Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Το αμάρτημα του παπά

Χριστουγεννιάτικο Διήγημα του Αποστ.Κ. Μίχου 
 Παραμονή Χριστουγέννων 189…
   Το μικρό ορεινό χωριό , κρυμμένο σ’ ένα μεγάλο φαράγγι της Γκιώνας , είχε φορέσει την κάτασπρη από χιόνι γούνα του, για να γιορτάσει τη γέννηση του Θεανθρώπου. Στο καφενεδάκι του είχαν μαζευτεί οι λιγοστοί άντρες, που ξέμεναν το χειμώνα στο χωριό . Οι πολλοί έλειπαν με τα πρόβατά τους στα χειμαδιά , ή δούλευαν σκληρά στην ξενιτειά.

   Ανάμεσά τους, ξεχώριζαν ο πρόεδρος του χωριού και δύο δάσκαλοι, που ήρθαν να περάσουν τις γιορτές με τους δικούς τους. Σε λίγο, αφού τελείωσε τον εσπερινό, ήρθε κι ο παπάς.


   Από νωρίς τα’ απόγευμα, πίνοντας το μυρωμένο τσάι του βουνού κοντά στο τζάκι, κατάστρωναν τα σχέδιά τους για τ’αυριανό τους κυνήγι. Όπως κάθε χρόνο, θα πήγαιναν, πριν ακόμα ξημερώσει, στην εκκλησιά με τους συγχωριανούς , θα βοηθούσαν τον παπά , κάνοντας τον ψάλτη και, σαν τελείωνε η λειτουργία, θα το’ριχναν, δοκιμάζοντας τα χοιρινά, στο φαγοπότι, αλλά χωρίς να παραπιούνε κι ύστερα θα παίρνανε τα σκυλιά και τα τουφέκια τους και θα συνέχιζαν το γλέντι τους στο κυνήγι .

   Το χιόνι έπεφτε ακόμα κι όπως φαινόταν θα χιόνιζε όλη τη νύχτα. Γι' αυτό, την άλλη μέρα, κι ας ήταν Χριστούγεννα, θα πήγαιναν για λαγούς που θα τους κυνηγούσαν ακολουθώντας τ’ αχνάρια τους στο χιόνι.
   Με την εγκάρδια κουβέντα φίλων, που είχαν καιρό να σμίξουν, πέρασε ευχάριστα το δειλινό και πλησίαζε η ώρα που θα σκορπούσαν για τα σπίτια τους, γιατί άρχισε να σκοτεινιάζει. Εκείνη την ώρα πρόβαλε στην πόρτα η επιβλητική σιλουέτα του αγροφύλακα. Ήταν λαχανιασμένος κι είχε το ύφος του μαραθωνοδρόμου , που έτρεξε ν’ αναγγείλει στους Αθηναίους το «νενικήκαμεν »! Μέσα στη νεκρική σιγή που απλώθηκε , ανήγγειλε το τρανταχτό νέο της ημέρας:

Η χιονισμένη Γκιώνα (φωτο: Δημήτρης Μίχος)
- Αγριόγιδα !!! Ναι , τα είδα με τα μάτια μου ! Ένας τράγος , μια γίδα και τρία κατσίκια ! Δεν είναι ούτε μισή ώρα . Τα ‘δερνε το δρολάπι και το χιόνι και τρέχανε να βρούνε καταφύγιο στα πυκνά έλατα της Τσούκας.

- Μιλάς σοβαρά μωρέ ;

- Ναι , να μη σώσω να πάω σπίτι μου !

- Θα πάμε τη νύχτα το πρωί να τα ζώσουμε , πετάγεται και λέει ο ένας δάσκαλος .

- Αυτό ν’ακούγεται , σιγοντάρει ο πρόεδρος .

   Άρχισαν να οργανώνουν την πρωινή εκστρατεία , μέσα σ’ένα πυρετό ενθουσιασμού. Μόνο ο παπάς δεν έπαιρνε μέρος στο πανηγύρι ετούτο . Είχε μείνει στη θέση του σαν απολιθωμένος . Δεν έπαιζε ούτε το κομπολόγι του , που δεν ησύχαζε ποτέ στα χέρια του .

   Κάποια στιγμή, σαν έπεσε λίγο ο ενθουσιασμός, έκανε κάποια κίνηση με το χέρι του. Τότε κατάλαβαν πως κάτι ήθελε να πει κι αυτός και σώπασαν όλοι, γιατί τον παπά τον σέβονταν πολύ.

   Μα ευλογημένοι τους λέει, χρονιάρα μέρα θα πάτε στο κυνήγι πριν από την εκκλησιά; Θα πάμε από θαμπά, θα κάνουμε τη λειτουργία της γέννησης κι ύστερα, όπως κάθε χρόνο, θα πάμε όλοι μαζί γιατ΄αγριόγιδα .

- Α, ου…αν περιμένουμε να τελειώσει η λειτουργία, ποιος ξέρει ποιο δρόμο θα ‘χουν πάρει τ’ αγριόγιδα, αφού έτσι τα ‘φερε η τύχη κι ο Θεός ας μας - συγχωρέσει!

Χώρισαν ενθουσιασμένοι όλοι. Μόνο ο παπάς τράβηξε σκεφτικός για το σπίτι του. Βρήκε την παπαδιά να κάνει τις τελευταίες ετοιμασίες για τη γιορτή. Στη γωνιά μπρος στο εικόνισμα της Παναγίας έκαιγε ένα μεγάλο κόκκινο καντήλι. Τα παιδιά είχαν αποκοιμηθεί και σε λίγο έπεσαν κι’ αυτοί , γιατί έπρεπε να σηκωθούν κι οι δυο τους πολύ νύχτα, ο παπάς να τραβήξει για την εκκλησιά κι η παπαδιά να ετοιμάσει τα παιδιά για την εκκλησία και το νοικοκυριό της.

Έπρεπε να είναι όλα έτοιμα για να τραπεζωθούν μόλις θα σχολούσε η εκκλησία και ν’ αρτυθούν, ύστερα από τη μεγάλη νηστεία της σαρακοστής. Προσπαθούσε να κοιμηθεί ο παπάς, αλλά που να κλείσει μάτι! Στην απέραντη γαλήνη της χειμωνιάτικης νύχτας , οι σκέψεις του φτερούγιζαν δυνατά στο μυαλό του. Μια πετούσαν στη λειτουργία και μια στα αγριόγιδα. Για πρώτη φορά ένιωσε τόσο βαριά τα ράσα.

Η καρδιά του τον έσπρωχνε στο κυνήγι, μα το καθήκον τον ανακαλούσε στην εκκλησία. Έβλεπε πως εκεί έπρεπε να πάει. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς , αλλά ησυχία δεν έβρισκε. Ψιθύριζε μέσα του προσευχές, για να κατανικήσει το πονηρό πνεύμα! Ο λιγοστός ύπνος, που μπόρεσε να ξεκλέψει ήταν ανήσυχος και γεμάτος εφιάλτες .

Θα ήταν μεσάνυχτα όταν βγήκε την πρώτη φορά έξω, να δει για τον καιρό. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα, γιατί το χιόνι έπεφτε πυκνό κι άστρα δεν φαίνονταν. Ξαναγύρισε στο κρεβάτι του. Στριφογύριζε για κάμποση ώρα, στο τέλος, σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται στο φως του καντηλιού. Η παπαδιά κοιμόταν αποκαμωμένη απ’ τις δουλειές .

Πέρασε τις χοντρές τις μπότες του, φόρεσε το κοντογούνι του κάτω απ’ το ράσο, τύλιξε με μια μάλλινη μαντίλα το κεφάλι του γύρω στ΄αυτιά και τράβηξε ν’ανοίξει την πόρτα. Εκεί πάνω, το μάτι του πέφτει στα δυο τουφέκια του: Το δίκανο και το γκρα, κρεμασμένα στον τοίχο, που τον φώτιζε θαμπά το λιγοστό φως.

Στρέφει και κοιτάζει την παπαδιά. Κοιμόταν βαθιά. Πλησιάζει μ’αλαφρό πάτημα τον τοίχο και ξεκρεμάει το γκρα. Τον χώνει κάτω απ’ τα ράσα του και ρίχνει λίγες σφαίρες στην τσέπη του. Ανοίγει αθόρυβα την πόρτα και δρασκελάει τα χιονισμένα σκαλοπάτια. Δεν ακουγόταν ψυχή. Όλοι ακόμα κοιμούνταν στο χωριό. Και το χιόνι – πιο αραιό τώρα – έπεφτε σιγαλά. Τράβηξε αργά για την εκκλησιά. Η παγωνιά της χιονισμένης νύχτας ήταν σα βάλσαμο στα τεντωμένα νεύρα του.

‘Άνοιξε την πόρτα της εκκλησιάς. Άναψε ένα κερί απ’ τα καντήλια, που καίγαν και τράβηξε για το ιερό. Έβγαλε το γκρα και τον ακούμπησε σε μια γωνιά. Ύστερα κάθισε στο στασίδι του ψάλτη κι άρχισε να διαβάζει ευχές. Κάθε φορά έβγαινε και παρακολουθούσε τον ουρανό . Το χιόνι σταμάτησε. Πόσο αργούσε να ξημερώσει!! Κάποια στιγμή του φάνηκε πως ήρθε η ώρα. Άδραξε το σκοινί της καμπάνας κι άρχισε να σημαίνει .

-Γκλαν-γκλαν –γκλαν – γκλαν !!!

Αμέσως άρχισαν ν’ ανοιγοκλείνουν πόρτες, οι σκύλοι να γαβγίζουν και το κοιμισμένο χωριό να ξυπνάει. Όλοι ετοιμάζονταν για την εκκλησιά , εκτός από την παρέα των κυνηγών που ετοιμαζόταν για τα αγριόγιδα .

Σήμανε η δεύτερη καμπάνα και τότε άρχισαν να καταφθάνουν λίγοι ..λίγοι οι πιστοί . Ο παπάς ήταν ακόμα στο πόστο του ψάλτη , κοντά στ’ άλλα , αφού οι δάσκαλοι θα πήγαιναν κυνήγι , θα ΄μενεκαι χωρίς ψάλτη , χρονιάρα μέρα. Θα ερχόταν τάχατες, ο γέρο – Παντελής, που τον βοηθούσε τις Κυριακές ή θα φοβόταν το χιόνι; Μα να’τος που έρχεται με τα εγγονάκια του, τρέμοντας απ’ τα χρόνια και το κρύο.

Περνάει ο παπάς στο ιερό κι’ αρχίζει η λειτουργία.

« Ευλογημένη η βασιλεία των ουρανών …»

Η εκκλησία γεμίζει σιγά – σιγά, απ’ τα γυναικόπαιδα και τα κεριά φωτίζουν τα ωχρά, απ’ τη νηστεία πρόσωπά τους .

- « Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως …».

Ο νους των γυναικών πάει στους αντρες τους, στους πατεράδες τους, στους αδελφούς τους, που εκεί κάτω στα χειμαδιά, ξενυχτάνε παλεύοντας πεινασμένοι κι’ ανάλλαγοι, μέσα στο κρύο να ξεγεννήσουν τα πρόβατά τους κι’ αναπολούν την άνοιξη, που θα τους δουν ξανά να’ρχονται στο χωριό με τα κοπάδια τους , για να τους φέρουν τη ζωή και τη χαρά.

Θ’αρχίσουν τότε τα πανηγύρια κι οι γιορτές, τα’ αρρεβωνιάσματα κι’ οι γάμοι και το έρημο τώρα χωριό θ’ αντιλαλήσει ξανά από γέλια και τραγούδια .

Η ακολουθία προχωρούσε . Ο γέρο Παντελής υψώνει τη γεροντική φωνή του.

« Η παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει …»

Σκύβουν όλοι και κάνουν ευλαβικά το σταυρό τους . Προσεύχονται στην Παναγιά , να τους κρατάει γερούς κι αυτούς και τα πράματά τους . Σε λίγο , αρχίζουν να φωτίζουν , σιγά – σιγά τα παράθυρα απ’ το θαμπό φως της ημέρας . Κι όσο αυτό δυνάμωνε, τόσο τα κεριά ωχριούσαν. Είχε πια φέξει καλά. 
Ο παπάς βγήκε στην Ωραία Πύλη :

«Αντιλαβού σώσον , ελέησον και διαφύλαξον ημάς ο Θεός τη σοι χάριτι …»

Δεν πρόφτασε να κλείσει πίσω του την Ωραία Πύλη κι έμεινε σύξυλος ακούγοντας τουφεκιές. Πετάγεται στο παραθυράκι του Ιερού κι’ αγναντεύει πέρα την Τσούκα.

Να, κάποιον βλέπει στο ακρινό καρτέρι. Κι αμέσως ένα συννεφάκι καπνού μπροστά του και στην αντίπερα πλαγιά τ’ αγρίμια να πηδάνε πάνω στο χιόνι ξεμακραίνοντας : Ένα …δύο …τρία …

Έπεσαν πάνω στο καρτέρι , τα τουφέκισαν και γύρισαν πίσω . «Δεν μπορεί , από δω θα προσπαθήσουν να σπάσουν και πάλι τον κλοιό . Από κει το μέρος είναι αδιάβατο , ακόμα και για τα αγριοκάτσικα».

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη του ο παπάς κι ο γκρας βρισκόταν στα χέρια του . Πασπάτευε στ’ αντερί του τις σφαίρες . Ανοίγει λίγο την πλαϊνή πόρτα του Ιερού , προβάλλει το κεφάλι του και λέει :

- Χωριανοί , θυμηθείτε , στο …’’ αντιλαβού είμαι …’’.

Κλείνει και παίρνει δρόμο από την πόρτα του Ιερού . Το εκκλησίασμα δεν κατάλαβε τι γινόταν . Ένας ψίθυρος υψώθηκε και ο επίτροπος τράβηξε για την πόρτα του Ιερού. Την ανοίγει , δεν βλέπει τίποτα και υψώνει τους ώμους του . Γενική απορία !! Στην ώρα απάνω να ένας μικρός μπαινει τρεχάτος στην εκκλησιά κι αναγγέλλει το νέο.

- Ο παπάς πάει για τα’ αγριόγιδα !!

Πήρε η μέρα αρκετά κι ο ουρανός άρχισε να ξανοίγει . Ένας ήλιος ωχρός και άτονος πρόβαλε στην αντικρινή κορφή . Ένας - ένας , οι πιστοί κάνοντας το σταυρό τους , έβγαιναν απ’ την εκκλησιά στην ανέλπιστη καλοσύνη του χειμωνιάτικου ήλιου και δεχόντουσαν έκθαμβοι τη θαλπωρή του .

Το σούσουρο όμως συνεχιζόταν . Και τα σχόλια έδιναν και έπαιρναν.

- Να , εκεί ! έδειχναν μερικοί.

Ένας - ένας, αφού συνήθιζαν τα μάτια τους στο φως του ήλιου, έβλεπαν πέρα στην πλαγιά τη σιλουέτα του παπά, που μαύριζε μέσα στο χιόνι.

- Να , εκεί!

Όλοι τώρα παρακολουθούσαν μ’ ενδιαφέρον αυτό το απρόσμενο κυνήγι .

- Να και  το  άλλο  καρτέρι , από κει  τα  τουφέκισαν τ’ αγριόγιδα και  γύρισαν  πίσω . Να δούμε τώρα προς  τα  που  θα  κάνουν .

   Όλα τα  μάτια είναι  στραμμένα κατά  την  Τσούκα .

   Ξάφνου να, βλέπουν  τον  παπά να  φέρνει  το  τουφέκι  στον  ώμο  του. Οι  αναπνοές  σταμάτησαν. Να  κι ο  καπνός! Μπαμ !! Τρέχουν τώρα , όσο μπορούν, για να  βγούνε απ’ τον  κλοιό.

   Μπαμ! ακούγεται  ξανά. Κι ενώ η  αγωνάι αποκορυφώνεται, ΄βλέπουν την  ίδια  στιγμή, το πιο  τρανό να ξεκόβει  και  να  πέφτει. Τ’ άλλα προλαβαίνουν και  κρύβονται πίσ’ απ’ τη  ράχη .

   - Μπράβο, παπά ! Και  τα  ταίρια του!  Μια  ιαχή υψώνεται απ’ τον περίβολο της  εκκλησιάς. Ήταν τόσο δυνατή, που έφτασε  φαίνεται, ως  τ’ αυτιά του  παπά. Τα  χάνει! Κοιτάζει μια προς  το  πεσμένο  αγριόγιδο, μια προς  το  χωριό και  μένει για  λίγο  αναποφάσιστος.

   Αμέσως, όμως, συνέρχεται, σα τον  μεθυσμένο που  του ρίχνουν  ξαφνικά  ένα  κουβά  κρύο  νερό στο  πρόσωπό  του. Τ’άλλα  καρτέρια τρέχουν τώρα προς  το  χτυπημένο θήραμα.

   Ο παπάς ξεχύνεται ίσια  κάτω προς  το  χωριό. Μπαίνει τρέχοντας, ξανά  στην  εκκλησία. Ανοίγει τη  Ωραία  Πύλη και  συνεχίζει  τη  λειτουργία!

   Λίγες  γερόντισσες έχουν  απομείνει απ’ το  εκκλησίασμα. Σε  λίγο φεύγουν κι αυτές και  μένει ολομόναχος  στο  Ιερό. Ο κόσμος  μαζεύτηκε στην  πλατεία, για να  υποδεχτεί τους  κυνηγούς με  το τρόπαιό  τους . Ένα μποναμά, που  τους  έστειλε  ο  Χριστούλης!

Σε λίγο οι φούρνοι ανάβουν και πλάι στο κοντοσούφλι απ’ το χοιρινό, ετοιμάζονται και οι μεζέδες απ’ τα αγριόγιδα. Όλοι είναι χαρούμενοι για την απροσδόκητη γιορτή , που ήρθε να ταρλαξει τη χειμερινή τους νάρκη.

Ένα γύρω η πλατεία, τα χαγιάτια και τα παράθυρα έχουν γεμίσει κόσμο. Όλοι χαίρονται τη γλυκιά θαλπωρή του ήλιου, που τους έφερε, με τη γέννησή του ο Χριστός , ύστερ’ από τόσες συννεφιές και τόσο κρύο.

Οι πιο ζωηροί αδράζουν τα φτυάρια κι αρχίζουν να πετούν το χιόνι απ’ την πλατεία. Οι νιές, ξεθαρρεύουν και πιάνονται στο χορό. Σε λίγο φτάνουν και τα ..νταούλια! Με φουσκβωμένα μάγουλα φυσάει ο γερο Θύμιος την πίπιζά του :

« Κατά – να – καημένη , Αρά-να-χοβα , Νταβέλη , Νταβέλη ..»
 Οι μεζέδες πάνε κι’ έρχονται και τα ποτηράκια με το τσίπουρογεμίζουν κι αδειάζουν .

Τσουγκρίζουν κι εύχονται :

« Καλή χρονιά και καλά δεξίματα από τους ξενιτεμένους »

Πρώτη φορά Χριστούγεννα στρώθηκε στο χωριό τέτοιο γλέντι .

Μα από το ξεφάντωμα αυτό έλειπε κάποιος : Ο παπάς !

- Πού είναι ο παπάς ;

Στέλνουν να τον φωνάξουν στο σπίτι του . Δεν τον βρίσκουν εκεί .Πετάγεται ο ένας απ’ τους δασκάλους και τρέχει στην εκκλησιά . Μπαίνει μέσα , ούτε ψυχή ! Προχωρεί στο Ιερό και βρίσκει τον παπά γονατιστό να προσεύχεται μπροστά στην Άγια Τράπεζα .

- ‘Ελα παπούλη – του λέει – τι έγινες; Για σένα ψάχνουμε τόση ώρα .

Ο παπάς εξακολουθεί να παραμένει γονατιστός και αργεί να βρει τα λόγια του.

- Σήκω, μας περιμένουν στην πλατεία. Το γλέντι άναψε .

- Όχι, εγώ θα μείνω εδώ, του λέει ο παπάς. Κολάστηκα, χρονιάρα μέρα. Πρέπει να εξιλεωθώ. Αμάρτησα βαριά και δύσκολα ο Θεός θα μου το συγχωρέσει .

- Ο Θεός είναι μεγαλόψυχος, του απαντάει ο δάσκαλος. Συγχωρεί πάντοτε τις ανθρώπινες αδυναμίες. Και πιο πολύ όταν, αντί κακό, φέρνουν καλό.
 - Έλα να δεις τους χωριανούς μας πως έχουν ξεχάσει τα βάσανά τους και γλεντούν όλοι μονιασμένοι . Ο Χριστός τους έφερε την αγάπη και τη χαρά.



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Ο Αποστόλης Μίχος γεννήθηκε στο Λιδωρίκι το 1910 και πέθανε στις 7-5-1997. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος με προοδευτικές αρχές. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες και η Κατοχή τον βρήκε στην Αθήνα όπου δούλευε ως εφοριακός. Προσχώρησε χωρίς δισταγμό στο ΕΑΜικό κίνημα στην Αθήνα και αργότερα αγωνίστηκε στο Λιδωρίκι, μαζί με όλη την οικογένειά του. Στο σπίτι του φιλοξενήθηκε όλη η ηγεσία της Αντίστασης.
Με την Απελευθέρωση βρέθηκε και πάλι στην Αθήνα, για να συλληφθεί και να σταλεί στην Ελ Τάμπα από τους Εγγλέζους στα Δεκεμβριανά. Όταν απολύθηκε, επανήλθε και πάλι στην υπηρεσία του, από όπου "εξυγιάνθηκε" και στάλθηκε και πάλι εξορία στην Ικαρία το 1947.
Ήταν τίμιος και αγνός Ρουμελιώτης, λεπτός και ευγενικός στους τρόπους, φιλότιμος, αλτρουιστής και πιστός στις αρχές που εκπροσωπεί το ΚΚΕ, το οποίο υπερασπιζόταν ως το τέλος της ζωής του. Παράλληλα, είχε το χάρισμα του γραπτού λόγου. Τα βιβλία του, ιδιαίτερα "Στη λατρεία της Αρτέμιδας", "Καημοί του μεσοπολέμου", "Το χρονικό της εξορίας (Ικαρία 1967 " διακρίνονται για την απλότητα της περιγραφής τους, τη σαφήνεια, τις δυνατές εικόνες, το λυρισμό, το πάθος του για τη ζωή. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.