Μαρία η Πενταγιώτισσα
Στον Καρκαβίτσα
Έξυπνος βρίσκομαι στο φτωχικό μου,
ένα μισόσβηστο δαυλί στο πλάι
την τελευταία του σπίθα πετάει.
Κρατάω το μέτωπο σκυφτό στο χέρι·
μέσα στα σύγνεφα μόνο έν’ αστέρι
λάμπει… κι αθέλητος ο στοχασμός μου
πάει στις πεντάμορφες, θεές του κόσμου,
που κόσμους φάγανε και παλικάρια,
σαν άγρια πέλαγα και σα λιοντάρια.
Κι έξαφνα τ’ άστρο μου στα ουράνια βάθη
μέσα σε σύγνεφο πιο μαύρο εχάθη,
κι έν’ αβασίλευτο κι έν’ άλλο αστέρι
απ’ άλλα υψώματα κι απ’ άλλα μέρη
κι απ’ άλλα ονείρατα σταλτό εδώ χάμου,
νά! γλυκοχάραξε στην κάμαρά μου.
Μ’ ένα λαμπρόφωτο γύρω στεφάνι
η Πενταγιώτισσα μπροστά μου εφάνη.
Δεν την αλλάξανε τα καταχθόνια·
πανώρια, αγέραστη, ξάστερη, αιώνια,
σαν να την έκαμε στον Άδη κάτου
ο Χάρος, δούλος της, βασίλισσά του.
Ίδια, παράδεισο, κόλαση, νά! Ίδια!
Φλωριά, χωριάτικα πλούσια στολίδια,
στο αχνό της μέτωπο κρέμουντ’ αράδα,
και του μετώπου της λάμπ’ η αχνάδα
φανταχτερότερη κι απ’ τα φλωριά της·
η Νύχτα χάνεται μπρος στη θωριά της·
αλλά κι αν ήτανε κι η Νύχτα εκείνη
που μόνο ο θάνατος κι ο τάφος δίνει,
κι αν είχε αμέτρητες φορές ακόμα
πιο άγριο πρόσωπο, πιο μαύρο χρώμα,
πάλι θα χάνοταν σαν ντροπιασμένη
απ’ τη νικήτρα της λάμψη που βγαίνει
μέσ’ απ’ τα μάτια της· — είναι γυναίκεια;
και μάτια λέγονται τ’ αστροπελέκια;
Ω Πενταγιώτισσα, τί θες ακόμα;
πες μου, δε σ’ έλιωσε το μαύρο χώμα
και με τα ονείρατα του κάτου κόσμου
ξεφεύγεις άπιαστη κι έρχεσ’ εμπρός μου;
Μόνη δεν έρχεσαι· κι από κοντά σου
κοίταξε! σέρνονται τα θύματά σου,
αγόρια αχνούδωτα, παλικαράδες,
αθώα θύματα κι αθώοι φονιάδες,
πίσω σου τρέχουνε, σ’ ακολουθούνε,
κι όλοι από έρωτα για σε μεθούνε.
Κι αυτοί που μάγεψες και που στα χέρια
τους επαράδωκες φόνου μαχαίρια
κι αδέρφια εσκότωσαν, φίλους για σένα,
κι εκείνοι πὄπεσαν αρνιά σφαγμένα,
όλοι τους κρέμουνται κι αυτοί κι οι άλλοι
μέσ’ απ’ της νιότης σου τα δόλια κάλλη,
κι εσύ στη μέση τους δεν κλαις, δε φρίττεις,
γέννα μαρμάρινη της Αφροδίτης!
Κι όπως η Άνοιξη από το παλάτι
του Απρίλη χύνεται ρόδα γεμάτη,
κι εσέ τα χέρια σου κι εσέ η ποδιά σου
γεμάτα είν’ αίματα, ρόδα δικά σου!
Α! Πενταγιώτισσα, τί θες ακόμα;
Όχι, δε σ’ έλιωσε το μαύρο χώμα,
και με τα ονείρατα του κάτου κόσμου
ξεφεύγεις άπιαστη κι έρχεσαι εμπρός μου.
Ω πλάσμ’ αλύπητο, λαχταρισμένο,
έλα! σ’ αγάπησα, και σε προσμένω!
Κι αν είσαι φάντασμα, τέτοια ολοένα,
τέτοια φαντάσματα ωσάν εσένα
να μου χαρίζουνε την ευτυχία,
όνειρο πύρινο σε ζωή κρύα!
Έλα και σφίξε με στην αγκαλιά σου,
σβήσε τη δίψα μου με τα φιλιά σου,
όπως κι αν λέγεσαι κι ό,τι κι αν είσαι,
κι ύστερα και όλο μου το αίμα χύσε,
σαν το νεράκι της η γη σ’ το δίνω·
ρουμπίνια ατίμητα πλάσε μ’ εκείνο.
Όλα είναι σύγνεφα και παραμύθια,
μόν’ η Ομορφιά είναι το φως, η αλήθεια!
Του κάκου αχόρταγα στο κόσμο τούτο
δόξα γυρεύουμε, δύναμη, πλούτο,
κι η Πίστη μάγισσα, φτερά μάς δίνει,
κι εμπρός σου τρέμουμε, Δικαιοσύνη,
κι όλο από μέσα μας μιαν ευχή βγαίνει:
Να ζούμε απείραχτοι κι αναπαμένοι!
Σε μιας Πεντάμορφης τα στήθη επάνω,
με δυο γλυκόλογα, με γέλιο πλάνο,
όλα ξεχάνονται… Χιμάει μια Λάμια
και σαν αδύνατα ξερά καλάμια
τα σιδερένια μας νιάτα συντρίβει,
και ή βοσκοπούλα είναι μες στο καλύβι
ή στ’ αρχοντόσπιτο κυρά μεγάλη,
όμοια στ’ αρπάγια της μας σφίγγει πάλι,
και με το στόμα της τ’ άπονο πιάνει
ρουφάει το αίμα μας,— και δεν της φτάνει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.