Στην
επίσκεψή μας πριν λίγα χρόνια στο Παρίσι, μας προκάλεσε ιδιαίτερην
εντύπωση, ανάμεσα στ’ άλλα, η αναγραφή στα υπέρθυρα των εξαίρετων
μνημείων - κτιρίων του εμπνευσμένου απ’ τα κηρύγματα των Διαφωτιστών
κεντρικού συνθήματος- τριπτύχου «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη»
της Γαλλικής επανάστασης. Η επιμονή στη διατήρηση και προβολή της
συμπυκνωμένης συλλογικής μνήμης, είναι μια συγκινητική, όσο κι αναγκαία
ενέργεια/προσπάθεια που γεννά στενάχωρη, μελαγχολική διάθεση. Και είναι
τέτοια λόγω της άγονης αναζήτησης κάποιων ανάλογων τέτοιων υπομνήσεων,
σε Αθήνα, ή και Άμφισσα, για τη συντήρηση της μνήμης της Ελληνικής
Επανάστασης. Αυτής που άρχισαν οι προεργασίες εορτασμού των 200 ετών απ’
την έναρξή της.
Προσπαθήσαμε
να καταλάβομε τη λογική των διθυραμβικά εξαγγελθέντων σχεδιασμών. Δεν
πεισθήκαμε ότι οι στοχεύσεις είναι σε αρμονία με τις από παλιά γνωστές
απόψεις π.χ. του Σπ. Ασδραχά (‘‘Η Επανάσταση του ’21 είναι το μεγαλύτερο γεγονός της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, η μεγάλη τομή’’, εφημ. ‘‘Κ’’, 24/11/2002) ή του Γ. Σεφέρη, εκθειάζοντα την
‘‘παράδοση που μπήκε θριαμβευτικά στη συνείδηση του έθνους με την
ελληνική επανάσταση. Ο αγώνας εκείνος ήταν ένα κοινωνικό, πολεμικό και
πολιτικό γεγονός. Ήταν συνάμα και ένα πνευματικό γεγονός (...) η άποψη
αυτή, η πιο αγνοημένη...’’ (‘‘Ένας Έλληνας-Ο Μακρυγιάννης’’,
Δοκιμές, 1ος τ., Ε΄ έκδ., Ίκαρος, σ. 241). Επιφύλαξη και για τα
επιλεγέντα πρόσωπα των Επιτροπών. Ας μην έχομε πια γεροΑγωνιστές. Από
ό,τι διαθέτομε, θα μπορούσαμε να επαναλάβομε το: ‘‘Έτσι ήτανε μωρέ’’,
του Γ. Βλαχογιάννη; Εκτός κάποιων προφορικών κρούσεων, ενημερώσεων σε
τοπικό επίπεδο, δεν έχομε εικόνα προθέσων - σχεδιασμών για τα καθ’ ημάς.
Χωρίς καθόλου μαξιμαλιστικές προσδοκίες, θα ευχόμαστε να μην απλώσουν
οι όποιες σχεδιαζόμενες εκδηλώσεις - δραστηριότητες σε περιγραφές μαχών
κι αφηγήσεις αγιογραφίες αγωνιστών, ή τοπικιστικές αδικαίωτες εξάρσεις
υπερκερασμού της προσφοράς άλλων πόλεων – περιφερειών, πάνω στα οποία
είχε φτιαχτεί το αφήγημα του 20ού αι. Θα προτιμούσαμε/ εισηγούμαστε σε
ένα περιεκτικό κεντρικό προγραμματισμό: ανάδειξη του έργου (με την
αυτοσυνειδησία που περικλείει) του συμπατριώτη μας στρατηγού Μακρυγιάννη
και της ουσιαστικής συνεισφοράς του τόπου σε επίπεδο λαϊκής βάσης, στο
Μεγάλο Ξεσηκωμό, όπως είχε οραματισθεί και μας άφησε παρακαταθήκη ο Ευθ.
Σταθόπουλος.
Το
παραπάνω βιβλίο, για το οποίο όταν κυκλοφορήθηκε στην Αθήνα το 1898,
πολυσέλιδο, καλοτυπωμένο γραμμένο σ’ επιστολιμαίο τύπο (δηλ. σαν
επιστολή που ο άγνωστος συγγραφέας έστελνε στο λόγιο Φίλιππο Οικονομίδη (2)
- παροχή πληροφοριών για τη βιογραφία του Νικ. Α. Λιδωρίκη, είδος
συνηθιζόμενο τότε), γράφτηκε σε αθηναϊκήν εφημερίδα της εποχής πως «εἶναι
πόνημα φιλοσόφου τινός φιλαλήθους γέροντος, ὅστις ὡρμήθη ὑπό ἁγνῆς
φιλοτιμίας νά χαράξῃ τάς ἀξιολογωτάτας τῶν ἀναμνήσεων τῆς νεανικῆς και
ἀνδρικῆς αὐτοῦ ἡλικίας, διελθούσης διά μέσου τῆς ἱστορικῆς δίνης μιᾶς
ὁλοκλήρου γενεᾶς ἀπό τῆς μεγάλης ἡμῶν ἐθνικῆς Ἐπαναστάσεως μέχρι τῆς
μεταπολιτεύσεως τοῦ 1862». Βάσιμα εικάζεται ότι ο συγγραφέας
προέρχεται απ’ την οικογένεια του Αθ. Λιδωρίκη, ή από στενά σχετιζόμενο
μαζί της άνθρωπο, αφού τα αναφερόμενα περιστατικά είναι καθαρά
οικογενειακά κι ελάχιστοι μπορούσαν να γνωρίζουν.
Είναι
ένα ιστορικό ντοκουμέντο, καλογραμμένο με χάρη κι αφέλεια καμιά φορά,
με παρατηρητικότητα, αντικειμενικό κι ενίοτε αυστηρό. Περιέχει άγνωστες
από αλλού ιστορικές πληροφορίες. Επεισόδια - πρόσωπα γνώριμα κι άγνωστα,
που έλαβαν χώραν, ή έδρασαν σε δύσκολες στιγμές, μια σειρά
εικόνων,ανόθευτων με φυσικότητα, απλά κι ανεπιτήδευτα αποτυπωμένων. Όσα
περιστατικά δεν τα έζησε η συγγραφέας, μα άκουσε να τα διηγούνται
οικείοι της, τα παρουσιάζει με πειστικότητα και ζωντάνια, που ο
αναγνώστης θαρρεί πως ήταν αυτόπτης. Ξεκινά απ’ την Επανάσταση και
φθάνει στην Οθωνική εποχή, φανερώνοντας πολλά άγνωστα περιστατικά για
τους πρώτους βασιλείς και τους αυλικούς. Εκεί είχαν εστιάσει οι
παλαιότεροι το ενδιαφέρον κι ο Τ. Λάππας, που πρώτος είχε αναδείξει κι
αξιοποιήσει, απ’ τη δική του οπτική, το βιβλίο (Πηνελόπη Λιδωρίκη -
Παπαηλιοπούλου, σε περ. ‘‘Στερεά Ελλάς’’, Φεβρ., τ. 37, σσ. 8-12, Μαρτ.,
τ. 38, σσ. 11-15 & Απρ., τ. 39, σσ. 26-29 &38 του 1972).
Η 14σέλιδη Εισαγωγή σε 2 ενότητες, ξεκινά με την
αναπόληση της κρυπτόμενης συγγραφέως: α) γεγονότων φιλοπατρίας, β)
μαθητικών στιγμών και αλησμόνητου δασκάλου, γ) της αφίξεως στον Πειραιά
«μέ μίαν Γαλαξιδιώτικην μπρατζέρα», για μόνιμην εγκατάσταση στην Αθήνα,
της οικογένειας του Αθ. Λιδωρίκη το 1836, ύστερα από 4ετή παραμονή τους
στα Σάλωνα-Άμφισσα. Εκεί παρατίθενται ενδιαφέρουσες εικόνες της Αθήνας,
των πρώτων χρόνων της ως πρωτεύουσας του νεοελληνικού κράτους. Οι
αναπολήσεις εκδιπλώνονται στο πώς μεγάλωναν τα παιδιά (αγόρια-κορίτσια)
προεπαναστατικά και το πώς γίνονταν οι γάμοι την περίοδο του Μεγάλου
Ξεσηκωμού. Έντονη αντίθεση με την έξοδο-ζωή αργότερα στη δυτικήν Ευρώπη
«τόν πολιτισμένον κόσμον, τόν τακτοποιημένον πρό αἰώνων, τόν βίον τόν ὡρολογοποιημένον». Και οι μνήμες των ηρωικών χρόνων παρέμεναν και δεν ξέφτιζαν, αξεθώριαστες.
Πρώτη
αναφορά στον Αλή Πασά και τα Γιάννενα, πώς η πόλη έμενε στα σκοτάδια
της αμάθειας, μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, στο οποίο ο Αθ.
Λιδωρίκης ήταν Σύμβουλος της Επικρατείας. Και στη 2αν ενότητα της
εισαγωγής αναμνήσεις, αναπολήσεις και συγκρίσεις, μαθητικά χρόνια και
έγνοιες, «Δωρικοί ἀστεϊσμοί», δηλ. το ρουμελιώτικο πνεύμα-
χιούμορ του Νικ. Λιδωρίκη και περιγραφή των προεπαναστατικών συνηθειών
όσον αφορά σε επισκέψεις, κοινωνικές επαφές προσώπων, υποδοχή και
περιποιήσεις στο σπίτι, με σκιαγράφηση των ρόλων άντρα και γυναίκας στο
πατριαρχικό περιβάλλον. Η συγγραφέας προοιωνίζεται τις αλλαγές σε
εργασία και μόδα απ’ την έναρξη του αγώνα των γυναικών για ισότητα στην
Ελλάδα. Μνήμες των επαφών του Αθ. Λιδωρίκη με τους παλιούς φίλους του,
σεβασμίους πια γέροντας «φέροντες ἐπ’ ὤμου τό οἰκοδόμημα τῆς
ἀναγεννηθείσης Ἑλλάδος (…) ἡ συνομιλία περιωρίζετο εἰς τέσσερας λέξεις,
τό πολύ ὀκτώ, κατόπιν ἐρρόφων ἡσύχως τόν καπνόν των τόν καφέ των καί
ἀπήρχοντο (…) αὐτοί μέ τά τέσσερα λόγια τό ἔφτιαξαν τό ρωμέικο, ἡμεῖς μέ
τά χίλια τέσσερα τό ξεφτύσαμε» (σσ. 9-10).
Αποδύεται
κατόπιν σ’ έναν ύμνο του ήθους των παλιών αγωνιστών. Κάνοντας λόγο για
το σπίτι των Λιδωρίκηδων στην οδό Αδριανού (Πλάκα), μιλάει για τα σπίτια
της παλιάς Αθήνας, με τη μεγάλη αυλή και την εθιμοτυπία των
ανταλλαγών-κοινωνικών επισκέψεων. Ξανά οι σχέσεις των δύο φύλων, «οἱ
σύζυγοι τότε, καί μέ ὅλην τήν ἀγερωχίαν τοῦ χαρακτῆρος των και τά
σατραπικά ἤθη των, πρός τάς γυναῖκας τους ὅμως ἐφέροντο μετά σεβασμοῦ». Επαινούνται οι Ηπειρώτες για τα νοητικά και επιχειρηματικά τους επιτεύγματα. Για το Νικ. Λιδωρίκη γράφεται ότι ήταν «ἐπιτυχές κρᾶμα ἀνατροφῆς Ἠπειρωτικῆς μετά ἀγερωχίας καί ὑψηλοφροσύνης Δωριέως». Το
παιδί απ’ τη μητέρα του βοηθείτο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και του
πατριωτικού του φρονήματος. Παρά τις υποχρεώσεις ανατροφής 4 μικρών
παιδιών, με αναφορές σε Πλούταρχο και ιστορικά γεγονότα, όπως η μάχη των
Θερμοπυλών-επεισόδια του Αγώνα, φρόντιζε επισταμένως να κοινωνικοποιεί
τη νέα γενιά και να τα εμπλουτίζει με ακριβές μνήμες της Επανάστασης.
Και
το Α΄κεφάλαιο ξεκινά με αναφορά στο Νικ. Λιδωρίκη και μια εύστοχη κρίση
για τους πολιτικούς ηγέτες που δεν ανταποκρίθηκαν/ονται στα
συναισθήματα του λαού. Καταγράφεται συνοπτικά η ιστορία του Αθ.
Λιδωρίκη, που μικρός πήγε όμηρος στον Αλή Πασά, σπούδασε κοντά στον
περίφημο δάσκαλο Αθανάσιο Ψαλίδα και ανεδείχθη έμπιστος
γραμματέας-σφραγιδοφύλακας του Αλή Πασά. Νυμφεύτηκε στην Άρτα την
Βασιλική, κόρη ενός πλούσιου άρχοντα, του Ντέμου. Παρασιωπάται το
γεγονός της πρόσληψης του νεώτατου Μακρυγιάννη, ως επιστάτη του
απουσιάζοντα στα Γιάννενα αφεντικού του. Για τις πρώτες περιπέτειες της
οικογένειας, που διαδραματίζονται στην περιοχή της Άρτας, πηγή
συσχέτισης – επιβεβαίωσης των γραφομένων, είναι ο Στρατηγός. Όντας μέλος
της Φιλικής Εταιρείας, ο Αθ.Λιδωρίκης συνελήφθη απ’ τους Τούρκους, με
κίνδυνο απώλειας της ζωής του, στην έκρηξη της Επανάστασης. Ευεργετηθείς
απ’ την ένοπλη επέμβαση του Χασάν μπέη (ανιψιού του Ομέρ Βρυώνη),
κατέφυγε στο στρατόπεδο του Γώγου Μπακόλα. Ο Χασάν πασάς της Άρτας όμως
συνέλαβε για να οδηγήσει σκλάβα τη σύζυγό του. Ο Νικόλαος, αν και
4αετής, υπερασπίζεται την απειλούμενη μητέρα του, κερδίζοντας ακόμα και
τη συμπάθεια του επικεφαλής αστυνομικού οργάνου. Με τη μεσολάβηση του Ι.
Κωλέττη, η γυναίκα έμεινε σε κατ’οίκον περιορισμό στο σφραγισμένο σπίτι
της.
Η σε
προχωρημένη εγκυμοσύνη γυναίκα απελευθερώθηκε με την είσοδο των
ελληνικών στρατευμάτων στην Άρτα, απ’ το Μακρυγιάννη (υποτακτικό -
επιστάτη τους προεπαναστατικά) και μερικά παλικάρια Δωριείς (δηλ.
αγωνιστές απ’ την επαρχία του Λιδωρικιού), που είχε στείλει επί τούτου ο
Αθ. Λιδωρίκης. Αναφέρεται αναλυτικά στο στρατηγό-συγγραφέα των
Απομνημονευμάτων, το ρόλο του, τη γενναιότητα και την ανθρωπιά του στην
απελευθέρωση και ασφαλή διαφυγή της οικογένειας του πρώην αφεντικού του,
που είχε προ μηνός αποκτήσει κι ένα καινούργιο μέλος. Το Μακρυγιάννη
χαρακτηρίζει «ἁπλοῦν ἀκόλουθον αὐτοῦ διακριθέντα κατόπιν εἰς τό πεδίο τῶν μαχῶν, καί φθάσαντα δικαίως εἰς τόν βαθμόν στρατηγοῦ»
(σ. 20). Μέσα στη σύγχυση έδρασε ο Μακρυγιάννης κι η ομάδα του,
αιφνιδίασαν τον Τούρκο φύλακα και πήραν φεύγοντας μαζί τους τη γυναίκα,
την πενθερά και την υπηρέτρια, με το 4χρονο αγόρι και το ενός μηνός
νεογέννητο κοριτσάκι. Στην αστραπιαία φυγή, δε σκέφτηκαν να πάρουν
χρήματα ή τιμαλφή (3), αλλά όπως ήταν, οι γυναίκες με φέσι στο κεφάλι «μέ μαργαρίτας καί χρυσά νομίσματα γύρωθεν» και κάποια ακριβά δαχτυλίδια στα χέρια.
Με
δημευθείσα και αρπαγείσα την περιουσία στην Άρτα, η οικογένεια για 5
χρόνια προσποριζόταν τη διατροφή της απ’ τα χρυσά νομίσματα στο φέσι και
τα δαχτυλίδια! Η πορεία τους μέχρι να φθάσουν σε ασφαλές μέρος, γινόταν
με την εικόνα της Παναγίας στο κεφάλι της προπορευόμενης πενθεράς και
τις παρακλήσεις-προσευχές του μικρού αγοριού. Ο Μακρυγιάννης ξέσκισε τη
φουστανέλα του κι έδεσε μ’ αυτή τα ματωμένα απ’ την πορεία πόδια των
γυναικών. Ασφαλής σταθμός ήταν το στρατόπεδο του οπλαρχηγού Τζόγκα. Εκεί
τους περίμενε κι ο Αθ. Λιδωρίκης. Αυτός, όταν είχε απελευθερωθεί στην
Άρτα, είχε διαφύγει στο στρατόπεδο του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα,
στενοχωρούμενος για την αφημένη πίσω οικογένειά του. Παρηγορείτο απ’ τα
όνειρα που έβλεπε. Η συγγραφέας κάνει λόγο για τις αλληλεπιδράσεις στους
συγχρωτιζόμενους μουσουλμάνους-χριστιανούς, των δερβισών-μοναχών, με
ιδιαίτερην αναφορά στην «ὑπόληψιν καί πίστιν τοῦ θηριώδους Ἀληπασσᾶ πρός τόν χριστιανόν μοναχόν Πάτερ Κοσμᾶν» (τον Αιτωλό, σ. 24).
Καταγράφοντας
μνήμες που είχεν αφηγηθεί ο Αθ. Λιδωρίκης, αναφέρεται η διαφορά στο πώς
υπέμεναν τα μαρτύρια του Αλή, Έλληνες και Τούρκοι-Τουρκαλβανοί, με
ιδιαίτερη μνεία στο μαρτυρικό τέλος του γενναίου Κατσαντώνη.
Παρατίθενται ακόμη η εξήγηση από ένα δερβίση ενός ονείρου του
Αθ.Λιδωρίκη, αφ’ενός για την απελευθέρωση της Ελλάδας κι αφ’ετέρου για
τη μακροβιότητά του. Έτσι ολοκληρώνεται μια 6σέλιδη παρέκβαση. Μετά από
ολιγοήμερη παραμονή στο στρατόπεδο του Τζόγκα, ακολουθώντας το
Μακρυγιάννη η οικογένεια, με τα κατάλληλα πέδιλα στα πόδια, πήγε στο
Μεσολόγγι, το 2ο σταθμό της περιπλάνησής της. Εκθειάζεται η φιλοξενία
των Μεσολογγιτισσών, που πρόσφεραν διακριτικά και με λεπτότητα ψάρια και
θηράματα (λαγούς-ζαρκάδια), αλλά και είδη ρουχισμού στα κατατρεγμένα
μέλη της οικογένειας Λιδωρίκη. Σα να μην έφθαναν αυτά, κόλλησαν και
ψείρες απ’ τους στρατιώτες. Για αγορά φορεμάτων κι εσωρούχων τα πολύτιμα
δαχτυλίδια τους δεν εύρισκαν αγοραστή, λόγω περιστάσεων. Έτσι οι
γυναίκες αναγκάστηκαν να ξηλώσουν τα χρυσά σηράδια (4) απ’ τα
φορέματα, τα έχυναν και όσο ασήμι έβγαινε απ’ αυτά, εχρησιμοποιείτο ως
νόμισμα-αντίτιμο για αγορές τροφίμων. Τις προμήθειες έκανε ο 5χρονος
Νικόλαος, αφού τότε δεν επιτρεπόταν η γυναίκα να βγαίνει από το σπίτι,
απόντος του συζύγου…
Ο
μικρός παρακολουθούσε και μαθήματα σε κοντινό σχολείο. Η υπηρέτρια τους
εγκατέλειψε και γύρισε στον άντρα και τα παιδιά της. Με συγκινητικό
τρόπο η συγγραφέας εκθειάζει την προσφορά των γυναικών του Αγώνα· «ἔργον
εἶναι, ἡ καταπλήξασα τόν κόσμον ὅλον ἀπελευθέρωσις τοῦ Γένους ὑπό μιᾶς
δρακός ἀνδρῶν τυχόντων τοῦ ἐξόχου εὐτυχήματος νά γεννηθῶσιν ἐξ αὐτῶν»
(σ. 31). Η σύζυγος κι η πενθερά του Αθ. Λιδωρίκη, έχοντας ζήσει (και
μέσα στη σκλαβιά!), σε περιβάλλον πλούτου, χλιδής κι ανέσεων, αν και
βρέθηκαν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη χωρίς τίποτα, στο δρόμο «δέν
ἐδειλίασαν τό παράπαν, δέν ἐγόγγυσαν, ἀνεδέχθησαν μετά γενναιότητος καί
ὑψηλοφροσύνης πάντα τά ἔργα τά ὑπηρετικά, ἐζύμωσαν, ἔπλυναν,
ἐμαγείρεψαν, ἔρραψαν, ταῦτα ὅλα μέ εὐθυμίαν, μέ χαράν». (σ.32). Και
όταν πήγαιναν στην εκκλησία, η ηρεμία κι η γαλήνη του προσώπου τους, τις
έκανε να φαίνονται βασίλισσες και ας κακοπαθούσαν επί 7 χρόνια
καταδιωκόμενες απ’ τους Τούρκους και περιπλανώμενες.
Έχοντας
πληροφορίες για την επικείμενη α΄ πολιορκία του Μεσολογγιού (1822), ο
Αθ. Λιδωρίκης έστειλε άνθρωπό του να τους παραλάβει και μεταφέρει στο
νησί Κάλαμος (5) για ασφάλεια. Ένα 24ωρο κράτησε το ταξίδι με
καΐκι και βάσανα απ’ τη θάλασσα και την απώλεια του πήλινου δοχείου με
το πόσιμο νερό τους. Σκληρή, αφιλόξενη και περιοριστική η υποδοχή στο
νησί (3ο σταθμό της περιπλάνησής τους) απ’ τους Άγγλους κυρίαρχους. Από
κάποιους που αναγνώρισαν τις γυναίκες, όταν έμαθε ο διοικητής ποιες
ήταν, στο ξύλινο παράπηγμα που κατέλυσαν τους έστειλε δώρα: ψωμί, κρασί
και φρούτα. Μετά μια σύντομη, ενθαρρυντική επίσκεψη του Αθ. Λιδωρίκη,
ενέσκηψε θανατηφόρος λοιμός στο νησί, απ’ τον οποίο προσβλήθηκε κι η
σύζυγός του - μητέρα της συγγραφέως. Οι Άγγλοι γιατροί κι ένας Έλληνας,
που είχε έρθει απ’ το εξωτερικό να προσφέρει τις υπηρεσίες του,
φρόντισαν συγκινητικά τους αρρώστους και το μικρό Νικόλαο, που μόλις
συνήλθε η μητέρα του, έπεσε αυτός απ’ την επίσης επικίνδυνη ευλογιά.
Χωρίς τελειωμό τα βάσανα του πολέμου, έφεραν μετά, εντολή των Άγγλων να
εγκαταλείψουν οι πρόσφυγες τον Κάλαμο σε σύντομο διάστημα, μαζί και
τρομακτικές φήμες για νίκες και απειλές τουρκικές. Αδυναμία κάποιας
επαφής με τον Αθ.Λιδωρίκη και μ’ ένα ψαροκάικο έφυγαν για το Γαλαξείδι.
Ξανά δύσκολο ταξίδι κι έφθασαν στον 4ο σταθμό της περιπλάνησής τους. Η
περίφημη ναυτική πολιτεία είχε υποστεί καταστροφήν, ως γνωστόν, το
Σεπτέμβρη του ’21. Είχε ξαναχτιστεί και φέρει πίσω τους φιλοπάτριδες
κατοίκους της. Γεμάτο ζωή, τροφή, ψάρια, αλλά κι αιγοπρόβατα απ’ τα γύρω
βουνά, χωρίς όμως σχολείο. Η φήμη για ερχομό εκεί τουρκικής αρμάδας, το
άδειασε από κόσμο, διακόπτοντας απότομα και τη διαμονή με εξασφαλισμένη
τροφή, της οικογένειας Λιδωρίκη.
Η
συγγραφέας στο σημείο αυτό συγχέει μερικώς τα ιστορικά στοιχεία περί
του αρχαίου-λοκρικού Χαλείου, κατέχει τις οδυνηρές μνήμες των γνωστών
απ’ το Χρονικό πειρατικών επιδρομών στην τουρκοκρατία και πιθανόν
αστοχεί κάνοντας πρωθύστερα λόγο για τη ναυμαχία της Αγκάλης-Σκάλας των
Σαλώνων (17/09/1827), όπου οι Έλληνες στη δυτική πλευρά του Κόλπου, με
την ατμοκίνητη Καρτερία, 6 πλοία μιας ελληνοβρετανικής μοίρας, υπό την
ηγεσία του Άγγλου ναυάρχου F.-A. Hastings κατεναυμάχησαν αγκυροβολημένη
μοίρα 9 πλοίων των Οθωμανών στον Κορινθιακό.
Η
περίοδος 1822-27 είναι μεγάλη για να διανυθεί σε Κάλαμο-Γαλαξείδι, κατά
τα γραφόμενα στο βιβλίο. Επιδιώκοντας περισσότερην ασφάλεια και ησυχία,
η σύζυγος του Αθ. Λιδωρίκη αποφάσισε να ανεβούν απ’ το Γαλαξείδι στα
πατρογονικά και τους συγγενείς του συζύγου της, στο
Παλαιοκάτουνο-Κροκύλειο. Η πορεία πεζή στα μονοπάτια των δύσβατων βουνών
της περιοχής μας, «ὑπῆρξεν ὀδυνηροτάτη». Είχε προστεθεί και καινούριο,
νεογέννητο μέλος στην οικογένεια. Οι βοσκοί που συνάντησαν καθ’ οδόν,
ευσπλαχνίστηκαν τις οδοιπορούσες γυναίκες-παιδιά κι αλλάζοντας τη δική
τους με τα ποίμνια πορεία, τις συνόδευσαν, φέρνοντάς τες κοντινότερα στο
Λιδωρίκι. Από κει ειδοποιήθηκαν οι συγγενείς και τους έστειλαν μουλάρια
να τις μεταφέρουν, γιατί πλέον δεν άντεχαν άλλο. Τα πρησμένα και
καταματωμένα πόδια τους, οι βοσκοί, με τις πρακτικές γνώσεις τους, τα
τύλιγαν με τα φύλλα απ’ το φυτό σαρκοτρόφι, για να γίνουν καλά.
Η
φύση απ’ τη μια κι ο ήχος της φλογέρας με τους ήχους των κανονιών των
ναυμαχούντων πλοίων απ’ την άλλη, επέτειναν την αγωνία των κινουμένων
στα μονοπάτια των βουνών μας, για τη φίλιαν ή μη επικράτηση. Σε οικείο
τους περιβάλλον οι βοσκοί, κάτω από ένα σκιερό έλατο, έφτιαξαν πρόχειρο
κατάλυμα ανάπαυσης, ύπνου κι ενδυνάμωσης με άφθονο γάλα. Τρεις φύλακες
τους πρόσεχαν, όσο να πάνε δυο παιδιά του τσέλιγκα στο Κροκύλειο, να
φέρουν τους μεταφορείς εκεί με ζώα. Το Κροκύλειο-Παλαιοκάτουνο ήταν ο
5ος σταθμός της περιπλάνησής τους. «Ἡ διαμονή τῆς οἰκογενείας ἐν τῷ τερπνῷ ἐκείνω χωρίῳ ἦτο ὄασις ἐν τῇ ἐρήμῳ».
Η συγγραφέας υμνεί τις φυσικές ομορφιές του χωριού και τον εξαίσιο
ρυθμό του πατρογονικού σπιτιού. Ο Νικόλαος εκεί επανέλαβε τις σχολικές
και συναφείς δραστηριότητές του. Το Α΄ Κεφάλαιο του βιβλίου τελειώνει με
μια νέα παρέκβαση περί ιερέων –δασκάλων, παιδείας προεπαναστατικής και
εκείνης του ελεύθερου κράτους, του είδους και της αξίας των γνώσεων,
τεχνικών-ανθρωπιστικών και του κοινωνικού ρόλου του ιερέα, ιδίως στα
χωριά, που θυμίζουν τις γνωστές απόψεις περί ελληνικότητας του Περικλή
Γιαννόπουλου.
Το
Β΄ Κεφάλαιο, όπου χωρίς να εξαντλείται, περιέχονται οι αναμνήσεις ώς
την ολοκλήρωση της Επανάστασης, ξεκινά με την επίσκεψη του Αθ. Λιδωρίκη
στο χωριό και το σπίτι του, όπου είχε καταφύγει η οικογένειά του. Είναι η
περίοδος της ναυμαχίας στο Ναυαρίνο (20/10/1827), που αναπτέρωνε τις
ελπίδες επιτυχούς έκβασης του Αγώνα, με σχέδια συγκρότησης κράτους, με
την Πελοπόννησο «καί μέρους τῆς Στερεᾶς, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Δωρίδος».
Κομίζοντας αυτές τις ενθαρρυντικές ειδήσεις στο χωριό του, οργανώθηκε
εκεί γιορτή με φωτιές, κρασί, χορούς, ανάμνηση του ηρωισμού του Διάκου
και των εγκλεισθέντων στο Χάνι της Γραβιάς, με παλιότερα και πρόσφατα
δημοτικά τραγούδια.
Στη γεμάτη και ασφαλή εκεί ζωή, ο Νικόλαος
‘‘ὑπό τήν ἐποπτείαν τῶν ὠκυπόδων Δωριέων ἐξεπαιδεύετο εἰς τήν γυμναστικήν, ρίπτων τόν λίθον’’, η δε συγγραφέας μιλά για την περιοχή
‘‘Εἰς
τήν Δωρίδα δέν ὑπῆρχον Τοῦρκοι. Εἰς τά ὀρεινά καί ὡραιότατα αὐτῆς χωρία
ἔζων ἐν πλήρει ἀνεξαρτησίᾳ, μόνον αὐθέντην ἔχοντες τό μακρύ τουφέκι
των, τό «καρυοφύλι»’’, απηχώντας τις γνωστές απόψεις για τον τόπον
όπου γεννήθηκε το τελευταίο είδος του δημοτικού, το κλέφτικο τραγούδι,
που εξυμνεί τα κατορθώματα εκείνων των αγωνιστών. Κι άλλη αναφορά στον
Αθ. Λιδωρίκη και τη θητεία του κοντά στον Αληπασά, όπου μεταξύ άλλων
(Pouqueville), εγνώρισε και τον προφανώς άστοχα μεταφερθέντα (ως
Παπαρρηγόπουλο) απ’ το χειρόγραφο, Γεωργ. Παπαηλιόπουλο,
‘‘συνετόν καί νοήμονα, ἕνα ἐκ τῶν κυριωτέρων μοχλῶν τῆς ἱερᾶς ἐπαναστάσεως’’.
Η συγγραφέας συνομολογεί την τάση συχνών παρεκβάσεων, παρεκκλινουσών
του κυρίου συγγραφικού της σκοπού, αναφέροντας τους συμβούλους (6
γραμματείς) του Αλή, τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων τους και μια
ιστορία με το δακτυλίδι του εκπτώτου (τότε) βασιλιά της Σουηδίας που
επεθύμησε κι απόκτησε με παρενέργειες ο Αλής.
Την
ήσυχη ζωή στο Κροκύλειο ήλθε ν’ αναστατώσει και διακόψει η εκ νέου
είσοδος τουρκικών στρατευμάτων στην Ανατ. Ελλάδα. Αστοχεί και πάλι η
μνήμη στη χρονολογική τάξη, αναμιμνησκόμενη και καταγράφουσα γεγονότα
του 1826. Μάχη στην Αράχοβα (19-24/11/1826), διαδόσεις και γνώση τελικά
του θανάτου του Καραϊσκάκη (23/4/1827), που ‘‘ἦτο φίλος λατρευόμενος ἐν τῇ οἰκογενείᾳ’’ και τον θρήνησαν με τα παραδοσιακά μοιρολόγια στο χωριό, οπότε ‘‘Ἐκ νέου ἡ οἰκογένεια ὤφειλε νά ἀπέλθῃ ἐκεῖθεν, μόλις ἡσυχάσασα’’. Η μάνα του Αθ. Λιδωρίκη αρνήθηκε να εγκαταλείψει το σπιτικό της, η πενθερά, η σύζυγος και τα παιδιά ‘‘ὤφειλον νά ὁδεύσωσι πρός Περαχώραν τῆς Κορινθίας κατά παραγγελίαν’’ του, ‘‘ὁπόθεν οὗτος ἠδύνατο νά τούς παραλάβῃ δεδομένης εὐκαιρίας’’. Με αφορμή την καινούργια αναστάτωση, η συγγραφέας πλέκει το εγκώμιο της Άμφισσας· ‘‘Οἱ
Ἀμφισσεῖς, λαός ἐξέχων ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἑλλάδι, ἐργατικός, νοήμων,
ἀνδρεῖος, πολυμήχανος, κύριον μέρος λαβών ἐν τῷ ἀγῶνι, ἐκ τῶν πρώτων,
πολυειδῶς καί πολυτρόπως κατέρριψε τήν ὀφρύν τῶν Τούρκων, καί διά τῶν
ὅπλων και διά τῆς ἐπιτυχοῦς διπλωματικῆς ἐνεργείας τῶν προκρίτων. Οὗτοι
γενναίως ἀντεστάθησαν...’’. Κι αφηγείται το και από αλλού γνωστό
περιστατικό της ματαίωσης αρπαγής του ελαιώνα απ’ τον Αληπασά. Τους
τελευταίους μήνες του 1819 είχε στείλει διαταγή στον βοεβόδα των Σαλώνων
να παρουσιαστούν στα Γιάννενα οι πρόκριτοι Γ. Παπαηλιόπουλος και Α.
Κεχαγιάς. Εκεί απρόσμενα τους ζήτησε να του υπογράψουν πωλητήριο έγγραφο
μεταβίβασης του ελαιώνα. Αυτοί αρνήθηκαν λέγοντας ότι δεν έχουν τέτοιο
δικαίωμα. Στις απειλές του είπαν ότι προτιμούν το θάνατο. Γλίτωσαν
τελικά λόγω περισπασμών του με την Πύλη (Σπ.Αραβαντινός, Ιστορία του
Αληπασά, 1895, σσ.610-611).
Στην πορεία απ’ το Κροκύλειο για Περαχώρα, πάλιν ‘‘Οἱ πόδες των ἐπηπειλοῦντο ὑπό νέων πληγῶν, καί ἡ φροντίς τῶν τέκνων ἐγίνετο μεγαλητέρα, διότι ὑπῆρχε καί ἄλλο νεογεννηθέν’’. Τα ‘‘καλά παληκάρια’’
που τους συνόδευαν, κουβαλούσαν στους ώμους τα μικρά παιδιά. Αν στην
πορεία τους εύρισκαν κάποια σπηλιά, όπου άφοβα μπορούσαν να
ξεκουραστούν, στάθμευαν για λίγο. Πρώτα εισερχόταν η εικόνα της
Παναγίας, μετά άναμμα φωτιάς και λίγο λιβάνι, η πενθερά του Λιδωρίκη
θυμιάτιζε την εικόνα και τη σπηλιά κι αμέσως μετά έψηναν καφέ, που ‘‘μεστά παραδεισίου ἡδονῆς ἐρρόφουν’’.
Τα παληκάρια έπιναν ρακή κι έστηναν ξώβεργες να πιάσουν κανένα πουλί,
για ψήσιμο σε ξύλινες σούβλες. Όταν έβρεχε, καθυστερούσαν ν’
αναχωρήσουν. Επανελθούσης της καλοκαιρίας και πριν την αναχώρηση,
χόρευαν στην είσοδο της σπηλιάς, ή ‘‘ἠσκοῦντο εἰς τήν πάλην’’, ενώ ετοιμάζονταν τα παιδιά για την ‘‘πρόσω πορείαν’’.
Ο Νικόλαος διέθετε πια τα δικά του άρματα και τον καμάρωναν, μητέρα και
γιαγιά, περιμένοντας και τα δικά του ανδραγαθήματα στο άμεσο μέλλον. Η
γυναίκα του Λιδωρίκη δεν είχε μόνο το επιπλέον βάρος του θηλασμού, αλλά
και ‘‘νά διοικῇ καί τόν μικρόν στρατόν της, καί νά προνοῇ περί παντός’’ (σ. 56).
Έφθασαν στο Γαλαξείδι, αποχαιρετήθηκαν με τα παληκάρια ‘‘ἐπιστρέφοντα εἰς Δωρίδα, ὅπου τούς ἐκάλει ἡ ἐν κινδύνῳ πατρίς’’. Με μικρό καΐκι πέρασαν απέναντι στην Περαχώρα, 6ο σταθμό της περιπλάνησής τους. Η κωμόπολη, ‘‘ἄμορφος, μέ ἀλβανικόν πληθυσμόν 6 ... ἄξεστοι καί ἀμαθεῖς, οὔτε καί τό ἄλφα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης γνωρίζοντες’’.
Ασφαλείς εκεί, σε μια μικρή παραχωρηθείσα καλύβα, με λίγα πήλινα
μαγειρικά σκεύη και τον μικρό Νικόλαο μεταβληθέντα σε αγρότη,
καλλιεργητήν οσπρίων και εποχιακών λαχανικών στο περιβόλι που διεμόρφωσε
και περιέκλεισε γύρω απ’ την καλύβα τους. ‘‘Μακρόν ἔτι χρόνον διήνυσαν ἐκεί ὡς ἐξόριστοι’’,
χωρίς καμιάν είδηση απ’ τους δικούς τους. Οι άντρες του χωριού, κάθε
εβδομάδα κατέβαιναν για τις εργασίες τους στην Κόρινθο, έφερναν νέα
επιστρέφοντες και, με χαρακτηριστικές κινήσεις παντομίμας, προσπαθούσαν
να τα μεταδώσουν στη φιλοξενούμενη οικογένεια. Για κακή τους τύχη,
έλειπε κι ο παπάς της Περαχώρας, ο μόνος που μιλούσε ελληνικά, είχε
φύγει να βρη τους πολεμιστές γιους του. Συγχρωτιζόμενος με συνομήλικα
παιδιά, ο Νικόλαος είχε καταφέρει να γίνεται κι αυτοσχέδιος διερμηνέας. Η
γυναίκα κι η πενθερά του Λιδωρίκη, ατενίζοντας τη θάλασσα, τον
Κορινθιακό, πνίγονταν στη νοσταλγία, τραγουδούσαν για την πατρίδα τους
την Άρτα, συγκινούσαν τις ντόπιες που ‘‘ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης
ἐκύκλωναν ἀσυνειδήτως τάς δύο γυναίκας, καί ὡς ἐν θεάτρῳ ὁ χορός,
συνώδευον διά τῶν ὀδυρμῶν των τάς ξενιζομένας... ἑβδομάδες καί μῆνες
διωλίσθαινον ἀδυσωπήτως’’ (σ. 61). Κακή ψυχολογική κατάσταση των γυναικών, ελπίδα και προσευχή του έφηβου πια γιού. Και κάποια μέρα επέστρεψε ο παπάς, ‘‘ὁ σύνδεσμος μετά τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος, ἔπαυεν ἡ ἐρημία’’.
Αν και είχε βρει τους γιους του, ο γέροντας ιερέας, δεν είχε τίποτα ευχάριστο να τους πληροφορήσει, ως προς τα λοιπά «παντοῦ
ἐρήμωσις και δυστυχία…ἐκ νέου εἴσοδος καί ὑπόταξις τῆς Ἀνατολικῆς
Ἑλλάδος εἰς τόν Κιουταχήν…ἀναλγησία τῆς ἐπισήμου Εὐρώπης» και
δραματοποιώντας την αφήγηση, η συγγραφέας αναφέρει την είσοδο στο
Ναυαρίνο πολυάριθμου τουρκοαιγυπτιακού κ.λπ. στόλου. Τις βραδινές ώρες,
που τα παιδιά κοιμούνταν, ο γέρων ιερέας παρηγορούσε τις γυναίκες,
ενθαρρύνοντάς τες με απλές ιστορίες, γνωστές σε αυτόπτες, των μεγάλων
γεγονότων που είχαν προηγηθεί, όπως εκείνη του Μεσολογγιού. Κατανυκτική
παρακολούθηση κυριακάτικης Θείας Λειτουργίας με συμμετοχή στο μυστήριο
της Θείας Ευχαριστίας και φθάσιμο ειδήσεων για τη ναυμαχία στο Ναυαρίνο,
όπως την είχαν δει, απ’ τα βουνά της Αρκαδίας βοσκοί. Λίγο μετά, έφτασε
εκεί, πάνω στο μουλάρι του, απεσταλμένος του Αθ. Λιδωρίκη, πληροφόρησε
για τις πολύ καλές εξελίξεις μετά τη ναυμαχία, την απόφαση της σωτηρίας
της Ελλάδος, και με γράμμα του ο Λιδωρίκης τους έλεγε ότι θα παραμείνουν
εκεί ακόμα, μέχρι να οριστικοποιηθεί η κατάσταση και μετά θα τους
έπαιρνε κοντά του.
Στο
σημείο αυτό η συγγραφέας προβαίνει σε μια από τις πιο αξιοσημείωτες
κρίσεις της, συσχετίζοντας τον από αλλού γνωστό πόλεμο της ανεξαρτησίας,
με τα καθέκαστα που κατέγραψε και μεταφέρει αυτούσια «οὐδέν τῶν
ἐθνῶν τῆς Εὐρώπης δύναται νά καυχηθῇ ὅτι περιεβλήθη δόξαν ὡς τήν τῆς
Ἑλλάδος…ὁ πόλεμος τοῦ 21 ὑπῆρξεν ὁ μόνος δίκαιος, ὁ μόνος ἅγιος.
Τετρακοσίων ἐτῶν δουλεία, καί ὁποία δουλεία! ἦτο ὁ πόλεμος τῆς
οἰκογενείας, οὐχί τῶν στρατῶν πλέον, διά τοῦτο καί ἑκάστη οἰκογένεια ἐν
τῇ ἐποχῇ ἐκείνῃ ἔχει τήν ἔνδοξον ἱστορίαν της» (σσ. 68-69). Εκλογή
και άφιξη του Καποδίστρια κατόπιν και «πρῶτον μέλημα νά σπεύσῃ νά
ἐλευθερώσῃ τήν Στερεάν». Ξαπέστειλε μυστικούς απεσταλμένους, μεταξύ τους
και τον Αθ. Λιδωρίκη, σε όλες τις επαρχίες να αναθερμάνουν την
Επανάσταση, στην Άμφισσα το Μαμούρη.
Ολοκληρώνοντας
την αποστολή του ο Αθ.Λιδωρίκης, επέστρεψε στο Ναύπλιο ως Γερουσιαστής,
εύρε όμως κατοικία στο Άργος, όπου και άλλοι προτιμούσαν να μένουν, και
ο Μακρυγιάννης (Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής δύναμης της
Πελοποννήσου και της Σπάρτης, 1829-32). Τότε έστειλε ανθρώπους με άλογα
στην Περαχώρα, να φέρουν την οικογένειά του, το Νίκο, την Κλεοπάτρα και
τον Αριστομένη, με τη σύζυγο Βασιλική και την πενθερά του. Συγκινητικοί
οι αποχαιρετισμοί με τους ντόπιους κι οι ευχές-κατευόδιά τους. Άλλο
πράγμα τώρα το σπίτι τους, με ευρωπαϊκών προδιαγραφών εξοπλισμό, μέχρι
και γραφείο για το Νικόλαο και γέρων διδάσκαλος ανέλαβε την εκπαίδευσή
του, γιατί σχολείο δεν υπήρχε στο Άργος. Ο έφηβος πια Νικόλαος ήθελε να
δει από κοντά και τον Κυβερνήτη κι απογοητεύτηκε δυσπιστώντας μέχρι
τέλους, όταν του έδειξαν ‘‘τόν ἁπλοῦν καί ἀπέριττον τήν περιβολήν’’
Καποδίστριαν. Η Επανάσταση είχε τελειώσει!..
Μετά
τη δολοφονία του Καποδίστρια (27/10/1831), για το φόβο των αναταραχών, ο
Αθ. Λιδωρίκης έστειλε την έγκυο ξανά γυναίκα του στα Σάλωνα· ‘‘ἐν
Ἀμφίσσῃ τότε εἶχον ἐγκαθιδρυθῇ αἱ ἀρχαί. Τοῦρκοι δέν ὑπῆρχον πλέον, καί
ἐξ ἄλλων μερῶν εἶχον συρρεύσει πολλοίὡς μέρος ἀσφαλές. Ἀλλ’ οἱ πάντες
ἦσαν ἐν πτωχείᾳ καί στερήσει διότι μόλις ἤρχισαν νά καλλιεργῶσι τούς
ἀγρούς των καί νά ἀπολαμβάνωσι τῶν ἀγαθῶν τῆς τάξεως καί ἔρχονται ἀρωγοί
εἰς τάς πρόσφυγας οἰκογενείας’’ (σ.81). Εγκαταστάθηκαν σε δικό τους
σπίτι στην πόλη. Τέλη του 1831 η Βασιλική Λιδωρίκη γέννησε δίδυμες
κόρες. Η μία τους ήταν η συγγραφέας μας, η Πηνελόπη. Ύστερα από 4χρονη
παραμονή στην Άμφισσα,η οικογένεια μετακόμισε κι εγκαταστάθηκε στην
Αθήνα, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή. Ο Νικ. Α. Λιδωρίκης έγινε στη
συνέχεια υπάλληλος του υπουργείου Εσωτερικών και κατόπιν εισήλθε στο
διπλωματικό σώμα, φίλος και γραμματέας του πρεσβευτή στη Βιέννη, βαρώνου
Σίνα. Η μητέρα του, Βασιλική, σύζ. Αθ. Λιδωρίκη, πέθανε το 1880.
Η
συγγραφέας ξετυλίγει κι άλλες αναμνήσεις της, που αυτές, σύμφωνα και με
τον τίτλο του βιβλίου, θεωρούνταν παλαιότερα οι πιο σημαντικές. Για
μας, οι παραπάνω αναφερθείσες αποσπασματικές, με προφανώς κάπου
συγκεχυμένη χρονολογική τάξη, έχουν την αξία της μαρτυρίας των άφωνων
ταπεινών προσώπων της ιστορίας, για να θυμηθούμε τον κορυφαίο μας
ιστορικό, Σπ.Ασδραχά. Η καθολικότητα της συμμετοχής στην Επανάσταση, οι
κατατρεγμοί, οι δοκιμασίες και περιπλανήσεις των αμάχων, αλλά και η
διαφοροποίηση της μοίρας, εξαιτίας του κοινωνικού στάτους της
οικογένειας, προεπαναστατικά και κατόπιν, τα βάσανα, η απουσία του
πατέρα - συζύγου, με φροντίδα από μακριά, η πρόνοια του, κινούμενου στα
υψηλά στρώματα κατεύθυνσης της Επανάστασης, αρχηγού της οικογένειας, το
πάθος για ζωή, με τις αλλεπάλληλες γέννες παιδιών μέσα στις κακουχίες, η
συνέχιση της ζωής εν μέσω του Αγώνα, στην ποιμενική της διάσταση, από
τους βοσκούς Παρνασσίδας και Δωρίδας, η συναίσθηση της αξίας της
παιδείας κι η επιδίωξη, ει δυνατόν, σε κάθε σταθμό περιπλάνησης,
εκπαίδευσης του νέου Νικολάου. Τα ήθη στην αντιμετώπιση των κυνηγημένων
αμάχων φυγάδων (Μεσολόγγι - Γαλαξείδι - Περαχώρα), στις αρχές της
Επανάστασης, στην Άρτα, η σχέση Ελλήνων - Τούρκων, η κάλυψη από Τούρκους
των κινδυνευόντων - φευγόντων, φιλίες που ξεπερνούν την εθνική
σύγκρουση, ο συγκριτισμός στην απήχηση δερβισών - οθόδοξων μοναχών, η
συνύπαρξη με Αλβανούς και ηγλωσσική δυσκολία συνεννόησης, το πλήθος των
στοιχείων πολιτισμού που έχουν στις σελίδες του αποθησαυριστεί, όλ’ αυτά
συνθέτουν ένα σκηνικό γύρω από την Επανάσταση που διέφευγε και
διαφεύγει εν πολλοίς, απαραίτητον όμως για μια πιο αυθεντική και πιο
πλήρη εικόνα - σύλληψη του μεγάλου γεγονότος.
(1) Για
το ποιος μπορεί να είναι ο συγγραφέας του βιβλίου, βλ. Ηλιού - Πολέμη,
Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900, τ. Γ΄,σ. 3351, αρ. 1898.79.
(2) Διδάκτορα της Φιλοσοφίας, ανιψιό του Φίλιππου Ιωάννου (1796-1880), καθηγητή πανεπιστημίου κι ευεργέτη του 19ου αι.
(3) Αντίθετα
ο Τ. Λάππας γράφει ότι παραγγέλλοντας ο Χασάν μπέης στη σύζυγο του
Λιδωρίκη να πάει στο Αγγλικό Προξενείο της Άρτας για προφύλαξη, πήρε
μαζί της όλα τα πολύτιμα πράγματα του σπιτιού, ακόμη και το ρουχισμό,
ό.π., σ. 10. Όλα τα εκεί μεταφερθέντα, κατά την είσοδο των ελληνικών
απελευθερωτικών σωμάτων, διηρπάγησαν ολοσχερώς...
(4)
Πρόκειται για χρυσά σειρήτια, με μορφή σειράς, διακοσμητικά υλικά
ενδυμάτων της εποχής, από πολύτιμη πρώτη ύλη (χρυσό - ασήμι), υλικό
χρυσοκεντήματος, τιρτίρια λεγόμενα, κορδονάκια, ποδόγυρου στις παρυφές,
μανικιών στις άκρες, μανδυών απ’ το λαιμό ως τα πόδια, ολόκληρων
κεντημένων.
(5) Το μικρό νησί
στο Ιόνιο, σε πολύ κοντινή απόσταση απ’ τη δυτική ακτή της
Αιτωλοακαρνανίας, βρίσκεται ακριβώς απέναντι απ’ το χωριό Μύτικας.
Σήμεραανήκει διοικητικά στο Ν. Λευκάδας. Υπήρξε καταφύγιο κλεφταρματολών
κι αμάχου πληθυσμού. Στα χρόνια της Επανάστασης του ’21 ήταν έρημο.
Μετά τη Μάχη του Πέτα (4/7/1822), όσοι δεν μπόρεσαν να καταφύγουν στο
Μεσολόγγι, αποβιβάστηκαν στον αγγλοκρατούμενο, όπως όλα τότε τα
Επτάνησα, Κάλαμο. Ο αρμοστής Τ. Μαίτλαντ θεώρησε ανεπιθύμητους τους
επαναστάτες και τους έδιωξε, (Δημ. Φωτιάδης, Η Επανάσταση του ’21, τ.
Β΄, σ. 291). Μετά τη στροφή της αγγλικής πολιτικής (G. Canning, 1823)
έγινε επίσημο καταφύγιο κι απαραβίαστο άσυλο των επαναστατημένων Ελλήνων
και των οικογενειών τους.
(6)
Κωμόπολη υπαγόμενη σήμερα στο Δήμο Λουτρακίου - Περαχώρας, στο τμήμα
του νομού Κορινθίας που ευρίσκεται στη Στερεά Ελλάδα, στις ΒΔ υπώρειες
των Γερανείων, σε υψόμ. 300 μ. κι απέχει 22 χλμ. απ’ την Κόρινθο. Η
πληροφορία της συγγραφέως για την εθνικότητα του πληθυσμού της
κωμόπολης, έρχεται σε αντίθεση με όσες σχετικές πηγές έτυχε να δούμε. Να
πρόκειται για αστοχία τους, ή συγκάλυψη;