Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

Ανάληψη στα βουνά της Δωρίδας


Ανάληψη 26-5-1955, στ’ "Μπαχατούρ" , στη στρούγκα του μπάρμπα Χαράλαμπου Μαργέλλου – Αρπάλη. Γιώργος Αρβανίτης, Δημ. Καφέτσης – Κοντοκράς. Παλούκης, ο ..λαναράς, Δημ. Βούλγαρης – Τσελεμεντές, Αθαν. Μοναχογιός, υπάλληλος ΑΤΕ και Γιώργος Καψάλης.

   Έφτασε και η γιορτή "Τ’ς ..Αναλήψεως", βαρειά ..γιορτή, για τους τσοπάνηδες, αλλά και τα τσοπανοχώρια, του παλιότερου καλού καιρού, τώρα βέβαια είναι σχεδόν..μισοξεχασμένη, κι’ απ’ τις μεγάλες "δόξες" της μέρας αυτής, τίποτα σχεδόν, δεν έχει απομείνει, την  τελευταία  πενταετία, κάναμε προσπάθεια, να .."βρούμε" κάποια στρούγκα, στην περιοχή μας, που να γιορτάζει, παραδοσιακά, την Ανάληψη, μα ..στάθηκε αδύνατο, μας είπαν για κάποια, εκτός της περιοχής μας, αλλά και να πηγαίναμε, δεν θα ‘χε, νομίζουμε, ιδιαίτερη σημασία, σημασία έχει πως η όμορφη γιορτή της "Ανάληψης", στα χωριά μας, έπαψε να ..υπάρχει, όπως τουλάχιστον την ξέραμε..
Η απάντηση όλων σχεδόν των κτηνοτρόφων που ρωτήσαμε , αν θα γιορτάσουν και θα..ψήσουν στη..στρούγκα, ήταν :…"Μπα..στο φούρνο θα το…ψήσουμε …"
Προσπαθώντας, να περισώσουμε, έστω και..αναμνήσεις, απ’ τις παλιές μας γιορτές που..ξεθώριασαν με το χρόνο, βρήκαμε και δημοσιεύουμε, μια όμορφη "Νοσταλγική" ανάμνηση, από μια "Ανάληψη" του 1937, του αείμνηστου χωριανού μας Αθαν. Κοκκαλιά, που δημοσιεύτηκε στο "Λιδωρίκι" το 1982.

Απολαύστε τη…


Ανάληψη του 1937, στο "Πασσόρεμα", στη στρούγκα του Πολυμενάκου. Κάτω σειρά, από αριστερά: Η Ειρηνούλα Παπασάββα, κόρη του τότε τηλεγραφητή, Ιωάννης Μπουλούμπασης – Καρατσαμπόγιαννος, Παπανικολάου, Ευθ. Δούκας, με το όπλο , Ιωαν. Κατσώνης, Κάγκαλος – Σγάϊας, Κ. Σακαρέλλος, Κατίνα Δρόσου, Ματίνα Σακαρέλλου, Τασία Δρόσου, Κούλα Κατσώνη, Πάνω σειρά: Η κόρη του Συκιώτη που φύλαγε τα γελάδια, Παρ.Γ. Δούκα, Ζωίτσα Ι. Δούκα, Κούλα Ζ. Κούστα, Γεωργ. Ι . Παπαδοπούλου, ο Συκιώτης που φύλαγε τα γελάδια, Κων . Ι. Δούκας, εκτελέστηκε απ’ τους Γερμανούς στην Κόρινθο το 1944, Σοφία Ι. Δρόσου, Δημ. Δρόσος – Πολυμενάκος, ο γέρο Σιδέρης. Τα παιδιά στη μέση είναι: Γ.Κατσώνης, Λεων . Παπασάββας, Σπυρ. Σουρμελής, Νικ. Σουρμελής. Τη φωτογραφία έβγαλε ο Ι. Παπαδόπουλος, που είχε έρθει τότε απ’ την Αμερική.

του Αθανασίου Κοκκαλιά (εφημερίδα Λιδωρίκι 1982)
Σαράντα μέρες μετά την Ανάσταση, έγινε η Ανάληψη του Σωτήρος, που γιορτάζεται, σαν μια απ’ τις μεγαλύτερες γιορτές, και μάλιστα στην ύπαιθρο, επειδή η Ανάληψη έγινε στο "Ορος των Ελαιών ".

Στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι τσοπάνηδες, την έκαναν γιορτή καθαρά ποιμενική και τη γιόρταζαν στις στρούγκες, μαζί με τους προσκεκλημένους τους και τους κατοίκους των χωριών, μιας και ήταν καλοκαιρία και ο κόσμος μπορούσε να κινηθεί άνετα.

Το έθιμο κρατήθηκε, και, προπολεμικά , ήταν κάτι ξεχωριστό.

Σε μια τέτοια γιορτή, είμαστε καλεσμένοι, η οικογένειά μου και εγώ, στις "Κορομπλιές", ένα απ’ τα καλοκαιρινά λειβάδια του Λιδορικιού. Μαζί μας, ήταν σχεδόν όλο το χωριό, που ήταν καλεσμένο και αυτό από τους κτηνοτρόφους της περιοχής, για να κάνουν "Ανάληψη".

Η χαρά μας ήτανε πολύ μεγάλη, αφού εκείνη την εποχή – πριν πενήντα χρόνια, απ’ όσο θυμάμαι – δεν υπήρχε άλλη ψυχαγωγία, ούτε γιορτή, ούτε πανηγύρι..

Ανάληψη 26-5-1955, στη Μπαχατούρ, το χορό σέρνει η Κρίνα Σουρμελή, την κρατάει ο γαμπρός της, Δημ. Βούλγαρης, Χαρ. Μαργέλλος, Βασ. Καραμήτσος, και γιαουρτωμένοι, ο Γιώργος Καψάλης και Θαν. Παλιολόγος.

Την παραμονή της γιορτής, όλο το Λιδορίκι ήταν ανάστατο, το Βαρούσι είχε την τιμητική του. Όλοι οι φούρνοι ..κάπνιζαν, πίτες, τυπόπιτες, λαχανόπιτες, αυγόπιτες, με φρέσκο βούτυρο και αυγά μοσχοβολούσαν και οι μυρωδιές τους γέμιζαν την ατμόσφαιρα. Έπρεπε ο τσοπάνης, αυτή τη μέρα, να φάει φρέσκο ..αφράτο ψωμί, πίτες και σαρμάδες τυλιγμένους σε ξερά κληματόφυλλα, για να μπορέσει να πιεί πολύ κρασί και λίγο νερό, γιατί με το γάλα και το γιαούρτι, που ήταν το καθημερινό του διαιτολόγιο, δεν του ‘κανε όρεξη για νερό..

Αυτά βέβαια, δεν ισχύουν για τους σημερινούς τσοπάνηδες, αλλά γι’ αυτούς εκείνης της εποχής. Σήμερα, είναι λίγοι αυτοί που μένουν τις νύχτες έξω απ’ το χωριό και κοιμούνται κοντά στα πρόβατα.

Ξημέρωσε η Πέμπτη, και οι ράχες στις Καρουτιανές "Κορομπλιές", και ο "Πλατός", φόρεσαν ένα ρόδινο φωτεινό στεφάνι . Ο Αυγερινός, ανέβαινε δυο βουκέντρες απάνω. Πριν ακόμα σταματήσουν τα κοκόρια να διαλαλούν το ξημέρωμα, τα ζώα ήταν κι’όλας φορτωμένα με τα σακκούλια γεμάτα πράματα, και τα πανωσάμαρα φορτωμένα μικρά παιδιά, δυο και τρία πολλές φορές, δεμένα το ‘να πίσω απ’ τα’λλο με τη σαμαροτριχιά. Στο ξεκίνημα, οι γεροντότεροι επέβλεπαν αν όλα φορτώθηκαν καλά, και πρόσεχαν μη και λείπει το "μπομποτάλευρο", για το νόστιμο, παραδοσιακό και ..λιχουδάτο "κοσμάρι".

Ανάληψη  1956, στο Κόκκινο  χούμα, στη λούστρα, Βουλγαραίοι και Κωστοπαναγιωταίοι απολαμβάνουν τη λιακάδα ..

Κρατώντας τα ζώα, απ’ το καπίστρι, πέρασαν στον Κατρέλη και πήραν το δρόμο που οδηγούσε στα Καλτεζιά. Έτσι , σχηματίστηκε ένα μεγάλο καραβάνι, ανθρώπων και ζώων, που έπρεπε να φτάσουν με τη δροσιά στις στρούγκες, για να βοηθήσουν τους τσοπάνηδες στο ψήσιμο των σφαχτών και τα κοκορέτσια .

Δεν είχε ακόμα φέξει καλά , και άκουσα τη γριά Μουσκέταινα να φωνάζει : "Μη ξεχάσ’τε να βάλετε τίποτα στο στόμα σας για τον κούκο, τον κούκο δεν κάνει να τον ακούσ’τε νηστ’κοί, θα σας..κουμπώσει …"

Ποιός άκουγε όμως τις γριές ..Μπήκε κι’η Κατζαδελάκαινα στη μέση, η Καφετσοθανασία, κοπελίτσα τότε πολύ όμορφη, που άρχισε με τις φιλενάδες της , το τραγούδι …
"..τώρα τα πουλιά , τώρα τα χελιδόνια …" κι’ ούτε τον κούκο λογάριαζε, ούτε και την τρυγόνα, τον Λιαπόγιαννο μόνο είχε στο νου της, που τον αγαπούσε κι’ αργότερα τον παντρεύτηκε ...


Φτάσαμε στα Καλτεζιά, στη βρύση, πρώτη στάση για νερό, για ζώα και ανθρώπους, και μια ανάσα για τους πεζούς. Πολλοί όμως, δεν έπιναν νερό, γιατί , όπως ήταν ακόμα θαμπά, φοβόντουσαν μη καταπιούν καμιά βδέλλα, απ’ τις πολλές που ‘χε αυτή η βρύση. Από δω και πέρα, το καραβάνι λιγόστευε, οι Καγκαλαίοι, Δροσαίοι και άλλοι, λόξευαν για τις στρούγκες που έπεφταν στη Μπουλιάνα, στο Κθαράκι, και τον Πλατό. Ο κύριος όγκος της πομπής προχωρούσε κατά το Πασσόρεμα, ενώ πολλοί ήτανε εκείνοι που τραβούσαν για το Βραχλάκι, της Μάρως τα Χωράφια, τις Τσουκνίδες, το Κόκκινο Χούμα, τις Κορομπλιές και τα Σπιθάρια, γιατί ήταν όψιμη εκείνη τη χρονιά η Ανάληψη και τα κοπάδια, είχαν ανεβεί στη Γκιώνα, στα καλοκαιρινά λιβάδια .

Οι Μαρκαίοι, Κουτουλαίοι, Πουρναίοι, Δροσαίοι, Κατσικάδερος, Βελίας, Πολυμενάκος, Κοκκιναίοι, Τσιάντας, Λιάπης και άλλοι πολλοί, γέμιζαν τα γούπατα και τις πλαγιές, με πρόβατα και γίδια. Οι Καφετσαίοι, Παναγαίοι, Φουσκαίοι, Πετραίοι, πηγαίναν κατά τη Φτελιά, τα Σανιδαριά, το μόνιμο στέκι του γερο Φέρσαλλου και Μπαχατούρ, το στέκι του Μουσκέττα, ο δε Καρατσαμπόγιαννος, έπιανε κάθε χρόνο, την "Απάνω μηλιά". Οι κάτω Μαχαλιώτες, έπιαναν Χάρμαινα, Καλανάκι, Πλέσιβα, οι δε Γεροδημαίοι, τον Ασ’μένιο Πλάτανο και τον Άι Νικόλα.

"Ανάληψη" στον Αρδίνη , το 1938 …

 Προτού ακόμα βαρέσει ο ήλιος καλά , είχαμε σκαρφαλώσει στην απότομη ανηφοριά στο Βραχλάκι , και μέσα σε μιά υπέροχη διαδρομή , ανάμεσα σε πανύψηλα γέρικα έλατα που μοσχοβολούσαν , φτάσαμε στις “ Κορομπλιές “, στη στρούγκα του Κοκκινοβασίλη , πρώτου ξεδέρφου της μάνας μου , του Βελία και του Λάγιου , που θα περνούσαμε τη μέρα μας . Τα μάτια μας πέσανε στην καταπράσινη , απ’ τη μαραβίτσα , Λάκκα , και τη λιθόστρωτη και πισσωμένη Λούστρα , που ποτέ δεν κράτησε νερό για τις ανάγκες των κοπαδιών , παρ’ όλες τις προσπάθειες του τότε πρόεδρου Κλωσσογιώργου . Δίπλα στη Λούστρα , είχε στήσει μια μεγάλη τραμπάλα, ο Κωστής, ο “ Κουτλοκώστας “ , για να ψυχαγωγούνται τα παιδιά και οι μεγάλοι.



Προπολεμική “ Ανάληψη “ στην Μπελεσίτσα




 
Τα κοπάδια , που είχαν κατακλύσει όλη την ισιάδα , “ στρώσαν “ το καθένα για τη στρούγκα του . Ήρθε η ώρα για το άρμεγμα και μαζεύτηκαν στο στάλο , από φουντωτό κέδρο , να ξεμεσημεριάσουν . Μπροστά τα γκεσέμια με τα βαριά κύπρια και τις χοντρές κουδούνες , πίσω το υπόλοιπο κοπάδι με τα λιανοκούδουνα .

   Ανάμερα , και λίγο πίσω , ακολουθούσε ο τσοπάνης , με την κάπα κρεμασμένη στη μια πλάτη του , και στο άλλο χέρι την αγκλίτσα από αγριελιά , να στηρίζεται και να οδηγεί τα πράτα . Τα λυκόσκυλα ακολουθούσαν κι’ αυτά , καμαρωτά , τα πλευρά του κοπαδιού , ικανοποιημένα που φέρναν πίσω το κοπάδι σώο και ακέριο , γαυγίζοντας χαρούμενα , που βλέπαν τόσο κόσμο , αλλά και που θα τρώγαν κάτι το ξεχωριστό , απ’ το συνηθισμένο σκυλόψωμο .

   Η πρώτη στρούγκα που συναντήσαμε , ήταν του Μήτρου του Λούτου , , δε θυμάμαι όμως , ποιόν είχε σμειχτάρη , ίσως τον Κωσταρίδα , που ήταν ξαδέρφια . Ο Μήτρος λοιπόν , όπως συνήθιζαν να τον φωνάζουν οι τσοπάνηδες , ήταν ένας απ’ τους πολλούς γραφικούς τύπους των τσοπάνηδων , που έζησε όλα του τα χρόνια τσοπανεύοντας στο “ Πασσόρεμα “ , πότιζε όμως το κοπάδι του , στον Αρδίνη και την Τρουπ’ και το πολύ καλοκάιρι , με τις μεγάλες ζέστες , ξεπετιόταν μέχρι του Αραποκώτση το Κονάκι ή στο Καπισάκι , που “ πέφταν “ στρούγκες .



   Είχε όμως, ένα μεγάλο προνόμιο, που αμφιβάλλω αν το ‘χαν άλλοι τσοπάνηδες της εποχής εκείνης. Είχε περάσει τον ωκεανό και ξενητεύτηκε στην Αμερική για καζάντι, όμως δεν βρήκε κεθρίτσες και κακαρέντζες εκεί , δεν τουάρεσε και μόλις κονόμησε το είσιτήριό του, γύρισε πάλι στα Καλτεζιά και  στη Μπουλιάνα. Θάτανε τότε εβδομήντα πέντε χρόνων, μα όντας παλιό, γερό κόκκαλο, κράταγε γερά. Μόλις έφτασε στη στρούγκα, κρέμασε την πουρναρίσια γκλίτσα του, στη τζατνόρα, έξω απ’ την ταράτσα και κοντά στον στρογκόλιθο, πέταξε τη χοντρή πατατούκα του την αργαλίσια και φουσκωμένη στις ντρεστίλες του Λαλαγιάννη το Βελούχι, πάνω στ’ απόκλαρα, που έφραζαν τη στρούγκα, να μη πηδάνε έξω τα "ζαβατάρικα", και κάθισε να μας γνωρίσει.

   Ο Μήτρος, φορούσε μια σκούρα – γαλάζια σκούφια με πολλά σειρίτια, γυρισμένη λίγο, προς το δεξί αυτί, ήταν ντυμένος με τη γιορτινή του ντρίλινη πουκαμίσα, ραμμένη απ’ την Τουρκοβάσιω, μοδίστρα με μεγάλο ταλέντο και ειδικότητα στις πουκαμίσες, που καμιά απ’ τις μετέπειτα μοδίστρες δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ή να συναγωνιστεί .

    Φορούσε άσπρες κάλτσες με μαύρες τεσγιέτες, σφιχτά δεμένες κάτω απ’ τα γόνατα και πάνω απ’ τις μπάκες. Τσουράπια δεν φορούσε, ήταν περιττά , τα τσαρούχια του, τριμμένα απ’ τα τρόχαλα και τους χαλιάδες, καλλιγωμένα με πρόκες, για να μη βρίσκουν τα πετσώματα οι πέτρες. Απ’ το πρόσωπό του, φαίνονταν τα χοντρά άσπρα μουστάκια του, πεσμένα προς τα κάτω, και καφετιά γύρω απ’ τα χείλια, απ’ το λαθραίο τσιγάρο, στριμμένο με μπούλτσα . Τα φρύδια του, πυκνά και άσπρα, ενώ τα μάτια του μισόκλειστα, δεν διακρίνονταν σχεδόν.


     Έγειρε το κεφάλι και το σώμα του μπροστά, βάζοντας και την παλάμη του πάνω απ’ τα φρύδια, σαν να τον εμπόδιζε ο ήλιος, μας κοίταξε ερευνητικά και μας είπε μια “καλημέρα“ κοφτή και βροντερή. Δεν προλάβαμε να ξεκαλημερίσουμε, και έψαχνε να βρει τον κούτλα, να μας βάλει ψιμοτύρι να κολατσίσουμε. “Θα είστε πεινασμένοι κι’ αποσταμένοι“, μας λέει, “ πάρτε μια χαψιά, ώσπου ν’ αρμέξουμε τα πρόβατα να πιείτε και γάλα. Δεν πρέπει να φύγετε νηστικοί απ’ το κονάκι τέτοια χρονιάρα μέρα “.

  “ Όπου να ‘ναι , θαρθεί κι’ ο γιός μου ο Αντρέας , βρήκε κάτι περδικόπ’λα , πάνω στην τσούκα και χάθ’κε το παλιόπαιδο κοντά , να τα κυνηγάει “. Πεινασμένοι όπως είμαστε και κουρασμένοι , καθίσαμε σε πέτρες , διαλεγμένες για κάθισμα , κι’ εκείνος έστρωσε το σακκούλι και έβαλε πάνω το καθάριο ψωμί . Φέρνει και μια βεδούρα γιαούρτι , πηγμένη αποβραδίς , και το ξύλινο κλειδοπίνακο , γεμάτο ψιμοτύρι . Μας δίνει μετά κι’ από ένα ξύλινο κουτάλι με γυριστή ουρά , όλα ήταν φρεσκοπελεκημένα και φυλαγμένα μέσα στο καποταμάνικο .




   Φάγαμε καλά, ευχαριστήσαμε το μπάρμπα Μήτρο, του ευχηθήκαμε "και του χρόνου καλύτερα" και τραβήξαμε για τη στρούγκα, που ήμασταν καλεσμένοι. Οι άλλοι της παρέας μας είχαν φτάσει με τα ζώα, και ξεφόρτωναν  σακκούλια και μπαρδάκες, με νερό και κρασί και τα κρέμαγαν στον κέδρο.

   Οι τσοπάνηδες, είχαν αρμέξει κιόλας τα κοπάδια και τα όρμωσαν για το στάλο στα πλατά. Είχαν ανάψει και τις φωτιές, με γερά κούστουρα, ελατίσια και κέδρινα, για να γίενει γερή θράκα να ψηθούν οι στέρφες και οι παχιές μπλιόρες και τα κοκορέτσια. Σαν πρώτη δόση, μας κέρασαν από ένα κούτλα φρέσκο και κρύο χιονόγαλο, με χιόνι που είχε προμηθευτεί ο Δρόσος Βελίας, απ’ τον Κάρκαρο Τσουκνίδας, που είχε μαζευτεί εκεί απ’ το χειμώνα . Μ’ αυτή την ευκαιρία, και για όσους δεν ξέρουν, λέω, πως ο κάρκαρος Τσουκνίδας, είναι πολύ απότομος και επικίνδυνος να τον κατεβεί κανέις και λίγοι ήταν αυτοί που το αποτολμούσαν. Μέσα σ’ αυτούς ο Ασ’μακόγιαννος, ο Γιώργος Πουρνιάς και εγώ, που κατεβαίναμε και πιάναμε αγριοπερίστερα .

   Ήπιαμε λοιπόν, το παγωμένο γάλα, δροσιστήκαμε και ριχτήκαμε στη λάκκα και τις γειτονικές κεθρίτσες παίζοντας και κυνηγώντας ξεπεταγμένα αετομαχόπουλα, αλλά που να τα..πιάσουμε !! Μόνο ο Λουταντρέας , που ήταν “μάνα..καημένη“ με το λάστιχο.. Οι μεγάλοι, βάλθηκαν όλοι για το ψήσιμο των σφαχτών και οι γυναίκες για τις υπόλοιπες προετοιμασίες, για το αναμενόμενο φαγοπότι. Δεν πέρασε πολλή ώρα, και λίγο παραπέρα, σε μια μικρότερη φωτιά έβαλαν τα κοκορέτσια, που θα τρωγόντουσαν πρώτα. Μοσχοβόλησε η λάκκα, πήρε και μας η μυρωδιά, και αφήνοντας τα παιχνίδια και το ψάξιμο για τις φωλιές, “στρώσαμε“ και μεις στη στρούγκα, στο σίγουρο και έτοιμο μεζέ ..

Ανάληψη 1939, στη Γκιώνα



   Πράγματι, τα κοκορέτσια είχαν ψηθεί , ο Κοκκινοβασίλης, τα έκοψε σε μεγάλα κομμάτια και τα ‘βαλε σε δυο τρία καπάκια και πέσαμε όλοι επάνω, σαν …νηστικοί, χωρίς να σκεφτόμαστε αν έχουμε άλλη δραχμή, για να πάρουμε κοκορέτσι στους μακαρίτες Γιαλακιδαίους, Σφετσόγιαννο, Βελούλα και Ζόγκζα. Φάγαμε σχεδόν καλά με τα κοκορέτσια και το χλωρό τυρί με το καθάριο ψωμί.

   Αυτά όμως , δεν στάθηκαν εμπόδιο , όυταν σε καμιά ώρα ψήθηκαν οι προβατίνες , που τις είχαν κιόλας ακουμπήσει στον τοίχο της ταράτσας , για να στεγνώσουν και να κρυώσουν λιγάκι , για να λιανίζονται πιο εύκολα .

   Τις λιάνισαν, λοιπόν , πάνω σε χοντρά κούτσουρα, με τις μακριές μαχαίρες και σκόρπισαν τα κομμάτια πάνω στα άσπρα τραπεζομάντηλα, που οι γυναίκες είχαν στρώσει καταγής με προσοχή. Καθώς τα πιάτα δεν έφταναν για όλους, οι πίτες σερβιρίστικαν σε πιατέλες και άρχισε το φαγοπότι μέσα σε ευχές για “ χρόνια πολλά “ και..” αρσενικά παιδιά και..θηλυκά αρνιά “ για τους τσοπάνηδες, που με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση στο πρόσωπό τους , φιλοξενούσαν στη μεγάλη τους γιορτή , συγγενείς και φίλους .

Ανάληψη κάτω απ’ τον ίσκιο των πλατανιών στον Καλανάκη , στη στρούγκα του Χαρ. Μαργέλλου – Αρπάλη



   Καταναλώθηκε και αρκετό κρασί , που αύξησε το κέφι μικρών και μεγάλων, οι πιό ηλικιωμένοι άρχισαν τα παραδοσιακά τραγούδια "του τραπεζιού", σερβιρίστηκε και η πρόβεια ολόπαχη γιαούρτη της "ποταμούλας", και αφού φάγαμε και το λιχουδάτο μπομποτένιο κοσμάρι, φκιαγμένο με χλωρό ανάλατο τυρί, ξεχυθήκαμε στη καταπράσινη λάκκα, κοντά στη λούστρα, αρχίζοντας το χορό και το τρικούβερτο γλέντι, μέχρι την ώρα που’πεφταν τ’ απόσκια. Κι’ αφού πήραμε όλοι οι φιλοξενούμενοι, από μια βεδούρα γιαούρτη πρόβεια, κατηφορίσαμε, μέσα απ’ τον ελατιά της Τσουκνίδας, για το Πασσόρεμα, αφού πρώτα, ευχαριστήσαμε τους τσοπάνηδες για τη φιλοξενία και την ευχάριστη μέρα που μας χάρισαν, ευχόμενοι .. "και του..χρόνου".

     Με το σούρουπο, είχαμε φτάσει στο χωριό…

   ΧΡΟΝΙΑ   ΠΟΛΛΑ  και  του  ΧΡΟΝΟΥ !! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.