Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Τα Βόδια της Βαρνάκοβας

Μια ιστορία ζωοκλοπής του 1925

Του Κων. Ι. Ασημακόπουλου
 
Βρισκόμαστε γύρω στο 1925. Μόλις κατα­λάγιασαν οι πόλεμοι από το 1912-1922 και ξαναγέμισε το χωριό μας από άνδρες. Το χρήμα σπάνιο και περιορισμένο σχε­δόν σε λίγους τοκογλύφους. Τα μέσα επικοινω­νίας υποτυπώδη, οι ανταποκρίσεις, μεταξύ των χωριών γίνονταν με αγωγιάτες και οι συναλλαγές είδος με είδος.

Παρόλα αυτά η ζωή συνεχιζόταν και ο κό­σμος κυκλοφορούσε μέρα και νύχτα καλλιεργώντας τα χωράφια του και βόσκοντας τα πολυά­ριθμα τότε γιδοπρόβατα και βοοειδή που αλώνι­ζαν τις πλαγιές και διατηρούσαν στο ακέραιο τα ήθη και έθιμα, τις αδυναμίες τους, και το κυριότε­ρο τοκλέψιμο των ζώων, κουσούρι που κληρονό­μησαν από την εποχή της κλεφτουριάς, που κα­τά τους δικούς τους άγραφους νόμους αποτε­λούσε λεβεντιά. Δύο γεροδεμένα άνδρες λοιπόν αποφάσισαν να εξορμήσουν στην αγέλη από βόδια της Βαρκάνοβας, που έβοσκαν ελεύθερα στις πλαγιές του μοναστηριού και σε ημιάγρια κατάσταση.

Για να πιάσουν οι καλόγεροι ζωντανά έστη­ναν παγίδες και για να τα σφάξουν τα πυροβολούσαν. Ήταν ο Χαραλ. Αθ. Καρρά (Καροχαραλάμης) και ο Χρήστος Ανδρ. Ανδρεόπουλος (Ντουζοχρήστος). Ο πρώτος γεννήθηκε το έτος 1884 και ο δεύτερος το 1885. Διαβαίνοντας μονοπάτια και ρουμάνια μέσα στην άγρια νύχτα, έφτασαν τα ξημερώματα στην περιοχή της Βαρνάκοβας την ώρα που τα ζώα ξεκίναγαν για βο­σκή. Κρύφτηκαν στο πυκνό δάσος και παραμό­νευαν δίπλα από μια "σύρτα" να περάσει το βόδι που ήθελαν για να το πυροβολήσουν. Με τοποδοβολητό των βοδιών, δεν άργησε ένα να πέσει με τον πρώτο πυροβολισμό από τον Ντούζο που είχε οπλισμένο το δίκαννο. Το έδεσαν με μια τρι­χιά το μετέφεραν τραβώντας στο ρέμα και το έγδαραν σε ένα απόμερο μέρος. Αφού το κομ­μάτιασαν, το έβαλαν σε μεγάλα σακούλια και το μετέφεραν πάνω από τη γέφυρα της Ρέρεσης, ακριβώς απέναντι από το μύλο του Κατέλη.

Η γέφυρα τ.Beley της Ρέρεσης και στο βάθος φαίνεται το παλιό Αδαμοπουλαίϊκο χάνι (http://polidorikiou.blogspot.com)


Η γέφυρα τότε ήταν για ζώα και ανθρώπους, διότι ο αμαξητός δρόμος έγινε το 1935-1940. Κά­θισαν κάτω από μια αργιά να ξεκουραστούν. Κρέμασαν και τα σακούλια τους, ενώ, ψιλόβρεχε. Ο Χρήστος ακούμπησε το δίκαννο στον κορμό του δένδρου και παραμέρισε προς την πλαγιά για σωματική του ανάγκη. Ο Καρράς κάθισε σε μια κοτρόνα, έστριψε τσιγάρο και αγρυπνούσε για παν ενδεχόμενο. Δεν πρόλαβε να τελειώσει το τσιγάρο του, και είδε κάτω από τη γέφυρα να ξεμυτίζουν κάτι κεφάλια με καπέλα που έμοιαζαν με πηλίκια. Πέταξε το τσιγάρο καθώς και τη σα­κούλα με τον καπνό για να γλιτώσει τον τζερεμέ. Δεν έπεσε έξω, διότι έρχονταν ποτάμι-ποτάμι δυο χωροφυλακές με τον επικεφαλή τους. Κρά­τησε την ψυχραιμία του για το πώς θα δικαιολο­γήσει τα κρέατα και να μην πέσει σε αντιφάσεις, ενώ ο Χρήστος μυρίστηκε τους Χωροφύλακες και εξαφανίστηκε. Πλησίασαν οι χωροφύλακες:
-Γεια σου.
Ήταν η πρώτη κουβέντα του επικεφαλή.
-Γεια σας.
-Τι κάνεις εδώ;
Και το μάτι του καρφώθηκε στα σακούλια.
-Να, αρρώστησε ένα βόδι, από τα δικά μου που έχω εδώ πιο πάνω, το έσφαξα, να μην πάει χαμένο και το έβαλα στα σακούλια.
-Λες αλήθεια; Από πού είσαι; Πώς ονομάζε­σαι;
Και τον κοίταξε πατόκορφα.
-Αλήθεια σας λέω. Είμαι από το κάτω Παλιοξάρι και λέγομαι Καρράς.
Λίγο πιο πέρα, περνούσε μια γριά από το Κουπάκι με ένα μουλάρι φορτωμένο με άλεσμα. Τη φώναξαν οι χωροφυλακές και τη ρώτησε ο επικεφαλής αν γνώριζε τον Καρρά. Και η γριά με τη βραχνή της φωνή:
-Ναι, τον ξέρω. Πραγματικά τον ήξερε.
-Καλά πήγαινε.
Το ζουμί όμως θα έβγανε από το δίκαννο που οι χωροφύλακες το "καμάκιασαν" από την πρώτη στιγμή. Μέχρι εδώ, ο Καρράς τα μισομπάλωσε. Τώρα όμως έπρεπε να καλύψει κα την υπόθεση του όπλου.
-Τίνος είναι το όπλο;
-Ένας κυνηγός πέρασε από δω, χωρίς να τον γνωρίζω, κουβεντιάσαμε λίγο, και άφησε το όπλο του να πάει για σωματική του ανάγκη. Φαίνεται σας κατάλαβε και δεν ξαναγύρισε.
Ένας χωροφύλακας πήρε το όπλο. Είδε όμως το κοντάκι χαραγμένα τα αρχικά Χ.Α.Α., δηλ. Χρήστος Ανδρ. Ανδρεόπουλος, πράγμα που ο μεν Καρράς δε γνώριζε, οι δε χωροφύλακες δεν του είπαν τίποτε.

Πριν προβούν σε άλλη ενέργεια ρώτησαν τον Καρρά αν έπεσε στην αντίληψη του ένα νεα­ρό ζευγάρι να περνάει εκεί κοντά Ο Καρράς απάντησε αρνητικά και από εκείνη τη στιγμή ήταν κρατούμενος. Τον έβαλαν και κουβάλησε τα σακούλια με το κρέας στον κοντινό μύλο του Κατέλη, το οποίο φυσικά κατασχέθηκε, με άγνω­στη την παραπέρα τύχη του. Υποχρέωσαν το μυ­λωνά να βάλει στη γάστρα ένα κομμάτι από το κρέας και αφού ψήθηκε καλά έφαγαν και ήπιαν όλοι μαζί.
Σε όλο αυτό το διάστημα ο Καρράς χάλαγε το μυαλό του για ποιο νεαρό ζευγάρι τον ρώτησε ο Αστυνόμος. Ύστερα από καιρό έμαθε ότι ένας νεαρός απήγαγε, την καλή του, τράβηξαν προς το ποτάμι και εξαφανίστηκαν. Οι γονείς της κοπέ­λας ζήτησαν τη βοήθεια της αστυνομίας και το απόσπασμα τους αναζητούσε. Ο Καρράς έπεσε στα χέρια του αποσπάσματος τυχαία. Όσο για το Χρήστο πήγε στο χωριό του και έκανε το κορόιδο χωρίς να βγάλει τσιμουδιά σε κανέναν.

Η αστυνομία εξακρίβωσε με τον τρόπο της σε ποιον ανήκαν τα αρχικά γράμματα του όπλου. Της αναφέρθηκε η κλοπή του βοδιού στο Μοναστήρι, διότι φαίνεται ακούστηκε ο πυροβολι­σμός, αλλά και μια άλλη κλοπή άλλου βοδιού στο Τείχιο την ίδια μέρα, που φυσικά οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης Καροχαραλάμης και Ντούζος δεν είχαν καμιά σχέση, ενώ του στήθηκε κα­τηγορία και για τα δυο βόδια. Τράβηξαν με συνο­δεία τον Καρρά στο Μεσολόγγι περπατώντας όλη τη νύχτα, όπου τον κράτησαν υπόδικο μέχρι να γίνει η δίκη.
Την άλλη μέρα ξεκίνησε ένα απόσπασμα για το Παλιοξάρι για να συλλάβει το Ντούζο που έβοσκε αμέριμνος τα πρόβατα του στην περιοχή Γαύρος, μαζί με τον αδελφό του Θάνο, κατά δύο χρόνια μεγαλύτερο του. Πριν μεσημεριάσει, εί­δαν χωροφύλακες να κατηφορίζουν στο λόγγο. Το Χρήστο τον έκαψαν τα κρεμμύδια αλλά είχε και μια ελπίδα μήπως οι χωροφυλακές δεν πρό­σεξαν τα αρχικά του γράμματα στο όπλο και έρ­χονταν τώρα για άλλη υπόθεση. Ο δε Θάνος τους καλοδέχτηκε μηξέροντας ο δόλιος τι περί­μενε κι αυτόν χωρίς πολλή χρονοτριβή συνέλαβαν το Χρήστο ο οποίος όπως ήταν φυσικό έπε­σε σε αντιφάσεις, διότι δε γνώριζε τι είπε ο Καρράς.
Τον συνέλαβαν τον πήγαν στο Μεσολόγγι με την ίδια κατηγορία με τον Καρρά και τον έκλει­σανστο ίδιο κρατητήριο. Ένας χωροφύλακας παρέμεινε να ασχοληθεί με τον ανυποψίαστο Θάνο. Τι είχε όμως συμβεί;

Ο Θάνος είχε υπογράψει κάποτε ένα γραμ­μάτιο, στο γνωστό τότε δανειστή χρημάτων Κων. Κοσσίδα, που είχε λήξει και διαμαρτυρηθεί, χωρίς ακόμα να το έχει πληροφορηθεί ο Θάνος. Πριν οιχωροφύλακες φτάσουν στα δυο αδέλ­φια, είχαν περάσει από το Καλύβι του Κασσίδα να τακτοποιήσει και τις δικές του υποθέσεις, χω­ρίς ο χωροφύλακας να δώσει εξηγήσεις στο Θά­νο, τον συνέλαβε και. αφού ελήφθη μέριμνα για την εξασφάλιση των γιδοπροβάτων των δυο αδελφών, τον τράβηξαν κατευθείαν για την Άμφισσα, με χειροπέδες. Φαίνεται ότι τον είχε ζωγραφίσει καλά ο Κασσίδας...
Έφτασαν όλη νύχτα στην Άμφισσα, χωρίς να εξηγηθεί στο Θάνο γιατί πάει κρατούμενος. Πριν μπει στο κρατητήριο του ανακοίνωσαν την κατη­γορία. Κρατήθηκε υπόδικος σχεδόν ένα μήνα. Κατά τη δίκη κάποιοι εγγυήθηκαν και αφέθηκε ελεύθερος.

Οι δυο έγκλειστοι στο κρατητήριο Μεσολογ­γίου ανέμεναν την εκδίκαση της υπόθεσης. Πληροφορήθηκαν όμως ότι στο Μεσολόγγι υπηρε­τούσε ένας αξιωματικός της χωροφυλακής από το Ευπάλιο, Αθαν. Αναγνωστόπουλος. Του ζήτη­σαν τη βοήθεια να μεσολαβήσει για την αποφυ­λάκιση τους, αλλά εκείνος δεν έδωσε τόση σημα­σία. Ανάθεσαν σε δυο διακεκριμένους δικηγό­ρους την υπόθεση τους οποίους καλοπλήρωσαν. Κατά την εκδίκαση τους εκδόθηκε η παράδοξη απόφαση:
 Καταδικάστηκαν για το βόδι του Τειχίου που δεν έκλεψαν και αθωώθηκαν για εκείνο της Βαρνάκοβας που έκλεψαν. Την παραπάνω περιπέ­τεια διηγήθηκαν σε ανύποπτο χρόνο στο καφε­νείο του Γερακάρη ο ένας των πρωταγωνιστών Καρράς, με τον αδελφό του άλλου, Θάνου.

Και δεν ήταν η πρώτη. Θα μπορούσαμε να συμπληρώναμε ολόκληρους τόμους αν ήταν δυ­νατόννα καταγράφουμε τέτοια γεγονότα, που διαιωνίζονταν από παππού σε εγγονό και σκια­γραφούσαν τον τρόπο ζωής σε ένα κομμάτι του Ελληνικού λαού.

Διαβάσαμε τη διήγηση στο https://loutsovos.blogspot.com/
Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», Οκτώβριος 2003
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.