Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

Στα ψηλά βουνά

Ένα πρωινό αφήσαμε, το τότε, πολυάνθρωπο χωριό και μέσα σε τρεις ώρες, ποδαράτοι, φτάσαμε  στο   Λάκο,   στους   πρόποδες του βουνού. Υπάρχουν μεγάλες λάκες, πλούσια βοσκοτόπια, το μέρος είναι σπάνιο και το τοπίο αλπικό. Μόνο μερικοί θάμνοι υπάρχουν από παλαμονίδεςκαι λυκόλουρα. Εδώ ζουν μόνιμα το καλοκαίρι έξι - επτά τσοπάνηδες, σαν  ερημίτες, με τα  ισάριθμα   κοπάδια τους, τα λυκόσκυλα, τις στρούγκες και το κονάκι στη ρίζα μιας κυκλώπιας κοτρώνας. Χωθήκαμε μέσα στο καλύβι και τους περιμέναμε.   Κατά   το  μεσημεράκι βάλανε τα  πρόβατα  στο στάλο και ήρθαν οι ορεσίβιοι ένοικοι. Μεταξύ αυτών ήταν ο πατέρας μου και οι άλλοι όλοι συγγενείς και φίλοι. Τους είπαμε τα νέα από το καπετανοχώρι Αρτοτίνα και είπαν τα δικά τους ποιμενικού ενδιαφέροντος. Ήρθε το μεσημέρι και φάγαμε όλοι μαζί ό,τι υπήρχε μέσα στα σακούλια, λιτά και απλά. Τα ελλείποντα,   εδώ   που  βρισκόμαστε,  αναπληρώνει   η θεία χάρις.

Ξαπλώσαμε κατάχαμα ο ένας δίπλα στον άλλο, αλλά δεν κλείσαμε μάτι ούτε στιγμή. Ξαφνικά σηκώθηκε ο μπαρμπα Σπύρος, Μπενίρης το καλλιτεχνικό του, με το τσιμπούκι μονίμωςστο στόμα και βγήκε έξω, προφανώς να πάει προς νερού   του.   Αργούσε   όμως   να   γυρίσει,   γι’   αυτό   ο μπάρμπα Θόδωρος, Κούπας τα καλλιτεχνικό, ση-κώθηκε και κοίταζε έξω. Βλέπει «το δραπέτη» να κόβει βόλτες πέρα - δώθε, ψάχνοντας επίμονα σα να έχασε πολύτιμο θησαυρό και ψάχνει να τον βρεί. Τον φώναξε και ήρθε μέσα «Τι έχασες Σπύρο και ψάχνεις»; τον ρώτησαν. «Έχασα του τσ’ μπούκι μ’», μουρμούρισε, «μήπους του κρύψατ’ ισείς;» Το τσιμπούκι   όμως   το   είχε   στο   στόμα   ασυναίσθητα   και όμως το έψαχνε. Τότε τον ζυγώνει ο μπαρμπα - Θόδωρος του αφαιρεί το λιβανιστήρι, θυμίαμα του διαβόλου και του λέει: «Βρε κριμανταλά τούτου πούχεις στου στόμα τιειν’   ρακοβύζ’»;   γέλασε   κάθε   πικραμένος   με   την αφαιρεμάρα του αρειμάνιου καπνιστή, γέρο-μπάρμπα. Με κάτι τέτοια ψυχαγωγούνταν τότε ο κόσμοςτου μόχθου και του πόνου, της κάπας και της τσάπας. Μεγαλύτερες χαρές αποτελούσαν αγαθό εν ανεπαρκεία.

Το απόγευμα ξαπόστατοι, πήγαμε πιο πάνω σεμια δύσβατη χαράδρα, που αρχίζει από τον Αράπη (τοπωνύμιο) και πάει πάνω ψηλά. Εκεί υπάρχει χιόνι χρονικής, μέχρι που έρχεται το φρέσκο και σκεπάζει   το   παλιό.  Εδώ   μείναμε   κατάπληκτοι.  Εν μέσω καλοκαιριού, αντικρύσαμε εικόνες εαρινές. Λουλούδια παντός είδους χρώματος και μυρωδιάς, κυματίζουν στο λιγοστό χώμα περιμετρικά του χιονιού, σα να μας καλωσορίζουν στο άβατο τούτο μέρος. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα μικρό επίγειο παράδεισο, δε χορταίνουν τα μάτια να βλέπουν και ταρουθούνια να τραβούν μυρωδάτο αέρα. Τα γράφω αυτά για όσους δεν τα έχουν δει και κυρίως για επίδοξους μιμητές που είναι ερωτευμένοι με τη ζωή, το καθαρό φυσικό περιβάλλον και την άγρια παρθένα φύση. Αποζημιωμένοι καλά, γυρίσαμε το βράδυ στο κονάκι, κάτι βρήκαμε στα σακούλια και κοιμηθήκαμε για να ξυπνήσουμε πρωί.

Χαράματα! Πάμε για την ψηλότερη κορφή. Στο διάβα μας συναντήσαμε κάμποσα ρέματα με κρυσταλλένια, κατακάθαρα κρύα νέρα, που οδεύουν ασταμάτητα μέρα - νύχτα μέχρι να φτάσουν στη θάλασσα να ξαποστάσουν. Στα απάγκια του βουνού θαυμάσαμε κάτι αγέρωχα, υπεραιωνόβια μελόκεδρα, που σποραδικά ευδοκιμούν. Ανεβήκαμε πιο ψηλά και φτάσαμε στα βράχια. Μ’ αυτά που ακούμε δεν πιστεύουμε στα αυτιά μας. Δεξιά, αριστερά,  πέρα  και   δώθε   ακούγονται   συναυλίες. Είναι τα καλλικέλαδα πουλιά με πρωτοψάλτες σ’ αυτή τη χορωδία τις πλουμιστές, πανέμορφες, καμαρωτές πετροπέρδικες που αφθονούσαν   σ’  εκείνα  τα  μέρη. Βλέπετε   και   τα   πτερωτά έχουν το δικό τους τρόπο να εκπέμπουν ύμνους στο Δημιουργό. Είναι κάτι που αμελούν πολλές φορές οι αγνώμονες και φαντασμένοι άνθρωποι. Τώρα   αρχίζουν   τα δύσκολα,   γιατί   φτάσαμε πολύ ζαβά και απότομα. Αραιά και που κυλάνε πέτρες από πάνω. Κοιτάξαμε και βλέπομε ένα κοπαδάκι αγριόγιδα στα βράχια. Μόλις μας πήραν χαμπάρι, σήκωσαν το κεφάλι, Εντύπωση μας έκαναν τα ξύλα τους που ήταν γυρισμένα μπροστά, σαν αγκίστρια και όχι πίσω όπως σχεδόν σ’ όλα τα αιγοειδή.



Η φωτογραφία απεικονίζει στιγμές στις αρχές της δεκαετία του 1950. Αριστερά της φωτογραφίας εικονίζεται ο Νικ.Ιωαν. Μαυραγάνης και δεξιά ο Νικ. Αθ. Μαυραγάνης, ο τρίτος οδοιπόρος που απαθανάτισε τη στιγμή είναι ο Γιάννης Χρυσάλης, καθηγητής, εν συντάξει, σε Βρετανικό Πανεπιστήμιο ανιψιός του αείμνηστου Καλλίμαχου Γράτσου από αδερφή.


Εδώ στα ψηλά μόνα αυτά, γύπες και σταυραετοί κατοικούν. Τον τελευταίο καιρό μόνο ελάχιστες πέρδικες απομένουν μάρτυρες παλαιών μεγαλείων.Όλα τ’ άλλα τά ’φαγε το σκοτάδι, τά ’φαγε ο αδηφάγος σύγχρονος πολιτισμός. Ύστερα από τρεις ώρες, ασθμαίμοντες, φτάσαμε στην πολυπόθητη κορφή, όμως, δεύτεροι και καταϊδρωμένοι, γιατί μας πρόλαβε ένας κατακόκκινος αυγουστιάτικος ήλιος. Αυτός, έχει το προνόμιο, τις ψηλότρες κορφές να τις πρωτοχαιρετίζει. Ακουμπάμε, ήδη, την ψηλότερη   κορφή   των Βαρδουσίων, ένα από τα ψηλότερα βουνά της πατρίδας. Εξαϋλωμένοι και ανάλαφροι, αναπνέουμε κατακάθαρο αέρα και απολαμβάναμε το μεγαλείοτης κτίσης. Οι εικόνες απ’ εδώ είναι απείρου κάλλους. Φθιώτιδα, Θεσσαλία, Αράκυνθος απλώνονται μπροστά μας. Στη τσιμεντομολύβδινη   στήλη,   που   φαίνεται,αναγράφεται το υψόμετρο 2.490 μ. Τη στήλη αυτή έστησε, το 1950, η Τοπογραφική Υπηρεσία Στρατού. Η ανάβαση, όπως σας ξαναείπα, ήταν δύσκολη, η κατάβαση ακόμα πιο δύσκολη και επικίνδυνη, γιατί η βαρύτητα σε σπρώχνει στο γκρεμό. Αν τα πόδια ακολουθούσαν την επιθυμία (το πνεύμα πρόθυμοη σάρκα αδρανής) θα επαναλάμβανα αυτό το θεσπέσιο οδοιπορικό προς τα αθάνατα ψηλά βουνά, φυσικά μνημεία της θείας φύσης.

Γυρίσαμε στις στάνες, παρακαλέσαμε το μπαρμπα - Σπύρο να πει το τραγουδάκι που ήξερε και ταίριαζε στην ηλικία του. Έβγαλε το τσιμπούκι απ’ τοστόμα και άρχισε: Πόσα χρόνια πέρασα κι άσπρισα και γέρασα πάνω στα ψηλώματα βόσκοντας τα πρόβατα τι κορφές επάτησα και νυχτοπερπάτησα.  Αποχαιρετήσαμε τους συμπαθέστατους εξοχίτες, που έχουν στήσει το θρόνο τους στα ψηλά και κυβερνούν με αγάπη το λαό τους. Κυβερνούν το κοπάδι και το πάνε στη βοσκή. Δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή, απεδήμησαν εις αιωνίας μονάς, πλην ενός που αγγίζει τα 100. Του εύχομαι να τα ξεπεράσει. Το ειδύλλιο τελείωσε και γυρίσαμε στο όμορφο χωριό, υποσχόμενοι να το επαναλάβουμε, αλλά...δεν κατέστη δυνατόν. 

Νικ. Αθ. Μαυραγάνης 
Αύγουστος 2010 
Ευηνοχώρι Μεσολογγίου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.