Άγνωστα στοιχεία για το ταξίδι της Μέλπως Μερλιέ στη Ρούμελη
Μέλπω Μερλιέ (1889-1979) |
Η Μέλπω Μερλιέ (1889-1979), γνωστή για την πρωτοπόρο δράση της στο χώρο της μελέτης της μουσικής παράδοσης του τόπου μας και της μικρασιατολογίας, το καλοκαίρι του 1922, ανύπαντρη ακόμα, ως Μέλπω Λογοθέτη, επισκέφθηκε τη Ρούμελη για να συνάξει τα δημοτικά της τραγούδια. Ήταν η πρώτη ελληνίδα που αποτολμούσε κάτι τέτοιο, καθώς και η πρώτη συστηματική προσπάθεια περισυλλογής του ρουμελιώτικου τραγουδιού. Η Μερλιέ δούλεψε στο Θέρμο (πρώην Κεφαλόβρυσο) της επαρχίας Τριχωνίδας και στην Αρτοτίνα της Δωρίδας. Τα χωριά αυτά της τα υπέδειξε ο συνεργάτης της λαογράφος Δημήτρης Λουκόπουλος (1874-1943), γιατί και στα δύο είχε πολλές γνωριμίες. Η Αρτοτίνα ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του και στο Θέρμο βρισκόταν το σχολείο όπου τότε υπηρετούσε ως δημοδιδάσκαλος.
Το υλικό που συγκεντρώθηκε σ’ αυτήν την περιοδεία δημοσιεύτηκε το 1931 στη σειρά της «Ιστορικής και Λαογραφικής Βιβλιοθήκης» του «Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» με τίτλο Τραγούδια της Ρούμελης. Το βιβλίο χωρίζεται σε πρόλογο, μουσικολογική εισαγωγή και 96 σελίδες με το κείμενο και τη μελωδία του κάθε τραγουδιού. Στον πρόλογο η συγγραφέας υπογραμμίζει πως θα δυσκολευόταν πολύ να πετύχει στο σκοπό της χωρίς τη βοήθεια του Λουκόπουλου, αφού όπως καταθέτει η ίδια, ήταν μοναδικά κατατοπισμένος στη λαογραφία της περιοχής, γνώριζε όσο λίγοι τη «ρουμελιώτικη ζωή» και μπορούσε να την φέρει σε επαφή με τις καλλίτερες φωνές. Στην ίδια σελίδα επίσης, εκθέτει τη μέθοδο που ακολούθησε για να απαθανατίσει στο πεντάγραμμο τους σκοπούς που άκουγε.
Μεταφέρω εδώ τη σχετική παράγραφο, γιατί παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
«Μα όσο πιο γνώριμοι μου γίνονταν οι ρουμελιώτικοι σκοποί, τόσο πιο δύσκολο μου φαίνουνταν ν’ ακινητήσω στο χαρτί τη φευγαλέα γραμμή τους. Φωνόγραφο δεν είχα, το μόνο βέβαιο μέσο για να ξανακοιτάξη κανείς αργότερα, κι όσες φορές θέλει, το μαζεμένο υλικό, το μόνο επίσης μέσο για να το υποβάλη στην κρίση και στον τόσο χρήσιμο έλεγχο των άλλων. Έπρεπε λοιπόν ν’ αναπληρωθεί η έλλειψη αυτή με λεπτόλογη φροντίδα κι ακριβολογία. Μια φορά το τραγούδι γραμμένο, το εξέλεγχα πολλές φορές, μ’ όλους τους τρόπους. Μου το τραγουδούσε ο τραγουδιστής, του το τραγουδούσα κι εγώ, μου τώπαιζε στο βιολί του κι ο κ. Λουκόπουλος, που τα τραγούδια τα ήξερε σαν τους καλύτερους τραγουδιστές. Το βιολί αυτό μου στάθηκε ανεκτίμητος βοηθός στα ελεύθερα τραγούδια, με την άστατη κυμαινόμενη γραμμή. Και δέκα και δεκαπέντε φορές γίνουνταν ο έλεγχος του κάθε τραγουδιού. Δε θέλω να πω μ’ αυτό πως η συλλογή είναι αλάθευτη, ελπίζω μόνο οι ελλείψεις της να μην είναι ουσιαστικές.»
Μεταφέρω εδώ τη σχετική παράγραφο, γιατί παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
«Μα όσο πιο γνώριμοι μου γίνονταν οι ρουμελιώτικοι σκοποί, τόσο πιο δύσκολο μου φαίνουνταν ν’ ακινητήσω στο χαρτί τη φευγαλέα γραμμή τους. Φωνόγραφο δεν είχα, το μόνο βέβαιο μέσο για να ξανακοιτάξη κανείς αργότερα, κι όσες φορές θέλει, το μαζεμένο υλικό, το μόνο επίσης μέσο για να το υποβάλη στην κρίση και στον τόσο χρήσιμο έλεγχο των άλλων. Έπρεπε λοιπόν ν’ αναπληρωθεί η έλλειψη αυτή με λεπτόλογη φροντίδα κι ακριβολογία. Μια φορά το τραγούδι γραμμένο, το εξέλεγχα πολλές φορές, μ’ όλους τους τρόπους. Μου το τραγουδούσε ο τραγουδιστής, του το τραγουδούσα κι εγώ, μου τώπαιζε στο βιολί του κι ο κ. Λουκόπουλος, που τα τραγούδια τα ήξερε σαν τους καλύτερους τραγουδιστές. Το βιολί αυτό μου στάθηκε ανεκτίμητος βοηθός στα ελεύθερα τραγούδια, με την άστατη κυμαινόμενη γραμμή. Και δέκα και δεκαπέντε φορές γίνουνταν ο έλεγχος του κάθε τραγουδιού. Δε θέλω να πω μ’ αυτό πως η συλλογή είναι αλάθευτη, ελπίζω μόνο οι ελλείψεις της να μην είναι ουσιαστικές.»
Η Μερλιέ συμπεριέλαβε στη συλλογή της 66 τραγούδια από 5 άντρες και 7 γυναίκες ηλικιών κυρίως μικρών (16-26) και μεσαίων (42-50). Το 71% των τραγουδιών υπαγορεύτηκαν από τον πενηντάχρονο Γιάννη Γεωργίου από το Θέρμο, που όπως γράφει η ίδια «είχε ωραία φωνή και έκφραση πολλή». Στην Αρτοτίνα η συγκομιδή ήταν αισθητά μικρότερη. Τα μόλις 9 τραγούδια που συγκεντρώθηκαν εκεί, προέρχονταν από 6 πληροφορητές, καταγόμενους όχι μόνο από την Αρτοτίνα, αλλά κι από άλλα δυο χωριά της περιοχής, τη μικρή Παλούκοβα και το Δροσοχώρι.
Για κάποιο λόγο που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, η Μερλιέ δεν θέλησε να εμπλουτίσει τον πρόλογό της με ιδιαίτερες παρατηρήσεις και εντυπώσεις από τους ανθρώπους που συνάντησε στο ταξίδι της και από τα γλέντια, τους χορούς και τα πανηγύρια τους. Αναφέρει απλώς πως στα μέρη εκείνα ένιωσε να ζωντανεύει το «θάμασμα να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες». Καταλαβαίνετε λοιπόν το μέγεθος της έκπληξης και της χαράς μου, όταν, ξεφυλλίζοντας πρόσφατα το ανέκδοτο ημερολόγιό της, ανακάλυψα 30 σελίδες με αυτά ακριβώς τα στοιχεία που έλειπαν από το βιβλίο της.
Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν το ταξίδι της Μερλιέ βάσει των ανέκδοτων ημερολογιακών σημειώσεών της.
Το ταξίδι στη Ρούμελη διάρκεσε 18 μέρες, από τις 30/6 ώς τις 17/7, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος της επιστροφής από την Αρτοτίνα στην Αθήνα. Στο ημερολόγιο περιλαμβάνονται εγγραφές για τις 30/6 και 1/7, 5/7 και 6/7, 14/7 και 17/7. Οι δυο πρώτες θα πρέπει να καταχωρήθηκαν στο Θέρμο (1860 κάτοικοι τότε και τώρα, με βάση την απογραφή του 1991, 1750), οι δύο μεσαίες αφορούν την επίπονη πορεία από το Θέρμο στην Αρτοτίνα (1349 κάτοικοι τότε και τώρα, με βάση την απογραφή του 1991, 285), και οι δυο τελευταίες αναφέρονται στις μέρες διαμονής στην Αρτοτίνα, αλλά είναι γραμμένες κι οι δυο μετά την ημερομηνία που υποδεικνύει το ημερολόγιο. Από το κείμενό τους μάλιστα, προκύπτει ότι τουλάχιστον το πρώτο αποτελεί εγγραφή της 18/7 γιατί, αν ήταν της 14/7, δεν θα είχε χρησιμοποιήσει η Μερλιέ τη λέξη «χθες» για ένα πανηγύρι που έγινε μετά από τρεις μέρες.
Για να φθάσει στο Θέρμο η Μερλιέ, ακολούθησε τη διαδρομή Πάτρα-Μεσολόγγι-Αγρίνιο. Απ’ εκεί ανέβηκε στο Θέρμο με αμάξι μέσω Πετροχωρίου. Την πρώτη μέρα στο Θέρμο η Μερλιέ ασχολήθηκε με την 70χρονη Άννα Μαυρέλη που κατοικούσε εκεί, αλλά καταγόταν από τον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Από τα τραγούδια που της είπε, η Μερλιέ κατέγραψε μόνο το Μαζωχτό χορό «Χελιδονάκι θα γενώ». Αυτό όμως έτυχε να γίνει και το πιο διάσημο όλης της συλλογής, αφού άρεσε τόσο πολύ στον Σκαλκώτα, που χρησιμοποίησε τη μελωδία του σ’ έναν από τους 36 ελληνικούς χορούς του.
Από την Μαυρέλη, εκτός από το Μαζωχτό, η Μερλιέ πήρε και πληροφορίες για ορισμένες κατηγορίες δημοτικών τραγουδιών και για το μεταναστευτικό πρόβλημα των αγροτικών μας πληθυσμών. Αυτά και μερικά ακόμα θα τα βρούμε στην ημερολογιακή της σημείωση της 30/6/1922:
«Μας τραγούδησε σήμερα η Άννα Μαυρέλη, 70 χρόνων, από τον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Ζωηρή, με ψυχή, και με ντέρτι, μα όχι ντέρτι νυσταγμένο. Στον Πλάτανο έχουν πολλά ξενητιάτικα τραγούδια γιατί ο τόπος είναι φτωχός και άγονος και ξενητεύονται οι άντρες, άλλοι στην Αμερική, άλλοι σε ελληνικές επαρχίες. Η γριά Μαυρέλη είχε δυο γιους στην Αμερική, τα ξενητιάτικα τα λένε μόνο οι γυναίκες. Έτσι δα, σαν πάμε για ξύλα λέμε κανένα ξενητιάτικο. Για να ξεθυμαίνουμε … ή για να βασανιζόμαστε περισσότερο. Ε, τί να κάμ’ς. Μας είπε δυο ξενητιάτικα. Μουσικά μου φάνηκαν μονότονα και φτωχά, ένας μονότονος θρήνος. Κάποτε η γριά αναστέναζε στη μέση του τραγουδιού, τόσο φυσικά, που δεν ήξερες αν ο αναστεναγμός ήταν δικός της ή του τραγουδιού. Μοιρολόγι δε θέλησε με κανέναν τρόπο να μας πει. Ήταν στου κουμπάρου της, του Λουκόπουλου το σπίτι, και τό ’χε σε κακό. Μα στον Πλάτανο δε λεν μόνο τα ξενητιάτικα οι γυναίκες. Όλα τα τραγούδια αυτές τα λεν. Οι άντρες δεν τραγουδούν παρά σπάνια.
Νανουρίσματα τραγούδια δε λεν. Κάτι συνηθισμένα: «κοιμήσου να πάμε εδώ κι εκεί…», όχι τραγουδιστά, αλλά με απαγγελιά λίγο μουσική.
Οι γυναίκες στον Πλάτανο φορούν κάτι μακριά μαντήλια, που κρέμονται ως τη μέση και άσπρες κάλτσες. Τύπος η γριά Μαυρέλη: με ποίηση –το λέει η καρδιά της. Ενώ όσες γυναίκες άκουσα εδώ, φρικτές κι απαίσιες. Ή μια ψιλή έρρινη φωνή, ή, έρρινες πάλι, στριγγλιές, για να φεύγεις μίλια μακριά».
Για κάποιο λόγο που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, η Μερλιέ δεν θέλησε να εμπλουτίσει τον πρόλογό της με ιδιαίτερες παρατηρήσεις και εντυπώσεις από τους ανθρώπους που συνάντησε στο ταξίδι της και από τα γλέντια, τους χορούς και τα πανηγύρια τους. Αναφέρει απλώς πως στα μέρη εκείνα ένιωσε να ζωντανεύει το «θάμασμα να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες». Καταλαβαίνετε λοιπόν το μέγεθος της έκπληξης και της χαράς μου, όταν, ξεφυλλίζοντας πρόσφατα το ανέκδοτο ημερολόγιό της, ανακάλυψα 30 σελίδες με αυτά ακριβώς τα στοιχεία που έλειπαν από το βιβλίο της.
Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν το ταξίδι της Μερλιέ βάσει των ανέκδοτων ημερολογιακών σημειώσεών της.
Το ταξίδι στη Ρούμελη διάρκεσε 18 μέρες, από τις 30/6 ώς τις 17/7, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος της επιστροφής από την Αρτοτίνα στην Αθήνα. Στο ημερολόγιο περιλαμβάνονται εγγραφές για τις 30/6 και 1/7, 5/7 και 6/7, 14/7 και 17/7. Οι δυο πρώτες θα πρέπει να καταχωρήθηκαν στο Θέρμο (1860 κάτοικοι τότε και τώρα, με βάση την απογραφή του 1991, 1750), οι δύο μεσαίες αφορούν την επίπονη πορεία από το Θέρμο στην Αρτοτίνα (1349 κάτοικοι τότε και τώρα, με βάση την απογραφή του 1991, 285), και οι δυο τελευταίες αναφέρονται στις μέρες διαμονής στην Αρτοτίνα, αλλά είναι γραμμένες κι οι δυο μετά την ημερομηνία που υποδεικνύει το ημερολόγιο. Από το κείμενό τους μάλιστα, προκύπτει ότι τουλάχιστον το πρώτο αποτελεί εγγραφή της 18/7 γιατί, αν ήταν της 14/7, δεν θα είχε χρησιμοποιήσει η Μερλιέ τη λέξη «χθες» για ένα πανηγύρι που έγινε μετά από τρεις μέρες.
Για να φθάσει στο Θέρμο η Μερλιέ, ακολούθησε τη διαδρομή Πάτρα-Μεσολόγγι-Αγρίνιο. Απ’ εκεί ανέβηκε στο Θέρμο με αμάξι μέσω Πετροχωρίου. Την πρώτη μέρα στο Θέρμο η Μερλιέ ασχολήθηκε με την 70χρονη Άννα Μαυρέλη που κατοικούσε εκεί, αλλά καταγόταν από τον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Από τα τραγούδια που της είπε, η Μερλιέ κατέγραψε μόνο το Μαζωχτό χορό «Χελιδονάκι θα γενώ». Αυτό όμως έτυχε να γίνει και το πιο διάσημο όλης της συλλογής, αφού άρεσε τόσο πολύ στον Σκαλκώτα, που χρησιμοποίησε τη μελωδία του σ’ έναν από τους 36 ελληνικούς χορούς του.
Από την Μαυρέλη, εκτός από το Μαζωχτό, η Μερλιέ πήρε και πληροφορίες για ορισμένες κατηγορίες δημοτικών τραγουδιών και για το μεταναστευτικό πρόβλημα των αγροτικών μας πληθυσμών. Αυτά και μερικά ακόμα θα τα βρούμε στην ημερολογιακή της σημείωση της 30/6/1922:
«Μας τραγούδησε σήμερα η Άννα Μαυρέλη, 70 χρόνων, από τον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Ζωηρή, με ψυχή, και με ντέρτι, μα όχι ντέρτι νυσταγμένο. Στον Πλάτανο έχουν πολλά ξενητιάτικα τραγούδια γιατί ο τόπος είναι φτωχός και άγονος και ξενητεύονται οι άντρες, άλλοι στην Αμερική, άλλοι σε ελληνικές επαρχίες. Η γριά Μαυρέλη είχε δυο γιους στην Αμερική, τα ξενητιάτικα τα λένε μόνο οι γυναίκες. Έτσι δα, σαν πάμε για ξύλα λέμε κανένα ξενητιάτικο. Για να ξεθυμαίνουμε … ή για να βασανιζόμαστε περισσότερο. Ε, τί να κάμ’ς. Μας είπε δυο ξενητιάτικα. Μουσικά μου φάνηκαν μονότονα και φτωχά, ένας μονότονος θρήνος. Κάποτε η γριά αναστέναζε στη μέση του τραγουδιού, τόσο φυσικά, που δεν ήξερες αν ο αναστεναγμός ήταν δικός της ή του τραγουδιού. Μοιρολόγι δε θέλησε με κανέναν τρόπο να μας πει. Ήταν στου κουμπάρου της, του Λουκόπουλου το σπίτι, και τό ’χε σε κακό. Μα στον Πλάτανο δε λεν μόνο τα ξενητιάτικα οι γυναίκες. Όλα τα τραγούδια αυτές τα λεν. Οι άντρες δεν τραγουδούν παρά σπάνια.
Νανουρίσματα τραγούδια δε λεν. Κάτι συνηθισμένα: «κοιμήσου να πάμε εδώ κι εκεί…», όχι τραγουδιστά, αλλά με απαγγελιά λίγο μουσική.
Οι γυναίκες στον Πλάτανο φορούν κάτι μακριά μαντήλια, που κρέμονται ως τη μέση και άσπρες κάλτσες. Τύπος η γριά Μαυρέλη: με ποίηση –το λέει η καρδιά της. Ενώ όσες γυναίκες άκουσα εδώ, φρικτές κι απαίσιες. Ή μια ψιλή έρρινη φωνή, ή, έρρινες πάλι, στριγγλιές, για να φεύγεις μίλια μακριά».
Την επόμενη μέρα η Μερλιέ βλέπει τον ζουρνατζή Αθανασούλα και το γιο του. Η συνάντησή τους δεν θα αποφέρει καταγραφές, αλλά θα είναι γόνιμη σε πληροφορίες για τα όργανα και τη μουσική της περιοχής. Επίσης και για την πρόσληψη της μουσικής από την ίδια.
1 Ιουλίου 1922
«Σήμερα», γράφει, «[ήρθε] η σειρά του Αθανασούλα του γύφτου απ’ το Καρπενήσι. 80 χρόνων, μα γερός και ευθυτενής. Ήρθε με το εγγόνι του τον Πέτρο, 12 χρόνων, μαυριδερό, νόστιμο αγόρι, που είχε τ’ αξίωμα να βαράει το νταούλι. Τούτο είναι μεγάλο και το φορούν κρεμασμένο με πέτσινα λουριά απ’ το λαιμό, και το βαρούν με το νταουλόξυλο. Οι γύφτοι το φτιάχνουν μοναχοί τους από δέρματα κατσίκας. Ο Αθανασούλας λοιπόν έπαιζε την καραμούζα (ζουρνάς). Αυτές τις φτιάχνουν μόνο στην Πόλη. Το επιστόμιό της, που όμως είναι ηχητικό, το λένε τσαμπούνα, και έναν μικρό κύκλο που προσαρμόζει στην τσαμπούνα, μπουκαδούρα.
Η καραμούζα στρίγκλιζε, σαν τρυπάνι στ’ αυτιά σου, και ο Πέτρος βαρούσε το ρυθμό με το νταούλι του.
Βάρβαρη βέβαια μουσική, μα οργιαστική.
Ο γύφτος έπαιζε και τη φλογέρα, το νάι. Ήταν καμωμένη από μπρούντζο. Ρώτησα αν την κάνουν κ’ από καλάμι, όχι, λέει, γιατί το καλάμι έχει τα κόμπια, και δε βγάζει φωνή λαγαριστή. Για να παίξει με κέφι ο γερο-Αθανασούλας ήθελε να πιει κάμποσες οκάδες κρασί. Κ’ εσύ σαν πιεις κάτι, έλεγε του Λουκόπουλου, είδες πώς το λιγοθυμάς το βιολί;
Τούτοι οι γύφτοι του Καρπενησιού είχαν για δουλειά νά ’ναι σιδηρουργοί και οργανοπαίχτες. Σιγά-σιγά φαίνεται πως οι Καρπενησιώτες γύφτοι άφηναν τη σιδηρουργική κ’ ήταν μόνο οργανοπαίχτες. Τώρα όμως ξεφυλλίζονται και δεν παίζουν πια τόσο τα άργανα. «Τ’ άργανα» είναι το νάι και το νταούλι μαζί. Άλλοι τέτοιοι οργανοπαίχτες είναι οι Τουρκόγυφτοι της Ποδολοβίτσας [Πεντάλοφο] που εγκαταστάθηκαν εκεί μονίμως.»
Η τελευταία ημερολογιακή καταχώρηση της Μερλιέ στο Θέρμο αφορά τον Γιάννη Γεωργίου ή Καρακώστα, που από τη φωνή του κατέγραψε τα 8/11 των τραγουδιών της συλλογής της. Τον χαρακτηρίζει λοιπόν ως γνωστό για την καλλιφωνία του τόσο στο Θέρμο, όσο και στα περίχωρα, προσθέτοντας ότι το τραγούδι είναι συνυφασμένο με την ίδια τη ζωή του, κι ότι η φωνή του διαθέτει έμφυτη ευλυγισία και χάρη.
Στις 5 Ιουλίου του 1922, έχοντας μείνει πέντε μέρες στο Θέρμο, η Μερλιέ με τον Λουκόπουλο, τη γυναίκα του και τον αγωγιάτη Λάμπρο Ντρέλια από τη σημερινή Μανδρινή, ξεκίνησε τα χαράματα για την Αρτοτίνα. Ήταν μια πορεία από τα 360 στα 1180 μ., που κράτησε δυο ολόκληρες μέρες και έδωσε την ευκαιρία στην Μερλιέ να απολαύσει ένα από τα πιο μεγαλειώδη πανοράματα της ρουμελιώτικης φύσης.
Η Μερλιέ στο ημερολόγιό της, εκτός από το θαυμασμό για τη φύση που πρωτοέβλεπε, μιλάει με πολύ συμπάθεια και για τον Λάμπρο, από τον οποίον κατέγραψε και τρία τραγούδια. «Είναι», γράφει, «ο πιο όμορφος τύπος χωριάτη που έχω δει κι όμορφο παλικάρι. Με φυσική ευγένεια και aisance. Σεμνός και με μια ησυχία στις κινήσεις, στην ομιλία, σε όλο του το είναι. Λιγόλογος, προσεκτικός, ευγενής, ο Λάμπρος λες και βαστούσε από σόι.»
Τη νύχτα μεταξύ 5 και 6 Ιουλίου οι οδοιπόροι κοιμήθηκαν στο ύπαιθρο, στην τοποθεσία Νεροπρίονο του Ξηροβουνιού, σε ύψος γύρω στα 1000 μ., «κοντά σε ίσκιους και νερά», όπως γράφει χαρακτηριστικά η Μερλιέ στο τετράδιό της.
Η διαμονή της στην Αρτοτίνα, πιθανότατα στο σπίτι των Λουκόπουλων, διάρκεσε το λιγότερο έντεκα μέρες, ώς τις 17 Ιουλίου. Στο ημερολόγιό της βρίσκουμε σημειώσεις μόνο για την 8η και 11η μέρα τής εκεί διαμονής της (14 και 17 Ιουλίου) γραμμένες, όπως προανέφερα μετά το πανηγύρι της 18ης Ιουλίου. Το πιο ενδιαφέρον σημείο του κειμένου που αφορά την 14η του Ιουλίου είναι το σχόλιο της Μερλιέ για τον παπά του χωριού, του οποίου η κόρη Ευτυχία Φασίτσα, της τραγούδησε το «Σαράντα δυο κλεφτόπουλα».
«Ο παπα-Φασίτσας», γράφει, «πήγε ως τη δευτέρα γυμνασίου. Αγάπησε μια, μα δεν τον άφησαν οι γονείς του να την πάρει, πήρε ύστερα την παπαδιά του, χωρίς να την αγαπά, επειδή το ήθελαν οι δικοί του. Δεν μπόρεσα ποτέ να την βάλω στην καρδιά μου. Ήταν αντάρτης στο Μακεδονικό αγώνα, μερικούς μήνες με τον Παύλο Μελά και ενάμισι χρόνο με τον Τσόντο. Τώρα είναι παραδομένος στο κρασί και στο γλέντι. Πίνει φοβερές ποσότητες και κανα-δυο φορές κόντεψε να πεθάνει. Μια νύχτα γυρίζοντας σπίτι του έπεσε σ’ ένα ρέμα. Όσο μεθυσμένος κι αν είναι ποτέ δε λέει ανοησίες ή ασυναρτησίες κι έχει πάντα κέφι. Υποχρεωτικός, και θυσία στους ξένους. Λειτουργεί καλά, σαν κάποιος που καταλαβαίνει εκείνα που λέει. Μια φορά στη Ναύπακτο πήγε σ’ ένα café chantant που τραγουδούσαν κάτι “prima-donnes”,έτσι τις λεν εδώ, και μ’ αυτό εννοούν Σόδομα και Γόμορα! Λοιπόν ο παπάς, αφού ακούμπησε το καλημαύκι του σ’ ένα τραπέζι, ανέβηκε στη σκηνή και χόρεψε με τις prima-donnes. Κάποιος θέλησε να του κάνει παρατήρηση πως, αυτός, παπάς άνθρωπος κτλ. Και ο παπα-Φασίτσας δείχνοντας το καλημαύκι του απάνω στο τραπέζι: εκεί είναι ο παπάς, και εδώ είναι ο Κώστας.
61 χρονών και 2 μηνών, αντοχή και περπατησιά νέου, και ζωηρά γαλανά μάτια, που δεν αλλοίωσε το ποτό. Χθες στο πανηγύρι της Αγιά-Μαρίνας χόρεψε κι έσυρε το χορό με χάρη και λεβεντιά. Αφού χορεύει μέσα μου η καρδιά μου θα χορέψω.
Μετά τη Λειτουργία έβγαλε λόγο. Είχαμε ωραίο καιρό, δροσερό, με τον ήλιο κρυμμένο στα σύννεφα. Κι ο Θεός είναι λεβεντιά. Καημένε παπα-Φασίτσα. Ένα βράδυ αργά πέρασε κάτω απ’ το σπίτι και φώναζε όπα…Και πλέον ου. Μόνο στο πιάτο δεν μπορεί να βάλει πλέον ου».
1 Ιουλίου 1922
«Σήμερα», γράφει, «[ήρθε] η σειρά του Αθανασούλα του γύφτου απ’ το Καρπενήσι. 80 χρόνων, μα γερός και ευθυτενής. Ήρθε με το εγγόνι του τον Πέτρο, 12 χρόνων, μαυριδερό, νόστιμο αγόρι, που είχε τ’ αξίωμα να βαράει το νταούλι. Τούτο είναι μεγάλο και το φορούν κρεμασμένο με πέτσινα λουριά απ’ το λαιμό, και το βαρούν με το νταουλόξυλο. Οι γύφτοι το φτιάχνουν μοναχοί τους από δέρματα κατσίκας. Ο Αθανασούλας λοιπόν έπαιζε την καραμούζα (ζουρνάς). Αυτές τις φτιάχνουν μόνο στην Πόλη. Το επιστόμιό της, που όμως είναι ηχητικό, το λένε τσαμπούνα, και έναν μικρό κύκλο που προσαρμόζει στην τσαμπούνα, μπουκαδούρα.
Η καραμούζα στρίγκλιζε, σαν τρυπάνι στ’ αυτιά σου, και ο Πέτρος βαρούσε το ρυθμό με το νταούλι του.
Βάρβαρη βέβαια μουσική, μα οργιαστική.
Ο γύφτος έπαιζε και τη φλογέρα, το νάι. Ήταν καμωμένη από μπρούντζο. Ρώτησα αν την κάνουν κ’ από καλάμι, όχι, λέει, γιατί το καλάμι έχει τα κόμπια, και δε βγάζει φωνή λαγαριστή. Για να παίξει με κέφι ο γερο-Αθανασούλας ήθελε να πιει κάμποσες οκάδες κρασί. Κ’ εσύ σαν πιεις κάτι, έλεγε του Λουκόπουλου, είδες πώς το λιγοθυμάς το βιολί;
Τούτοι οι γύφτοι του Καρπενησιού είχαν για δουλειά νά ’ναι σιδηρουργοί και οργανοπαίχτες. Σιγά-σιγά φαίνεται πως οι Καρπενησιώτες γύφτοι άφηναν τη σιδηρουργική κ’ ήταν μόνο οργανοπαίχτες. Τώρα όμως ξεφυλλίζονται και δεν παίζουν πια τόσο τα άργανα. «Τ’ άργανα» είναι το νάι και το νταούλι μαζί. Άλλοι τέτοιοι οργανοπαίχτες είναι οι Τουρκόγυφτοι της Ποδολοβίτσας [Πεντάλοφο] που εγκαταστάθηκαν εκεί μονίμως.»
Η τελευταία ημερολογιακή καταχώρηση της Μερλιέ στο Θέρμο αφορά τον Γιάννη Γεωργίου ή Καρακώστα, που από τη φωνή του κατέγραψε τα 8/11 των τραγουδιών της συλλογής της. Τον χαρακτηρίζει λοιπόν ως γνωστό για την καλλιφωνία του τόσο στο Θέρμο, όσο και στα περίχωρα, προσθέτοντας ότι το τραγούδι είναι συνυφασμένο με την ίδια τη ζωή του, κι ότι η φωνή του διαθέτει έμφυτη ευλυγισία και χάρη.
Στις 5 Ιουλίου του 1922, έχοντας μείνει πέντε μέρες στο Θέρμο, η Μερλιέ με τον Λουκόπουλο, τη γυναίκα του και τον αγωγιάτη Λάμπρο Ντρέλια από τη σημερινή Μανδρινή, ξεκίνησε τα χαράματα για την Αρτοτίνα. Ήταν μια πορεία από τα 360 στα 1180 μ., που κράτησε δυο ολόκληρες μέρες και έδωσε την ευκαιρία στην Μερλιέ να απολαύσει ένα από τα πιο μεγαλειώδη πανοράματα της ρουμελιώτικης φύσης.
Η Μερλιέ στο ημερολόγιό της, εκτός από το θαυμασμό για τη φύση που πρωτοέβλεπε, μιλάει με πολύ συμπάθεια και για τον Λάμπρο, από τον οποίον κατέγραψε και τρία τραγούδια. «Είναι», γράφει, «ο πιο όμορφος τύπος χωριάτη που έχω δει κι όμορφο παλικάρι. Με φυσική ευγένεια και aisance. Σεμνός και με μια ησυχία στις κινήσεις, στην ομιλία, σε όλο του το είναι. Λιγόλογος, προσεκτικός, ευγενής, ο Λάμπρος λες και βαστούσε από σόι.»
Τη νύχτα μεταξύ 5 και 6 Ιουλίου οι οδοιπόροι κοιμήθηκαν στο ύπαιθρο, στην τοποθεσία Νεροπρίονο του Ξηροβουνιού, σε ύψος γύρω στα 1000 μ., «κοντά σε ίσκιους και νερά», όπως γράφει χαρακτηριστικά η Μερλιέ στο τετράδιό της.
Η διαμονή της στην Αρτοτίνα, πιθανότατα στο σπίτι των Λουκόπουλων, διάρκεσε το λιγότερο έντεκα μέρες, ώς τις 17 Ιουλίου. Στο ημερολόγιό της βρίσκουμε σημειώσεις μόνο για την 8η και 11η μέρα τής εκεί διαμονής της (14 και 17 Ιουλίου) γραμμένες, όπως προανέφερα μετά το πανηγύρι της 18ης Ιουλίου. Το πιο ενδιαφέρον σημείο του κειμένου που αφορά την 14η του Ιουλίου είναι το σχόλιο της Μερλιέ για τον παπά του χωριού, του οποίου η κόρη Ευτυχία Φασίτσα, της τραγούδησε το «Σαράντα δυο κλεφτόπουλα».
«Ο παπα-Φασίτσας», γράφει, «πήγε ως τη δευτέρα γυμνασίου. Αγάπησε μια, μα δεν τον άφησαν οι γονείς του να την πάρει, πήρε ύστερα την παπαδιά του, χωρίς να την αγαπά, επειδή το ήθελαν οι δικοί του. Δεν μπόρεσα ποτέ να την βάλω στην καρδιά μου. Ήταν αντάρτης στο Μακεδονικό αγώνα, μερικούς μήνες με τον Παύλο Μελά και ενάμισι χρόνο με τον Τσόντο. Τώρα είναι παραδομένος στο κρασί και στο γλέντι. Πίνει φοβερές ποσότητες και κανα-δυο φορές κόντεψε να πεθάνει. Μια νύχτα γυρίζοντας σπίτι του έπεσε σ’ ένα ρέμα. Όσο μεθυσμένος κι αν είναι ποτέ δε λέει ανοησίες ή ασυναρτησίες κι έχει πάντα κέφι. Υποχρεωτικός, και θυσία στους ξένους. Λειτουργεί καλά, σαν κάποιος που καταλαβαίνει εκείνα που λέει. Μια φορά στη Ναύπακτο πήγε σ’ ένα café chantant που τραγουδούσαν κάτι “prima-donnes”,έτσι τις λεν εδώ, και μ’ αυτό εννοούν Σόδομα και Γόμορα! Λοιπόν ο παπάς, αφού ακούμπησε το καλημαύκι του σ’ ένα τραπέζι, ανέβηκε στη σκηνή και χόρεψε με τις prima-donnes. Κάποιος θέλησε να του κάνει παρατήρηση πως, αυτός, παπάς άνθρωπος κτλ. Και ο παπα-Φασίτσας δείχνοντας το καλημαύκι του απάνω στο τραπέζι: εκεί είναι ο παπάς, και εδώ είναι ο Κώστας.
61 χρονών και 2 μηνών, αντοχή και περπατησιά νέου, και ζωηρά γαλανά μάτια, που δεν αλλοίωσε το ποτό. Χθες στο πανηγύρι της Αγιά-Μαρίνας χόρεψε κι έσυρε το χορό με χάρη και λεβεντιά. Αφού χορεύει μέσα μου η καρδιά μου θα χορέψω.
Μετά τη Λειτουργία έβγαλε λόγο. Είχαμε ωραίο καιρό, δροσερό, με τον ήλιο κρυμμένο στα σύννεφα. Κι ο Θεός είναι λεβεντιά. Καημένε παπα-Φασίτσα. Ένα βράδυ αργά πέρασε κάτω απ’ το σπίτι και φώναζε όπα…Και πλέον ου. Μόνο στο πιάτο δεν μπορεί να βάλει πλέον ου».
(ΜΟΥΣΙΚΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΕΛΠΩΣ ΜΕΡΛΙΕ) |
Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το δεύτερο Αρτοτινό σημείωμα της Μερλιέ που αφορά την 17η Ιουλίου και το πανηγύρι της Αγιά-Μαρίνας. Η περιγραφή είναι ιδιαίτερα ζωντανή με πολλές ανεκτίμητες πληροφορίες για τις υπαίθριες γιορτές της εποχής εκείνης.
«Κάναμε», γράφει, «δυο ώρες δρόμο μέσ’ από τον Ξηριά για να πάμε [στο παρεκκλήσι] της Αγιά-Μαρίνας. Καλή, θερμή λειτουργία. Την έκανε ο παπα-Φασίτσας. Ύστερα μας κάλεσαν να φάμε στο τραπέζι του βλάχου Καραγεώργου. Είναι 94 χρόνων, κι ανεβαίνει ακόμα τα βουνά. Εδώ οι άνθρωποι δε γερνούν. Τα 60 είναι νεότης. Βλέπω πολλούς να είναι 75, 80, 90, 93 χρονών και όχι ένας και δύο.
Φάγαμε λοιπόν, ολόγυρα καθισμένοι κατά γης, κρέας και πίτες όλων των λογιών και αγνό, θαυμάσιο γιαούρτι. Ύστερα βέβαια άρχισε το τραγούδι. Στο τραπέζι μας ήταν και ο κλαριτζής ο Κώστας, που κι αυτός έχει χρηματίσει αντάρτης. Έχει όμως άγριο, απολίτιστο πρόσωπο.
Στο παρακάτω τραπέζι είχαν κι εκεί όργανα και τραγουδούσαν. Μπερδεύονταν τα δυο τραγούδια γιατί δε φύλαγαν να παύσει το ένα τραπέζι κι ύστερα ν’ αρχίσει το άλλο. Μου φάνηκε μάλιστα πως για τους άλλους τραγουδιστές μιλούσαν σαν με περιφρόνηση. Ου, τάχατες, τί ξέρουν κι αυτοί. Και δεκαπέντε και τριάντα τραπέζια νά ’ναι τραγουδούν όλοι μαζί, και διαφορετικά τραγούδια. Φαντάσου πανδαιμόνιο. Τραγούδησαν κλέφτικα. Αυτά τα ευλογημένα είναι όλο και απορίες. Και αλλαγές. Και πώς εξαρτάται απ’ τον τραγουδιστή να το κάνει ανυπόφορο. Λίγη μύτη και κάμποση κλάψα και γρίνα, και σου έρχεται να πάρεις τα βουνά. Αυτά όμως τα κλέφτικα τραγούδια αρέσουν των ανδρών, τα λένε με ‘μεράκι’ και το πιο συχνό, σαν τα τραγουδούν κλείνουν τα μάτια τους. Ύστερα από κάθε στροφή ο κλαριτζής έπαιζε στο κλαρίνο του τη στροφή αυτή … ή κάτι που της έμοιαζε λίγο πολύ. Βαρετό ήταν το κλαρίνο, όλο τα ίδια έπαιζε, ποικίλματα κι ανεβοκατεβάσματα από σκάλες και μελωδία ‘ντιπ’, καθώς λεν εδώ. Κάθε τόσο λένε ντιπ. Λοιπόν ο κλαριτζής μάς χαλούσε το τραγούδι, καθώς διέκοπτε κάθε στροφή με τους μονότονους λαρυγγισμούς του οργάνου του. Ο παπα-Φασίτσας είπε το «Εγώ είμαι η βλάχα η έμορφη, η βλάχα η παινεμένη», όχι όπως τό ’χω γραμμένο, μα όπως το τραγουδούν και στις πόλεις. Είχα την ιδέα πως ήταν καινούριος σκοπός αυτός, μα ο παπάς λέει πως είναι παλιό.
Μετά το τραγούδι άρχισε ο χορός όπου ενώθηκαν οι παρέες. Οι άντρες όλοι χόρευαν έκτακτα, ακόμη και οι κοντοί και οι άχαροι. Όταν έσερνε ο καθένας, έβλεπες την τέχνη τους. Δημιουργία και εδώ και improvisation, ευστροφία και ποικιλία. Απ’ ό,τι είδα ώς τώρα, αυτό ήταν σχεδόν το πιο ωραίο. Και τους φαντάστηκα όλους με φουστανέλλες ή καν με τα όμορφα βλάχικα ρούχα, τί ζωγραφιστοί θα ήταν και γραμμένοι. Φορούν αυτά τα φράγκικα και είναι σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, γιατί δεν ξέρουν να τα φορούν σαν κύριοι, και μοιάζουν ή ξεπεσμένοι ή κουτσαβάκηδες. Όλη την πρωτοβουλία την έχει αυτός που σέρνει το χορό. Οι άλλοι κάνουν τα συνηθισμένα βήματα και συμμορφώνονται μαζί του. Χόρεψαν κ’ οι γυναίκες, πολύ συνηθισμένα και χωρίς καμία πρωτοτυπία. Όλες τα ίδια, σαν κορίτσια παρθεναγωγείου. Είπα σε κάποιον πως οι γυναίκες δε φτάνουν τους άνδρες στο χορό, και μου είπε πως είναι έτσι αρεστό να χορεύουν ήσυχα και μετρημένα οι γυναίκες χάριν σεμνότητας. Ώστε κ’ εδώ στους άνδρες η δημιουργία.
Εκείνος που σέρνει το χορό δε ρίχνει χρήματα στους μουζικάντηδες, άπαγε δε να είναι γυναίκα. Τώρα κάποτε ρίχνει και εκείνος που σέρνει, μα ο κ. Λουκόπουλος θυμάται πως άλλοτε δε γινόταν. Όταν όμως χορεύει συγγενής ή φίλος, ρίχνουν όλοι όσοι τον έχουν συγγενή ή φίλο για να τον τιμήσουν. Κολνούν κι απάνω στου κλαριτζή το μέτωπο, σαν παραμεγαλώσει ο ενθουσιασμός, και εκατοστάρικο και πεντακοσάρικο. Ο κλαριτζής κρατάει μερικές δραχμές, και τα άλλα τα δίνει πίσω.
Έσυρα και εγώ το συρτό, και είδα πως τα πήγαινα τα βήματα του τσάμικου. Εκείνος που πιάνει να σύρει το χορό, αν είναι κανείς χορός για ήχος που τον προτιμά, λέει του κλαριτζή και τον παίζει. Και από αυτό φαίνεται πόσο αυτός που σέρνει το χορό είναι το κύριο πρόσωπο. Ο κλαριτζής εκεί που παίζει τσάμικο παίζει συρτό, και αυτοί που χορεύουν αμέσως συμμορφώνονται. Οι άντρες χόρεψαν και χασάπικο, που όταν γρηγορεύει πολύ, γίνεται οργιαστικός. Η Ελένη[1] ζήτησε να της παίξουν αρβανίτικο όταν έσυρε. Ο χορός έγινε συχνά αφορμή να γίνουν δράματα και φονικά. Π.χ. στο πανηγύρι της Αρτοτίνας, του Άη-Γιαννιού, όπου συχνά γίνουνταν τρίδιπλος, τετρακάγκελος χορός (όταν ήταν πάρα πολλοί οι χορευτές), χορεύαν πρώτα οι άντρες, και οι γυναίκες χόρευαν, μα χωριστά. Ώστε δε φτάνει ‘να χωρίζει το μαντήλι’! Κάποτε όμως ενώνονται, δηλαδή τραβούν μερικές γυναίκες μπροστά, κι ύστερα άντρες, ή βάζουν τους άντρες μεταξύ. Εκεί λοιπόν πολλές φορές μάλωναν ποιος θα βάλει τη δική του, αδερφή, συγγένισα, αρραβωνιαστικιά, να σύρει το χορό. Κι αμέσως άστραφταν μαχαίρια, γιαταγάνες, πράμα που θεωρούνταν ως ένδειξη παλικαριάς. Άλλη μια αφορμή, όταν ο ένας έσερνε το χορό του άλλου. Συχνά έγιναν φόνοι, ταραχές, φωνές και σκόρπισμα γενικά. Εκεί που γινόταν εξαίρεση ήταν σαν ήθελε να χορέψει γέροντας. Η νεότης τότε υποχωρούσε. Οι γερόντοι χόρευαν όλοι, επίσης και οι παπάδες, το βράδυ της Τυρινής και τραγουδούσαν ένα Εξαποστειλάριο Δεύτε προσκυνήσωμεν. Η πλατεία που χορεύουν λέγεται χοροστάσι. Σαν ν’ αντικατάστησε το αρχαίο στάδιο».
Η Μερλιέ με τους Λουκόπουλους φαίνεται να ξεκίνησαν για το ταξίδι της επιστροφής λίγο μετά το πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας, αν και δεν μπορούμε να καθορίσουμε με ακρίβεια την ημερομηνία. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι γύρισαν από άλλο δρόμο, περνώντας ένα βράδυ στο Μαλανδρίνο της Φωκίδας, στο σπίτι της οικογένειας Κοτάρη. Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι τους ευχαριστεί στο βιβλίο της, προφανώς για τη φιλοξενία τους.
Οκτώ χρόνια μετά το ταξίδι της στη Δυτική Ρούμελη το 1930, η Μερλιέ, επικεφαλής του νεοσύστατου τότε Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου, πραγματοποιεί την γνωστή αποτύπωση σε δίσκους 78 στροφών 600 δημοτικών τραγουδιών απ’ όλη σχεδόν την Ελλάδα, από τα τότε ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα και από τραγουδιστές-πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη. Θα περίμενε κανείς ν’ ακούσει στους δίσκους αυτούς και τη φωνή του καλλίτερου δυτικορουμελιώτη τραγουδιστή της, του Γιάννη Γεωργίου. Δυστυχώς όμως, στη συλλογή αντιπροσωπεύεται μόνο η ανατολική Ρούμελη με αρκετούς τραγουδιστές από την Άνω Αγόριανη και μερικούς άλλους από ανατολικότερες περιοχές όπως π.χ. τη Λειβαδιά.
Η απουσία της δυτικής Ρούμελης από την ηχογράφηση του 1930, δίκαια ενόχλησε τον Λουκόπουλο που, στις 12-10-1938 στέλνει μια τετρασέλιδη πυκνογραμμένη επιστολή στη Μερλιέ παρακαλώντας την να φροντίσει ώστε να κάνει το Μ.Λ.Α. «κείνο που ως τώρα παρέλειψε», δηλαδή να ασχοληθεί έστω και εκ των υστέρων και με τη δυτική Ρούμελη. Οι διαπιστώσεις του Λουκόπουλου για τη δεινή θέση στην οποία βρισκόταν το 1938 το δυτικορουμελιώτικο τραγούδι κι ο χορός είναι περιληπτικά οι εξής:
1) Οι άνθρωποι στο Θέρμο έχουν πάψει να τραγουδούν δημοτικά τραγούδια κι ότι «αν κανείς νέος θελήσει να τραγουδήσει, θα πη [κάποιο] μοντέρνο σαχλό τραγουδάκι που έχει ακουσμένο από γραμμόφωνο ή ραδιόφωνο».
2) Ότι σ’ ένα γάμο είδε τα κορίτσια να χορεύουν «ακολουθώντας τον ήχο ενός φωνογράφου», χωρίς να λένε τα «χορευτικά τραγούδια που άλλοτε τραγουδούσαν».
3) Ότι στο ετήσιο εμπορικό πανηγύρι των αρχών Σεπτεμβρίου, ενώ «άλλοτε (…) άκουγες τα ωραιότερα και περισσότερα κλέφτικα ιδίως τραγούδια, είτε στα καφενεία από κουμπανίες οργανοπαιχτών, είτε στα μαγαζιά από τραγουδιστάδες, τώρα δεν ακούς τίποτα απ’ αυτά, [γιατί] κυριαρχεί ο φωνογράφος και το ραδιόφωνο».
4) Ότι η ίδια κατάσταση επικρατεί στη Χρυσοβίτσα στο πανηγύρι της Μεταμορφώσεως (6 Αυγούστου) καθώς και στο μεγαλύτερο θρησκευτικό πανηγύρι της δυτικής Ρούμελης που γίνεται στις 23 Αυγούστου στον Προυσό της Ευρυτανίας.
5) Ότι η κατάσταση στο χορό δεν είναι καλλίτερη. «Παντού», γράφει, «όπου κι αν πας σήμερα είναι αδύνατο ν’ αναγνωρίσεις τους χορούς τσάμικο, απολυτό, συρτό, καλαματιανό κτλ. Όλοι έχουν συμπτυχθή σ’ ένα συρτόν πηδηχτό χορό και τίποτε άλλο».Η Μερλιέ ασφαλώς δεν θα έμεινε ασυγκίνητη από το γράμμα αυτό του Λουκόπουλου, αλλά τα οικονομικά του Μ.Λ.Α. ήταν τότε κάθε άλλο παρά ανθηρά, οπότε το αίτημα του αγαπητού φίλου και συνεργάτη της, ήταν δύσκολο να ικανοποιηθεί. Αλλά και μετά τον πόλεμο η δυτική Ρούμελη θυσιάστηκε για χάρη άλλων περιοχών που είχαν μείνει αχαρτογράφητες, όπως η Σκόπελος, η Αίγινα, η Εύβοια, η δυτική Μακεδονία κ.ά. Υπάρχει ωστόσο βάσιμη ελπίδα ότι ο μικρός αριθμός τραγουδιών και σκοπών από τον Φουρνά της Ευρυτανίας και το Μεσολόγγι, που το Μ.Λ.Α. ηχογράφησε μεταπολεμικά, θα μπορέσει ενδεχομένως να πολλαπλασιασθεί και με άλλα δείγματα από την ίδια περιοχή, αρκεί βέβαια να μην είναι πολύ αργά.
Μάρκος Δραγούμης
Αθήνα, 12 Μαρτίου 2007
ΜΟΥΣΙΚΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ
e-mail: mlamerlie@yahoo.com
http: http://www.mla.gr/
(επιλογή εικόνων Κ.Γρηγορέας)
Πηγή: http://www.tar.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.