Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Μία αξέχαστη Πρωτομαγιά στη ... Ρέρεση

  “Είχαμε μπει στη δεκαετία του 1950, το χωριό μας μόλις είχε αρχίσει ν' ανασαίνει, τα σημάδια της πολύχρονης ταλαιπωρίας ήταν ακόμα ολοφάνερα, οι Λιδορικιώτες έκαναν ξερό κουράγιο και άρχισαν να συμμαζεύουν τα κουρέλια τους και να χτίζουν μιά καινούργια ζωή, ένα καινούργιο Λιδωρίκι , πάνω στα ερείπια και τ' αποκαίδια που άφησαν πίσω τους οι τόσες συμφορές.

   Το χαμόγελο, που είχε για χρόνια χαθεί, άρχισε δειλά-δειλά ν' ανθίζει πάλι στα Λιδορικιώτικα χείλια, το χωριό μας ξαναγεννήθηκε απ' τη στάχτη του, κι' οι χωριανοί με το χαμένο, για χρόνια, κέφι και το παραδοσιακό τους χιούμορ άρχισαν να βλέπουν τη ζωή αλλιώτικα, με αισιοδοξία, οι αυλές ξαναγέμισαν με γλάστρες, οι αργαλιοί βρήκαν πάλι το ρυθμό τους και τ' αηδονάκια, που χρόνια είχαν βουβαθή, άρχισαν πάλι να το λένε στη ρεματιά, τα κοπάδια βγήκαν πάλι ελεύθερα στη βοσκή σκορπίζοντας στον πεντακάθαρο αέρα τις μελωδίες των κουδουνιών τους, η όμορφη Λιδορικιώτικη ζωή άρχισε να βρίσκει το ρυθμό της, η νεκρωμένη καρδιά του χωριού μας άρχισε πάλι να χτυπάει...

   Aνασκαλίζοντας λοιπόν τις παιδικές αναμνήσεις, μέσα στα τόσα και τόσα ασχημα, που είχαν μαζευτεί στις τρυφερές μας καρδιές, απ' όσα πέρασε τότε ο τόπος μας, απ' τη δυστυχία και τον πόνο, διάλεξα τις πανέμορφες εικόνες από μιά αξέχαστη Λιδορικιώτικη πρωτομαγιά στη Ρέρεση, εικόνες μοναδικές, αναλλοίωτες μετά από τόσα χρόνια πούχουν περάσει, και είναι πράγματι πολλά..πάρα πολλά....

   Μέρες πριν οι νοικοκυρές είχαν την έγνοια της εκδρομής, κανόνιζαν το...μενού, τι φαγητό θα φτιάξει η κάθε μιά, σύμφωνα πάντα με τις δυνατότητες που υπήρχαν τότε και ήταν αρκετά περιορισμένες, πίτες, ντολμάδες, φρεσκοζυμωμένο ψωμί κι' ότι άλλο θα βόηθαγε στην πρωτομαγιάτικη ..καλοπέραση, την είχαμε τόσο ανάγκη άλλωστε μετά απ' τις ταλαιπωρίες και τις στερήσεις τόσων χρόνων...

 Χαρακτηριστική φωτογραφία του τότε χανιού της Ρέρεσης, του Αδαμοπουλαίϊκου, το 19θέσιο Ford  που έκανε απ’ το1950 μέχρι και το 1952 τη συγκοινωνία Ναύπακτος – Λιδορίκι , έχει κάνει τη..συνηθισμένη του ..στάση γιά καφέ, στο χάνι, την 30 Αυγούστου 1950! Η φωτογραφία είναι απ’ το αρχείο Ιωαν. Δούνη

   Η μεταφορά θα γινόταν με το λεωφορειοφορτηγό(!!) του Κώστα (;) Κωστόγιαννη, που έκανε δρομολόγια Λιδορίκι-Αρτοτίνα και φυσικά με τα αυτοκίνητα των ... σωμάτων ασφαλείας, δηλαδή τζίπ και 3/4, συμμετέχοντες; ο Παπακοράκης, οικογενειακώς, ο Γ. Παπαγεωργίου, Μοίραρχος της Χωρ/κής, Δημοσθένης Παπαθανασόπουλος, Έφορος, μετά της συζύγου του Ρεβέκκας, Τραπεζικοί, Ταμειακοί, Δασικοί, Χωροφύλακες και όλοι σχεδόν οι υπάλληλοι που υπηρετούσαν τότε στο χωριό μας και συμμετείχαν πάντα σ' όλες σχεδον τις ... κοινωνικές εκδηλώσεις του χωριού μας, που δεν ήταν βέβαια και πολλές....

   'Ολα λοιπόν ήταν 'ετοιμα, τα εκδρομικά φαγητά, στα κοφίνια, οι νταμουζάνες με το απαραίτητο κρασί, απ' όλα τα καλούδια είχε ο μπαξές, μα εκείνο που ήταν άφθονο και περίσσευε, ήταν το κέφι, η δίψα γιά διασκέδαση, όλοι είχαν την ανάγκη να ξεδώσουν, να ξεσκάσουν πνιγμένοι τόσα χρόνια απ' τις στενοχώριες και τις ταλαιπωρίες, ήταν κι' αυτός ένας τρόπος να ξεφύγουν απ' τη δυστυχία και τη μιζέρια που τους κατάτρωγε , τόσα χρόνια, τη ζωή.

   Την προηγούμενη μέρα ο Παπαγεωργίου, ο Μοίραρχος, σχωρεμένος από χρόνια, πήγε με το τζίπ και ... επιθεώρησε το χώρο και έκανε και τη σχετική ... χωροταξική μελέτη, κι' έτσι λοιπόν δεν πηγαίναμε στα ... τυφλά, η επιχείρηση ήταν απόλυτα οργανωμένη παρακαλώ ...

Ανήμερα λοιπόν, πρωί-πρωί φορτώθηκαν τα πράγματα, ταχτοποιήθηκαν στα αυτοκίνητα και με πρώτες- πρώτες τις κυρίες βολευτήκαμε όλοι στο λεωφορειάκι του Κωστόγιαννη και τα ... οχήματα της Αστυνομίας, εμείς βέβαια τα παιδιά, χωθήκαμε όπως-όπως όπου υπήρχε χώρος, άλλωστε ποιόν νοιαζόταν για κάθισμα, μας έφτανε η βόλτα με αυτοκίνητο, η καβάλα όπως λέγαμε τότε, λίγο ήταν;

   Η αναχώρηση είχε πανηγυρικό χαρακτήρα, με τα τραγούδια μας, τα καλαμπούρια και τα πειράγματα που συνεχίστηκαν, ασταμάτητα, μέχρι τη Ρέρεση, διαδρομή όχι και τόσο μικρή (χρονικά τουλάχιστον) για την εποχή εκείνη, που οι δρόμοι ήταν στα κακά τους χάλια, αλλά και τα αυτοκίνητα σε ακόμα χειρότερα.

   Εγώ στριμωγμένος, πίσω- πίσω στο λεωφορειάκι, καθόμουνα κάτω με την πλάτη ακουμπισμένη στα κοφίνια και τις νταμουζάνες, έχοντας ανάμεσα στα ανοιχτά μου πόδια ένα μπακράτσι με γιαούρτι, σκεπασμένο με μιά, κλασσική για την εποχή πιά, μπλέ καρώ πετσέτα και ήμουνα υπεύθυνος για την ασφάλειά του.

Η γέφυρα, τ.Beley, της Ρέρεσης και στο βάθος φαίνεται το παλιό Αδαμοπουλαίϊκο χάνι


Φτάσαμε λοιπόν κάποτε, κόντευε μεσημέρι, στη Ρέρεση βραχνιασμένοι απ' τα τραγούδια και τις φωνές και στρατοπεδεύσαμε στον προκαθορισμένο χώρο, στρώθηκαν οι απαραίτητες κουρελούδες, ανοίχτηκαν τα τροφοδέματα και ξεκίνησε μετά τις ευλογίες του παπά Κοράκη το πανηγύρι, παιχνίδια, τραγούδια, πειράγματα, γέλια και φωνές αντιλαλούσαν στη ρεματιά που ήταν δίπλα μας, ενώ απ' το χάνι, που ήταν λίγο πιό πάνω, μας κοίταγαν και μας χαιρετούσαν.

   Όπως ήταν επόμενο, τσάκα-τσάκα στήθηκε χορός και σε λίγο το γλέντι άναψε του καλού καιρού, όλοι ξεφάντωναν σαν μικρά παιδιά, όλες οι έγνοιες είχαν μείνει στο χωριό, εδώ υπήρχε μόνο κέφι, γλέντι και ξενοιασιά, πραγματικό παραλήρημα....

   Τα παιδιά παρέες - παρέες παίζαμε όλα τα παιχνίδια της .. εποχής, κρυφτό, κυνηγητό, μακρυά γαιδούρα, μπάλα, στριφογυρίζοντας ανάμεσα στο χορό και τα..τραπέζια τσιμπολογώντας απ' τα απλωμένα πάνω στις κουρελούδες φαγητά, φροντίζοντας να φέρνουμε νερό από έναν άμπλα, που ήταν παρα κάτω κοντά στη ρεματιά, κι' αφού ξεθεωθήκαμε απ' το τρεχαλητό αρχίσαμε το μπίζ και τα σχετικώς πιό ξεκούραστα παιχνίδια ενώ οι μεγάλοι χόρευαν και ταγουδούσαν ασταμάτητα.

   Μεταξύ των εκδρομέων ήταν κι' όλη, σχεδόν, η αστυνομική δύναμη του Λιδορικίου, ένας δε χωροφύλακας, Νιόνιο τον έλεγαν θυμάμαι, ήταν φοβερός καλαμπουρτζής και έκανε διάφορα αστεία νουμεράκια, είχε κι' ένα ψεύτικο μουστάκι, που μιά το φορούσε και μιά τόβγαζε και στην αρχή μας έκανε μεγάλη εντύπωση, σε κάποιο ...χορευτικό λοιπόν νούμερο, σε στυλ καν-καν, τούφυγε το παπούτσι που αφού διέγραψε μιά τροχιά αρκετών μέτρων περνώντας πάνω απ' τα κεφάλια των χορευτών, προσγιαουρτώθηκε ... ανωμάλως μέσα στο μπακράτσι με το γιαούρτι κάνοντας όλους ήταν γύρω απ' αυτό κάτασπρους. Το γέλιο που έπεσε φυσικά και δεν περιγράφεται, όπως είναι δύσκολο να περιγραφεί η ατμόσφαιρα που επικρατούσε όλη την ώρα απ' τη στιγμή που φτάσαμε, σιγά-σιγά κατέβηκαν κι' απ' το χάνι περαστικοί και έγιναν ένα με μας και ήμασταν πιά όλοι μια μεγάλη-μεγάλη παρέα που ξεφάντωνε.

   Σιγά - σιγά όμως απ' το φαγητό, το κρασί, το χορό και το τραγούδι άρχισε να εμφανίζεται και η νύστα, πολλοί λοιπόν ξάπλωσαν στον ίσκιο, κάτω απ' τα δέντρα που ήταν γύρω, και πήραν και τον υπνάκο τους ενώ ο χορός, το φαγοπότι και το τραγούδι καλά κρατούσαν.

   Μόλις ο ήλιος άρχισε να πέφτει άρχισαν οι ετοιμασίες της επιστροφής, μαζεύτηκαν όλα τα συμπράγκαλα, ο χορός βέβαια συνεχιζόταν, και σε κάποια στιγμή δόθηκε το πρόσταγμα της ... αναχώρησης, που έγινε βέβαια με βαρειά καρδιά, έτσι όμως είναι τα ωραία πράγματα στη ζωή μας, κρατάνε, δυστυχώς ... πολύ-πολύ ... λίγο....”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.