Κώστας Καψάλης (4-09-12) Πηγή: http://www.lidoriki.com
Απόσπασμα από το βιβλίο με τίτλο «Χάρη Σταματίου διηγήματα» που εκδόθηκε από την Παπαχαραλάμπειο Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου, Ναύπακτος 2006
ΜΑΡΙΑ Η ΠΕΝΤΑΓΙΩΤΙΣΣΑ
Στα Σάλωνα σφάζουν τραγιά και στο Χρισσό κριάρια
Και στης Μαρίας την ποδιά σφάζονται παλληκάρια!
Και στης Μαρίας την ποδιά σφάζονται παλληκάρια!
Δεν υπάρχει σε όλη την Ελλάδα χωριό που να μην ακούγoνται συχνά οι στίχοι αυτοί. Τους τραγουδούν στους γάμους, στα πανηγύρια, στα γλέντια, σαν ύμνο στην αιωνία ομορφιά, σα δοξολόγημα στην περίφημη Μαρία την Πενταγιώτισσα, την ιστορική και μοιραία γυναίκα. Γιατί η Μαρία υπήρξε ένας από τους γυναικείους εκείνους χαρακτήρες, τους οποίους η φύσις προορίζει για τη συμπάθεια και το θαυμασμό των ανθρώπων, οπωσδήποτε και αν φερθούν στην κοινωνία. Οι Πενταγιοί, το μικρό χωριό της, έγινε για κάμποσο καιρό τόπος τρομερών γεγονότων, που θα τα έλεγε κανείς μυθιστορηματικά, αν δεν τα εβεβαίωναν αξιόπιστοι μαρτυρίαι. Στο χωριό αυτό, κατά τους πρώτους μετά την Ελλ. Επανάσταση χρόνους, ζούσε ο Δασκαλόπουλος, νοικοκύρης τίμιος και σεβαστός, αρκετά πλούσιος. Ο Δασκαλόπουλος είχε ένα γιo, το Θανάση, και δυο κόρες, την Ελένη και τη Μαρία. Η Μαρία από μικρή άρχισε να δείχνει σημεία ζωηρής και ανυπόταχτης καλλονής. Σ’ όλο το χωριό είχε γίνει ονομαστή για τα μάτια της, τα «μεγάλα κρασογάλανα μάτια» που ετόξευαν στον ατενίζοντα αυτά κάποιο ρεύμα που θάμπωνε και μάγευε σαν τα μάτια της Γοργόνας. Με τον καιρό η Μαρία εμέστωσε σε αδρή κοπέλλα με θαυμασία κορμοστασιά, με εύγραμμα στήθη, ενώ το θείο πρόσωπό της έλαμπε σαν ήλιος. Και τα παλληκάρια του χωριού άρχισαν να δαιμονίζονται γι’ αυτή. Ο δρόμος από τον οποίον θα περνούσε η Μαρία για να φτάσει στη βρύση θα ήταν πάντα πιασμένος από τους νέους ερωτευμένους που περίμεναν το πέρασμά της. Τη νύχτα γύρω από το σπίτι της αντηχούσαν περιπαθή τραγούδια και τις Κυριακές, στο χοροστάσι, τα παλληκάρια εμάλωναν ποιο να πρωτοπιάσει στο συρτό το παχουλό και άσπρο χέρι της Μαρίας. Στην περιορισμένη εκείνη κοινωνία, ανάμεσα στις αυστηρές εκείνες ψυχές, όπου και απλώς να καλοκυτάξη κανείς τη γυναίκα ή την αδελφή του άλλου εθεωρείτο αμάρτημα ασυγχώρητο, τώρα εκυριαρχούσε μια αυθάδεια κι’ ένας ασυγκράτητος οργασμός. Θα έλεγε κανείς ότι η ομορφιά της λυγερής εκείνης ήρθε να καταπατήσει τις άγιες παραδόσεις, τη σεμνότητα και την αρετή του Ελληνικού χωριού.