Η Πηνελόπη Λιδωρίκη – Παπαηλιοπούλου (1831-1904), συγγραφέας, ήταν κόρη του αγωνιστή Αθανάσιου Λιδωρίκη,
διετέλεσε κυρία των τιμών της βασίλισσας Ἀμαλίας και έγραψε διάφορα
άρθρα στην Εφημερίδα των Κυριών και σε άλλα έντυπα. Το βιβλίο της
«Σελίδες τινές της ιστορίας του Βασιλέως Όθωνος» εκδόθηκε ανωνύμως στην
Αθήνα (Εκδόσεις Κάρολος Μπεκ 1898) και αρχικά είχε αποδοθεί στον αδελφό
της Νικόλαο, έως ότου δημοσιεύθηκε η ανολοκλήρωτη αυτοβιογραφία της (π.
1903) από τον ιστορικό Τάκη Λάππα το 1972. Ο σύζηγός της πολιτικός
Ηλίας Παπαηλιόπουλος (παντρεύτηκαν το 1858) ήταν και αυτός γιός αγωνιστή
(του Ασημάκη Παπαηλιόπουλου), εξελέγη βουλευτής Παρανασσίδος και
διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών.
Mια άγνωστη στους πολλούς «Κροκυλιώτισσα» είναι η κόρη του Αθανασίου Λιδωρίκη. «Γενάρχης της Κροκυλιώτικης οικογένειας» αρχικά Σακαρέλλου μετά Σκαρλάτου και τέλος Λιδωρίκη «ήταν ο Νικόλαος Σκαρλάτος που είχε δύο γιους. Το Θανάση και τον Παναγιωτάκη.
Στα 1800 γεννήθηκε ο Παναγιωτάκης και κάμποσα χρόνια έζησε στα Γιάννενα, κοντά στον αδερφό του Θανάση. Έλαβε μέρος στον αγώνα και παντρεύτηκε την κόρη του άρχοντα της Λειβαδιάς Γιαννάκη Λογοθέτη, τη Ρεγγίνα. Στα λεύτερα χρόνια, έκανε νομάρχης κι ύστερα γερουσιαστής. Απόκτησε γιο, το Γιώργη Λιδωρίκη, υπάλληλο του Yπουργείου Οικονομικών. Η Ρεγγίνα πέθανε στην Αθήνα απ’ τη χολέρα του 1854. Ο Παναγιωτάκης πέθανε στις 22 του Απρίλη στα 1861. Για το Θανάση θα δούμε παρακάτω.
Ο Αθανάσιος Λιδωρίκης - Σκαρλάτος |
Όταν ο Λιδωρίκης πήρε την τιμητική θέση του σφραγιδοφύλακα του Αλή, παντρεύτηκε την όμορφη Βασιλική Ντέμου, κόρη του Αρτινού άρχοντα Ντέμου, απ’ τους πιο πλούσιους Ηπειρώτες. Το 1817 απόχτησε και τον πρωτογιό του Νικόλα. Για πολλά χρόνια ο Νικολάκης Λιδωρίκης ήταν υπάλληλος στο Yπουργείο Εσωτερικών κι απ’ το 1850 μπήκε στο διπλωματικό σώμα. Πρώτα γραμματέας στην πρεσβεία της Πόλης,κι ύστερα του Λονδίνου.Σε τρία χρόνια στη Βιέννη και δύο χρόνια διευθυντής της πρεσβείας σαν επιτετραμμένος. Όταν όμως διορίστηκε πρεσβευτής ο Βαρώνος Σίνας, έμεινε A’ γραμματέας.
Σαν ξέσπασε η Επανάσταση, η Βασιλική Λιδωρίκη κινδύνεψε στην Άρτα και κατάφερε να ξεφύγει νύχτα με τον τετράχρονο γιο της Νικόλα. Την ακολούθησε η μάνα της και η παραμάνα που βαστούσε
στην αγκαλιά της το νήπιο κορίτσι που είχε γεννηθεί πριν ένα μήνα. Δεν προκάνανε να πάρουν τίποτ’ άλλο απ’ το σπιτικό τους παρά την «τιμαλφεστέραν εικόνα της Παναγίας, αυτήν εκείνην, ήτις εγένετο αυτή πάντοτε καταφυγή και παραμυθία εν ταις θλίψεσι και τοις κινδύνοις». Συνάντησε τον άντρα της έξω από την Άρτα, που βρισκόταν το ελληνικό στρατόπεδο».
Εδώ ο Λάππας παραλείπει να αναφέρει ότι η οικογένεια Λιδωρίκη δεν ξέφυγε μόνη της. Τη βοήθησε Ο Μακρυγιάννης που τα προηγούμενα χρόνια ήταν ο έμπιστος του σπιτιού του Λιδωρίκη. Ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του γράφει: «Πήρα τη φαμελιά του πατριώτη μου…την έδωσα εις το χέρι του και του είπα: δεν σου χρωστώ άλλο τίποτας δια το ψωμί οπούφαγα τόσα χρόνια εις το σπίτι σου».
«Όλο τον καιρό του αγώνα η Βασιλική, που τις πιο πολλές φορές βρισκόταν μακριά από τον άντρα της, υπέφερε αρκετά. «Ευτυχώς ήσαν χρυσοενδεδυμένες κατά την τότε συνήθειαν και έφερον επί της κεφαλής μικρόν φέσιον με μαργαρίτας και χρυσά νομίσματα γύρωθεν, πολύτιμα δακτύλια εις τας χείρας, άτινα εχρησίμευσαν κατόπιν προς διατροφήν της οικογενείας επί πέντε ολόκληρα έτη», γράφει αργότερα η κόρη της. Πουλώντας λοιπόν αυτά κατάφεραν να περάσουν κάμποσο καιρό. Όταν όμως κι αυτά τελείωσαν η Λιδωρίκη «επειδή δεν ηδυνήθη να πωλήσει τους δακτυλίους εκεί, ηναγκάσθη να ξηλώνει τα χρυσά σηράδια των φορεμάτων της, να καίει ταύτα, και τον χυθέντα άργυρον να στέλλει εις τον παντοπώλην, όστις ζυγίζων τούτον, έδινεν απέναντι της αξίας διάφορα τρόφιμα»
Σαν τελείωσε η Επανάσταση, ο Λιδωρίκης θέλησε να φέρει κοντά του στ’ Ανάπλι την οικογένειά του που βρισκόταν στην Πέρα Χώρα. Τώρα είχε τρία παιδιά: Το Νικόλα, την Κλεοπάτρα και τον Αριστομένη.
Επειδή όμως τ’ Ανάπλι ήταν γεμάτο κόσμο που είχε συγκεντρωθεί εκεί, αναγκάστηκε να τους εγκαταστήσει στο Άργος.
Η οικογένεια Λιδωρίκη θαρρούσε πως τα βάσανά της τελείωσαν πια. Να όμως που κάποια μέρα αστροπελέκι χτύπησε αναπάντεχα τα’ Ανάπλι. Ο Καποδίστριας έπεσε σκοτωμένος από ελληνικά δολοφονικά χέρια.
Μαύρα σύννεφα άρχισαν να σκεπάζουν την πολιτεία κιμ όλοι με καρδιοχτύπι πρόσμεναν να ξεσπάσει η καταιγίδα: Δηλαδή αδελφοκτόνο μακελειό. Ο Λιδωρίκης ήταν φίλος κι οπαδός του κυβερνήτη. Μα είχε και οικογενειακές σχέσεις με το φονιά τον Κωνσταντή Μαυρομιχάλη. Φοβόταν λοιπόν πως πάνω του θα ξεθύμαιναν. Ο ίδιος δεν καταδέχτηκε να το κουνήσει από τ’ Ανάπλι. Έμεινε και στάθηκε να αντιμετωπίσει την περίσταση. Για να γλυτώσει όμως την οικογένειά του, η γυναίκα του περίμενε κι άλλο παιδί, τους έδιωξε γρήγορα στα Σάλωνα.
«Εν Αμφίσση τότε είχον εγκαθιδρυθεί αι αρχαί, Τούρκοι δεν υπήρχον πλέον, και εξ άλλων μερών είχον συρρεύσει πολλοί ως μέρος ασφαλές, γράφει η Λιδωρίκη. Αλλ’ οι πάντες ήσαν εν πτωχεία και στερήσει διότι μόλις ήρχισαν να καλλιεργώσι τους αγρούς των και να απολαμβάνωσι των αγαθών της τάξεως και έρχονται αρωγοί εις τας πρόσφυγας οικογένειας…»
Τα Σάλωνα περίπου την εποχή της γέννησης της Πηνελόπης |
Εγκαταστάθηκε η οικογένεια στο δικό τους σπίτι που είχαν εκεί. Κατά το τέλος του 1831, η Βασιλική Λιδωρίκη γέννησε. Δίδυμα όμως. Έτυχε να είναι και τα δύο θηλυκά. Κοκοτυχία, τότε, σε μια οικογένεια… Γι’ αυτό η γριά Ντέμενα, που ήταν κοντά τους, ευχιόταν, ή πιο καλά καταριώταν τις δυο νεογέννητες, λέγοντας κάθε τόσο στο μεγάλο της εγγονό Νικόλα:
-Μη σε μέλλει, παιδί μου, δεν πιστεύω ο θεός να μας κάνει το άδικο να τις αφήσει να ζήσουν… Ας πάνε στο καλό!
M’ όλα αυτά όμως που έλεγε η γριά Ντέμενα, ξημεροβραδιαζόταν πάνω απ’ τις δυο εγγονές της και τις παράστεκε για να τις αναστήσει και να τις κρατήσει στη ζωή. Κι η μάνα της, σαν έβλεπε τις δυο κόρες της, τις καμάρωνε, τους χαμογελούσε με καλοσύνη και στοργή. Ύστερα γυρίζοντας στον πρωτογιό της του έλεγε:
-Έννοια σου κι αυτές θα ‘ναι πεντάμορφες, που όλα τα βασιλόπουλα θα μου τις ζητήσουν!...
Η Πηνελόπη Λιδωρίκη |
Μια απ’ αυτές τις δύο κόρες ήταν η Πηνελόπη. Μ’ όλο που η ίδια δε λέει πού και πότε γεννήθηκε, από διάφορα γραφόμενά της αποδείχνεται πως τόπος ήταν η Άμφισσα και χρόνος το 1831. Νομίζω όμως πως δεν είναι σωστό να επιμείνω περισσότερο στη χρονολογία. Πρόκειται για γυναίκα και είναι γνωστή η αντιπάθεια που έχουν όλες τους στο χρόνο της γέννησης. Πολύ περισσότερο όταν βρίσκονται στο λυκόφως, όπως η Πηνελόπη, που όταν άρχισε να συγγράφει, πριν από δεκαπέντε χρόνια, είχε περάσει τα πενήντα της.
Τέσσερα χρόνια έμεινε η οικογένεια Λιδωρίκη στην Άμφισσα. Πρωτεύουσα του κράτους πια η Αθήνα. Απ’ όλη την Ελλάδα άρχισαν να συγκεντρώνονται σ’ αυτή. Έφερε κι ο Λιδωρίκης τους δικούς του. Στην ανέκδοτη αυτοβιογραφία της η Παπαηλιοπούλου γράφει:
«Ενθυμούμαι με πάσας τας λεπτομερείας την αναχώρησίν μας εξ Αμφίσσης, την είσοδόν μου εντός βάρκας εις τας αγκάλας του αδερφού μου εν Ιτέα και την αναβίβασίν μου εις το ιστιοφόρον, ο μας ανέμενε, δια των χειρων του αδελφού μου παραδοθείσα εις τας χείρας ενός νέου δεκατετραετούς, όστις ήτο ήδη εντός του πλοίου πηγαίνοντος υπό την προστασίαν του πατρός μου να σπουδάσει εις τας Αθήνας. Ο νέος όστις με παρέλαβε από τας χείρας του αδερφού μου ονομάζετο Παπαηλιόπουλος και ήτο ο μέλλων σύζυγός μου».
Η Πλατεία Συντάγματος γύρω στο 1890 |
Στην αδιαμόρφωτη ακόμα Αθήνα εγκαταστάθηκαν στην οδό Αδριανού. Κι αν ρωτούσαν τότε κανένα πού βρισκόταν το σπίτι του Ρουμελιώτη γερουσιαστή, θα του αποκρίνονταν. Θα πάρεις το σοκάκι κάτω απ’ το συντριβάνι, θ’ ανεβείς τους Αέρηδες, θα στρίψεις το Μεντρεσέ και δίπλα στο χάνι του Χατζή είναι το αρχοντικό του. Στη φράση αυτή υπάρχουν τέσσερες λέξεις τούρκικες και έξι ελληνικές!...Όσο για προσανατολισμό αξεδιάλυτος.
Η Πηνελόπη τα πρώτα της γράμματα τα έμαθε στο παρθεναγωγείο της Χιλ. Ύστερα έκανε τέσσερα χρόνια στο Αρσάκειο. Και δεν ήταν μονάχα μια σεμνή Ρουμελιωτοπούλα, μα κι εξαίρετη μαθήτρια. Γιατί όσες φορές επισκεπτόταν η βασίλισσα Αμαλία το Αρσάκειο και ρωτούσε τη διευθύντρια, Σεβαστή Μάνου, ποια ήταν η πιο καλή μαθήτρια, αυτή της έδινε την ίδια απόκριση:
-Η κόρη Λιδωρίκη καθ’ όλα αρίστη!
Και τα διάφορα χειρόγραφά της, αποδείχνουν πως η Πηνελόπη ήξερε καλά γράμματα. Όχι μονάχα ελληνικά, μα μιλούσε κι έγραφε γαλλικά. Όχι και τόσο συνηθισμένο στην εποχή της.
Λίγος καιρός είχε περάσει που τελείωσε το Αρσάκειο με άριστα. Στις αρχές του Οκτώβρη του 1849, σταμάτησε έξω από το σπίτι του Λιδωρίκη μια άμαξα του παλατιού. Κάποια κυρία της αυλής βγήκε από την άμαξα κι ανέβηκε τις σκάλες του αρχοντικού. Ήταν η μεγάλη κυρία της βασίλισσας, η βαρώνη Πλούσκωβ.
Η Αμαλία, που κείνες τις μέρες είχε γυρίσει από ταξίδι της στη Γερμανία,έστειλε τη βαρώνη Πλούσκωβ να ζητήσει για κυρία της τιμής την Πηνελόπη. Ξεχωριστή τιμή για την Πηνελόπη, τον πατέρα κι όλη την οικογένεια. Την άλλη μέρα κιόλας, παλατιανός διαγγελέας έφερε το διορισμό της που σώζεται ακόμα στο αρχείο της και τον αντιγράφω:
«Όθων Ελέω Θεού Βασιλεύς της Ελλάδος.
Ευαρεστούμεθα να διορίσωμεν και διορίζομεν την Κυρίαν Αθ. Λιδωρίκη Κυρίαν της αυλής παρά τη βασιλίσση τη φιλτάτη ημών συζύγω, με μισθόν εκατό ογδοήκοντα (180) δραχμών κατά μήνα, πληρωτέον εκ του Ημετέρου Ταμείου.
Προς τούτοις δε χορηγούμεν εις αυτήν την τράπεζαν, κατοικίαν, θερμασίαν, τον φωτισμόν, τα τυχόν αναγκαία Ιατρικά εκ του Ημετέρου φαρμακοποιείου και τη επιτρέπομεν την χρήσιν αυλικού οχήματος.
Εν Αθήναις τη 7 Οκτωβρίου 1849
Όθων (σφραγίδα)»
Έτσι μόλις πάτησε τα δεκαοχτώ της, η Πηνελόπη βρέθηκε στο παλάτι, κυρία της τιμής. Θέση διαλεχτή για τότε, που πολλές αρχόντισσες επιζητούσαν. Η Πηνελόπη δεν ήταν η «πεντάμορφη» όπως την έβλεπε η μητέρα της σαν ήταν βρέφος στην κούνια. «Περικαλλής» ήταν η μεγάλη της αδερφή Κλεοπάτρα. Όταν πρωτοήρθε στην Αθήνα η βασίλισσα Αμαλία (1837), η μαθήτρια τότε Κλεοπάτρα πρόσφερε στη βασίλισσα ανθοδέσμη από μέρος της σχολής της, κι «έμεινε έκθαμβος επί τω κάλλει η άνασσα». Η Κλεοπάτρα πέθανε νέα, του Ευαγγελισμού το βράδυ, στα 1843.
Κι η Πηνελόπη όμως ήταν αρκετά όμορφη. Τούτο μαρτυράει η φωτογραφία της εποχής της. Πάντα ντυνόταν με την εθνική φορεσιά, που τόσο ταίριαζε στη συμμετρική κορμοστασιά της και στη νεανική της χάρη. Είχε δική της προσωπικότητα. Ελληνική κατατομή, ευγενικιά, γλυκομίλητη, απλή και καταδεχτική στους τρόπους, άδολη κι αυθόρμητη, με λεπτότητα πνεύματος. Δίκαια στην κρίση της, αγαθή και δυναμική. Αυτά όλα ήταν αρκετά να γίνει αγαπητή στο παλάτι κι η Αμαλία την είχε σαν παιδί της, αφού ήταν άλλωστε η πιο μικρή της αυλής. Της είχε τέτοια αδυναμία η βασίλισσα, που από πρόληψη την είχε για το τυχερό της. Μ’ όλο που ήταν μικρή στα χρόνια, απ’ τα τόσα της χαρίσματα οι παλατιανοί όλοι, ακόμα κι αυτοί οι αγωνιστές, την ξεχώριζαν από τις άλλες κυρίες των τιμών. Όσο για το υπηρετικό προσωπικό του παλατιού, αυτό τη λάτρευε.
Κοντά στα δέκα χρόνια έμεινε κυρία της τιμής. Συνόδευσε τη βασίλισσα δύο φορές σε ταξίδια στην Ευρώπη. Εντύπωση έκανε σε όλους που την γνώριζαν. Από παντού άκουγε κολακευτικά λόγια, ακόμα κι από τον τσάρο Αλέξανδρο Β’. Για τη δεκάχρονη παραμονή της στο παλάτι γράφει, πολλά στο βιβλίο της. Γνώρισε καλά αρκετούς πολιτικούς και αγωνιστές. Πόσα και πόσα δεν ιστοράει, για δύσκολες και καλές μέρες που πέρασε κοντά στους βασιλιάδες.
Τα Θεοφάνεια του 1858 γίνανε στη Χαλκίδα τα εγκαίνια της καινούριας κινητής γέφυρας του Ευρίπου. Πήγανε και οι βασιλιάδες. Μαζί και η Πηνελόπη. Τότε έτυχε να γνωρίσει το νομάρχη Ευβοίας Ηλία Παπαηλιόπουλο. Είχε γεννηθεί κι αυτός στην Άμφισσα το 1817. Γιος του προεστού, αγωνιστή και γερουσιαστή Ασημάκη Παπαηλιοπούλου, αρκετά μορφωμένος και δυναμικός άνθρωπος ο Ηλίας. Κάμποσα χρόνια έκανε γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου κι ύστερα νομάρχης σε διάφορες περιοχές και τώρα στην Εύβοια. Βουλευτής Παρνασσίδος 1882 ως 1885 και για λίγο διάστημα, το 1886, έγινε υπουργός Εσωτερικών. Σε τούτον χρωστιόταν η κινητή γέφυρα του Ευρίπου.
Δέκα μέρες ύστερα από τη γνωριμία τους στη Χαλκίδα, στις 17 του Γενάρη του 1858 αρραβωνιάστηκαν η Πηνελόπη Λιδωρίκη και ο Ηλίας Παπαηλιόποπυλος. Στις 20 του Απρίλη τον ίδιο χρόνο γίνανε οι γάμοι τους. Εικοσιέξι χρονών η Πηνελόπη, σαραντάρης ο Ηλίας. Ο Παπαηλιόπουλος παντρευόταν για δεύτερη φορά. Το 1847 είχε παντρευτεί στη Σύρα την κόρη του Σαλωνίτη Νικόλα Γιαγτζή, τη Φωτεινή. Χήρεψε όμως σε τρία χρόνια.
Για να τιμήσει η Αμαλία την κυρία της αυλής, γίνανε οι γάμοι τους με μεγάλη μεγαλοπρέπεια μέσα στο παλάτι. Παραβρέθηκαν οι βασιλιάδες με όλους τους παλατιανούς. Κουμπάρος, ο τότε πρωθυπουργός Θανάσης Μιαούλης. Η βασίλισσα, κατά τα γραφόμενα εφημερίδας της εποχής «εδώρησεν εις την Πηνελόπην δύο κιβώτια περιεκτικά πλήρους συλλογής τραπεζικών σκευών και εν βραχιόλιον υπερβαλλόντως βαρύτιμον». Κι η νύφη «μετά την τέλεσιν των γάμων της εδωρήσατο τοις υπηρέταις της αυλής και ιδίως ταις υπηρετρίαις ανά 4 και 5 φλωρία εκάστη». Τη μέρα του γάμου της, οι βασιλιάδες, με το ίδιο τους το χέρι γράψανε στο λεύκωμά της τα παρακάτω:
«Τη καλή και αγαθή κυρία Πηνελόπη Αθ. Λιδωρίκη κατά την ημέραν του γάμου αυτής εύχομαι παν καλόν και αγαθόν.
Εν Αθήναις τη 20 Απριλίου 1858
Όθων»
Και στην άλλη σελίδα η βασίλισσα, γαλλικά:
«Ο Θεός να σας ευλογήσει, αγαπητό μου παιδί.
Αθήναι 20 Απριλίου 1858
Αμαλία»
Στα 1898 κυκλοφόρησε στην Αθήνα ένα πολυσέλιδο, καλοτυπωμένο βιβλίο, μα ορφανό από συγγραφέα, ανώνυμο. Ο τίτλος του: «Σελίδες τινές της ιστορίας του βασιλέως Όθωνος». Ήταν γραμμένο σε τύπο «επιστολιμαίο» που τόσο συνηθίζανε τότε. Δηλαδή επιστολή που ο άγνωστος συγγραφέας έστελνε στο λόγιο Φίλιππο Οικονομίδη. Με τα γράμματα αυτά έδινε συγγραφικές πληροφορίες στον Οικονομίδη, που ήθελε τάχα να τις χρησιμοποιήσει για να βιογραφήσει το Νικόλα Λιδωρίκη, φίλο και γραμματέα του πρεσβευτή στη Βιέννη, βαρώνου Σίνα.
Ο Νικόλαος Λιδωρίκης, αδελφός της Πηνελόπης |
Όταν το διαβάσανε τότε έκανε μεγάλη εντύπωση. Σήμερα το δυσκολόβρετο αυτό βιβλίο, απόμεινε για μας ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Γιατί με πρόσχημα πως ιστοράει τη ζωή του Λιδωρίκη, παίρνει αφορμή ο συγγραφέας να αρχίσει με τη βρεφική ηλικία του Λιδωρίκη, ξεκινώντας από το μεγάλο Εικοσιένα και να τελειώσει στο θάνατο του βασιλιά Όθωνα. Μ’ άλλα λόγια, πραγματεύεται και κλείνει ολόκληρη εποχή.
Είναι καλογραμμένο με χάρη κι αφέλεια ζηλευτή, με παρατηρητικότητα, αντικειμενικό και πότε- πότε αυστηρό. Δεν είναι απομνημονεύματα. Είναι σειρά από εικόνες, γραμμένες απλά κι ανεπιτήδευτα, με φυσικότητα, ανόθευτες, χωρίς φτιασίδια και περιττά στολίδια. Στις τετρακόσιες του σελίδες, βρίσκονται και νούριες ιστορικές πληροφορίες. Επεισόδια γραμμένα με κέφι. Παρουσιάζονται πρόσωπα γνώριμα κι άγνωστα, που πήρανε θέση σε δύσκολες στιγμές του κράτους ακόμα κι οι ενέργειες που γίνανε τότε, να ξαναφέρουν πίσω στον τόπο μας τον εξόριστο Όθωνα.
Είναι καλογραμμένο με χάρη κι αφέλεια ζηλευτή, με παρατηρητικότητα, αντικειμενικό και πότε- πότε αυστηρό. Δεν είναι απομνημονεύματα. Είναι σειρά από εικόνες, γραμμένες απλά κι ανεπιτήδευτα, με φυσικότητα, ανόθευτες, χωρίς φτιασίδια και περιττά στολίδια. Στις τετρακόσιες του σελίδες, βρίσκονται και νούριες ιστορικές πληροφορίες. Επεισόδια γραμμένα με κέφι. Παρουσιάζονται πρόσωπα γνώριμα κι άγνωστα, που πήρανε θέση σε δύσκολες στιγμές του κράτους ακόμα κι οι ενέργειες που γίνανε τότε, να ξαναφέρουν πίσω στον τόπο μας τον εξόριστο Όθωνα.
Αν τύχει και πέσει στα χέρια σας το βιβλίο αυτό, θα σας συμβούλευα να το διαβάσετε. Να είσαστε βέβαιοι πως δε θα το μετανοιώσετε.
Ξεκινάει από την Επανάσταση. Μπαίνει στην Οθωνική εποχή, για να μας δώσει πολλά άγνωστα περιστατικά για τους πρώτους βασιλιάδες κι ακόμα πιο πολλά για τους παλατιανούς. Δεν παραλείπει να χαρακτηρίσει με κάποια αυστηρότητα και μερικούς από τους τότε πολιτικούς. Στο τέλος βάζει σε μετάφραση και κάτι γράμματα κάποιας Ελβετίδας που βρέθηκε στην Αθήνα το 1849 κι είναι αρκετά ενδιαφέροντα.
Από τούτα όλα καταλαβαίνει κανείς πως αυτός που τα έγραψε, θα πρέπει να τα έζησε ο ίδιος τα περιστατικά κείνα, να γνώρισε καλά, πρόσωπα, κοινωνία, ανθρώπους και πράματα των καιρών του. Θα ήταν κάποιος που θα είχε υπεύθυνο πόστο, να βρίσκεται καθημερινά στο παλάτι, να γνωρίζει πρωθυπουργούς, υπουργούς, παλατιανούς, ανώτερους αξιωματικούς και το αθηναϊκό αρχοντολόγι. Όσα περιστατικά δεν τα έζησε μα τα άκουσε να του τα μολογάνε οι δικοί του, τα παρουσιάζει με τόση πειστικότητα και ζωντάνια, που ξεγελάει τον αναγνώστη και θαρρεί πως και σ’ αυτά ζούσε και ο συγγραφέας.
Ξεκινάει από την Επανάσταση. Μπαίνει στην Οθωνική εποχή, για να μας δώσει πολλά άγνωστα περιστατικά για τους πρώτους βασιλιάδες κι ακόμα πιο πολλά για τους παλατιανούς. Δεν παραλείπει να χαρακτηρίσει με κάποια αυστηρότητα και μερικούς από τους τότε πολιτικούς. Στο τέλος βάζει σε μετάφραση και κάτι γράμματα κάποιας Ελβετίδας που βρέθηκε στην Αθήνα το 1849 κι είναι αρκετά ενδιαφέροντα.
Από τούτα όλα καταλαβαίνει κανείς πως αυτός που τα έγραψε, θα πρέπει να τα έζησε ο ίδιος τα περιστατικά κείνα, να γνώρισε καλά, πρόσωπα, κοινωνία, ανθρώπους και πράματα των καιρών του. Θα ήταν κάποιος που θα είχε υπεύθυνο πόστο, να βρίσκεται καθημερινά στο παλάτι, να γνωρίζει πρωθυπουργούς, υπουργούς, παλατιανούς, ανώτερους αξιωματικούς και το αθηναϊκό αρχοντολόγι. Όσα περιστατικά δεν τα έζησε μα τα άκουσε να του τα μολογάνε οι δικοί του, τα παρουσιάζει με τόση πειστικότητα και ζωντάνια, που ξεγελάει τον αναγνώστη και θαρρεί πως και σ’ αυτά ζούσε και ο συγγραφέας.
Πολλοί τότε ξαφνιάστηκαν και δικαιολογημένα αναρωτιόνταν, ποιος ήταν ο άγνωστος αυτός συγγραφέας. Αυτός που ύστερα από τριάντα πέντε χρόνια, στο 1898 ήρθε με το βιβλίο του να θυμίσει στους Έλληνες τους δύο μακαρίτες πια βασιλιάδες Όθωνα και Αμαλία; να ιστορήσει και να φέρει στη δημοσιότητα τόσα άγνωστα περιστατικά από την παλατιανή ζωή;…
Κάποια εφημερίδα της εποχής, που γράφει για το βιβλίο αυτό, υποψιάζεται πως «είναι πόνημα φιλοσόφου τινός φιλαλήθου γέροντος, όστις ωρμήθη υπό αγνής φιλοτιμίας να χαράξει τας αξιολογωτάτας των αναμνήσεων της νεανικής και ανδρικής αυτού ηλικίας, διελθούσης δια μέσου της ιστορικής δίνης μιας ολοκλήρου γενεάς από της μεγάλης ημών εθνικής Επαναστάσεως μέχρι της μεταπολιτεύσεως του1862».
Η Πηνελόπη σε γεροντική ηλικία |
Από το βιβλίο όμως αποδειχνόταν περίτρανα πως ο ανώνυμος συγγραφέας του θα έπρεπε να είναι κάποιος απ’ την οικογένεια Λιδωρίκη ή από άνθρωπο που είχε στενές σχέσεις μαζί της. Τα περιστατικά που αναφέρονται είναι καθαρά οικογενειακά και λιγοστοί μπορούσαν να τα ξέρουν. Κι ο Νικόλας, που μ’ αυτόν τάχα καταπιανόταν ο συγγραφέας, ήταν γιος του Θανάση Λιδωρίκη. Όλοι τους τότε θαρρούσαν πως ήταν «φιλοπόνημα θυμοσόφου τινός φιλαλήθους γέροντος».
Πού να βάλει ο νους τους ότι αυτό μπορούσε να είναι έργο γυναίκας. Γυναίκα! Ασυνήθιστο για κείνη την εποχή. Να καταπιαστεί γυναίκα μ’ ένα τέτοιο ιστορικό θέμα;…Κι όμως πίσω από την ανωνυμία κρυβόταν μια γυναίκα. Η Πηνελόπη Παπαηλιοπούλου, η κόρη του Θανάση Λιδωρίκη. Κι όταν με το πέρασμα του χρόνου άρχισε να μαθεύεται το όνομά της, αυτή από ταπεινοφροσύνη το αρνιόταν. Μα στο τέλος έγινε κοινό μυστικό».
Πού να βάλει ο νους τους ότι αυτό μπορούσε να είναι έργο γυναίκας. Γυναίκα! Ασυνήθιστο για κείνη την εποχή. Να καταπιαστεί γυναίκα μ’ ένα τέτοιο ιστορικό θέμα;…Κι όμως πίσω από την ανωνυμία κρυβόταν μια γυναίκα. Η Πηνελόπη Παπαηλιοπούλου, η κόρη του Θανάση Λιδωρίκη. Κι όταν με το πέρασμα του χρόνου άρχισε να μαθεύεται το όνομά της, αυτή από ταπεινοφροσύνη το αρνιόταν. Μα στο τέλος έγινε κοινό μυστικό».
Η διήγηση είναι αναπαραγωγή
από τη δημοσίευση του Τάκη Λάππα «Πηνελόπη
Λιδωρίκη - Παπαηλιοπούλου»
στο περιοδικό «Στερεά Ελλάς», τεύχη
Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου 1972,
με την προσθήκη από τον Π. Μπακαρέζο ενός επεισοδίου που δεν αναφέρει ο Λάππας
και κάποιες άλλες μικρές λεπτομέρειες.
Πηγή: http://www.krokilio.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.