόεδρος του χωριού. Τον ρωτώ πόσο μακριά είναι και μου δείχνει ένα χωριό στο βάθος.

Απελπίζομαι και του λέω: "Θα πας εσύ τα γράμματα". Με χτυπά στον ώμο φιλικά: "Εδώ από κάτω είναι. Αντε, τράβα να φας και φασολάδα της κυρα-Βασιλικής".

Οντως το χωριό ήταν ακριβώς από κάτω. Μπαίνω στο μαγαζί του μπαρμπα-Γιώργη, του άντρα της κυρα-Βασιλικής, να φάω. Και τότε συνέβη κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.

Αυτός είχε φτιάξει έναν αυτοσχέδιο μηχανισμό, που δούλευε με ένα φυσερό κι έβγαζε έναν τρομερό ήχο σαν φουγάρο πλοίου.

Εκεί που τρώω λοιπόν, ακούω μια βουή φοβερή και πετάγομαι έξω να δω τι γίνεται.

Κι εκείνη τη στιγμή, ο μπαρμπα-Γιώργης είχε πάρει ένα χωνί γραμμοφώνου και φώναζε: "Κυρά Βασίλωωωωωωωωωωωωωωω. Εχεις επιταγήηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηη". Ε, γέλασα με την ψυχούλα μου»...

Στο Τριβίδι

Γέφυρα ζωής για 70χρονο

«Μια μέρα στο Τριβίδι ένας γεροντάκος 70 χρονών, ο μπαρμπα-Κώστας, είχε πάθει δηλητηρίαση. Τότε δεν υπήρχαν ψυγεία κι έβαζαν τα τρόφιμα σε ντουλάπια με σήτες, που τα έλεγαν φανάρια.... Τον είχε πιάσει εμετός και διάρροια μαζί. Ηθελε να επικοινωνήσει με τον ανιψιό του στον Κονιάκο.

Μου λέει, γράψε ταχυδρόμε: Αγαπημένο μου ανιψούδ -μου υπαγόρευσε μια σύντομη επιστολή και με παρακάλεσε να επιστρέψω στον Κονιάκο για να την παραδώσω στον ανιψιό του- Με προφταίνς, δεν με προφταίνς. Με πάει από μπροστά κι από πίσω φλογέρα...

Ελα γρήγορα να με πάρς, δεν θα ζήσω. Και όντως έτρεξα πίσω στον Κονιάκο, έδωσα την επιστολή στον ανιψιό, ο οποίος πήγε και τον πήρε με το αγροτικό αυτοκίνητο και τον μετέφερε στην Αμφισσα στο νοσοκομείο. Ισα ίσα τον πρόλαβε. Αν δεν ήμουν εκεί θα είχε μάλλον πεθάνει»...

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Αρωματικοί κεφτέδες φούρνου – Νοστιμιά που γράφει…

Γράφει η Σίσσυ Νίκα  Δημοσιογράφος Γαστρονομίας και Πολιτισμού

Το Διχώρι είναι αγαπημένος μου προορισμός, αν με χάσετε ξέρετε που θα με βρείτε… κρυμμένη στα
Βαρδούσια, εκεί που οι βουνοκορφές παιχνιδίζουν με τα σύννεφα και ο ήλιος «παίζει» ένα ατελείωτο κρυφτό …. Στιγμιότυπα φωτός υπέροχα με τα αγριμάκια του δάσους αλεπουδίτσες, αγριογούρουνα, ζαρκαδάκια να φθάνουν στην πλατεία μπροστά στο εστιατόριο της Μαρίνας για φαγητό… μέχρι αυτά γνωρίζουν ότι η Μαρίνα είναι εκεί χειμώνα καλοκαίρι… Η αλήθεια είναι ότι στο Διχώρι νοιώθεις άλλος άνθρωπος, ρηλαξάρεις και γεμίζεις μπαταρίες.

Το γαλακτομπούρεκο εκπληκτικό και οι σοκολατίνες υπέροχες…
Το τσάι με μέλι είναι τόσο αρωματικό ….
Κάθε φορά που ανεβαίνω στο Διχώρι, πάντα ινγκόγνιτο… όπως και τόσοι άλλοι, περνάω υπέροχα. Οι ήχοι της φύσης, οι γεύσεις και η παρέα της Μαρίνας με γαληνεύουν… τα γέλια και τα πειράγματα και οι ατελείωτες γευστικές δοκιμές με ρηλαξάρουν.
Στην τελευταία μου απόδραση…  δοκίμασα τα αρωματικά κεφτεδάκια που ζυμώσαμε με νιφάδες βρώμης αντί για ψωμί και ψήσαμε στο φούρνο … για να είναι υγιεινοί και διαιτητικοί. Αντί για ντομάτα βάλαμε λίγη πιπεριά κόκκινη Φλωρίνης.
Μετά τον ελληνικό καφέ και τα γλυκά νοιώσαμε ενοχές και κάναμε μια βόλτα στους καταρράκτες έτσι για να ξελαφρώσουμε από την πλημμύρα θερμίδων…


Αρωματικοί κεφτέδες φούρνου

Από τη Μαρίνα Κουτσοπούλου, «Το μαγαζί του χωριού» Διχώρι Δωρίδας

Υλικά
600 γρ. κιμά από μοσχάρι , λάπα περασμένο μια φορά από τη μηχανή
1 μεγάλο ξερό λευκό κρεμμύδι, τριμμένο
1 κ.σ. πιπεριά κόκκινη,  λιωμένη στο μπλέντερ
1 σκελίδα σκόρδο, λιωμένη
Μισό κ.γ. ρίγανη
3 κ.σ. φρέσκο δυόσμο, ψιλοκομμένο
5 κ.σ. νιφάδες βρώμης
1 πρέζα κύμινο, σε σκόνη
3 κ.σ. ελαιόλαδο
Αλάτι
Φρεσκοτριμμένο  πιπέρι
1 σφηνάκι ούζο Μυτιλήνης



Τρόπος Παρασκευής


Σε ένα μεγάλο μπολ βάζουμε όλα τα υλικά για τους κεφτέδες.
Ζυμώνουμε δυνατά και γυρίζουμε τον κιμά για να πάρει αέρα. Αρκούν 5-6 λεπτά για το ζύμωμα για να ομογενοποιηθεί το μείγμα. Πάντως οι νιφάδες βρώμης δεν ξεχωρίζουν μέσα στον κιμά.
Σκεπάζουμε το μπολ με διάφανη μεμβράνη και βάζουμε στο ψυγείο για ένα βράδυ. Βγάζουμε από το ψυγείο και πλάθουμε τους κεφτέδες στο σχήμα και το μέγεθος που θέλουμε.
Σε ταψί στρώνουμε λαδόκολλα και αραδιάζουμε τους κεφτέδες.
Τους ραντίζουμε με ούζο για περισσή νοστιμιά.
Ψήνουμε σε καλά προθερμασμένο φούρνο στους 200ο C για 25 λεπτά και με την λαβίδα τα γυρίζουμε να ψηθούν και από τις δύο πλευρές.
Σερβίρουμε με πλούσια σαλάτα ή πατάτες τηγανιτές ή ακόμα πουρέ πατάτας…
 Πηγή: https://emvolos.gr/

Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Γίνε Εθελοντής, για την αντιμετώπιση του κορωνοϊου στη Δωρίδα

Ο Δήμος Δωρίδος δημιούργησε ειδική φόρμα για καταγραφή των εθελοντικών προσφορών από Δωριείς, είτε κατοικούν στη Δωρίδα, είτε είναι ετεροδημότες.

Η Φόρμα #Γίνε Εθελοντής, είναι ενταγμένη στην ιστοσελίδα www.doridasos.gr που δημιουργήθηκε και υποστηρίζεται καθημερινά από εθελοντές συμπολίτες μας και αξιοποιείται από τον Δήμο ως ενημερωτικό μέσο για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού.

Στη φόρμα μπορεί να δηλώσει όποιος θέλει την εθελοντική του προσφορά με: 

1. Κατάθεση Χρηματικού ποσού
Στον λογαριασμό ειδικού σκοπού που άνοιξε ο Δήμος στην Τράπεζα Πειραιώς, είτε με e-banking, είτε με κατάθεση στην Τράπεζα, IBAN: GR 33.0172.1580.0051.5809.9464.209. Το Δημοτικό Συμβούλιο με απόφασή του θα ορίσει Διαπαραταξιακή Επιτροπή για τη διαχείριση του λογαριασμού.
Με τα χρήματα, θα αγοραστούν TABLET για μαθητές, κάρτες σύνδεσης στο διαδίκτυο για τηλε-εκπαίδευση, φάρμακα, υγειονομικό υλικό και είδη πρώτης ανάγκης σε οικονομικά αδύναμους συμπολίτες μας, κλπ.

2. Προϊόντα – Εξοπλισμό
Τρόφιμα, Φάρμακα, Υγειονομικό Υλικό και είδη πρώτης ανάγκης, για ηλικιωμένους, ευάλωτους και οικονομικά αδύναμους συμπολίτες μας.

3. Υπηρεσίες
Όποια υπηρεσία μπορεί να προσφέρει ο κάθε εθελοντής, αφού την περιγράψει στην φόρμα, ώστε να συμπεριληφθεί στον προγραμματισμό του Δήμου.

4. Πρόταση για εθελοντική δράση που δεν συμπεριλαμβάνεται στα παραπάνω.
Καλούμε όλους τους συμπολίτες μας είτε κατοικούν στη Δωρίδα, είτε είναι ετεροδημότες να γίνουν Εθελοντές ή Εθελόντριες και να πάρουν μέρος στις δράσεις που προγραμματίζει ο Δήμος Δωρίδος.

Η συμμετοχή όλων είναι απαραίτητη, για να αντιμετωπισθούν οι δυσανάλογες ανάγκες που έχουν δημιουργηθεί.
Μπορείς να προσφέρεις

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Το πραγματικό τέλος του Αθανασίου Διάκου

του Ευθύμιου Χριστόπουλου, εκπ/κού-δημοσιογράφου
 

Το καλοκαίρι του 1947 ως μαθητής της Β' τάξης της Εκκλησιαστικής Σχολής Λαμίας, δέχτηκα την παρακίνηση του αείμνηστου Διευθυντού της Δημητρίου Κρικέλα να συγκεντρώσω πληροφορίες από γέρους Λαμιώτες που τις είχαν από τους πατεράδες τους, για ποιο ήταν το πραγματικό τέλος του Αθανασίου Διάκου.

Ταξι­νομώντας αυτές που συγκέντρωσα, είδα ότι τέσσερες ήταν ακριβώς ίδιες, αν και προέρχονταν από γερόντια που ζού­σαν σε διαφορετικά σημεία της Λαμίας ο καθένας και μά­λιστα ένας παππούς ήταν απ' τη Ροδίτσα. Διασταυρώνοντας τες αργότερα, με όσα διάβαζα άλλα, καταλάβαινα ότι αυ­τές που είχα ήταν ασφαλώς οι σωστές.

Το κύριο σημείο τους και κοινό, ήταν ότι τρεις Έλληνες, όταν έπιασαν το Διάκο και τον έφεραν στη Λαμία, τον έκλεισαν σ' ένα πα­λιό κι εγκαταλειμμένο χάνι, εκεί που σήμερα έχει οικοδο­μηθεί το Λαογραφικό Μουσείο Λαμίας στην οδό Καλύβα - Μπακογιάννη. Αυτοί οι τρεις είχαν περάσει πίσω - δυ­τικά - στο χάνι και από δύο μισοχαλασμένα παραθυράκια είχαν παρακολουθήσει όλη τη νύχτα όλα όσα έγιναν μέσα στο χάνι, τα οποία και αναφέρω στη συνέχεια.:



Μετά τη σύλληψη του Διάκου στα ποριά Δαμάστας, τον έφεραν με συνοδεία ποινών και τραυματισμένο στη Λαμία, οδηγώντας από τη νότια της είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξε­κομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφα­νοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) και συνέχεια τον έφτασαν και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα - πάλι καλά! - έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο.

Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ' ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρί­ου του.

Εκτός από δύο - τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι - όχι όλοι - έμειναν απ' έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια, ίσως, να ιδούν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πο­νάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.

Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν. Ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Τον άλλον όχι. Απ' ότι όμως εί­χαν ακούσει, υπολόγισαν ότι ήταν ο σκληρός Χαλήλ Μπέης. Αυτός μόνος προχώρησε κι άρχισε να κάνει έλεγ­χο αν είχαν δέσει καλά το Διάκο. Τόσο πολύ φάνηκε ότι, κι ακόμα δεμένον, τον φοβόταν.

Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις που είχαν φτάσει εκεί κρυφά άρχισαν καθαρά να βλέπουν τι γίνεται.

Όταν ο Χαλήλ Μπέης σιγουρεύτηκε - το είδαν κα­θαρά αυτό - ότι δεν υπήρχε φόβος διαφυγής, άρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Σε μια στιγμή τον είδαν να χτυπάει στο πρόσωπο το Διάκο.

Τον διακόπτει όμως ο άλλος, ο Βρυώνης, που πλησιάζει το Διάκο και τον βλέπουν κάτι να του λέει. Δεν ακούνε όμως. Απ' ότι βλέπουν όμως, καταλαβαίνουν ότι κάτι τον ρωτάει, γιατί βλέπουν το Διάκο να κουνάει αρ­νητικά το κεφάλι του.

Και ενώ τον βλέπουν να συνεχίζει ήρεμα, σε μια στιγ­μή εξαγριώνεται, φωνάζει και χειρονομεί. Ατάραχος ο Διάκος τον αντιμετωπίζει και κάτι που του λέει, βλέπουν το Βρυώνη οργισμένο να αποχωρεί, αφήνοντας πια το θύμα στο δήμιό του.

Απ' τις αναλαμπές των δαυλών, ξεχωρίζουν την αγριότητα του Χαλήλ. Τον βλέπουν να τραβάει πιο πέρα τον επικεφαλής της Φρουράς - έτσι τουλάχιστον δεί­χνει - και με νευρικές και απειλητικές κινήσεις, κάτι του λέει, κι εκείνον να υποκλίνεται κουνώντας το κεφάλι του. Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στο Διάκο, τον βλέπουν να φεύγει, δείχνοντας ικανοποι­ημένος.

Ο Διάκος - και οι άλλοι τρεις απ' έξω - μέσα στο μι­σοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη. Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ' ένα γκιούμι.

Στη συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής, πλησιάζουν το Διάκο. Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ' ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.

Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολ­μήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν το Διά­κο. Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επί­μονα κι αρνητικά το κεφάλι του. Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτε­ρά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στη συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου, ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο.

Η μυρωδιά του Λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στη μύτη και των τριών απ' έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα.

Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ' το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του!... Τι­νάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κό­ψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.

Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πό­δια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την που­καμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό Λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μι­λάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι' αυτό συ­νεχίζουν!...

Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνε­ται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντος τις αρνήσεις και εξοργί­ζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του.

Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέ­ους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δεί­χνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν. Και βλέ­πουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημι­ουργούνταν στο δέρμα απ' το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.

Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι Βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, βλέπουν ότι δεν πε­τυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.

Το Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο.

Τότε και οι τρεις παρατηρητές, απ' έξω, για να μη γί­νουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνό­μενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος, όπου είχαν αρχίσει να έρχονται δειλά και οι πρώτοι περίεργοι.

Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβη ψηλά, λύνουν το Διά­κο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει.

Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντας τον, δεν τον ανα­γνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι το κακοποιημένα ρούχα του.

Σέρνοντας τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα που έκοβε την πλατεία Λαού στα δυο καταμεσίς και τραβώντας ανατολικότερα έφτανε στη Δημοτι­κή Αγορά, από εκεί στο κατάστημα Πολιτικού και μετά κατεβαίνοντας προς τα νότια, απλωνόταν κατά μήκος της οδού Θερμοπυλών.

Όταν τον πέρασαν στο ρέμα, στάθηκαν περίπου ανα­τολικά της σημερινής διπλής βρύσης, γιατί ανατολικό­τερα ετοίμαζαν το στήσιμο της... ψησταριάς!

Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στο Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δεν φάνηκε να συμμετείχε στην επανάσταση!

Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξε­χωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μόνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι!

Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί. Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γί­νει!
Αυτός, τρέμει από το φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σου­βλίζει.

Και αρχίζει το τελευταίο πια μαρτύριο.

Δένοντας το Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος να χώ­νει την πολύ καλό λεπτισμένη άκρη του σουβλιού, ξε­κινώντας απ' τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρ­μα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ' το δεξιό του το αυτί.

Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός.

Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ' ένα δέντρο.

Στη συνέχεια, σπεύδουν να συγυρίσουν τη φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες.

Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκε­ται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνε­ται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια.
Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει συτό και αφρίζει απ' το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο!

Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μέ­νει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποί­ητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νε­κρό το Διάκο και πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στά­βλους, τους οποίους διατηρούσαν από τη βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο. Τη διαβεβαίωση αυτή είχα απ' όλα σχεδόν τα γερόντια που ρώτησα το 1947, τότε που φαίνονταν ακόμα οι κρίκοι στο βόρειο τοίχο της θερινής «ΤΙΤΑΝΙΑΣ».

Εκεί λοιπόν, βορειοανατολικά της σκάλας που κα­τεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχε­δόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώ­ρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σή­μερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο.

Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θά­ψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει.

Ο παππούς μου που είχε στήσει την παράγκα - πρώ­το μαγαζί του πριν λίγο καιρό, απέναντι δυτικά, όπου μετά χτίστηκε η αποθήκη των αδελφών Κονταξή, είδε στρατιώτες να ανοίγουν μικρούς λάκκους ανατολικά του, ψάχνοντας. Όταν ρώτησε τι ζητάνε, του είπαν ότι ψά­χνουν τον τάφο του Διάκου. Την πληροφορία αυτή είχα από τον πατέρα μου, όπως την είχε ακούσει από τον παπ­πού μου. Σε ένα σημείο, βρήκαν ένα σωρό - σκελετό ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Το συγκέντρω­σαν, το καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.


Τέλος, στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διά­κο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυ­πτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α' και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρα­τιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Το Λιδωρίκι αποχαιρετά τον Μάκη Ξυλάγγουρα


ΣΥΛΛΗΠΗΤΗΡΙΟ ΜΗΝΥΜΑ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΞΥΛΑΓΓΟΥΡΑ


Έφυγε από κοντά μας ο Μάκης Ξυλάγγουρας, ο Μάκης, ο Λιδωρικιώτης.
Με μεγάλη θλίψη και συγκίνηση πληροφορήθηκα τη φυγή του αγαπημένου φίλου και συνεργάτη. Τον γνώρισα πριν 10 χρόνια και με τίμησε όλ’ αυτά τα χρόνια με τη φιλία του και τη συνεργασία του.

Ακόμη περισσότερο όμως, τίμησε τη θέση του Προέδρου του Συλλόγου των απανταχού Λιδωρικιωτών "Η Γκιώνα" .

Τεράστιο το ενδιαφέρον του και πάμπολλες, σπουδαίες και πετυχημένες οι εκδηλώσεις του Συλλόγου, που έβγαζαν στην επιφάνεια το πάθος του και την αγάπη του για τους ετεροδημότες της Αθήνας, τους ομογενείς του εξωτερικού, για τα μικρά παιδιά, για τους ηλικιωμένους, για το Ολοκαύτωμα του Λιδωρικίου, για τους "Μεγάλους" ανθρώπους του Λιδωρικίου, για την ιστορία, την παράδοση και τα έθιμα του τόπου μας.

Η προσφορά του, όχι μόνο αξέχαστη αλλά ας γίνει πηγή έμπνευσης και παράδειγμα σε όλους μας.
Στη σύζυγό του Σταμούλα και στους δυο γιους του, εκφράζω τα θερμότατα συλλυπητήρια μου!
Καλό σου ταξίδι στον παράδεισο φίλε Μάκη!


Θα μείνεις πάντα ζωντανός στη σκέψη και την καρδιά μου !


Γιώργος Καπεντζώνης

Ο Δήμαρχος Δωρίδος 





ΣΥΛΛΗΠΗΤΗΡΙΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΛΙΔΩΡΙΚΙΩΤΩΝ "Η ΓΚΙΩΝΑ"



Θα πούμε σήμερα ένα τελευταίο Αντίο στον πρώην Πρόεδρο του Συλλόγου μας, τον Ευθύμιο Ξυλάγγουρα.
Ο φίλος μας Ευθύμιος (Μάκης) Ξυλάγγουρας έφυγε σήμερα, ξαφνικά, από τη ζωή, σε ηλικία 75 χρόνων. Υπήρξε για πολλά χρόνια, αρχικά μέλος και μετέπειτα Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου μας.

Άτομο που το χαρακτήριζε το πάθος και η επιμονή για να πραγματοποιήσει οράματα, που ζωντάνευαν το σύλλογο μας. Και πράγματι, με την βοήθεια και των λοιπών μελών, είχε πάντα θετικά αποτελέσματα. Είναι, όμως, βέβαιο ότι θα τον κρατά ζωντανό στη μνήμη όλων μας, το έργο που άφησε στο Σύλλογο.

Όλοι εμείς εκφράζουμε την βαθύτατη θλίψη μας για την απώλεια του και τα θερμά συλλυπητήρια προς την οικογένειά του.

Η κηδεία του θα γίνει μέσα στην εβδομάδα στο αγαπημένο του Λιδωρίκι.

Δυστυχώς, λόγω των μέτρων που ισχύουν, στην εξόδιο ακολουθία και την ταφή του, δεν μπορεί να παραστεί κανένα από τα μέλη του Συμβουλίου του Συλλόγου μας.



Λιδωρίκι 18 Απριλίου 2018

Κυριακή 19 Απριλίου 2020

Δημοτικό Σχολείο στην Αρτοτίνα το 1843


Επιστολή του 1843 για την παραχώρηση ξυλείας με σκοπό την κατασκευή δεύτερου Δημοτικού Σχολείου στην Αρτοτίνα


H παρακάτω επιστολή την οποία μας παραχώρησε ο κ. Γεώργιος Πύργαρης αφορά την αίτηση των κατοίκων της Αρτοτίνας προς τον Όθωνα να παραχωρήσει ατέλεια δηλαδή μη πληρωμή φόρου για την ξυλεία που θα χρειαστούν οι κάτοικοι για να οικοδομήσουν Δημοτικό σχολείο στην Αρτοτίνα το 1843. Η αναφορά κάνει λόγο για δεύτερο σχολείο, μόνο που δεν διευκρινίζει εάν το πρώτο ήταν στην Αρτοτίνα (*) ή σε κάποιο άλλο χωριό του Δήμου Αρτοτίνας (**). Όπως και νάχει από την αναφορά φαίνεται η μεγάλη επιθυμία των κατοίκων να οικοδομήσουν δημοτικό σχολείο, αφού αναλαμβάνουν οι ίδιοι όλα τα έξοδα και το μόνο που ζητούν από τον Όθωνα, είναι η μη πληρωμή τέλους-φόρου για την αναγκαία ξυλεία που θα υλοτομηθεί για να οικοδομηθεί το σχολείο. Ο Όθωνας εγκρίνει την αίτηση των κατοίκων της Αρτοτίνας.


Μεγαλειότατε!
Εις τον Δήμον Κροκυλίου της Δωρίδος υπάρχει δημοτικόν σχολείον οικοδομηθέν και διατηρούμενον υπό του Δήμου προ δύο ετών. Οι κάτοικοι του χωρίου Αρτοτίνας του αυτού δήμου και άλλων πέριξ χωρίων απεχόντων περί τας 4 ώρας από την έδραν του δήμου απεφάσισαν να οικοδομήσωσι και έτερον σχολείον εις Αρτοτίναν εξ ιδίας αυτών .... συνεισφέροντες .... προς τούτο κατά προαίρεσιν, την δε απόφασίν των ταύτην επεκύρωσε διά πράξεως ιδίας το δημοτικόν συμβούλιον. Μη επαρκούντες όμως εις όλην την δαπάνην εξωτήσωσιν και την βοήθειαν της Β. Κυβερνήσεως εις το να τοις χαριστεί δηλαδή ατέλεια εις την προμήθειαν της αναγκαίας εις την οικοδομήν ξυλικής.

Θεωρών αναγκαίαν την οικοδομήν αυτού του σχολείου και την από μέρους της Κυβερνήσεως συνδρομήν προς εμψύχωσιν των κατοίκων καθικετεύω την Α. Μεγαλειότητα ίνα εγκρίνει την αίτησιν αυτών διατάτουσα ίνα προμηθευθώσι την ξυλείαν την σημειουμένην εις την επισυνημμένην αναφοράν του Δημάρχου ελευθέραν από παντός τέλους προς το δημόσιον.

Ο Γραμματέας

Όθων κτλ
 Επί την υπαριθ. 21777 κτλ κτλ .... εγκρίνομεν να παραχωρηθή ατέλεια εις υλοτομίαν κτλ κτλ///
30 Αυγούστου 1843


Πηγή: Εφημερίδα Αρτοτίνα ΑΦ141 Ιαν-Φεβ-Μαρ 2020


Σημειώσεις από Ορεινή Δωρίδα: 
 * Σύμφωνα με την επιστολή, η απόφαση λήφθηκε με το σκεπτικό ότι η Αρτοτίνα απέχει 4 ώρες δρόμο από την έδρα του Δήμου. Μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι το πρώτο σχολείο βρισκόταν στους Πενταγιούς που ήταν η χειμερινή πρωτεύουσα του Δήμου Κροκυλείου. 
** Ο Συντάκτης μάλλον εννοεί τον Δήμο Κροκυλείου  που αναφέρεται και στην επιστολή, ο οποίος  δημιουργήθηκε με Βασιλικό Διάταγμα στις 3-10-1836 με χειμερινή πρωτεύουσα τους Πενταγιούς και θερινή την Αρτοτίνα, διαίρεση που διατηρήθηκε μέχρι το 1869. Σύμφωνα με τον Οδηγό της Ελλάδος, ο οποίος εκδόθηκε στην Αθήνα το 1889, ο τότε Δήμος Βωμέας [Αρτοτίνα, Κερασιά (οικισμός που καταργήθηκε το 1920), Νούτσομβρο (σημερινό Ψηλό Χωριό), Κριάτσι, Σουρούστι (σημερινή Κερασιά) και Κωστάρτσα (σημερινό Διχώρι)] αριθούσε 4 σχολεία με 140 μαθητές άρρενες.

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Έθιμα της Μεγάλης Παρασκευής στην Κερασιά

Ξημερώνοντας η Μεγάλη Παρασκευή ομάδες παιδιών πηγαίναν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα. Την ημέρα  αυτή η νηστεία γίνεται από όλους αυστηρά.  Οι άνδρες έπιναν το πρωί καφέ χωρίς ζάχαρη και μερικοί έπιναν και λίγο ξύδι ή καπνιά.  Το φαγητό είναι φασόλια ξηρά ή φακές χωρίς λάδι,  με λίγο ξύδι,  σε ανάμνηση στο ξύδι που έδωσαν στον  "Εσταυρωμένο  Χριστό".

Η  καμπάνα χτυπάει πένθιμα  και  η αποκαθήλωση  γίνεται  το πρωί. Το μεσημέρι όλοι προσέρχονται με ευλάβεια  στον Επιτάφιο, προσκυνούν  και  παίρνουν λουλούδια μυρωμένα.

Πολλά από τα παιδιά, περνούν κάτω απο τον Επιτάφιο, για να είναι γερά και να  θεραπευτούν εάν έχουν κάποιο πρόβλημα υγείας.

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Ηλεκτρονικά η αίτηση για την απαλλαγή των τελών σε Επιχειρήσεις της Δωρίδας

Όλοι οι επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις που υποχρεωτικά έχουν διακόψει την λειτουργία τους ή πλήττονται λόγω της πανδημίας του κορωνοϊου, έχουν τη δυνατότητα να αιτηθούν στον Δήμο Δωρίδος την απαλλαγή τους από τα τέλη καθαριότητας και φωτισμού, καθώς και από τα τέλη κατάληψης κοινοχρήστου χώρου, εύκολα και γρήγορα με λίγα «κλίκ», μέσω του ηλεκτρονικού τους υπολογιστή από το σπίτι τους.

Η διαδικασία αυτή ενεργοποιήθηκε με την απόφαση 49/2020 του Δημοτικού Συμβουλίου, ύστερα από εισήγηση, του εντεταλμένου δημοτικού συμβούλου τουρισμού και επιχειρηματικότητας κ. Δήμου Ταράτσα.

Προχωράμε όσο πιο γρήγορα μας επιτρέπουν οι δυνατότητές μας σήμερα, αλλά και στο μέλλον, με κάθε μορφής διαδικασία στήριξης των επιχειρήσεων και των επαγγελματιών, για την αντιμετώπιση απώλειας των πόρων τους.

Αναπτύσσουμε διαδικασίες ηλεκτρονικών υπηρεσιών ως εργαλείο εξυπηρέτησης των Δημοτών, ενώ παράλληλα δημιουργούμε τις συνθήκες για τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό του Δήμου μας.


ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

Με την είσοδο στην ιστοσελίδα https://www.dorida.gr/edimotis/, μπορείτε να υποβάλετε εύκολα και γρήγορα τις ηλεκτρονικές σας αιτήσεις, για την απαλλαγή των δημοτικών τελών και των τελών κατάληψης κοινοχρήστων χώρων για όλο το χρονικό διάστημα που διαρκούν τα έκτακτα μέτρα για την αποτροπή της διασποράς του COVID 19.

Για οποιαδήποτε απορία, ή περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να τηλεφωνείτε στα τηλέφωνα 2266022144 (Δέσποινα Τίτου), καθώς και στα e-mail: dtaratsas@dorida.gr και tourismos@dorida.gr

Ευχές από τον Ανιπεριφερειάρχη Π.Ε. Φωκίδας


Ευχές από τη Νέα Δημοκρατία ΔΕΕΠ Ν. Φωκίδας


Αυτό το Πάσχα
θα είναι διαφορετικό από τ’ άλλα…

Αυτό το Πάσχα μένουμε μακριά και αγαπημένοι !
Καλή Ανάσταση και Καλό Πάσχα!
#μένουμε_σπίτι #menoumespiti

Για την Δ.Ε.Ε.Π. Φωκίδας
Ο πρόεδρος
Τζήμας Δημήτριος




Το Πασχαλινό μύνημα του Δημάρχου

Αγαπητοί συνδημότες,

Διανύουμε τη Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών του Χριστού μας, αντιλαμβανόμενοι ήδη ότι ο φετινός εορτασμός του Αγίου Πάσχα θα είναι διαφορετικός.
Συμπληρώθηκε ένας μήνας από την ημέρα που η Ελληνική Κυβέρνηση έθεσε περιοριστικά μέτρα στις μετακινήσεις των πολιτών, στη λειτουργία σχολείων, των επιχειρήσεων, κλπ, με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας.   
Το μοναδικό όπλο μας απέναντι στην ανεξέλεγκτη εξάπλωση του φονικού ιού COVID-19, είναι η απομόνωση και ο εγκλεισμός.  Το γεγονός ότι το όπλο αυτό το χρησιμοποιήσαμε έγκαιρα και παραδειγματικά, συνέδραμε βοηθώντας  το έργο της επιστημονικής κοινότητας, από την οποία ήδη λαμβάνουμε αισιόδοξα μηνύματα για το άμεσο μέλλον.
Οι συνθήκες φέτος θα μας στερήσουν τη χαρά της συνύπαρξης και του συνεορτασμού της Λαμπρής, αλλά θα γνωρίζουμε όλοι ότι είμαστε ενωμένοι  ενάντια  στον αόρατο εχθρό και σίγουρα θα τον νικήσουμε. 
Η μοναδική επιπλέον θυσία που πρέπει να κάνουμε, είναι λίγη υπομονή ακόμα. Γι’ αυτό, ας δούμε όλοι την εβδομάδα των Παθών του Χριστού μας, ως τη χρονική περίοδο μετάβασης από τον φόβο και το θάνατο προς την Ανάσταση και  τη χαρά της Ζωής. 
Τα διδάγματα της Ορθόδοξης Πίστης και η Σταυρική Θυσία του Χριστού μας, των αρετών της Ταπείνωσης, της Υπομονής, της Αλληλεγγύης και της Αγάπης για τον Συνάνθρωπο, ας οδηγούν  τη σκέψη όλων μας.


Εύχομαι υγεία και καλή Ανάσταση σε όλους!

Ο Δήμαρχος Δωρίδος
Γεώργιος Καπεντζώνης

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Ευχές από τον Σύλλογο Κροκυλιωτών


Ευχές από την Ένωση Δαφναίων Δωρίδας


Ευχές από τον Σύλλογο Διχωριτών


Ευχές από το ΔΣ του Συνδέσμου Λιδωρικιωτών


Ευχές από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Γυναικών Κονιάκου


Ευχές από το ΔΣ του Συλλόγου Κερασιωτών


Ευχές από τον Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού


Ευχές από το ΔΣ της Δωρικής Αδελφότητας


Ευχές από το ΔΣ του Συλλόγου Ζωριανιτών


Ο Πρόεδρος και το Δ.Σ.του Συλλόγου Ζωριανιτών Δωρίδας " Ο Άγιος Νικόλαος "
 Εύχονται σε όλες & όλους τους απανταχού Ζωριανίτες 
η Ανάσταση του κυρίου να χαρίζει δύναμη,αγάπη, υγεία και αισιοδοξία. 
Καλό Πάσχα 
Καλή Ανάσταση !!!
 
 

Ευχές από το ΔΣ του Συλλόγου Αρτοτινών


Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Ευχές από το ΔΣ του Συλλόγου Τριστενιωτών

Το Δ.Σ του Συλλόγου Αδελφότητα Τριστενιωτών  
Σας εύχεται 
Καλό Πάσχα, η Ανάσταση του Κυρίου
να φέρει υγεία και να γεννήσει στις ψυχές
όλων μας αγάπη,αλληλεγγύη και ελπίδα
για ένα καλύτερο αύριο. 
 
 

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Οδοιπορικό στην Ορεινή Φωκίδα με τον Νίκο Μάνεση

60' Ελλάδα | Άμφισσα - Ορεινή Φωκίδα

Το 13ο οδοιπορικό της εκπομπής και ο Νίκος Μάνεσης μας ταξιδεύουν στην Άμφισσα και τα χωριά της ορεινής Φωκίδας. Σε έναν τόπο ευλογημένο δίπλα στον μεγαλύτερο ελαιώνα της χώρας, η κάμερα καταγράφει την καθημερινότητα και τις δραστηριότητες των κατοίκων στα ορεινά παραλίμνια χωριά της Γκιώνας, μέσα από δεκάδες προσωπικές ιστορίες που αποτυπώνουν τη ζωή δίπλα στο φράγμα του Μόρνου και την τεχνητή λίμνη από όπου υδρεύεται η πρωτεύουσα. 

Η εκπομπή ταξιδεύει και στον χρόνο, ξεναγώντας μας στο βυθισμένο χωριό, το Κάλλιο, το οποίο στέκει σαν φάντασμα κάθε φορά που η στάθμη της λίμνης κατεβαίνει. 60’ στην Άμφισσα, το Προσήλιο, την Καλοσκοπή, και τη Στρώμη, τη Συκιά, το Λευκαδίτι και το Λιδωρίκι. Οι ιστορίες ξετυλίγονται… Οι κάτοικοι του «σκοτεινού χωριού» Η Συκιά είναι, ίσως, το μοναδικό μέρος της χώρας όπου για δύο μήνες τον χρόνο ο ήλιος δεν ανατέλλει ποτέ, ενώ ακόμη και το καλοκαίρι, η ηλιοφάνεια δεν ξεπερνά τις δύο ώρες. Το κτηνοτροφικό χωριό, χτισμένο στις ρίζες της μεγαλύτερης ορθοπλαγιάς των Βαλκανίων, κρύβεται ανάμεσα στις πλαγιές της Γκιώνας με τους μόνιμους κατοίκους να δίνουν μάχη με τις πολικές θερμοκρασίες. 

Ο καθηγητής Πανεπιστημίου από το Στρασβούργο και διακεκριμένος συγγραφέας δεκάδων βιβλίων που έχει στήσει την νέα του «έδρα» στα ορεινά της Φωκίδας. Ο παλιός οικισμός φάντασμα Το χωριό Κάλλιο (πρώην Βελούχι ή Βελούχοβο), στους πρόποδες των Βαρδουσίων, ήταν ένας από τους παλαιότερους οικισμούς της Ρούμελης. Χάθηκε όμως στο βυθό της λίμνης μετά τη δημιουργία του φράγματος του Μόρνου. Στα ερείπια της αρχαίας Καλλίπολης Οι ανάγκες ύδρευσης της πρωτεύουσας, με τη δημιουργία της λίμνης του Μόρνου, όχι μόνο ξεσπίτωσαν κατοίκους οικισμών αλλά «έπνιξαν» και σημαντικές αρχαιότητες. Από την αρχαία Καλλίπολη το μόνο που στέκεται πάνω από το νερό είναι η Ακρόπολη με τα κυκλώπεια τείχη. Ο τελευταίος βυρσοδέψης της Χάρμαινας Μαζί με τον αδελφό του, προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανό το τελευταίο από τα δεκάδες βυρσοδεψία που υπήρχαν στα ταμπάκικα της Άμφισσας μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Η φυτική κατεργασία του δέρματος, η οποία προοριζόταν για βιβλιοδεσία με χρυσοτυπία, είναι μια τέχνη που πεθαίνει μαζί με το τελευταίο ταμπάκικο. 

Το ιστορικό γυαλί -καφενέ της Άμφισσας Το ιστορικό καλλιτεχνικό καφενείο του Μαστρονικολόπουλου με τη θεατρική σκηνή από όπου περνούσαν όλα τα αθηναϊκά μπουλούκια έως και τη δεκαετία του 60’. Είναι το καφενείο που επέλεξε ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος το 1975, για να πραγματοποιήσει τα γυρίσματα της ταινίας ο «Θίασος». Μοναδικές διηγήσεις για θρύλους του ελληνικού θεάτρου. Και... πράκτορας τραπέζης Είναι ηλικιωμένος, ιδιοκτήτης ενός μικρού καφεπαντοπωλείου τρίτης γενιάς στο Λιδωρίκι αλλά και ο τραπεζίτης του χωριού αφού είναι πράκτορας αμερικάνικης τράπεζας. Ακόμη, η ... τσαγκάρισσα του Λιδωρικίου, το Μεταλλευτικό Πάρκο Φωκίδας, ο Σύλλογος γυναικών... εισαγωγής και το «στοιχειό της Άμφισσας».




Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Ο Μόρνος βρυχάται και σπέρνει την καταστροφή

απόσπασμα από το προς έκδοση βιβλίο με τίτλο: 
''ΘΑΜΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ , ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ''
του Κ. Γ. ΜΠΕΡΤΣΙΑ με καταγωγή από τον Κόκκινο


Τα καιρικά φαινόμενα του Φλεβάρη του 1962 ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστα για την μικρή κοιλάδα του Μόρνου. Για αρκετές μέρες χιόνιζε διαρκώς και το ύψος του χιονιού μέσα στο κάμπο είχε φθάσει τους πενήντα πόντους, στα χωριά δε, που ήσαν ψηλότερα, το ύψος ξεπέρασε το μέτρο και η ζωή ανθρώπων και ζώων είχε γίνει πάρα πολύ δύσκολη. Τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα με τον ερχομό κάποιων ημερών με ηλιοφάνεια - Αλκυονίδες μέρες τις λέγαμε - που αντί να καλυτερεύσουν την κατάσταση την χειροτέρευσαν γιατί οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες της νύχτας πάγωσαν τα χιόνια σε τέτοιο βαθμό που ο ήλιος της ημέρας δεν κατάφερνε να τα ξεπαγώσει ούτε στο ελάχιστο.
 Μετά από μια βδομάδα υπερβολικής παγωνιάς ξαφνικά ο καιρός άλλαξε και το γύρισε σε βροχή. Έβρεχε καταρρακτωδώς, άνοιξαν οι ουρανοί για σχεδόν μια βδομάδα, τα παγωμένα χιόνια έλιωσαν και στο κάμπο και στα γύρω βουνά. Το νερό είχε πλημμυρίσει τα πάντα. Τα χωράφια γύρω από το σπίτι μας έγιναν μια απέραντη λίμνη που είχε σκεπάσει όλα τα δημητριακά που είχαμε σπείρει το φθινόπωρο. Όλα τα ρέματα, τα ρυάκια και τα αυλάκια έφερναν τόσο μεγάλες ποσότητες νερού που δεν τις χωρούσαν οι χαραγμένες από χρόνια κοίτες τους. Είχαν υπερπηδήσει τις όχθες και έτρεχαν επικίνδυνα αριστερά και δεξιά παρασύροντας και καταστρέφοντας ότι έβρισκαν στο διάβα τους.

Είμαστε κλεισμένοι όλη η οικογένεια στο σπίτι μας, ένα δίπατο αγροτόσπιτο, που ήταν καλά θεμελιωμένο σε θέση που προσέφερε φυσική προστασία. Ο μικρός λοφίσκος με την συστάδα των βελανιδιών, μας προστάτευε από το βοριά και το υπερυψωμένο πλάτωμα όπου ήταν χτισμένο το σπίτι,  μας παρείχε ασφάλεια από τα νερά του διπλανού ρέματος.
Οι άσχημες καιρικές συνθήκες μας είχαν σχεδόν απομονώσει αλλά δεν υπήρχε ανησυχία γιατί υπήρχαν τα απαραίτητα βασικά εφόδια που μας επέτρεπαν να ζήσουμε χωρίς σοβαρά προβλήματα για αρκετό καιρό.
 Η απόκοσμη βουή που ερχόταν από την πλευρά των ποταμιών και του μεγάλου ποταμιού, του Μόρνου, και του παραποτάμου, του Κόκκινου, προκαλούσαν έναν ενδόμυχο φόβο που τα βράδια γινόταν ακόμη πιο αποκρουστικός, λόγω της αντήχησης στην βουνοσειρά της Στόχοβας.  Επειδή το σπίτι μας ήταν κοντά στην συμβολή των δυο ποταμιών η βουή από την σύγκρουση των νερών των υπερχειλισμένων ποταμιών αποκτούσε μια αλλόκοτη χροιά που δύσκολα περιγράφεται .
Το μεγάλο πρόβλημα ήταν τα ζώα για τα οποία δεν υπήρχε η δυνατότητα να βγουν έξω από τον στάβλο να βοσκήσουν γιατί όλα τα λιβάδια ήταν σκεπασμένα με νερό. Ο παππούς ο Κώτσιος, που είχε την φροντίδα του κοπαδιού ήταν πολύ ανήσυχος γιατί οι μπάλες με το τριφύλλι που είχαμε στις αχυροκαλύβες τελείωναν, το ίδιο συνέβαινε και με βαμβακόπιτα και το κριθάρι που είχαμε στα αμπάρια.
Ήταν επίσης αδύνατο να πάει στο μικρό δάσος με τις κουμαριές και τις αγλανιές, που ήταν περίπου πεντακόσια μέτρα δυτικά από το σπίτι, όπου θα μπορούσε να κόψει κλαδιά και με το μουλάρι να τα φέρει για τροφή στα πρόβατα.
Η συνεχής και καταρρακτώδης βροχή και κυρίως τα πλημμυρισμένα ρέματα εμπόδιζαν μια τέτοια προσπάθεια.
Ο στάβλος ήταν ευτυχώς δίπλα στο σπίτι, ήταν καλής κατασκευής, οι τοίχοι ήταν πέτρινοι και η σκεπή -ταράτσα την λέγαμε - από ξύλα και χώμα δεν έβαζε νερά και τα ζώα τουλάχιστον δεν κινδύνευαν άμεσα από τα ακραία αυτά καιρικά φαινόμενα.
Αυτή την εποχή είχαν αρχίσει οι γέννες , που απαιτούσαν ιδιαίτερες φροντίδες, που αυτός ο παλιόκαιρος τις δυσκόλευε και μεγάλωνε την ανησυχία του παππού.
Ο παππούς αγαπούσε τα ζώα του και τα φρόντιζε με ιδιαίτερη επιμέλεια , μάλιστα στην εποχή που γεννούσαν, τα βράδια κοιμόταν κοντά στο κοπάδι.Σε κάποια γωνιά του στάβλου είχε φτιάξει το δικό του κονάκι με ένα πρόχειρο παραγώνι, όπου άναβε φωτιά για να ζεσταίνετε ο ίδιος αλλά και κανένα νεογνό που είχε πρόβλημα .
Αυτός ο παλιόκαιρος δεν ήταν εμπόδιο για τον παππού να είναι κοντά στο κοπάδι του και τα βραδιά συνέχιζε να κοιμάται μαζί τους .

Το ψωμί τελείωνε και η μάνα αφού ζύμωσε τρία τεσσάρα μικρά καρβέλια αποφάσισε να τα ψήσει στο τζάκι, ούτε λόγος να ανάψει τον φούρνο παρόλο που ήταν δίπλα στο σπίτι, στο άκρο της αυλής.
Βάλαμε αρκετά ξύλα στο τζάκι και κάηκε καλά και αφού φούσκωσαν και τα καρβέλια καθάρισε το παραγώνι ακούμπησε κάτω τα καρβέλια και από πάνω έβαλε την λαμαρινένια γάστρα την οποία σκέπασε με τα κάρβουνα. Στην άκρη έβαλε μια μικρή κουλούρα, που είχε κάνει με ζύμη , γεμισμένη με τυρί.
Σε μερικά λεπτά άρχισε να έρχεται στα ρουθούνια μας η γαργαλιστική μυρουδιά του ψωμιού που ψηνόταν και η ευχάριστη οσμή του τυριού από την κουλούρα. Τέτοια ερεθίσματα ανοίγουν την όρεξη ακόμη και σε χορτασμένους, πόσο μάλλον σε ανθρώπους σαν και μας που με πολύ δυσκολία η μάνα μας, κάλυπτε τις βασικές μας διατροφικές ανάγκες.
Πρέπει να βράδιαζε, αν και ήταν δύσκολο να το καταλάβεις, γιατί η χαμηλή νέφωση μαζί με την καταρρακτώδη βροχή δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα που έμοιαζε μονίμως σαν σούρουπο, όταν η γιαγιά η Μαρία έδωσε το σινιάλο:
-ελάτε να φάμε, φωνάξτε και το παππού-
Βγαίνω στο μπαλκόνι, έβρεχε ακατάπαυστα που μαζί με το σκοτάδι που είχε αρχίσει να γίνεται πυκνό ήταν αδύνατο να δεις πέρα από την μύτη σου.
Φωνάζω δυνατά:
-Παππού, παππού έλα να φάμε, το επαναλαμβάνω δυο τρεις φορές καμία απόκριση. Κατεβαίνω τις σκάλες και στα γρήγορα διασχίζω ένα διάδρομο έξι με επτά μέτρα και μπαίνω στο στάβλο και βάζω τις φωνές. Η φωνή του παππού ακούγεται κάπου στο βάθος να μου αποκρίνεται πως έρχεται.
Καθόμαστε όλοι γύρω από το τραπέζι . Το αχνό φως του λυχναριού που ήταν κρεμασμένο δίπλα στο παραγώνι και της λάμπας πετρελαίου που ήταν πίσω από το αργαλειό, που είχε στήσει η μάνα μου στην μια άκρη του δωματίου, ρομαντικότητα πρόσθετε στο σκηνικό, παρά φως για να διακρίνουμε τι θα τρώγαμε.
Αυτό μάλλον δεν μας ενοχλούσε απεναντίας μας ένωνε σαν παρέα και οικογένεια.
 Απόψε είχαμε μια σούπα από τραχανά που είχε ρίξει μέσα η γιαγιά κάποια κομμάτια από σύγκλινο και μπόλικη φέτα δίκης μας παραγωγής. Το σύγκλινο ήταν κομμάτια χοιρινού που είχαν πάρει μια βράση και τα συντηρούσαν σε πήλινα λαγήνια γεμάτα λίπος αφού ψυγεία δεν υπήρχαν .
Το καρβέλι που μόλις βγήκε ζεστό από την γάστρα,και η αχνίζουσα μυρωδάτη σούπα του τραχανά, μας απορρόφησε όλους στο φαγητό και κανείς μας δεν είχε χρόνο και διάθεση για κουβέντα. Όλοι ρουφούσαμε λαίμαργα τις κουταλιές και έτσι δεν δόθηκε στον παππού η ευκαιρία να μας πει την αγαπημένη χιλιοειπωμένη φράση του:
- όταν τρώμε δεν μιλάμε και δεν κουτσομπολεύουμε ...

Τελειώνοντας το φαγητό, ο παππούς πήγε στο στάβλο με τα πρόβατα που θα περνούσε το βράδυ και η μάνα μου έπιασε τον αργαλειό όπου αυτό τον καιρό ύφαινε κουρελούδες. Οι υπόλοιποι καθίσαμε γύρω από το τζάκι και ο πατέρας μου έριξε ένα μεγάλο ξερό πουρναρίσιο κούτσουρο που γρήγορα άρπαξε και οι φλόγες του φώτισαν όλο το δωμάτιο. Έξω ο καιρός λυσσομανούσε, να βρέχει καρεκλοπόδαρα, οι κεραυνοί να πέφτουν απανωτά και οι αστραπές να σχίζουν το βαθύ σκοτάδι κάνοντας την νύχτα μέρα. Η γιαγιά άρχισε να μουρμουρίζει κάτι για καταστροφή του κόσμου και να εκλιπαρεί την Παναγία να μας λυπηθεί.
Μάλλον και ο πατέρας μου πρέπει να ανησύχησε και για το κρύψει άρχισε να φωνάζει στην μάνα να σταματήσει με τον αργαλειό γιατί αυτό το τάκα τούκα μας έσπασε τα νεύρα .
Άλλες ήσυχες βραδιές, η αλήθεια είναι, ότι ο ήχος από τον αργαλειό ήταν μελωδικός και μας νανούριζε αλλά απόψε με τους εκκωφαντικούς κρότους των κεραυνών έξω, η μελωδία του αργαλειού μετατράπηκε σε ενοχλητική παραφωνία.
Εγώ θα πάω να κοιμηθώ, λέει ο πατέρας μου, κοιμηθείτε και σεις. Αύριο θα έχουμε καλό καιρό, που θα πάει; θα ξεθυμάνει, πόσο θα ρίξει ακόμη;
Μας καληνύχτισε και πήγε στο κρεβάτι του που ήταν στο διπλανό δωμάτιο .


ο Μόρνος κοντά στην Αιμονή στην συμβολή του με το Αβορόρεμα όταν ήταν ήρεμος
 
Δυο δωμάτια ήταν όλο το σπίτι, το μεγάλο, όπου είχαμε το τζάκι, είχε δυο μεγάλα κρεβάτια και χρησίμευε και για καθιστικό και για κουζίνα. Το ένα κρεβάτι προς την πλευρά των δυο παραθύρων κάποιες φορές το έβγαζε η μάνα μου και τοποθετούσε στην θέση του τον αργαλειό.
Το άλλο δωμάτιο το ανατολικό, που ήταν πολύ μικρότερο το διαχώριζε ένας ξύλινος τοίχος με μια μικρή πόρτα. Αυτό το δωμάτιο ήταν η κρεβατοκάμαρα των γονιών, υπήρχε ένα τραπέζι και μια καρέκλα κοντά στο μοναδικό παράθυρο με ένα μεγάλο ραδιόφωνο με λυχνίες, μάρκας philips με μια μεγάλη ξηρή μπαταρία.
Στον τοίχο πάνω από το τραπέζι υπήρχε ένας καθρέπτης, ο κλασικός της εποχής με την επιγραφή «καλημέρα» στην βάση του.
Ένα μεγάλο μπαούλο ήταν δίπλα στο σιδερένιο κρεβάτι σε ένα μικρό κοίλωμα με τα κλινοσκεπάσματα,τα χοντρά  ρούχα και τα στρωσίδια τακτοποιημένα με πολύ φροντίδα μέχρι το ύψος του ταβανιού, σαν γιούκο τον ξέραμε όλο αυτό τον μπόγο.
Στον γιούκο έκρυβε η μάνα κανένα  γλυκό  του κουταλιού από σταφύλι ή κυδώνι με την ψευδαίσθηση ότι δεν θα το βρίσκαμε...
Σε μια γωνιά του ταβανιού υπήρχε ένα ξύλινο πορτάκι, καταρράκτη το λέγαμε. που μπορούσαμε με την βοήθεια μιας σκάλας να σκαρφαλώσουμε και να μπούμε στον κενό χώρο που άφηνε η σκεπή με το ταβάνι.
Εδώ έβαζαν πράγματα που δεν πολύχρησιμοποιούσαμε ή αντικείμενα που δεν ήθελαν να είναι προσιτά στα παιδιά, όπως τα κυνηγητικά όπλα.
Στο μεγάλο δωμάτιο υπήρχε σε μια άκρη του πατώματος κοντά στο τζάκι ένα παρόμοιο πορτάκι που το λέγαμε καταπακτή, που μπορούσες εύκολα να κατέβεις στην αποθήκη του ισογείου όπου υπήρχαν τα αμπάρια με τα γεννήματα, τα βαρέλια με το κρασί και το τυρί, τα λαγήνια με το σύγκλινο, τα καλάθια με τις τροφές και όλα τα αγροτικά εφόδια στοιβαγμένα με τάξη.

Δεν πέρασε πολύ ώρα από την στιγμή που ο πατέρα πήγε για ύπνο που η γιαγιά μας φώναξε να κοιμηθούμε και ‘μεις τα παιδιά . Το φαρδύ κρεβάτι από ξύλα πλάτανου μας χωρούσε άνετα και τους τέσσερις.
Για να ζεσταινόμαστε καλύτερα εφαρμόζαμε το σύστημα του φακέλου, δηλαδή διπλώναμε καλά την φαρδιά κουβέρτα στα δυο άκρα και στο κάτω μέρος, που ήσαν τα πόδια μας και έτσι δεν υπήρχε ο κίνδυνος να ξεσκεπαστούμε κατά την διάρκεια του ύπνου. Προνομιακές θέσεις ήσαν οι ακραίες γιατί μπορούσες εύκολα να σηκωθείς γιαυτό υπήρχε πάντα ένας μικρό καυγάς για αυτές.
Βέβαια η μια θέση, η εξωτερική ανήκε δικαιωματικά στην γιαγιά που μας προστάτευε μην πέσουμε από το κρεββάτι και έμενε μόνο αυτή που ακουμπούσε στον τοίχο για τον σχετικό καυγά .
Κοιμηθήκαμε και ‘μεις και έμενε μόνο η μάνα να συνεχίζει την ύφανση των κουρελούδων στον αργαλειό.
Δεν πρέπει να έχει περάσει πολύ ώρα όταν ξυπνήσαμε όλοι από τι φωνές του παππού, που με ένα φανάρι λαδιού αναμμένο όρμησε στο δωμάτιο φωνάζοντας
-σηκωθείτε, θα πνιγούμε το ποτάμι έχει ξεχειλίσει και τα νερά του φθάνουν μέχρι το αλώνι.

Πεταχτήκαμε όλοι επάνω και βγήκαμε στο μπαλκόνι . Η βροχή είχε κοπάσει και τα σύννεφα είχαν αραιώσει και έβλεπες που και που κάποια αστέρια αλλά η βουή του νερού ήταν τέτοια που τρόμαζες στο άκουσμα της .
Είμασταν συνηθισμένοι με την βουή του ποταμού αλλά αυτό που ακούγαμε τώρα ήταν κάτι πρωτόγνωρο.
Ένας αλλόκοτος απειλητικός θόρυβος που ένιωθες την ορμή του νερού συνοδευόμενος από τριγμούς λες και έσερνε κάποιος αλυσίδες ανάκατα με πέτρες και ξύλα. Τρομάξαμε, εμείς τα παιδιά βάλαμε τα κλάματα και η γιαγιά με την μάνα μου άρχιζαν να ουρλιάζουν αλλόφρονες και να ζητούν έλεος από την Παναγία. Ο πατέρας μου μάλλον ήταν ο πιο ψύχραιμος και άρχισε να φωνάζει να σταματήσουμε τα κλάματα και τις υστερικές κραυγές γιατί δεν κινδυνεύαμε, αρπάζει από το παππού το φανάρι κατεβαίνει τα σκαλιά και πλησιάζει το αλώνι.
-Το νερό από το ποτάμι δεν μπορεί να ανεβεί εδώ, τα νερά στο αλώνι είναι από το μικρό ρυάκι και το αυλάκι που ήταν δίπλα στο σπίτι. Το ποτάμι, μας φωνάζει, έχει πηδήξει στα χωράφια που είναι στα τριακόσια μέτρα από εδώ στη θέση Καρασόνια .
-Μην φοβόσαστε είμαστε πολύ ψηλά .
-Μα ακούγεται δίπλα μας, τον διέκοψε η μάνα μου .
-Είναι νύχτα και ξεγελιέσαι Ευθυμία της απαντά
Συμφώνησε και ο παππούς με τα λεγόμενα του πατέρα και έτσι αισθανθήκαμε και ‘μεις καλύτερα, μπήκαμε μέσα στο σπίτι και η γιαγιά έβαλε ξύλα στο τζάκι και καθίσαμε όλοι αμίλητοι δίπλα στην φωτιά.
-Πρέπει να είναι πολύ μεγάλη η ζημιά διέκοψε την σιωπή ο παππούς, πολλά χωράφια θα έχουν γίνει ξεριάς. Κοντεύω τα75  και τέτοια καταστροφή δεν θυμάμαι, να έλθει ο Κόκκινος και ο Μόρνος στα Καρασόνια ... δεν μπορούσα να το φανταστώ ...
-Άστο θα το δούμε αύριο που θα ξημερώσει .. απαντά ο πατέρας μου.

Η μέρα που ξημέρωσε ήταν μια άλλη μέρα. Ουρανός κατακάθαρος και τα νερά γύρω από το σπίτι είχαν αποτραβηχτεί . Η άγρια όμως βουή του ποταμιού ακουγόταν ακόμη και τα κατακόκκινα νερά φαινόντουσαν να καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος του κάμπου που εκτεινόταν σε μια απόσταση περίπου πεντακόσια μέτρα μπροστά από το σπίτι μας. Όσο περνούσε η ημέρα αποκαλυπτόταν η μεγάλη καταστροφή που είχε γίνει στα χωράφια που ήσαν κάτω από το αρδευτικό αυλάκι και προς την πλευρά του ποταμιού. Το πρόβλημα δεν ήταν τα νερά αλλά τα φερτά υλικά, κυρίως ποταμολίθια, που είχαν σκεπάσει το γόνιμο χώμα των χωραφιών και είχαν αχρηστεύσει παντελώς τους αγρούς.
Μετά το μεσημέρι κάποιοι ιδιοκτήτες των πλημμυρισμένων χωραφιών ήλθαν από το χωριό για να δουν τις ζημιές, δύσκολες ώρες για τους φτωχούς αγρότες, για μερικούς μάλιστα ήταν και η μοναδική αγροτική έκταση που είχαν και που με αυτή ζούσαν τις πολυμελείς οικογένειες τους. Ο θρήνος σιγά σιγά απλώθηκε σε όλους τους κατοίκους της κοιλάδας.
Τους πρώτους ανθρώπους που είδαμε μετά από σχεδόν δέκα μέρες ήταν η αδελφή του παππού μου η Ρήνα με τον γιό της τον Γιώργο και την γυναίκα του την Έλλη.
Όλοι έκλαιγαν για το κακό που τους συνέβη, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι τα τρία στρέμματα εύφορο χωράφι που είχαν αγοράσει ακριβώς πριν τέσσερις μήνες δεν υπήρχε. Ο Κόκκινος μαζί με τον Μόρνο το είχαν μετατρέψει σε μια άγονη πλέον έκταση γεμάτη ποταμολίθια, είχε γίνει ένας ξεριάς ..
-ξέρεις τι είναι να έχεις πάρει δανεικά, να χρωστάς και να μην υπάρχει αυτό που αγόρασες; μονολογούσε με δάκρυα στα μάτια ο μπάρμπα Γιώργος ο Κρανιάς..
Αργά το απόγευμα ήλθαν στο σπίτι μας ο παππούς ο Νικολός και η γιαγιά, από την πλευρά της μάνας μου, σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Τα μοναδικά τους κτήματα που ήσαν κοντά στην συμβολή του Μόρνου με τον Κόκκινο είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά. Η γιαγιά έκλαιγε γοερά και η αδελφή μου, η μικρή τετράχρονη Μαρία, προσπαθούσε να την παρηγορήσει λέγοντας της:
-μην κλαις γιαγιά, μην στενοχωριέσαι, θα σου δίνουμε εμείς μπομπότα να τρως ....έχουμε εμείς χωράφια και θα σπέρνουμε καλαμπόκια και σιτάρια και θα σας δίνουμε ...

Νοέμβρης 2019
πόνημα δημιουργικής γραφής
Κωνσταντίνος Γ. Μπερτσιάς




Σχετικές Αναρτήσεις: