Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Η ντοπιολαλιά του Λιδωρικίου και των χωριών του

ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΛΑΙΩΝ ΛΕΞΕΩΝ, ΦΡΑΣΕΩΝ, ΕΝΝΟΙΩΝ Κ.Λ.Π. 

του Λιδωρικίου Φωκίδος και των περιχώρων του 


Από μικρό παιδί στο Λιδωρίκι, άκουγα πολλές φορές από μεγαλύτερους  λέξεις κι εκφράσεις που συνθέτουν αυτό που αποκαλούμε ντοπιολαλιά ενός τόπου. Αυτές, είτε δεν τις ξανάκουσα στο πέρασμα του χρόνου, είτε λέγονται ακόμη στο Λιδωρίκι και στα χωριά του, είτε μερικές λέγονται ακόμη αυτούσιες ή παραλλαγμένες και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας. Έκανα σιγά-σιγά, την παρούσα συλλογή από τέτοιες καθημερινές λέξεις κι εκφράσεις, αλλά πιθανολογώ ότι ίσως δεν κατέγραψα και κάποιες άλλες δεδομένου ότι  έφυγα το 1971 αρκετά μικρός από το Λιδωρίκι και έκτοτε δεν έχω συχνές επαφές με την κοινωνία του Λιδωρικίου και της άμεσης περιφερείας του, ή επειδή δεν έτυχε να τις ξαναακούσω. Για λόγους καθαρά πρακτικούς, χώρισα κατά το δυνατό τη συλλογή μου σε οκτώ (8) κεφάλαια κι έβαλα τις λέξεις ή εκφράσεις κατ’  αλφαβητική σειρά, ανάλογα με το είδος και τη σημασία τους. Γνωρίζω ότι υπάρχουν και άλλες ανάλογες και πολύ πιο πλούσιες συλλογές για Ρουμελιώτικες λέξεις κι εκφράσεις, όμως διαφέρουν σαφώς από το γλωσσικό ιδίωμα της περιφέρειας του Λιδωρικίου. Θεωρώ ότι η συλλογή μου θα είναι μια ευχάριστη έκπληξη για τους μεγαλύτερους σε ηλικία συμπατριώτες μου και ότι θ’  αποδειχθεί χρήσιμη στους νεώτερους σε ηλικία, αλλά και στους προσεχώς επερχόμενους. Περιορίσθηκα στις γλωσσικές και ετυμολογικές ερμηνείες μου και αφήνω την αποστολή αυτή στους ειδικότερους και σε όποιον επιθυμεί να ασχοληθεί. 


α) Ζώα-ερπετά-πουλιά-έντομα

β) Χαρακτηρισμοί

γ) Φρούτα-Φαγητά-Φαγώσιμα

δ) Εργαλεία-Αντικείμενα-Μέσα

ε)  Ενδύματα-Ρουχισμός

στ) Έννοιες Ρημάτων

ζ) Τοπικά επιρρήματα

η)  Διάφορα

Νέα Μουδανιά Χαλκιδικής, 20/03/2021

Γεώργιος Ι. Ριόλας

Αντιστράτηγος ΕΛ.ΑΣ. ε.α.

Ε-Mail: griolas@gmail.com     

……………………………………….


Οκτώβριος 1965, γυναικεία παρέα στο Κουπάκι

 

1.- Ζώα, ερπετά, πουλιά, έντομα:

Ο Αναβολιός = Ο Τυφλοπόντικας, που ζει μέσα στη γη. Την ύπαρξή του την προδίδει ο ίδιος, από τα χώματα που βγάζει στην επιφάνεια της γης, σχηματίζοντας μικρής έκτασης και ύψους λοφάκια, ή από τις τρύπες που ανοίγει απ’ όπου χάνεται άσκοπα το νερό, όταν λ.χ. ποτίζουμε το περιβόλι μας.              
Η Βερβέρα, ή η Βερβερίτσα = Το είδος μαύρου σκίουρου, με τη λευκή λωρίδα στο στήθος, που ζει στον Ελλαδικό χώρο.
Η Βροχαλίθρα = Η Σαλαμάνδρα, το σπανίως εμφανιζόμενο ερπετό. Είναι ένα είδος αργοκίνητης, παρδαλής και με λείο δέρμα σαύρας, που εμφανίζεται σε περιόδους μεγάλων βροχοπτώσεων. Ως βασικό χρώμα έχει το μαύρο και στο σώμα της φέρει διάσπαρτες μεγάλες κιτρινοκόκκινες βούλες. 
Η Καλιακούδα ή Κάργια = Είδος μαυρωπού κορακοειδούς πτηνού. Βλέπαμε ιδίως κατά τις χειμερινές περιόδους, πολύ ψηλά στον ουρανό, πολυπληθή σμήνη από Καλιακούδες/Κάργιες, να κάνουν κύκλους κράζοντας.
Τα Καραβέλια = Τα πουλιά Ψαρόνια, ή Μαυροπούλια, που συνήθως πετούν σε πολυπληθή σμήνη. Εμφανίζονται κυρίως κατά το φθινόπωρο και χειμώνα.    
Ο Κλάρας = Είδος ασπρόμαυρου Πελαργού, που κατά εποχές εμφανιζόταν στα μέρη μας κι έκανε μοναχικούς γύρους στον ουρανό.                
Ο Κομπόγιαννος = Το χαριτωμένο πουλάκι, γνωστό και ως Κοκκινολαίμης. Το λεγόμενο αηδόνι του χειμώνα. Είναι ο προάγγελος του χειμώνα. Στην Ελλάδα απαντάται μόνο κατά τη χειμερινή περίοδο.   Οι Κόνιδες = Τα αβγά από τις ψείρες, από τις οποίες υπέφεραν οι άνθρωποι κατά άλλες κακές εποχές ή οι στρατιώτες σε στρατώνες ή στο πολεμικό μέτωπο.    
Τα Μαρτίνια = Οι οικόσιτες κατσίκες ή προβατίνες, ή τα οικόσιτα αρνοκάτσικα.                                
Το Μουλντιράκι = Το Σαμιαμίδι, το μικρό και χαριτωμένο ερπετό - σαύρα που συνήθως απαντάται σε τοίχους σπιτιών.
Ο Μουσαφίρης = Είδος σχετικά μεγάλου μεγέθους γκριζωπού, χνουδερού και ακίνδυνου εντόμου, που όταν έμπαινε στο σπίτι μας θεωρούνταν ως προάγγελος κάποιας επίσκεψης. Όλως παραδόξως, αυτό συνέβαινε αφού κάποιος ερχόταν κάποια στιγμή την ίδια ημέρα σπίτι μας απρογραμμάτιστα.
Ο Μπάκακας ή το Μπακακάκι = Ο Βάτραχος, ή το βατραχάκι.                                       
Η Μπράσκα = Ο Βάτραχος Φρύνος. Πρόκειται για ένα σπάνιο είδος βάτραχου, πολύ μεγαλύτερου μεγέθους από τους γνωστούς - από τους κοινούς, με γκρίζο-καφετί χρώμα και σκληρό δέρμα, που κρύβεται σε τρύπες. Τα σάλια του έχουν τοξική επίδραση.                              
Ο Μπούμπζας = Το ιπτάμενο μαυρο-χρυσο-πράσινο έντομο, ο ακίνδυνος Χρυσοκάνθαρος που πετάει αργά, που τρυπάει και τρώει αχλάδια, μήλα, σύκα κ.ά. φρούτα. Λεγόταν και ως κοροϊδευτικός χαρακτηρισμός για κάποιο άτομο, ότι δηλαδή ήταν ανόητος, λ.χ. «άντε βρε Μπούμπζα, ή βρε τον Μπούμπζα…».         
Το Όρνιο = Είδος Γύπα, που κατά κανόνα τρεφόταν από ψοφίμια - νεκρά ζώα. Εδώ κι αρκετά χρόνια, έχει εκλείψει από την περιφέρεια του Λιδωρικίου.                                    
Το Σερσένι = Είδος κιτρινόμαυρης, ή κιτρινομαυροκόκκινης, ή και μαύρης Σφήκας. Είναι σαφώς πιο χοντρή από τις συνήθεις και φέρει κεντρί.             
Η Σοκολίδα = Το πουλί, γνωστό και ως η Σουσουράδα, που συχνάζει σε ρεματιές, ή όχθες ποταμών.   Ο Σκούρκος = Η μεγάλη - μακρουλή κιτρινομαυροκόκκινη και πολύ επικίνδυνη Σφήκα.                       
Οι Τουρκοπούλες = Οι Καρδερίνες.                                                            
Τα Τσιρτζάνια = Τα Σπουργίτια, (από το πολύ τσιρ - τσιρ).                                           
Ο Υφαντάκος = Η Αράχνη.                               

2.- Χαρακτηρισμοί

Ο Ανπάτης = Ο κουτσός άνθρωπος, που περπατώντας λόγω αναπηρίας, γέρνει πότε δεξιά και πότε αριστερά, που τραμπαλίζει κατά το βάδισμά του, που πατάει αναλόγως.
Ο Αντίσκαστος - η - ο = Ο ίδιος ακριβώς, ο ολόιδιος, το άλλο μισό που ταιριάζει απολύτως με το όλον, πριν σκάσει ή χωρίσει σε δύο μέρη. λ.χ. λέγαμε ότι «αυτός είναι αντίσκαστος με τον πατέρα του».
Ο Αντισμένος - η - ο = Ο δαιμονισμένος, αυτός που έχει καταληφθεί, ή πειραχθεί από δαιμόνια, από πνεύματα του κακού, λ.χ. αερικά, εξωτικά. Ίσως προέρχεται από τη λέξη ραντισμένος από το πνεύμα του κακού.
Ο Απόδετος - η - ο = Ο ξυπόλητος, που δεν φορά ή δεν έχει υποδήματα.
Το Ανταμκό = Κάτι που είναι ή κατέχεται ή διαχειρίζεται εξ αδιαιρέτου, από δύο ή και περισσότερα άτομα.
Ο Αρόγιαγος = Ο άντρας που τριγυρνά εδώ κι εκεί, σαν να μην έχει σπίτι ή οικογένεια για να επιστρέψει εκεί. Για διάφορους ανάλογους τύπους, λεγόταν και η κοροϊδευτική φράση «γυρίζει σαν αρόγιαγο γελάδι».
Ο Ατσίγγανος - η - ο = Αυτός που είναι συστηματικά ανόρεκτος, που δεν τρώει όπως πρέπει και είναι αδύνατος.
Ο Αχαμνός - η - ο = Ο αδύνατος άνθρωπος ή ζώο.
Ο Βουρλισμένος - η = Ο έντονα θυμωμένος.
Ο Γκαϊδός - η= Ο αλλήθωρος άνθρωπος.
Ο Γκαβός - η = Ο τυφλός, ο στραβός άνθρωπος, ή και ο αλλήθωρος.
Ο Γκαρόψυχος - η = Ο κακόψυχος. Παραπέμπει σε γάιδαρο, που γκαρίζει.
Το Γιοργό = Το Γοργό. Έτσι λεγόταν λ.χ. το γρήγορο, το άξιο άλογο, μουλάρι, γάιδαρος, διότι υπάρχουν και αργοκίνητα ζώα. Αντίθετό του, το οκνό.
Το Γκριντάλι = Το υψηλόσωμο και πολύ δυνατό παλληκάρι, ή το ανάλογο κριάρι.
Τα Διαβατάρικα. Εκ του διαβαίνω. Παράγωγο ο διαβάτης, δηλαδή ο περαστικός = Αναφερόταν στα κοπάδια ζώων που διάβαιναν - περνούσαν από το Λιδωρίκι, την άνοιξη προς τα ορεινά χωριά ή το φθινόπωρο προς την Αττική κ.α. Αφορά και τα διαβατάρικα κοπάδια - σμήνη πουλιών.
Ο Διάτανος = Ο διάβολος, ο έξω απ’ εδώ.
Ο Ζουμπάς = Ο αρκετά κοντός άνθρωπος.
Ο Ζουρζουβούλης = Το πειραχτήρι. Λεγόταν ιδίως για κάποιο παιδί που πείραζε τα άλλα παιδιά.
Ο Θράσιος - α - ο = Αναφερόταν με λυπητερή έννοια σε κάποιον άνθρωπο ή και ζώο που χάθηκε άδοξα, άδικα, που αδικήθηκε στη ζωή.   
Κακοφάγανος - η - ο = Αυτός που δεν τρώει όλα τα φαγητά, ή ό,τι κι ό,τι.
Το Καραφούνταλο = Λέξη με ταυτόσημη έννοια με το Καραχούφταλο και μερικώς με το Ρούπιτο. Λέγεται για κάποιο πολύ γερασμένο κι ετοιμόρροπο άτομο, που μόλις στέκεται στα πόδια του.  
Ο Κάργας = Αυτός που παριστάνει τον παλληκαρά, τον πολύ δυνατό.
Ο Καρλαύτης = Αυτός που έχει χαρακτηριστικά μεγάλα αυτιά, που στρίβουν - εξέχουν προς τα έξω - προς τα εμπρός.
Ο Κατσαγάνης = Ο εριστικός. Λεγόταν ιδίως για κάποιο ανάλογο παιδί.
Ο Κατσικοπόδαρος = Αυτός που η παρουσία του προαναγγέλλει ή που φέρνει κακοτυχία, ο γρουσούζης, ο γκαντέμης.
Ο Καψερός = Ο κακόμοιρος, ο δύστυχος, κακότυχος κλπ.
Ο Κωλοπετσωμένος - η - ο = Ο πολύ άξιος, ο πολύ επιδέξιος. Αλλά και αυτός που ανταποκρίνεται σε δύσκολες καταστάσεις ή που πετυχαίνει τους σκοπούς του με υψηλή ευφυΐα, θράσος, πανουργία κλπ.   
Η Κορακαηδόνα= Αναφέρεται με κοροϊδευτικό, σκωπτικό, μειωτικό περιεχόμενο,  κυρίως για γυναίκα ότι είναι ανόητη, επιπόλαιη κλπ. Λέξη με μεταφορική έννοια και σύνθετη από το Κοράκι και το Αηδόνι, αφού δεν μπορεί να υπάρξει κοράκι που θα λαλεί σαν αηδόνι. Λέγεται σπανιότερα και για κάποιον ανάλογο άνδρα, ως Κορακαηδόνης.
Ο Κορακοζώητος = Ο μακρόβιος, αυτός που ζει περισσότερα χρόνια από τον μέσο όρο ζωής των άλλων ανθρώπων. Υπάρχει η δοξασία ότι τα κοράκια ζουν πάρα πολλά χρόνια.
Ο Κουρούνης - α - νικο = Ο αξιολύπητος, ο ταλαίπωρος άνθρωπος.
Ο Λάιος ή Λάγιος - α = Το μαύρο πρόβατο, ή σκύλος ή κάποιο άλλο ζώο. Μεταφορικά ο πολύ μελαχρινός άνθρωπος.
Ο Λέλεκας = Ο αρκετά ψηλός άνθρωπος, που έχει ύψος πάνω από το συνηθισμένο. Παράγωγο του Λελεκιού, του Πελαργού.
Ο Λιάρος - α - ο = Το παρδαλό ζώο, το δίχρωμο, ή και με περισσότερα χρώματα.
Ο Μερέλης = Ο ανόητος, αμελής, παράλυτος. Εξ’ ου και η λέξη «Μερέλιασα», δλδ χάζεψα, παρέλυσα.
Ο Μουνουχημένος = Ο ευνουχισμένος. Λεγόταν και Τσοκανισμένος.
Ο Μούρκης = Ο σκύλος με μαυρωπό πρόσωπο, που μοιάζει σαν να είναι  μουτζουρωμένο. Λεγόταν και για πολύ μελαχρινό άνθρωπο.
Ο Μουσκουφός - η = Ο παράξενα εσωστρεφής, ο  κρυψίνους, ο πονηρός άνθρωπος. Ίσως προέρχεται από το μισοκουφός, από τον πονηρό που παριστά ότι δεν ακούει.
Ο Μπουνιασμένος = Ο άνθρωπος που είναι πολύ εκνευρισμένος, θυμωμένος, αγανακτισμένος, που έχει μαυροκοκκινίσει το πρόσωπό του κι έχει αγριέψει η ματιά του. Λεγόταν και η φράση «είμαι νευριασμένος μέχρι τα μπούνια».
Ο Οκνός - η - ο = Ο οκνηρός, ο τεμπέλης, ο αργοκίνητος άνθρωπος, ή κάποιο ανάλογο ζώο. Αντίθετό του: ο Γιοργός.
Το Ρούπιτο = Ο ρημαγμένος, κουρελής, αξιολύπητος, σε ελεεινή, σε τρισάθλια κατάσταση. Το ετοιμόρροπο άτομο, που μόλις στέκεται στα πόδια του. Πιθανόν προέρχεται από το ερείπιο.
Το Σάψαλο = Το ερείπιο, αυτό ή αυτός που είναι σε κάκιστη κατάσταση.
Ο Σιατλός = Ο ανίκανος, αδέξιος, ανεπρόκοπος.
Ο Τρυγόνης - α = Ο αξιολύπητος, ο ταλαίπωρος. Αντίστοιχο του Κουρούνης κ.ά.π.
Ο Τρόχαλος = Ο Χαλιάς, το κατηφορικό μέρος με τις πάρα πολλές πέτρες.
Ο Τσιούλος = Αυτός που έχει πολύ μικρά αυτιά.
Η Ξομπλιάστρα = Η γυναίκα που σχολιάζει με κακόβουλο τρόπο, που κοροϊδεύει άλλους, που κουτσομπολεύει, που ασχολείται με τις υποθέσεις άλλων.
Ο Φλέτρας = Αυτός που τρέχει πάρα πολύ γρήγορα και ανάλαφρα, σαν να έχει φτερά στα πόδια του.
Ο Χλεμπονιάρης = Ο κιτρινιάρης, ο χλωμός, ο αρρωστιάρης.

3.- Φρούτα - Φαγητά - Φαγώσιμα      

Η Αγ(ου)λιά = Η ψίχα, ο καρπός, το εσωτερικό, λ.χ. του καρυδιού ή του αμύγδαλου.
Το Αγγούρμαστο = Το μη ώριμο φρούτο. Μεταφορικά και το παιδί - τον έφηβο.
Η Βιταλιά = Είδος παραδοσιακής χωριάτικης Λαγάνας- κουλούρας. Είδος χωριάτικης πίτσας. Οι νοικοκυρές την έφτιαχναν με ζυμάρι που κρατούσαν, όταν επρόκειτο να ψήσουν ψωμί - καρβέλια στον ξυλόφουρνο. Την έριχναν να ψηθεί τελευταία επάνω στις καυτές πλάκες της εισόδου του φούρνου. Τρωγόταν πάντοτε ζεστή, με ελιές, τυρί, ντομάτα, μαρούλι και με ό,τι άλλο είχε ή προτιμούσε ο καθείς. Το Βουδέλο = Το βοδινό κρέας. Εκ του Βους.
Το Καθάριο = Έτσι λεγόταν ο άρτος, το ψωμί που κατασκευαζόταν από αλεύρι σιταριού, προς διάκριση από το Κριθαρένιο ή το Καλαμποκάλευρο (Μπομπότα).
Τα Καπρολάχανα = Τα λάχανα που φυτεύαμε σε κήπους, με τα ανοικτά και σκουρόχρωμα και χοντρόφλουδα φύλλα, που συνήθως τρώγονται βραστά. Η Μάπα λέγαμε το λάχανο με τα κλειστά, με τα ανοικτόχρωμα και ψιλόφλουδα φύλλα, που τρώγονται είτε ως ψιλοκομμένη σαλάτα, είτε σε λαχανοντολμάδες.
Η Κλάστρα, ή Κουλάστρα = Η γαλατόπιτα από το πρώτο, το πιο πηχτό γάλα των νεογεννημένων προβάτων ή γιδιών, δηλαδή αφού γεννήσουν, από το πρωτόγαλα των 2-3 ημερών.  
Τα Κοκόσια = Τα καρύδια, ιδίως τα μικρά και με σκληρό κέλυφος.
Το Κοκοφίνι = Η γαλατόπιτα που γινόταν από το πρωτόγαλα των νεογεννημένων προβάτων ή γιδιών, με την προσθήκη λίγου καλαμποκάλευρου ή αλευριού.  
Το Κουσιμάρι = Γίνεται από  φρεσκοπηγμένο και ελαφρώς ξυνισμένο τυρί, με την προσθήκη λίγου καλαμποκάλευρου ή αλευριού. Μαγειρεύεται στο τηγάνι, όπου ανακατεύεται συνεχώς επί αρκετή ώρα, μέχρι το μείγμα να γίνει σαν αλοιφή και να ξεροψηθεί. Είναι τύπου σαγανάκι, αλλά με κατά πολύ ανώτερη γεύση. Μεγάλη λιχουδιά, αλλά και πολύ παχυντική.
Τα Μπαρδάκια = Τα καφέ δαμάσκηνα.
Τα Νταουσάνια = Τα μαύρα δαμάσκηνα.
Οι Παπαδέλες = Οι ψητοί σπόροι καλαμποκιού που ψήναμε στις καυτές πλάκες του τζακιού. Ήταν σχεδόν παρόμοιο με το ποπ κορν.
Τα Πιπιτσένια = Τα αμύγδαλα με το αφράτο κέλυφος, που για να φάμε τον καρπό, δλδ την αγουλιά τους, τα σπάζαμε και με τα δόντια μας.
Προσφάι, προσφαγίζω = Τρώω κάποιο πρόχειρο τρόφιμο ή το τρώω λίγο-λίγο, με πολλή οικονομία, όπως κάναμε με το τυρί.
Το Ταΐνι = Το φαγητό, η τροφή. Λεγόταν η φράση «ήρθε, ή το κάνει για το ταΐνι».
Η Τριψιάνα = Το βρασμένο πρόβειο ή γίδινο γάλα, που το τρώγαμε αλατισμένο και με ψωμί, κομμένο - τριμμένο σε κομματάκια. Σε άλλα μέρη λέγεται Παπάρα.
Η Τσαγαλιά - Τα Τσάγαλα = Η Αμυγδαλιά - τα χλωρά αμύγδαλα.
Το Χαμοκούκι = Μπομπότα (χυλός καλαμποκάλευρου) που ψηνόταν στην καμένη πλάκα του τζακιού. Συνήθως χυνόταν επάνω σε φύλλα καστανιάς ή πλάτανου και για να ψηθεί σκεπαζόταν με τη μεταλλική γάστρα, η οποία καλυπτόταν με αναμμένα κάρβουνα.
Το Χάσικο = Το αφράτο λευκό σιταρένιο ψωμί, του αρτοποιείου, που το τρώγαμε λες και ήταν γλυκό, επειδή είχαμε βαρεθεί τη μπομπότα (από καλαμποκάλευρο) ή το «καθάριο ψωμί», (από σιτάλευρο), δηλαδή το χωριάτικο ψωμί, που ψηνόταν στους παραδοσιακούς ξυλόφουρνους. Λεγόταν έτσι επειδή μάλλον το τρώγαμε σαν να ήταν γλυκό, οπότε χανόταν πολύ γρήγορα.

 4.- Εργαλεία - Αντικείμενα - Μέσα

Τα Αγγειά ή Αγγεία =  Τα αγγεία του σώματος, αλλά και τα διάφορα δοχεία, λ.χ. φώναζε ο Γανωτσής: «Ο Γανωτσής! Ελάτε κυράδες, γανώνω όλα τ’ αγγειά σας κλπ». Έτσι λέγονταν μεταφορικά και τα ανδρικά γεννητικά όργανα. λ.χ. λεγόταν η φράση «μπήκε στ’ αυλάκι ή στο ποτάμι κλπ και το νερό έφτασε μέχρι τα αγγειά του».
Η Αγγίδα = Ένα μυτερό, μικρό και λεπτό κομματάκι ξύλου.
Η Βαριά = Το μεγάλο και βαρύ σφυρί, με το μακρύ στειλιάρι, που χρησιμοποιούμε για σπάσιμο βράχων, ή σχίσιμο κορμών.                                                        
Η Βεδούρα = Έτσι λέγεται το μικρό στρογγυλό, συνήθως κέδρινο, ξύλινο αγγείο (δοχείο), όπου συνήθως οι κτηνοτρόφοι και οι νοικοκυρές έπηζαν γιαούρτη. Οι παλιές, οι αυθεντικές Βεδούρες κατασκευάζονταν με σανιδάκια από κέδρο, τα οποία δένονταν εξωτερικά και αριστοτεχνικά με ξύλινα κλαδιά, με στενόμακρες φέτες κέδρου.                                 
Το Δεμάτι = Αποτελούνταν από 10-15 χερόβολα που τοποθετούνταν αντικριστά - εναλλάξ μεταξύ τους, επάνω σε μια μεγάλη ζώνη που κατασκευαζόταν από μακριά στελέχη, δηλαδή από καλαμιές σίκαλης και κατά το δέσιμο στρωνόταν στη γη.  Τα στελέχη της σίκαλης βρέχονταν ώστε να μην σπάσουν κατά την πλέξη τους και κατ’ αυτό τον τρόπο κατασκευαζόταν μια μακριά ζώνη. Όλες οι ζώνες βρέχονταν συχνά ώστε να είναι μαλακές  προκειμένου να μην σπάσουν κατά το δέσιμο του κάθε δεματιού.  Ακολούθως, 4-6 δεμάτια φορτώνονταν σε κάθε άλογο ή μουλάρι. Σε παλαιότερες εποχές  μεταφέρονταν και συγκεντρώνονταν σε αλώνι. Το αλώνι ήταν καλιγωμένο (στρωμένο) με πέτρες - πλάκες. Όλη η επιφάνειά του και πριν το άπλωμα των σιτηρών, καλυπτόταν από ένα στρώμα νερουλιασμένης κοπριάς γελαδιών, που δημιουργούσε μια παχιά στρώση. Αφού μετά από 5-6 μέρες στέγνωνε η στρώση, κοβόταν κάποια κατάλληλη ημέρα η κάθε ζώνη και αρκετά δεμάτια και τα χερόβολα απλώνονταν γύρω - γύρω στην επιφάνεια του αλωνιού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο  αλωνίζονταν τα απλωμένα σιτηρά με το πάτημα 5-8 δεμένων στη σειρά αλόγων, μουλαριών που περπατούσαν, που περιστρέφονταν γύρω - γύρω από έναν πάσαλο, τον λεγόμενο στρίαλο, που ήταν μπηγμένος στο κέντρο του αλωνιού. Κατά διαστήματα μαζεύονταν και απομακρύνονταν οι τριμμένες καλαμιές και ο καρπός και απλώνονταν στο αλώνι και άλλα δεμάτια και χερόβολα. Ο καρπός λιχνιζόταν την ίδια ημέρα (εφόσον υπήρχε κατάλληλος αέρας), ή κάποια άλλη ημέρα, προκειμένου να ξεχωρίσει ο καρπός από τα άχυρα κ.λ.π. ξένα σώματα. Πολλή μεγάλη διαδικασία και ταλαιπωρία. Απ’ εκεί βγήκε και η παροιμιώδης φράση «θέρος, τρύγος, πόλεμος». Σε νεώτερες εποχές, τα δεμάτια μεταφέρονταν με τα ανάλογα ζώα σε κάποιο από τα τρία  θημωνοστάσια του Λιδωρικίου, όπου τα δεμάτια κτίζονταν σε σωρό, τη λεγόμενη θημωνιά, προκειμένου να αλωνιστεί η καθεμιά από την αλωνιστική μηχανή, που πήγαινε εκεί προκειμένου να αλωνίσει με σειρά όλες τις θημωνιές.
Το Δερμάτι = Το δέρμα κάποιου σφαγμένου ζώου, ο ασκός ή το ασκί.                                            
Το Δικέλι = Ήταν το μακρύ ξύλινο ή σιδερένιο γεωργικό εργαλείο με δύο κυρτά δόντια στην άκρη του. Μ’ αυτό οι αγρότες λίχνιζαν στις παλιές εποχές, δηλαδή ανασήκωναν στο αλώνι, στον αέρα τα άχυρα κατά τον αλωνισμό με τα αλογομούλαρα.                                 
Το Δικούλι = Ήταν το μακρύ ξύλινο ή σιδερένιο γεωργικό εργαλείο με περισσότερα κυρτά δόντια στην άκρη του. Έμοιαζε με μεγάλη πιρούνα. Με το εργαλείο αυτό οι αγρότες μάζευαν πιο εύκολα τα κομμένα χόρτα.
Το Δικράνι = Ήταν το μακρύ ξύλινο ή σιδερένιο γεωργικό εργαλείο με κυρτή διχάλα στην άκρη του. Μ’ αυτό οι αγρότες λίχνιζαν παλιά στο αλώνι, δηλαδή ανασήκωναν στον αέρα τα άχυρα κατά τον αλωνισμό με τα αλογομούλαρα.
Το Δριμόνι = Το συνηθισμένο - το κανονικό κόσκινο, με το αραιό πλέγμα.
Το Κανναβίδι = Το λεπτό στριφτό σκοινί του εμπορίου, που κατασκευαζόταν από στελέχη κάνναβης.   Η Καπιστράνα ή το Καπίστρι = Το χαλινάρι του αλόγου, μουλαριού ή γάιδαρου, που το κρατάει δέσμιο - δεμένο, ή που του κόβει την ταχύτητα. Μεταφορικά λέγεται και για κάποιον που έχει ξεφύγει, που έχει τρελαθεί, ότι «έχει κόψει το καπίστρι».
Τα Κόπλα = Τα μικρά κλαδάκια που μαζεύαμε στη φύση ως προσάναμμα για ν’ ανάψουμε πιο εύκολα φωτιά.
Κορώνα - Τσέλια = Το παλαιό και κατά πολύ τυχερό παιχνίδι που το λέγαμε και «Στριφτό». Το κοινώς λεγόμενο «Κορώνα - Γράμματα», που διενεργούνταν με δύο κέρματα, που πετιούνταν μαζί στον αέρα κι έπρεπε να έχουν την ίδια πλευρά/όψη όταν έπεφταν στο έδαφος. Κορώνα εννοείται η πλευρά του νομίσματος που φέρει την αναπαράσταση της κεφαλής κάποιου επισήμου προσώπου. Τσέλια ή Γράμματα η πλευρά που φέρει γράμματα, αριθμούς, ή άλλες παραστάσεις.   
Τα Κοτρώνια και τα Τσάκνα = Κοτρώνια λέγαμε με συνωμοτικό τρόπο, όταν βρίσκαμε μια φωλιά κάποιου πουλιού, που είχε αυγά. Τσάκνα λέγαμε επίσης με συνωμοτικό τρόπο όταν η φωλιά είχε πουλάκια. Τα λέγαμε έτσι, κατά τις παλιές δοξασίες, για να μην μας ακούσουν τα φίδια και καταλάβουν ότι βρήκαμε φωλιά που είχε αυγά ή πουλάκια, ώστε να μην πάνε και τα φάνε. Έτσι λέγαμε ότι η φωλιά έχει Κοτρώνια, ή ότι έχει Τσάκνα. Επίσης Τσάκνα (ή Κόπλα) λέγαμε και τα μικρά κλαδιά που συγκεντρώναμε για προσάναμμα. Από τους πιο ηλικιωμένους μας δινόταν η εντολή: «φέρτε τσάκνα, ν’ ανάψουμε φωτιά».      
Το Κουκουέρι = Η μικρού ύψους στήλη, το ορόσημο. Αποτελούνταν από 4-6 πλακερές πέτρες, που τοποθετούνταν η μία επάνω στην  άλλη. Στηνόταν για να δείχνει τα όρια κάποιου  χωραφιού, ή για  κάποιον άλλο λόγο, π.χ. να δείχνει το μονοπάτι, ή ένα συγκεκριμένο σημείο. Συχνά, ασπριζόταν με ασβέστη, για να είναι πιο εμφανής.                                    
Ο Κούτουλας = Το μικρό μεταλλικό μαγειρικό σκεύος, που είχε μακρύ χερούλι.
Η Κρικέλα = Ο μεγάλος ή και μικρός σιδερένιος κρίκος απ’ όπου μπορούμε να πιάσουμε ή να τραβήξουμε κάποιο αντικείμενο, έπιπλο κ.λ.π.                                        
Η Κρισάρα = Το ψιλό κόσκινο, με το πυκνό πλέγμα, με το οποίο συνήθως καθαρίζεται το αλεύρι από ξένα σώματα.
Το Κυβέρτι = Η κυψέλη, το σπιτάκι του σμήνους των μελισσών, ή και η φωλιά - η κουφάλα των σφηκών.
Η Λαήνα ή Λαγήνα = Το μεγάλο κεραμικό σκεύος στο οποίο παλαιότερα αποθήκευαν διάφορα φαγώσιμα.
Το Λεγένι = Η μεγάλη αλουμινένια λεκάνη.                                                                
Οι Λελέντρες = Λουλούδια ανεμώνες, αλλά και στολίδια, χάντρες. Σχετική και η παροιμιώδης φράση «τώρα στα γεράματα γυρεύει-ζητάει παπούτσια με Λελέντρες».
Το Λιτσάρι = Ήταν η ξύλινη σκάφη, ή η φυσική γούρνα, όπου ο κτηνοτρόφος έχυνε το τυρόγαλο και τα σχετικά υπολείμματα που παράγονταν κατά την πήξη του τυριού, για να τα πιουν οι ποιμενικοί σκύλοι του. Λεγόταν και η φράση «μαλώνουν σαν τα σκυλιά στο Λιτσάρι», διότι δαγκώνονταν μεταξύ τους κατά την προσπάθειά τους ποιο θα πει πρώτο, ή πιο πολύ. Λεγόταν επίσης και για παιδιά ή και για μεγαλύτερους ανθρώπους, που μάλωναν με ανάλογο τρόπο.     
Η Λούρα ή ο Λούρος = Η αρκετά μακριά βέργα, που συνήθως είναι από τα φυτά Παλιούρι ή τον Μέλεγγο, με την οποία τινάζουμε τους καρπούς από τις καρυδιές και τις αμυγδαλιές.    
Το Λυτάρι = Το σκοινί, η τριχιά. λ.χ. λεγόταν η φράση «πάρε το λυτάρι και δέσε το άλογο στο παλούκι να βοσκήσει».    
Ο Μπότης = Πήλινο δοχείο για κρασί ή νερό.
Η Πλεξιάνα = Η πλεξούδα η οποία δημιουργείται από το αρμάθιασμα σκόρδων ή κρεμμυδιών. Το πλέξιμο σε κοτσίδα των γυναικείων μαλλιών.                                 
Το Ροΐ (εκ της ροής) = Ήταν το μεταλλικό δοχείο από το οποίο οι νοικοκυρές έρεαν ελαιόλαδο και λάδωναν (μετρημένα με το μάτι) τα φαγητά τους. Λεγόταν και η φράση: «με το ροΐ το λάδι, καλά και τα λαπαθόφυλλα», δλδ τα βρασμένα φύλλα των λάπαθων,  ενώ χωρίς ελαιόλαδο ήσαν άνοστα, με αρκετό ελαιόλαδο γίνονταν κι αυτά πολύ νόστιμα. Αυτό λεγόταν προς οικονομία, σ' εποχές που το λάδι σπάνιζε στα ορεινά ιδίως χωριά.        
Η Σιδηροστιά = Η τριγωνική μεταλλική κατασκευή όπου στηρίζεται - ακουμπά το μαγειρικό σκεύος και μαγειρεύει το φαγητό πάνω από τη φωτιά.
Το Σκιατζούρι (εκ του σκιάζομαι = φοβάμαι) = Επρόκειτο για κάποια σταθερή ή κινούμενη κατασκευή, φτιαγμένη  από παλιά ρούχα σε σχήμα ανθρώπου, την οποία τοποθετούσαν οι αγρότες στο αγρόκτημά τους, σπαρμένο συνήθως με καλαμπόκι, ή στην αυλή τους όπου περιφέρονταν τα πουλερικά τους, προκειμένου να φοβούνται τα επιβλαβή πτηνά, όπως τα κορακοειδή ή τα γεράκια. Είχε και παρεμφερείς έννοιες.                              
Τα Σόμπολα = Οι μικρές πέτρες με τις οποίες συμπλήρωναν οι οικοδόμοι τους πετρόκτιστους τοίχους, ή παραγέμιζαν την εσωτερική - την πίσω πλευρά τους. Λεγόταν και η φράση προς τον βοηθό τους: «παραγιέ, σόμπολα και λάσπη», δλδ φέρε υλικά.       
Ο Σοφράς = Το τραπέζι με τα πολύ κοντά πόδια - στηρίγματα. Παλαιότερα οι χωρικοί, ελλείψει καθισμάτων, συνήθιζαν να τρώνε στον Σοφρά, καθήμενοι γύρω του σταυροπόδι στο πάτωμα, ή επάνω σε στρωσίδια ή μαξιλάρια.
Η Τάβλα = Σημαίνει και το τραπέζι, εξ ου και «τα τραγούδια της τάβλας», δλδ τα δημοτικά-καθιστικά τραγούδια που τραγουδιόντουσαν χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων από μια παρέα που καθόταν και έτρωγε, έπινε κλπ γύρω από το τραπέζι. Επίσης έτσι λέγεται και η σανίδα. λ.χ. οι τάβλες του κρεβατιού, ή θα πάρω μια τάβλα και θα σε χτυπήσω.  
Το Τριβέλι = Το τρυπάνι.                                                      
Η Τσίτσα = Ξύλινο δοχείο για το κρασί.
Το Τυλιγάδι = Το αντικείμενο επάνω στο οποίο τυλίγουμε ή τυλίξαμε ως ρολό ύφασμα ή νήματα.        
Το Φκάρι = Το θηκάρι, η θήκη μέσα στην οποία φυλάσσουμε ένα μεγάλο μαχαίρι.                     
Η Φούρκα = Το διχαλωτό ξύλο που χρησιμοποιείται ως στήριγμα κάποιου φυτού ή κορμού.
Ο Φώλος = Το πραγματικό ή το ψεύτικο αυγό, που συνήθως κατασκευαζόταν από γύψο. Ένα τέτοιο αυγό έπρεπε να βρίσκεται στις φωλιές του Ορνιθώνα, ώστε να παρακινούνται οι κότες και να γεννούν μέσα σ’ αυτές το αυγό τους κι όχι σε άλλα σημεία, με τους ανάλογους κινδύνους.               
Το Χλιάρι = Το κουτάλι. Ό,τι απέμεινε από την αρχαία λέξη το Κοχλιάριον. Λεγόταν και η φράση «40 Βλάχοι (τρώνε) μ’ ένα Χλιάρι».  

5.- Ενδύματα - Ρουχισμός

Η Βελέντζα = Είδος πλεκτής μάλλινης και σχετικά βαριάς κουβέρτας, που πλεκόταν στον αργαλειό και είχε διάφορα σχέδια - κεντίδια και χρώματα. Χρησιμοποιούνταν κυρίως ως σκέπασμα κατά τον χειμώνα.
Το γνέμα = Το νήμα. Κατασκευαζόταν με το στρίψιμο του μαλλιού με τη ρόκα, για υφαντά του αργαλειού κ.λ.π.
Η Κάπα = Αρκετά βαρύ και μεγάλου μήκους παλτό. Κατασκευαζόταν μόνο από γίδινο μαλλί - νήμα, το λεγόμενο «Τράγιο» και υφαινόταν στους παραδοσιακούς αργαλειούς. Χρησιμοποιούνταν ιδίως από κτηνοτρόφους, που είτε τη φορούσαν για να ζεσταίνονται, είτε την άπλωναν στο έδαφος ή επάνω σε θάμνους, ή στο κρεβάτι της καλύβας τους και ξάπλωναν επάνω της. Ήταν και αδιάβροχη λόγω της πυκνής πλέξης και του πάχους της.
Η Καπότα = Ανάλογο παλτό, αλλά ελαφρύτερο, κοντύτερο, που έφερε και κουκούλα. Χρησιμοποιούνταν ιδίως από κτηνοτρόφους.                                                       
Η Καραμελωτή = Είδος βαμβακερής κουβέρτας, σχετικά ελαφριάς, που έφερε διάφορα σχέδια - κεντίδια και χρώματα. Χρησιμοποιούνταν ως κάλυμμα κρεβατιών, ή ως ελαφρύ σκέπασμα στον ύπνο.
Η Μαρούδα = Το συνήθως πολύχρωμο υφαντό σακούλι, με το οποίο οι χωρικοί μετέφεραν φαγώσιμα και άλλα πράγματα. Το ταγάρι. Στις γωνίες του επάνω μέρους της είχε ραμμένο και πλεκτό κορδόνι, με το οποίο κρεμόταν στον ώμο ή σε κάποιο άλλο σημείο.    
Η Πατατούκα = Το χοντρό πανωφόρι, ένα είδος παλτού.                                      
Το Τουλουπάνι = Το συνήθως βαμβακερό λεπτό ύφασμα με την πυκνή πλέξη που χρησιμοποιούνταν ως σουρωτήρι, για φιλτράρισμα κάποιου υγρού, όπως το γάλα, το νερό κ.ά.
Το Τράστο = Το συνήθως πολύχρωμο υφαντό, μικρού μεγέθους σακούλι - ταγάρι. Είχε και πλεκτό κορδόνι, με το οποίο κρεμόταν στον ώμο ή σε κάποιο άλλο σημείο.      
Η Τριχιά = Το λεπτό ή και χοντρό πλεκτό σκοινί, που κατασκευαζόταν από τις σκληρές τρίχες γιδιών, αλόγων ή μουλαριών.                                                  
Το Τσόλι = Το ευτελές, το μικρής αξίας ύφασμα, ή το τριμμένο, ή παλιό ύφασμα.
Το Χράμι = Το υφαντό στρωσίδι, χαλί.

6.- Έννοιες Ρημάτων

Αβγαταίνω = Αυξάνω, πολλαπλασιάζω με ενέργειές μου μια ποσότητα, ή κάτι άλλο, όπως συμβαίνει με την κότα, με τα πουλιά ή με τα ψάρια κ.λ.π., που με τα αβγά τους πολλαπλασιάζουν το είδος τους.
Αλαλιάζω = Φωνάζω δυνατά και προκαλώ ζάλη, σύγχυση. «Ήρθε και μας αλάλιασε με τις φωνές του...».
Αναβελάζω = Κλαίω και σκούζω δυνατά και ταυτόχρονα.
Αναχαράζω = Μηρυκάζω. Η διαδικασία αναμάσησης της βοσκημένης ενωρίτερα τροφής από τα μηρυκαστικά ζώα, λ.χ. πρόβατα, γίδια, γελάδια, που συμβαίνει όταν αυτά ξεκουράζονται.
Απλογιέμαι = Αποκρίνομαι σε κάποιον που με καλεί, που με φωνάζει.
Αραδίζω = Περνώ συχνά από κάποιο μέρος. Σημαίνει και ότι είμαι σε σειρά. Γνωστή και η παροιμία «Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας».
Αστόχησα = Είχε την έννοια και του «το ξέχασα, το λησμόνησα». Έτσι λ.χ. λέγαμε: «αστόχησα το παλτό, το βιβλίο στο σπίτι», ή «αστόχησα να σου πω Χρόνια Πολλά» κ.ά.π.
Ζαλώνομαι = Φορτώνομαι στην πλάτη μου και μεταφέρω κάποιο βαρύ φορτίο, λ.χ. ένα δεμάτι με καυσόξυλα, ένα σακί με αλεύρι κ.ά.π.
Κακάρωσε = Απεβίωσε, Πέθανε.
Καλιγώνω = Πεταλώνω ένα άλογο ή μουλάρι. Επίσης στρώνω κάποιον δρόμο με πλάκες, με κυβόλιθους.
Καλοσκεράω - Καλοσκέρισα = Φέτος τρώω κάποιο φρούτο για πρώτη φορά, με το που ωρίμασε. Λέγαμε λ.χ. «φέτος δεν καλοσκέρισα κεράσια», δηλαδή δεν έφαγα ακόμη κεράσια. Πρόκειται για σύντμηση του «Καλώς όρισα».
Καργάρω = Δένω ή σφίγγω κάτι πολύ δυνατά, πολύ έντονα.
Κεντρώνω = Μπολιάζω κάποιο δένδρο να παράγει φαγώσιμους καρπούς, λ.χ. μια αγκορτσιά, μια ελιά, μια συκιά.
Κένωσε = Σημαίνει «σερβίρισε, βάλε φαγητό στο πιάτο μας, γέμισέ το». Προέρχεται από το εκκενώνω - αδειάζω.
Κλοπακάω, Κλοπάκισμα = Ο χαρακτηριστικός ήχος των υγρών (νερό, γάλα, κρασί) που κάνουν, όταν μετακινούνται μέσα στο δοχείο τους, όταν αυτό έχει κάποιο κενό, όταν δεν είναι πλήρες.
Κομποθιάζω - Ο Κομποθιασμένος = Δένω κάτι, δημιουργώντας κόμπους. Μεταφορικά σημαίνει είμαι σαν πιασμένος, σαν μπλεγμένος σε σκοινιά ή κλωστές.
Κοτάω = Τολμώ, ξεκινώ να κάνω κάτι. Λέγαμε φράσεις, όπως λ.χ.: «αν κοτάς, ξαναπέρνα απ’ εδώ», ή «δεν κοτάω ούτε και να το σκεφτώ», ή «κάνει τόσο πολύ κρύο που δεν κοτάω να ξεμυτίσω έξω», κ.ά.π.
Κουτουπώνω = Πιάνω κάποιον με σιγουριά, τον θέτω υπό τον πλήρη έλεγχό μου, ή τον βάζω κάτω, τον σκεπάζω με το σώμα μου και δεν μπορεί να μου ξεφύγει.
Κρένω = Μιλάω - Ομιλώ. Λέγαμε σε κάποιον λ.χ. «σου κρένω, δεν μ’ ακούς;», ή «κρίνε του, να βγει. Θέλω να του πω κάτι» κ.ά.π.
Κωλομουντρίζω = Αναβάλλω, μεταθέτω σε άλλο χρόνο, καθυστερώ, δεν κάνω ό,τι επιβάλλεται, αν και είναι στην ευχέρειά μου.
Λαβάτωσα, με λαβάτωσες κλπ = Τρόμαξα από κάτι, λ.χ. από κάτι άσχημο ή κακό, ή από κάτι απρόσμενο  που άκουσα στα ξαφνικά.
Μαλάζω = Πιάνω ή ακουμπώ κάτι με τα χέρια μου.
Ματσιαλάω = Μασάω-ώ κάποια τροφή. Λεγόταν λ.χ. και η ειρωνική φράση «ματσαλάει λ.χ. το φαγητό του ή μαστίχα, σαν να ’ναι κατσίκα».
Μεριάζω = Παραμερώ - παραμερίζω.
Ξεσβερλιάσθηκε = Εξαφανίσθηκε κάποιος, ξεριζώθηκε, χάθηκε ολοσχερώς ως άτομο ή ως γένος.
Ξεσφαγιάσθηκα = Σφάχθηκα, ξεσχίσθηκα, πληγώθηκα πάρα πολύ, πέφτοντας ή περνώντας από κάπου.
Ξετσιαουλιάσθηκα = Μου εξαρθρώθηκε το σαγόνι (τσιαούλι) μου, λ.χ. από τα πολλά γέλια ή από το έντονο χασμουρητό.
Ξεχάραξε = Αφορά αποκλειστικά την πουλάδα (κότα) που από το λειρί της (που μεγάλωσε και κοκκίνισε), φαίνεται ότι ωρίμασε και είναι σε φάση παραγωγής αβγών.
Ορμώνω - Όρμωσα = Τακτοποιώ, τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, σε σειρά κάτι, λ.χ. ζώα κλπ. Λεγόταν λ.χ. η φράση «αφού όρμωσα τα πρόβατα, κάθισα να φάω, να πάω σπίτι μου κλπ». Λεγόταν και ως απειλή, λ.χ. «κάτσε καλά, γιατί θα σε ορμώσω», ή «του έκανε πολλά, αλλά την όρμωσε».
Παντυχαίνω = Προσδοκώ κάτι.
Παραγκωμιάζω = Επινοώ κάποιο ψευδώνυμο, ή κοροϊδευτικό όνομα με το οποίο αναφέρομαι σε κάποιον, ή τον περιγράφω σαν κάτι παραπλήσιο.
Παραντάλιασα = Διαλύθηκα, σκόρπισα κ.λ.π. από πολλή κούραση.
Πάτσιασμα, πατσιασμένος = Κάτι πολύ πατημένο, ζουλισμένο.
Πεδικλώνομαι, Πεδικλώθηκε (Λεγόταν και πιδικλώνομαι, πιδικλώθηκε κ.λ.π.) = Μπερδεύονται τα πόδια μου από κάποιο αντικείμενο ή πέτρα και ξύλο και παραπατώ ή πέφτω στο έδαφος.  
Πισωμίσθηκα (Λεγόταν και π’στουμίσθηκα) = Μπερδεύτηκα και έπεσα προς τα πίσω, ή κάπου, ή απογοητεύθηκα πάρα πολύ και λ.χ. «π’στουμίσθηκε η καρδιά μου», απ’ αυτό που μου συνέβη.  
Πιλαλάω (π’λαλάω) = Τρέχω. Λ.χ. λέγαμε «πλαλάει σαν λαγός».
Προκάνω = Προλαβαίνω να κάνω, ή να πιάσω κάτι, ή να πάω κάπου.
Ρέκαξα = Κραύγασα, έσκουξα από πόνο ή απελπισία. λ.χ. σε περίπτωση θανάτου κάποιου πολύ προσφιλούς ατόμου.
Ρουπώνω, Ρούπωσα κ.λ.π. = Χορταίνω από κάτι, επήλθε κορεσμός.
Σγαρλάω = Ανασκαλεύω, σκαλίζω το χώμα ή κάτι άλλο υλικό, ή μεταφορικά επανεξετάζω κάποια  υπόθεση.
Συμπάω = Αφορά τη φωτιά και συγκεκριμένα το μάζεμα των μισοσβησμένων δαυλιών και το φύσημα με το στόμα μας των αναμμένων κάρβουνων, για να μη σβήσει ή για να ξαναφουντώσει η φωτιά.  
Σινάω (ίσως παραφθορά του κινάω - κινώ) = Παρακινώ, δίνω εντολή - σήμα στον σκύλο μου, με κάποιο χαρακτηριστικό σφύριγμα, ή λέξη, να ξεκινήσει, να ορμήσει  προς κάποιο άτομο ή στόχο, να επιτεθεί, λ.χ. λέγοντάς του «όρμα, άντε».
Σκαπέτησα = Έφυγα μακριά, χάθηκα από το οπτικό πεδίο κάποιου, δεν φαίνομαι μετά από κάποια μακρινή στροφή.
Στομώνω = Σταματώ, εμποδίζω κάτι να κόψει, να προχωρήσει, λ.χ. το κοπάδι να μην πάει σε μέρος που δεν θέλει ο βοσκός, να κάνει μια αγροζημιά κλπ. Λεγόταν και η φράση «στόμωσε το μαχαίρι».
Στραβοτζάνιασα = Με πόνεσε ο λαιμός, ή ο σβέρκος μου από το πολύ στρίψιμο για να δω κάτι. Επίσης σήμαινε τον τρόπο με τον οποίο θανατώνω ένα πουλί, ή μια κότα με το στρίψιμο του λαιμού της.
Στρέγγαξα = Κραύγασα, έσκουξα από πόνο ή απελπισία. Ανάλογο ρήμα του Ρέκαξα. Αναφερόταν πιο πολύ σε ζώα. Λεγόταν και η φράση «Στρέγγαξε σαν γίδα». Αυτό συμβαίνει όταν η γίδα πιαστεί κάπου, ή όταν τραβηχτεί από το πόδι της απότομα,  ή δυνατά και πονέσει, οπότε βγάζει χαρακτηριστική κραυγή.
Τανυέμαι = Τεντώνομαι σε ύψος, τεντώνω το σώμα και τα χέρια μου, λ.χ. για να ξεμουδιάσω ή για να φτάσω κάτι.
Τένιασα =  Εξαντλήθηκα σωματικώς, είμαι πάρα πολύ κουρασμένος. Αυτό ίσχυε συνήθως μετά από  μια πολύ δύσκολη και διαρκείας χειρονακτική εργασία που έκανε κάποιος, ή μετά από μεγάλη και κοπιαστική πεζοπορία.  
Τσαγκουρνίσθηκα = Γρατσουνίσθηκα από κάποιο ξύλο - κλαδί, ή βάτο κλπ.
Χουχτάω = Κραυγάζω δυνατά, βγάζοντας άναρθρη κραυγή, για να με ακούσουν κάπου κοντά ή μακριά, λ.χ. για να εκφοβίσω τους λύκους.

7.- Τοπικά επιρρήματα   

Αδεδώ ή εδωδά = Εδώ ακριβώς, στο σημείο αυτό.
Αδεκείθε = Σ’ εκείνο το σημείο, εκεί πέρα. «Πήγαινε εκεί πέρα».
Αδαπάν = Εδώ επάνω, στο σημείο αυτό. «Έλα εδώ πάνω».
Δώθε = Από εδώ, προς τα εδώ, έλα εδώ.
Καταΐ = Στο έδαφος, στη γη (από το καταγής)
Κατάνακρα ή Κατανακρίς = Εντελώς στην άκρη ενός σημείου, επίπλου κλπ.
Κατάχαμα = Κάτω στο χώμα, επάνω στη γη. Κάθομαι κατάχαμα στο έδαφος.
Κει απάν = Εκεί επάνω.
Κει κάτ’ = Εκεί κάτω.
Ολούθε = Παντού, σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, ή προς όλους τους ανθρώπους.  
Παρακατούλια = Λίγο πιο κάτω.
Παραπάν = Παρά πάνω, πιο πάνω.
Παραπανούλια = Παραπάνω, πιο πάνω.
Παρεκούλια = Πιο πέρα, παραπέρα.
Σιαδώ = Προς τα εδώ, έλα προς εδώ, προς το μέρος μου.
Σιακεί και Σιακείθε = Προς εκείνο το σημείο κ.λ.π.
Σιακάτω = Προς τα κάτω. Έλα ή πήγαινε προς τα κάτω.
Σιαπέρα = Παραπέρα αορίστως, κατά εκεί. Λεγόταν και η ειρωνική - σκωπτική φράση «σιαπέρα δουλειές» δλδ δουλειές-ασχολίες χωρίς ουσία, χωρίς αποτέλεσμα, ή χωρίς κέρδος - όφελος.
Σιαπίσω = Προς τα πίσω.
Σιαπού = Προς τα πού;

8.- Διάφορα

Αβέρτα = Συνεχώς. Λ.χ. φέρε αβέρτα ξύλα, δηλαδή μη σταματάς.
Αδελφομοίρι = Το κληρονομικό μερίδιο ενός αδελφού, το ποσοστό επί της κληρονομιάς εκάστου αδελφού, που θα μοιρασθεί με τον άλλο ή τα άλλα αδέλφια του.
Το Αλύχτημα = το γάβγισμα των σκύλων.
Ο Άμπουλας ή Άμπλας = Η πηγή νερού που στερεύει το καλοκαίρι. Συνήθως στην εκροή της σκαβόταν μια λακκούβα, όπου συγκεντρωνόταν το νερό της και απ’ όπου, ξεδιψούσαν γονατίζοντας ή σκύβοντας, οι διερχόμενοι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα και πουλιά της φύσης.
Ο Αναφακάς = Η τύχη, η μοίρα, το πεπρωμένο του ανθρώπου. Λεγόταν η ευχή «άιντε και καλό αναφακά», δλδ σου εύχομαι να έχεις καλή τύχη.  
Το ανεμοτούρλιαγμα = Μεγάλο και έντονο ανακάτωμα, σύγχυση, ταραχή, σκόρπισμα. λ.χ. μπήκε στο κοτέτσι, κυνήγησε τις κότες, που ανεμοτούρλιαξαν, δηλαδή για να ξεφύγουν πετούσαν, ή έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις.
Αντιπροψές = Κάτι που συνέβη, που έγινε παραπροχθές, δηλαδή πριν δύο ημέρες.
Το Απολειφάδι = Ό,τι απέμεινε από κάποιο πράγμα, λ.χ. από μια πλάκα σαπουνιού.
Το Άργασμα = Η διαδικασία κατεργασίας δέρματος κάποιου ζώου. Γινόταν με χτυπήματα, ή τρίψιμο, ή και με χημικά μέσα, ώστε να μπορεί να είναι έτοιμο για διάφορες χρήσεις.
Η Βαζούρα = Ο έντονος και κουραστικός θόρυβος, ή βουή.
Ο Βαρκός, ή το Βαρκό = Ο υγρός τόπος, όπου αναβλύζει ή διαχέεται λίγο νερό και φυτρώνουν βούρλα.  Ο Βιρός = Ο αρκετού βάθους λάκκος νερού που σχηματιζόταν στο ποτάμι, συνήθως κοντά στη ρίζα λ.χ. ενός πλάτανου, όπου φώλιαζαν ποταμόψαρα και νερόφιδα. Συνήθως ως παιδιά κάναμε το μπάνιο μας σε Βιρούς της Μπελεσίτσας ή του Κώστεβου (παραπόταμοι του Μόρνου). Ίσως είναι παραφθορά του βυθού.
Η Βοϊδαγλυψιά = Το χαρακτηριστικό τοπικό και μικρού πλάτους στρίψιμο του τριχωτού της κεφαλής, που παρατηρείται σε μερικά κοντοκουρεμένα αγόρια είτε στο εμπρός μέρος, είτε πίσω, στην κορυφή της κεφαλής. Λέγεται έτσι επειδή μοιάζει ότι έγινε από κάποιο βόδι. Σε μερικά αγόρια παρατηρείται και διπλή Βοϊδαγλυψιά, οπότε λέγαμε κατά τις τότε δοξασίες, ότι «το παιδί αυτό, θα παντρευτεί δύο φορές». Παρατηρείται και σε κορίτσια, αλλά δεν είναι ορατή επειδή συνήθως έχουν μακριά μαλλιά.
Ο Βούλιαγκας = Ο αρκετού βάθους και έκτασης λάκκος νερού που σχηματιζόταν στο ποτάμι, όπου γινόταν δίνη (περιστροφή) του νερού και φοβόμασταν μην βουλιάξουμε και πνιγούμε.
Η Βούζα = Η μεγάλη κοιλιά κάποιου ανθρώπου. Το προκοίλι. Λεγόταν και Μπάκα.
Η Γδούρα (παράφραση της εκδοράς) = Η εσωτερική πλευρά του δέρματος ζώου, δηλαδή η εξωτερική επιφάνεια - η στοιβάδα του σώματος, του κρέατος, που όταν σφαχθεί το ζώο, πρέπει να ξεκολλήσει - διαχωριστεί με την παροχή αέρα, ώστε το ζώο να γδαρθεί εύκολα, χωρίς να κακοποιηθεί το κρέας του.
Η Γενησταριά = Η Γενέτειρα, ο τόπος γέννησης, η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου. Σε κάποιον ξενιτεμένο που ερχόταν για λίγο στο Χωριό του, λεγόταν με ικανοποίηση από τους συγχωριανούς του η φράση «Καλώς ήρθες. Χαίρομαι που δεν ξεχνάς τη γενησταριά σου».
Το Γιούρτι = Το περιφραγμένο και καλλιεργούμενο χωράφι που βρισκόταν εντός Οικισμού, όπου έβοσκαν ή παρέμεναν τα οικόσιτα ζώα, ή χρησιμοποιείται για καλλιέργεια περιβολιού - κήπου. Σήμερα λέγεται και οικόπεδο.
Το Γούπατο = Έτσι ονομάζεται  το φυσικό βαθούλωμα - λεκάνη, το κοίλωμα της γης σε κάποιο βουνό, που είναι  σαν ένα είδος κρατήρα ή ομαλού γηπέδου.  Συνήθως είναι μήκους 30 - 100 μέτρων και ανάλογου πλάτους. Η λέξη προέρχεται από τις ομηρικές λέξεις «γη» και «πάτος».    
Η Δέση = Το σημείο του ποταμιού όπου κοβόταν μια σημαντική ποσότητα νερού, το οποίο παροχευόταν σε αυλάκι και οδηγούνταν σε νερόμυλο ή στα κατά μήκος του αυλακιού ποτιστικά χωράφια. Όμως η δέση χαλούσε συχνά, λ.χ. κατά μια νεροποντή κι αυτό αποτελούσε διαρκή πονοκέφαλο και φόβο για τον μυλωνά ή τους αγρότες. Έτσι, υπήρχε και η  παροιμιώδης έκφραση «ο καθένας με τον πόνο του κι ο μυλωνάς με τη δέση».
Τα Διπλάρικα = Τα δίδυμα. λ.χ. η προβατίνα γέννησε διπλάρικα, δηλαδή δύο αρνιά.
Το Δρολάπι = Το σοβαρό καιρικό φαινόμενο, κατά τη διάρκεια του οποίου φυσάει και πέφτει ταυτόχρονα με δύναμη χιονόνερο.
Για Έχα = Το έχω, το κρατώ, το προορίζω για διατήρηση, για να το έχω. Λεγόταν η φράση «αυτό το αρνί - κατσίκι, το κρατώ  για έχα».
Οι Ζοχάδες = Οι αιμορροΐδες. Επειδή τσούζουν και πονούν, προκαλούν και εκνευρισμό. Έτσι λεγόταν για κάποιον νευρικό κ.λ.π. ότι έχει τις ζοχάδες του, ή ότι είναι ζοχαδιασμένος.
Η Θραύση = Η επιτυχία σε κάποιο τομέα ή επιδίωξη. λ.χ. γνώρισε μεγάλη θραύση στις γυναίκες, στο εμπόριο, στο κυνήγι κ.α.
Το Καθάριο = Το σιταρένιο ψωμί. Αυτό το είδος ήταν σπανιότερο σε παλιές εποχές που οι χωρικοί έτρωγαν καλαμποκίσιο (μπομπότα) ψωμί ή κριθαρένιο ψωμί.
Το Κάλιασμα = Η ευτυχής ή τυχαία σύμπτωση. λ.χ. πήγα για ψώνια και κάλιασε να βρω έναν παλιό φίλο μου.   
Η Καλομάνα = Η γιαγιά. Λεγόταν μάλλον έτσι επειδή τα εγγόνια της καλοπερνούσαν κοντά της, επειδή τους έκανε θελήματα, ό,τι της ζητούσαν. Λέγαμε «της Καλομάνας το παιδί, δυο φορές παιδί».
Καλοπίχειρα = Κάνω ή πετυχαίνω κάτι με ευκολία.
Τα Καματερά = Το ζεύγος των ζώων με το οποίο οι αγρότες εκτελούσαν διάφορες γεωργικές εργασίες, λ.χ. τα οργώματα. Αυτά ήσαν τα βόδια ή τα μουλάρια.
Καταλαχού = Κατά τύχη. Έτσι έλαχε. Επάνω στην ώρα.
Το Κάρακλο ή Καύκαλο = Το κρανίο ενός ανθρώπου ή ζώου. Και το όστρακο της χελώνας.
Κασκαρίκα = Το πάθημα ή το αδέξιο αστείο ή πείραγμα σε βάρος κάποιου.
Ο Καταρράκτης = Η καταπακτή, η θυρίδα που συνέδεε με σκάλα το ανώγειο με το ισόγειο (κατώι), ή το ισόγειο με το υπόγειο μιας παλαιού τύπου χωριάτικης οικίας. Κατασκευαζόταν στο ξύλινο πάτωμα, στην άκρη του δωματίου και άνοιγε -  σηκωνόταν όταν θέλαμε να κατεβούμε στο υπόγειο ή στο ισόγειο.
Κιαπέ; = Σήμαινε και μετά και ύστερα, τι έγινε;
Το Κλαμούρι ή η Κλαμούρα = Το φουντωτό κλαδί, κλωνάρι.
Οι Κοδέλες = Οι συνεχείς, οι διαδοχικές στροφές κάποιου δρόμου, που υπάρχουν σε μια πλαγιά, οι λεγόμενες και «φουρκέτες».
Ο Κόθρος =  Ο καλοψημένος γύρος του καρβελιού, ή του κόσκινου
Το Κολάι = Κάνω κάτι με ευκολία, άνεση, επειδή λ.χ. βρήκα το μυστικό του, το κόλπο του.
Το Κορδοπάτημα = Η εγωιστική ή ανόητη υπερηφάνεια, που είναι χωρίς περιεχόμενο, ουσία και βάση.
Ο Κόρφος = Η περιφέρεια του ανθρώπινου στήθους. Εκεί ως παιδιά κρατούσαμε, ή κρύβαμε λ.χ. διάφορα φρούτα, ξηρούς καρπούς κλπ. Επίσης μερικές γυναίκες φυλάσσουν ή κρύβουν στον στηθόδεσμό τους χρήματα ή διάφορα μικροαντικείμενα.  
Τα Κριτσοτόπια = Τα πολύ ορεινά, βραχώδη, δύσβατα μέρη.
Το Κυττάρι ή  Ύστερο = Ο αμνιακός σάκος, ο πλακούντας, που αποβάλλεται μετά τον τοκετό από προβατίνες, κατσίκες κ.ά. ζώα.  
Τα Λιμπά = Οι Όρχεις, που θεωρούνται και εξαιρετικό φαγητό. Μάλλον προέρχεται από τη λέξη τα λοιπά, διότι αναφέρονταν έτσι και εννοούνταν ως υπόλοιπα, επειδή προφανώς απέφευγαν από σεμνοτυφία τη ρητή αναφορά τους.
Τι λογιά είναι; = Φράση με την οποία ρωτάμε τι ακριβώς είδους, τι ακριβώς μέρους λόγου είναι, τη μορφή έχει κάποιο αντικείμενο, κάποιο άτομο κ.λ.π.
Τα Λόϊδα = Οι συνήθως στριμμένες τούφες μαλλιών που κρέμονταν στα μέτωπο των κοριτσιών.
Η Λούζα = Η μικρή κατηφορική και σχετική ομαλή κοιλάδα.
Τα Μάγγανα = Οι καυγάδες, οι φιλονικίες. Οι παλαιοί Λιδωρικιώτες έλεγαν την παροιμιώδη φράση «γυναικεία είν’ τα μάγγανα κι ανδρίκια τα συμφέρια». Ότι δηλαδή οι γυναίκες ιδίως απασχολούνται ή προσφέρονται για λόγια, κουτσομπολιά και φιλονικίες, ενώ οι άνδρες απασχολούνται ιδίως με τα συμφέροντα, με τις οικονομικής φύσεως υποθέσεις.
Η Μαρμάρα = Η στείρα γίδα ή προβατίνα, αυτή δηλαδή που δεν γέννησε καθόλου, ή που έπαψε να γεννάει.
H Μελά = Το φυτό που φυτρώνει και αναπτύσσεται ως παράσιτο επάνω ιδίως στα έλατα και λιγότερο στα κέδρα και στις βελανιδιές. Είναι γνωστό και ως Ιξός ή Γκυ. Ανεβαίναμε ψηλά στα έλατα και σπάζαμε τα κλωνάρια του, για να ταΐσουμε τα αιγοπρόβατα, δεδομένου ότι θεωρείται μεγάλης διατροφικής αξίας.
Το Μονοβράκι = Λεγόταν η κατάσταση που κατά τη θερινή περίοδο τα αγόρια τριγύριζαν στο χωριό σχεδόν γυμνά (πιθανόν και για λόγους οικονομίας, ευκολίας ή άνεσης), φορώντας μόνο το σώβρακό τους που ήταν κάτι σαν κοντό παντελονάκι, που συνήθως ήταν μαύρου χρώματος. Λεγόταν «ήρθε η εποχή για μονοβράκι».
Τα Μούσκλια = Είναι τα βρύα και οι λειχήνες που αναπτύσσονται επάνω σε δένδρα, αλλά και σε πέτρες ή τοίχους. Από τα αιγοπρόβατα και από τα μεγαλύτερα ζώα τρώγονται μόνο αυτά που αναπτύσσονται και κρέμονται σαν μαλλιά επάνω σε έλατα και κέθρα.
Η Μούτελη = Η λάσπη, το ίζημα, το κατακάθι του λαδιού ή του κρασιού.
Μουτλάκ = Σήμαινε παρά ταύτα, εν τούτοις, οπωσδήποτε.
Η Μπάκα = Η μεγάλη κοιλιά κάποιου ανθρώπου. Το προκοίλι. Λεγόταν και Βούζα.
Η Μπαντανία = Η λεπτή υφαντή κουβέρτα ή το ύφασμα που σκέπαζε για πρακτικούς ή αισθητικούς λόγους την πλευρά ενός τοίχου στο εσωτερικό των σπιτιών, συνήθως παραδίπλα από ένα κρεβάτι ή το τζάκι. Είχε διάφορες ωραίες παραστάσεις π.χ. από την ιστορία ή μυθολογία, ή ωραία κεντίδια.
Τα Μπούλτσα - Το Ξεμπούλτσιασμα =  Το περίβλημα, οι φλούδες - τα φύλλα του ώριμου καρπού του  καλαμποκιού και η αφαίρεσή τους, που γινόταν μ’ ένα ξύλινο σουβλί, με το οποίο αφαιρούνταν τα φύλλα και αποκαλυπτόταν ο καρπός. Το εσωτερικό, η βάση του καρπού, λεγόταν Κότσιαλο. Τα ξερά καλαμπόκια μεταφέρονταν μέσα σε σακιά στην αυλή των σπιτιών και σωριάζονταν σε κάποια άκρη. Το ξεμπούλτσιασμα γινόταν συνήθως ομαδικώς και καταγής. Αποτελούσε σημαντική δραστηριότητα σε μια γειτονιά και μεγάλη χαρά για τα μικρά παιδιά, που είτε συμμετείχαν στη διαδικασία, είτε έπαιζαν πηδώντας επάνω στο σωρό των φύλλων, είτε γεύονταν διάφορα εύκολα γλυκά, (όπως ο σιμιγδαλένιος και καβουρδισμένος χαλβάς), που έφτιαχναν η σπιτονοικοκυρά ή οι γειτόνισσες.
Ο Μπουχός = Αυτός που εξαφανίσθηκε σαν καπνός. Ίσως προέρχεται από τον Μπόχαρη, δηλαδή την καμινάδα - την καπνοδόχο.  
Η Νυφαδιά = Η Νύφη.
Νερομπούλια = Έτσι λεγόταν κάποιο φαγητό που ήταν πολύ νερουλό και άνοστο.
Το Ξάγι =  Το δικαίωμα, ή το ποσοστό, που παρακρατούσε σε είδος και αντί αμοιβής,  λ.χ. ο μυλωνάς όταν άλεθε το σιτάρι, καλαμπόκι κ.λ.π. κάποιου πελάτη του.
Το Ξάγναντο = Το ξέφωτο, το ανοικτό μέρος - με θέα.
Ξαργού = Κάνω κάτι ή πάω κάπου επίτηδες, επί σκοπώ. λ.χ. «πήγα ξαργού να τον μαζέψω, να πάρω, να τον δω».
Η Ξελάστρα = Το άγονο, το χέρσο χωράφι.
Το Ξίκικο = Το λειψό, το ελλειποβαρές.
Όντα = Σήμαινε ότι είμαστε ίδιας ηλικίας, ή ίδιου ύψους. Λεγόταν λ.χ. «Είμαστε όντα με τον Νίκο».
Τα Πάκια = Η περιοχή των γοφών - λεκάνης και οι πέριξ σπόνδυλοι. Σε περίπτωση μεγάλης κούρασης ή μετά από άρση μεγάλων βαρών λεγόταν η φράση «πέσανε τα Πάκια μου», ή μου «τράβηξαν τα Πάκια μου». Αυτό συνέβαινε στην περίπτωση όπου κάποιος άλλος ενεργούσε χειροπρακτικά, τραβώντας τους μύες της εν λόγω περιοχής, ή τραβούσε τους σπονδύλους της, ώστε ο πάσχων να ανακουφισθεί.
Το Παραγκώμι = Το ψευδώνυμο, το λεγόμενο και παρατσούκλι, το κοροϊδευτικό όνομα με το οποίο αναφερόμαστε σε κάποιον. Αυτό επινοείται συνήθως κατά την παιδική ή εφηβική ηλικία κάποιου από παιδιά ή εφήβους αντίστοιχης ηλικίας.
Παραδέ = Σήμαινε προπαντός.
Το Παρασπόρι = Ο απόγονος κάποιου.
Παράωρα = Σημαίνει αργά, εκτός χρόνου, μετά τα μεσάνυχτα, ή ακατάλληλη ώρα.
Η Πελάντρα = Λέξη που υποδηλώνει ότι οι πόρτες, ή τα παράθυρα ήσαν ή ξεχάσθηκαν ορθάνοικτα. λ.χ. «Πήγα σπίτι και τα παιδιά είχαν αφήσει πελάντρα τα παράθυρα».  
Ο Πέτακας = Ο μεγάλου βάθους ή ύψους απότομος γκρεμός, που μας προκαλεί δέος, ή φόβο όταν τον βλέπουμε από το πιο ψηλό σημείο του, όπου νιώθουμε ικανοί να πετάξουμε σε περίπτωση που θα είχαμε φτερά.
Τα Πέταυρα = Τα ίσια και χονδρά σανίδια της σκεπής.
Το Πίγκωμα = Η μεγάλη στενοχώρια, η αίσθηση βάρους, ή πνίξιμου.
Το Πιπιρίνι = Η αυτοσχέδια σφυρίχτρα που φτιάχναμε ως παιδιά από κλωνάρι μέλεγγου, στο οποίο αφαιρούσαμε σ’ ένα σημείο, προς την άκρη, τη χλωρή φλούδα κι ανοίγαμε τρυπούλα.
Ο Πιστικός = Ο εργαζόμενος επ’ αμοιβή ως βοσκός σε ξένο κοπάδι. Αυτός στον οποίο εμπιστευόταν η συνοδεία, επιτήρηση κ.λ.π. του κοπαδιού.  
Η Πλαμούτσα = Η μεγάλου μεγέθους, η φαρδιά ανθρώπινη πατούσα.
Η Πλεξιάνα = Η αρμαθιά που αποτελείται από κρεμμύδια ή σκόρδα, που δημιουργείται από το πλέξιμο των φύλλων τους.
Οι Πρέκνες = Οι φακίδες του προσώπου, που παρατηρούνται μέχρι την εφηβεία.
Πρόχει =  Σημαίνει με εξυπηρετεί, με βολεύει ή δεν με εξυπηρετεί, δεν με βολεύει. Αναλόγως με τι θέλαμε να εκφράσουμε.
Το Προτσάλισμα-προτσαλάω= Η προκαταρκτική χαρακτηριστική διαδικασία προσέγγισης που εκδηλώνει ο τράγος ή το κριάρι πριν από το ζευγάρωμα με το θηλυκό, κατά την οποία το πλευρίζει, ή το καταδιώκει, βγάζοντας χαρακτηριστικούς ήχους.   
Η Προχάλα = Η μικρής πυκνότητας, διάρκειας και έντασης βροχόπτωση.
Το Ροδάμι, ή ο Ροδαμός = Ο ανθός, οι ανοιξιάτικοι και τρυφεροί βλαστοί του πουρναριού κ.ά. δένδρων.
Τώρα το έκαμες ρόϊδο (ρόδι) = Φράση που λεγόταν με διφορούμενη και μεταφορική έννοια για κάποιον αδέξιο που κατέστρεψε κάτι, που το σκόρπισε προς όλες τις κατευθύνσεις σαν το ρόδι που πετάχτηκε και έσπασε σε τοίχο,  σκορπίζοντας τα σπόρια του παντού. Για κάτι απογοητευτικό, που διέψευσε τις προσδοκίες μας.
Σάματις = Σημαίνει μήπως.
Το Σεργιάνι = Ο περίπατος, η βόλτα σε κάποια κατοικημένη περιοχή ή στο ύπαιθρο.
Το Σουπάκι = Ο ξυλοδαρμός. λ.χ. τον βρήκε και του έριξε κι ένα σουπάκι γι’ αυτό που είπε ή έκανε, δηλαδή τον έδειρε.
Το Σούρουπο = Το διάστημα της μέρας μετά τη δύση του ήλιου που σκοτινιάζει, πριν νυχτώσει, το Λυκόφως.
Σουρτάρα = Το ομαδικό τρέξιμο, συνήθως σε ευθύ μέρος ή σε κατηφοριά και επί αρκετή απόσταση, ενός κοπαδιού ζώων, λ.χ. προβάτων ή γιδιών, που τρέχουν σέρνοντας τα πόδια τους, σηκώνοντας σύννεφα κουρνιαχτού - σκόνης. λ.χ. λέγαμε «είδα το κοπάδι να κατεβαίνει την πλαγιά σουρτάρα, ή το πήγα στο μαντρί σουρτάρα».
Σπολάκι = Σήμαινε μακάρι. Το λέγαμε και ειρωνικά, λ.χ. έχε χάρη…, πάλι καλά…, τι να κάνω με αυτό που μου έλαχε - έτυχε. λ.χ. «σπολάκι σου που δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά….».
Στάκα = Στάσου. Συνήθως λεγόταν ως φράση, λ.χ.: «για στάκα να σου πω...». Ή «τώρα που σε βρήκα, τώρα στάκα...».
Η Σταχταλίθρα = Η επικίνδυνη σπίθα που πετάγεται από τη στάχτη της φωτιάς, από ένα ξύλο που καίγεται.
Τάχα μ’ = Σημαίνει δήθεν.
Ταχιά = Σημαίνει αύριο.
Τέντα = Με τη λέξη αυτή εννοούνταν ότι οι πόρτες, ή τα παράθυρα ήσαν ή ξεχάσθηκαν ορθάνοικτα - τεντωμένα. Λεγόταν η φράση «άφησε, ή ξέχασε τέντα την πόρτα, ή τα παράθυρα».
Τόκα = Η χειραψία. Λ.χ. συναντηθήκαμε κατά τύχη και κάναμε τόκα.
Τσετσέλα - Τσετσελώνω = Βρίσκομαι ή πηγαίνω κάπου ιππαστί, καβάλα σε κάποιο ζώο, με ανοικτά τα σκέλη - τα πόδια μου. λ.χ. «τσετσέλωσε τον φράκτη και πέρασε στην αυλή, στο διπλανό χωράφι».
Τσιατ πατ = Σημαίνει κάπου - κάπου, ότι συμβαίνει κάποιες φορές, πάνω - κάτω.
Ο Τσιατμάς = Το παραδοσιακό χώρισμα - τοίχος που χώριζε σε παλαιότερες εποχές τα δωμάτια των χωριάτικων σπιτιών. Κατασκευαζόταν από ξύλα, χόρτα, ή καλάμια που καρφώνονταν σε δοκάρια. Ακολούθως ο τοίχος αυτός καλυπτόταν από λάσπη, που αποτελούνταν από χώμα και άχυρα και στη συνέχεια ασπριζόταν.  
Το Τσιάφι = Η πρωινή χειμερινή πάχνη, η λευκή παγωνιά που σκεπάζει χόρτα κ.ά. αντικείμενα.
Τα Τσιμάρια = Oι  χαρακτηριστικοί βραχώδεις σχηματισμοί, ή συστάδες βράχων, ή και μία σημαντικού πλάτους και ύψους βραχώδης έξαρση του εδάφους, που ξεχωρίζει από την πέριξ περιοχή.
Η Τσούκα = Η πιο ψηλή βραχώδης κορυφή μιας ορεινής περιοχής.
Το Τσοκανισμένο = Το αρσενικό ζώο που στειρώθηκε με μηχανικό τρόπο και μέσα, λ.χ. το κριάρι, ο  τράγος, το άλογο, ο γάιδαρος, το μουλάρι. Αλλού λέγεται μουνουχισμένο ή και διαφορετικά.
Ο Φιρός = Ο αραιός.
Οι Φούρλες = Οι επιτόπιες και εντυπωσιακές περιστροφές που έκανε ο πρωτοχορευτής του Τσάμικου.
Τα Χαλέπιτα = Τα ερείπια, τα χαλάσματα κτηρίων.                        
Η Χαμοκέλα = Η φτωχική, η απέριττη καλύβα.
Η Χανταβάρα = Ο πολύς και κουραστικός θόρυβος, η βουή, η έντονη φασαρία που προέρχεται από τις συζητήσεις, ή τις συγκεχυμένες φωνές ή διαφωνίες πολλών ανθρώπων που βρίσκονται σε κάποιο κλειστό χώρο. Αντίστοιχο της «Χάβρας των Ιουδαίων».
Η Χαραή = Η Χαραυγή, το χάραμα, το ξημέρωμα, το Λυκαυγές.
Η Χαψιά = Η μπουκιά. Γνωστή και η παροιμία «μεγάλη χαψιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις».
Το Χερόβολο = Έτσι λέγαμε μια δεσμίδα από καλαμιές σιτηρών, που τις έκοβε ο θεριστής με το δρεπάνι. Αφού έκοβε 3 - 4 χεριές καλαμιών, δηλαδή 30-40 στελέχη, έδενε το χερόβολο με μερικά στελέχη (καλαμιές) του ίδιου σιτηρού, που τα έστριβε γύρω - γύρω για εξασφάλιση, για δέσιμο της δεσμίδας, ώστε να μη σκορπίσει - να μη διαλυθεί.  15-20 χερόβολα αποτελούσαν ένα δεμάτι, το οποίο με άλλα δεμάτια, μεταφερόταν στο αλώνι ή στο θημωνοστάσι. Στο λήμμα «δεμάτι», αναφέρω περισσότερα. Λεγόταν και η παροιμιώδης φράση: «Κι εσύ κακό χερόβολο κι εγώ κακό δεμάτι», για κάποιον που μας φέρεται άσχημα, οπότε του φερόμαστε και εμείς το ίδιο.                           
Η Χλωρασιά = Τα χλωρά χόρτα, η χλόη, η πρασινάδα.
Χρονικίς = Κάτι που συμβαίνει, που ισχύει όλο τον χρόνο.
Η Χρυσή = Ο Ίκτερος.
Το Χωρατό = Έτσι λεγόταν κάποιο αστείο, κάποιο φραστικό πείραγμα. Κι όπως λέει κι η παροιμία «τα πολλά τα χωρατά, είν’ ακόνι του καβγά».
Το Ψιμάρνι = Το όψιμο, το εκτός συνήθους περιόδου γεννημένο αρνί.
Η Ψωμόλυσα = Η μεγάλη πείνα. 

 

Τ Ε Λ Ο Σ

    

*****


Σχετικές αναρτήσεις:


Δωρικές Παροιμίες 

Γλωσσικά κείμενα της Αρτοτίνας

Σύνοψη του βιβλίου "Παροιμίες και εκφράσεις της Δωρίδας" 

 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.