Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Η Κωστάρτσα (Διχώρι) στο Δημοτικό Τραγούδι

Η πρώτη ιστορικά μνεία στο Διχώρι (Κωστάρτσα) φαίνεται να γίνεται μέσα από το γνωστό κλέφτικο τραγούδι "του Βλαχοθανάση" που αναφέρεται στην μάχη που έγινε κοντά στη Ναύπακτο το 1771. Η Λιάκουρα που μνημονεύεται στο τραγούδι δεν είναι παρά η ψηλότερη κορυφή του Παρνασσού. 

ΤΟΥ ΒΛΑΧΟΘΑΝΑΣΗ
[Ο Μήτρος Βλαχοθανάσης, εκ Βουνιχώρας της Φωκίδος, ήτο ονομαστός αρματωλός κατά τα μέσα του ΙΗ' αιώνος. Ο διάσημος Ανδρίτσος, ο πατήρ του Οδυσσέως, ήτο κατά την νεότητά του πρωτοπαλλήκαρον αυτού. Κατά το 1771, οτε ο Βλαχοθανάσης υπέργηρως ων είχεν αποφασίση να μεταβάλη βίον "για να πεθάνη ήσυχος 'ς τα χώματα του", ο Ανδρίτσος μελετών επίθεσιν κατά του Μουχτάρ πασά της Ναυπάκτου, και γινώσκων οπόσον πολύτιμος σύντροφος θα ήτο ο γέρων ψυχοπατέρας του, τον έπεισε να μετάσχη του αγώνος. Προ της Ναυπάκτου συνεπλάκησαν οι κλέφταις προς τον Μουχτάρ, ισχυροτάτας έχοντα δυνάμεις. Η μάχη διήρκει επί πολλάς ώρας, ότε ο γηραιός Βλαχοθανάσης ώρμησε με το ξίφος προς το κέντρον των εχθρών. Καίτοι δ' επληγώθη εις την χείρα και τον λαιμόν, επροχώρει, παρακολουθούμενος υπό του Γιάννη Ξυλικιώτη, αλλά τραυματισθέντος καιρίως και τούτου, στραφείς όπως θοηθήση αυτόν, επληγώθη θανασίμως εις την κεφαλήν, και πίπτων παρεκάλει τους συντρόφους του να του πάρουν το κεφάλι. Ώρμησαν ούτοι όπως αποκομίσωσι τους νεκρούς και δεινός συνήφθη αγών, ότε προσδραμάντος εις επικουρίαν των Τούρκων του δερβέναγα της Ναυπάκτου Μητσομπόνου, μετά πολλών ανδρών, ηναγκάσθησαν ν' αποχωρήσωσι, καταλιπόντες τους νεκρούς. Αι κεφαλαί αυτών απεκόπησαν υπό των Τούρκων και περιήχθησαν ύστερον προς επίδειξιν εις την Ναύπακτον και τα πέριξ, παρεδόθησαν δε τελευταίον εις τον μπέην των Σαλώνων.]

Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά 'ς τη Βουνιχώρα,
το να τηράει τη Λιάκουρα, και τ' άλλο την Κωστάρτσα,

το τρίτο το καλύτερο ρωτάει τους διαβάταις:
"Διαβάταις πού διαβαίνετε, στρατιώταις πού περνάτε,
μην είδετε τς αρματωλούς και το Βλαχοθανάση,
που γέρασεν αρματωλός, 'ς τους κλέφταις καπετάνιος;
-Εμείς προψές τον είδαμε 'ς τον Έπαχτον απόξω,
δυο μέραις επολέμαγε με Τούρκους τρεις χιλιάδες."
"Ανδρούτσο, τί κλειστήκαμε, σα νά μαστε γυναίκες;"
Το γιαταγάνι τραύηξε κ’ ένα γιουρούσι κάνει.
Του πέφτουν βόλια σα βροχή, κανόνια σα χαλάζι.
Τρεις μπάλαις του ερρήξανε, πικραίς φαρμακωμέναις.
Ή μια τον πήρε 'ς το λαιμό η άλλη μέσ' 'ς το χέρι,
Κ’ η τρίτη η φαρμακερή τον ηύρε 'ς το κεφάλι.
"Κόψτε μου το κεφάλι μου, νά χετε την ευχή μου!"

Κι' ο Ανδρούτσος βγάνει μια φωνή, πικρή, φαρμακωμένη:
"Παιδιά, τραυάτε, τα σπαθιά, κι' αφήτε το ντουφέκι,
να μη μας πάρη η Τουρκιά του Βλάχου το κεφάλι,
που γέρασεν αρματωλός, 'ς τους κλέφταις καπετάνιος."

Βλάχο, καλά καθόσουνε ψηλά 'ς τη Βουνιχώρα,
θυμήθηκες τα νιάτα σου, κ' επήρ' ο νους σ' αγέρα,
και τώρα το κεφάλι σου το πήρανε οι Τούρκοι.
Το σεργιανάνε 'ς τα χωριά και παίρνουνε μπαξίσι,
‘ς τα Σάλωνα οι μπέηδες χούφταις φλωριά κερνάνε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.