Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διήγημα-ποιήμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διήγημα-ποιήμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

Ολοκαύτωμα


Ο αξέχαστος πατριώτης Κώστας Καψάλης διάβασε το φόβο, τη λαχτάρα και την αγωνία που ήσαν χαραγμένα στα πρόσωπα των συγχωριανών, για πολλά χρόνια μετά και είχε την έμπνευση να τα αποτυπώσει ποιητικά με Λιδωρικιώτικη λαλιά στο εξαίρετο ποίημα «Ολοκαύτωμα», για το κάψιμο του Λιδωρικίου από τους Γερμανούς κατακτητές τον Αύγουστο του ’44, το οποίο ερμηνεύει τόσο πετυχημένα ο τραγουδιστής Ν. Παπουτσής με τη μελωδική φωνή του.

Έτσι δημιουργήθηκε ένα τραγούδι, ένα μοιρολόι, ένας ύμνος για εμάς του Λιδωρικιώτες, για να μην
ξεχνάμε εκείνη την αποφράδα μέρα του Αυγούστου του ’44.
Θα ήταν καλό το τραγούδι να γραφτεί σε CD, και να κυκλοφορήσει στους Λιδωρικιώτες για να μπορούν να το ακούνε και εκτός του διαδικτύου και να ακούγεται κάθε Αύγουστο, όταν γίνονται εκδηλώσεις μνήμης από το Δήμο και άλλους φορείς. Και να βεβαιώσουμε τον αξέχαστο Κώστα Καψάλη, ότι… «ο Θεός το θέλησε και ξανάσμιξαν οι φαμελιές των Λιδωρικιωτών μετά την καταιγίδα»… Αξέχαστε Κώστα άφησες παρακαταθήκη.

Πηγή: Εφημερίδα Λιδωρικιώτης Ιούνιος 2021, ΑΦ 107


Στίχοι: Κ. Καψάλης Μουσική: Π. Βασιλείου Τραγούδι: Ν. Παπουτσής

••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••


Τρίτη χρονιάρα χάραζε, Τρίτη σημαδεμένη,
μέρα βαριά, βαριά γιορτή, του νηστευτή τ’Αι Γιάννη,
στ’Αυγούστου το τελείωμα και μεσ’στο πυρομάνι,
ποιός τάχατε να πίστευε,τέτοιο κακό να γένει.

Αποβραδίς κι’ολονυχτίς σκούζαν τα χαροπούλια,
και τα σκυλιά ουρλιάζονταν, για το κακό που ερχόταν,
κι’ενώ η Ελλάδα ολόκληρη, κρυφοσταυροκοπιόταν,
για να προβάλει ο αυγερινός, νύχτωσε κι ήρθε η πούλια.

Μέρες, βουβή η ρεματιά , βουβή σαν πεθαμένη,
δεν κελαιδάνε τα πουλιά,μήτε το λεν τ’αηδόνια,
κι’όλα της νύχτας τ’άγρια, ζουλάπια και τρυγώνια,
λουφάζουν μέσα στη βραδιά, πού' ναι φαρμακωμένη.

Μον’να πουλί , παράξενο, αλλοιώτικο απο τ’άλλα,
κατάκορφα στον πλάτανο, μοιρολογώντας, κλαίει
μ’ ανθρώπινη, βραχνή, λαλιά,το ριζικό μας λέει,
κι’ αντιλαλάει η φωνή , στου δέντρου την κουφάλα.

Ακούστε οι μεγαλύτεροι , οι γεροντοφτασμένοι,
στείλτε μαντάτο στα χωριά,στην ξενητειά χαμπέρι,
κάντε σταυρό στην Παναγιά, με το δεξί το χέρι,
το Λιδoρίκι θα σβυστεί, τρανό κακό θα γένει.

Όσοι έχουν γιό στην ξενητειά, κόρη αρρεβωνιασμένη,
να συμμαζέψουνε το βιός και τα προικιά αντάμα,
στους Άγιους και το Χριστό όλα να γίνουν τάμα,
γιατ’έρχεται καταστροφή, και γάμος δεν θα γένει.

Όλοι να φύγουν να κρυφτούν, για δεν υπάρχει ελπίδα,
να πάρουν τα πρεπούμενα , κονίσματα , στεφάνια ,
σαν τα ζουλάπια να κρυφτούν στα δάση , στα ρουμάνια ,
όσα ‘πομείναν ζωντανά στην έρμη την πατρίδα .


Στο ρογοβύζι τα παιδιά , οι γέροι ..καρκατσίδα ,
στη μια μασχάλη , το σταυρό , κι’ ένα ξερό καρβέλι,
κι’ένα παγούρι με νερό , και σαν Θεός το θέλει ,
να ξανασμίξει η φαμελιά , μετά την καταιγίδα .....

Λιδωρίκι 29-11-06


••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2021

Χριστούγεννα στα χιόνια των Καρουτών

Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις


της Δήμητρα; Λουτσόβου - Αγγελάκη

Την περίοδο 1947-48, το Γυμνάσιο Λιδορικίου δεν λειτoυργούσε , λόγω των πολλών επιθέσεων των ανταρτών. Έτσι , πολλοί μαθητές αναγκάσθηκαν να φοιτήσουν σε άλλα Γυμνάσια. Πολλά παιδιά απ' το Λιδορίκι πήγαμε στο Γυμνάσιο της Άμφισσας.

Όταν έγιναν οι διακοπές των Χριστουγέννων, θελήσαμε να ανεβούμε στο Λιδορίκι, αλλά συγκοινωνία δεν υπήρχε. Συχνά περνούσαν στρατιωτικές φάλαγγες και μετέφεραν και πολίτες. Πράγματι, την παραμονή έφευγε μια φάλαγγα για Λιδορίκι, πήγαμε βρήκαμε τον επικεφαλής και τον παρακαλέσαμε - αφού του είπαμε πως είμαστε μαθητές - να μας πάρει για Λιδορίκι. Αυτός αρνήθηκε, διότι είχε πληροφορίες ότι οι αντάρτες θα χτυπούσαν τη φάλαγγα στο δρόμο.

Παραμονή Χριστουγέννων, ώρα 9 το πρωί , έκανε τρομερό κρύο κι' άρχισε να χιονίζει. Αποφασίσαμε να πάμε με τα πόδια από τον Έλατο (Καρούτες). Η μεγάλη απόσταση πρώτα και ο καιρός δεύτερον, αποθάρρυναν τα παιδιά και δεν αποφάσισαν να ξεκινήσουν. Τέλος, ξεκινήσαμε πέντε άτομα. Η Χαγιάνναινα, η οποία είχε κατέβει στην Άμφισσα να δει το γιό της, που είχε βγει πρόσφατα απ' το νοσοκομείο, (έπεσε και έπαθε διάσειση), ο Τάκης Χαγιάννης, η Σόνια Παπανικολάου, ο Χρήστος Ανέστος (Ζορμπάς) και εγώ. Όλοι μας έλεγαν να μη φύγουμε, γιατί το χιόνι είχε κλείσει το δρόμο κι' υπήρχε φόβος να χαθούμε και να μας φάνε οι λύκοι.

 

  Εμείς παιδιά βλέπεις , αψηφούσαμε τον κίνδυνο, αλλά στηρίζαμε τις ελπίδες μας στη Χαγιάνναινα, η οποία σαν μεγαλύτερη θα μας οδηγούσε με ασφάλεια στο Λιδορίκι. Ξεκινήσαμε ανηφορίζοντας, τραγουδώντας και χοροπηδώντας, σαν να πηγαίναμε εκδρομή. Αλλ' όταν μπήκαμε στο δάσος, κάναμε ένα τραγικό λάθος, αντί να πάρουμε τον καρόδρομο, ο οποίος διαγραφόταν καθαρά, αποφασίσαμε να πάρουμε το μονοπάτι, για να κόψουμε δρόμο, κι' από δω αρχίζει η περιπέτεια .
Χάσαμε το δρόμο, το χιόνι πύκνωνε πιο πολύ, τα παπούτσια που φορούσαμε ήταν κάτι μποτάκια που μας τα είχαν δώσει από την "ΟΥΝΡΑ" κι' η σόλα ήταν από λάστιχο και και γλιστρούσαν τρομερά. Πηγαίναμε ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω, πιανόμασταν απ' τα δέντρα για να προχωράμε, αλλ΄αυτά ήταν φορτωμένα με χιόνι και σε κάθε κίνησή μας έπεφτε το χιόνι απάνω μας και μας σκέπαζε. Είχαμε απελπιστεί και ξυλιάσει από το κρύο , ενώ συγχρόνως άρχιζε να μας θερίζει η πείνα.

Σε κάποια στιγμή ακούσαμε - ή μας φάνηκε πως ακούσαμε - κουβέντες, η Χαγιάνναινα, φοβούμενη πως είναι αντάρτες κι' επειδή ο Τάκης ήταν ο πιο μεγάλος και μη τον πάρουν, έβγαλε από ένα σακούλι, που είχε μαζί της, ένα φόρεμα κι ένα μαντήλι και έντυσε τον Τάκη γυναίκα και μας είπε να τον φωνάζουμε Μαρία! Εμείς, όταν είδαμε τον Τάκη γυναίκα ντυμένο και που του έριξε η μάνα του και ένα σάλι στην πλάτη, αρχίσαμε τα γέλια, τα οποία αντήχησαν μέσα στην ερημιά τόσο παράξενα, τόσο τρομακτικά, σαν να γελούσαν χιλιάδες τρελοί, που μας είχαν στήσει παγίδα θανάτου .

Τότε συνειδητοποιήσαμε τον κίνδυνο, ανατριχιάσαμε, μας κόπηκε η ανάσα. Το κρύο το νιώθαμε τώρα μέσα στην ψυχή μας, αν μέναμε τη νύχτα εκεί, χωρίς φωτιά (που ήταν αδύνατο ν' ανάψουμε) θα παγώναμε όλοι. Θα μας βρίσκανε πεθαμένους. Η Χαγιάνναινα, η οποία αισθανόταν τον κίνδυνο πιο έντονα, όταν είδε στο πρόσωπό μας την απελπισία, πήρε την απόφαση να γυρίσουμε πίσω. Αλλά κι αυτή η λύση ήταν επικίνδυνη, γιατί δεν ξέραμε που ακριβώς βρισκόμαστε.

Μας είπε, λοιπόν, να προχωρήσουμε, γιατί αν φτάναμε στην κορυφή  ο κατήφορος θα ήταν εύκολος. Πιαστήκαμε χέρι - χέρι κι' αρχίσαμε το ανέβασμα, ο κίνδυνος μας έδινε δύναμη, αλλά σε κάποια στιγμή ξέφυγε ο Χρήστος, ο οποίος ήταν και ο πιο μικρός (ίσως δεκατριών χρόνων) και πήγε κουτρουβαλώντας, 15 μέτρα κάτω. Του φωνάξαμε να βγάλει τα παπούτσια, που γλιστρούσαν και ν' ανέβει με τις κάλτσες - έτσι κι' αλλιώς ήταν βρεγμένος - αλλά τα χέρια του ήταν ξυλιασμένα, και ήταν αδύνατο να λύσει τα κορδόνια.

Τότε κατέβηκε η Σόνια, η οποία ήταν ένα πολύ γερό κορίτσι, και τον τράβηξε απάνω. Πήραμε λίγο θάρρος από τα λόγια της Χαγιάνναινας, η οποία μας έλεγε ότι: "όταν φθάσουμε στις Καρούτες θα βρούμε ψωμί και φαί και φωτιά να ζεσταθούμε κι' αφού ξεκουραστούμε λίγο, θα συνεχίσουμε". Δεν ξέρω πόση ώρα βαδίζαμε έτσι και σε κάποια στιγμή βρεθήκαμε στην κορυφή και είδαμε πράγματι τις Καρούτες. Μακριά βέβαια, αλλά τώρα είχαμε πια κατήφορο. Η επιθυμία του φαγητού και της φωτιάς μας έδωσαν δύναμη και προχωρούσαμε πιο γρήγορα. Φτάσαμε στις Καρούτες, οι οποίες ήταν καμένες κι' έρημες, είδαμε ένα τζάκι να καπνίζει, τρέξαμε και χτυπήσαμε την πόρτα. Μας άνοιξε μια γριά, κρατώντας μια γάτα, ίσως ήταν η μόνη παρέα στην ερημιά της.

Της ζητήσαμε λίγο ψωμί, αλλ' αυτή μας είπε ότι δεν έχει κι ότι έφαγε λίγο κατσαμάκι για να ξημερωθεί. Αλλά το καλό που μας θέλει, να προχωρήσουμε γρήγορα, γιατί νυχτώνει κι’ ο καιρός χειροτερεύει. Βλέποντας πως δεν υπήρχε καμιά ελπίδα ν' απολαύσουμε αυτά που ονειρευόμασταν, συνεχίσαμε το δρόμο προς το Λιδορίκι. Νύχτωσε , το κρύο ήταν πιο τσουχτερό τώρα, αλλά τουλάχιστον διαγραφόταν ο δρόμος. Προχωρούσαμε με δυσκολία, αλλ' η ελπίδα ότι πλησιάζουμε μας γιγάντωνε. Φτάσαμε στο Λιδορίκι ώρα 9 το βράδυ, δώδεκα ώρες πεζοπορία, κρύο, πείνα, αγωνία και, προ παντός, φόβο.

Έτσι μαθαίναμε τα λίγα γράμματα εμείς εκείνη την εποχή, καμιά σύγκριση με τη σημερινή παιδεία, καμιά μέριμνα. Ζωή και θάνατος αγκαλιασμένοι. Η πείνα, η ορφάνια και το κρύο απ' τη μια μεριά, η αντοχή από τα νιάτα μας απ' την άλλη. Τι να πρωτοθυμηθείς, αλήθεια; Ζήσαμε μια κόλαση, ας μη την ξαναζήσουμε.

Καληνυχτίσαμε και τραβήξαμε καθένας για το σπίτι του, όταν έφτασα στο σπίτι, μου φάνηκε πως μπήκα σε παλάτι, τι παλάτι ήταν; Να ξέρουν οι νεώτεροι, δεν είχε καμιά σχέση με τα σημερινά σύγχρονα σπίτια, ένα μισοτελειωμένο δωμάτιο απ' τα τέσσερα που είχε παλιά το σπίτι, το οποίο είχαν κάψει οι Γερμανοί κι' από παντού..."έμπαζε". Το τζάκι όμως έκαιγε κι' η γιαγιά μου Παπαγιάνναινα είχε κάνει μια τραχανόσουπα, η οποία μου φάνηκε .." μαύρο χαβιάρι".

Τη μέρα των Χριστουγέννων συναντηθήκαμε με τα παιδιά στην εκκλησία , ανταλλάξαμε ευχές, αλλά τα παιδικά μας μάτια έλεγαν πολύ περισσότερα απ' το στόμα μας. Για την επιστροφή φροντίσαμε να φύγουμε με τη φάλαγγα , δεν υπήρχαν περιθώρια για άλλες περιπέτειες.


Η παραπάνω υπέροχη ανάμνηση, φιλοξενήθηκε στην εφημερίδα ΛΙΔΩΡΙΚΙ το Δεκέμβριο του 1983, αριθ . φυλ.25 .

Πηγή: http://lidoriki.blogspot.com/2016/12/blog-post_29.html

 

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

Πασχαλιάτικα του Κροκυλείου

Η θειά Όλγα κοσκίνιζε αλεύρι για να ζυμώσει. Η κόρη της, η Δήμητρα, σύμπαγε τη φωτιά αλλά ο νους της ήταν στη μάνα. Κάποια στιγμή σα να το αποφάσισε: 

- «Μάνα, να πάμε φέτος να ειπούμε του Λάζαρου;».
- «Ποιοι θα πάτε;»
- «Ιγώ, η Μαίρη, η Χρυσάνθ’ κι η Κούλα».
- «Καλά θα το ειπώ του πατέρα σ’ και θα ειδούμε».
Τελικά η έγκριση δόθηκε. Ένα απόγευμα μαζεύτηκαν τα τέσσερα κορίτσια για να οργανώσουν το Λάζαρο. Κατ’ αρχήν έπρεπε να βρουν και να ορίσουν «το φλαχτή». Ήταν ένας άνδρας που συνόδευε τα κορίτσια και κράταγε και το στολισμένο καλάθι που έβαναν μέσα οι νοικοκυραίοι το φιλοδώρημα από αβγά.
-«Τι λέτε, να ρωτήσουμε το Γιώργου;».
- «Εντάξει, του το ‘φερα ιγώ από ‘ξω,από ‘ξω, δε νομίζω να πει όχι».
- «Καλά, ρώτησε η Δήμητρα, θα πάμε μοναχά στο χουριό ή θα πάμε και σε κανένα άλλο χουριό;».
- «Ιγώ λέου να πάμε και στ’ Αλποχώρ’», είπε η Μαίρη που είχε συγγενείς εκεί.
- «Ουραία την Πέμπτη θα μαζευτούμε να στολίσουμε το καλάθ’», είπε η Μαίρη. «Ιγώ έχω καριοφύλλ’, μόσκου και κρίνα έχει στου μπάρμπα-Γιάννη».
- «Τώρα μένει να κανονίσουμε από πού θ’ αρχίσουμε. Απ’ το Αλποχώρ’ ή απ’ το χουριό».
- «Καλύτερα ν’ αρχίσουμε απ’ το Αλποχώρ’ για να χουμε τη μέρα μπροστά μας για του χουριό που είναι μεγαλύτερου».

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

Το κατοχικό ημερολόγιο ενός Ιταλού αξιωματικού στο Λιδωρίκι

Η σχέση των Ιταλών κατακτητών με τους Λιδωρικιώτες, ο πληθωρισμός, η δράση των ανταρτών, το κατοχικό Πάσχα, οι τοπικές ενδυμασίες, το κλείσιμο ενός οίκου ανοχής, μία επιχείρηση στο Κουμεντάρι, το κάψιμο του Μαλανδρίνου, ο "πολυμήχανος" εκπρόσωπος του Κουπακίου, οι "αχώνευτοι" Γερμανοί και η μεγαλοσύνη μιας μάνας που έχασε τον γιό της,


Αλέξης Κωστάκης
Ο αξέχαστος χωριανός και φίλος, λογοτέχνης Αλέκος Κωστάκης, που έχει αφήσει θησαυρό αναμνήσεων για το χωριό μας, είναι ο..άνθρωπος που μας άφησε τις περισσότερες πληροφορίες και αναμνήσεις απ’ το προπολεμικό Λιδωρίκι, επίσης νεαρός ακόμα στην Κατοχή, έκανε το διερμηνέα στους Ιταλούς και είχε δημιουργήσει μια φιλική σχέση με τον Διοικητή των Ιταλικών δυνάμεων κατοχής του χωριού μας , Τζιοβάνι Ουμπόλντι, ενός υπέροχου ανθρώπου και επιστήμονα.

Ο Ουμπόλντι λοιπόν έδωσε στον Αλέκο το ημερολόγιο που έγραφε τον καιρό που ήταν στο Λιδωρίκι, το οποίο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, αφού περιγράφει έμμεσα και την τότε Λιδωρικιώτικη ζωή. Το ημερολόγιο το είχαμε δημοσιεύσει και παλαιότερα, αλλά το επαναδημοσιεύουμε για τους νεότερους επισκέπτες της σελίδας μας, θέλαμε να συμπληρώσουμε εδώ, πως ό.τι γνωρίζουμε για την προπολεμική Λιδωρικιώτικη ζωή, τη γνωρίζουμε απ’ τα υπέροχα κείμενα του αξέχαστου Αλέκου όπως επίσης όλες σχεδόν οι προπολεμικές φωτογραφίες του χωριού μας και των χωριανών μας οφείλονται στο "μεράκι" του αείμνηστου Κώστα Ευσταθίου ….

 Η εισαγωγή είναι του Λιδωρικιώτη Κώστα Καψάλη 

δημοσιεύθηκε στις 23-3-2015 στο  http://lidoriki.blogspot.com



ΕΝΑΣ ΙΤΑΛΟΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΓΡΑΦΕΙ ..

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

του Αλέκου Κωστάκη

O Υπολοχαγός Tζιοβάνι Ουμπόλντι .

Ο Υπολοχαγός Ο υ μ π ό λ ν τ ι Τ ζ ι ο β ά ν ι, 76 χρονών σήμερα (αναφέρεται στο 1982), από το Κόμο της Β. Ιταλίας (κοντά στα Ελβετικά σύνορα) καθηγητής Φυσικομαθηματικός, το επάγγελμα, πατέρας πέντε παιδιών, όλων επιστημόνων, υπηρέτησε την κατοχή στο Λιδωρίκι από 31/3 μέχρι 19/6/43. Όπως γράφει και στο ημερολόγιό του οι μέρες εκείνες θα του μείνουν αξέχαστες, αλλά είναι και για μας ενδιαφέρον και πολύ χρήσιμο να δούμε πως σκέπτονταν ορισμένοι απ' τους κατακτητές μας, αλλά και οι ντόπιοι εκείνο τον καιρό.

Τις σημειώσεις του ο Ουμπόλντι τις έστειλε στον Αλέκο Κωστάκη, με τον οποίο γνωριζόταν απ' την Κατοχή (σε πολλά σημεία μάλιστα τον αναφέρει Αλεσάντρο), και στον οποίον ανήκει η μετάφραση και ο σχολιασμός τους. 

 

 Τζιοβάνι Ουμπόλντι
 Γράφει λοιπόν ο Ουμπόλντι:

5-2-43: Φτάνω στην Αθήνα. Πάω να δω τον Παρθενώνα. Ένα μαρμάρινο βουνό, τέλεια αρχιτεκτονική, αίσθηση μεγαλοπρέπειας. Πως τα κατάφεραν να λαξέψουν και να συναρμολογήσουν αυτές τις τεράστιες κολόνες κι' αυτές τις μαρμάρινες πλάκες!! Σίγουρα οι αρχαίοι Έλληνες ξεπερνούν στην τέχνη και τον πολιτισμό, κατά τη διάρκεια των αιώνων, τους άλλους λαούς. Τρομερή πολυκοσμία στην πόλη και αφάνταστος σαματάς. Λες και βρίσκεσαι στη Νάπολη. Πουλάνε ψωμί μαύρο, κακοψημένο και "ΒΟΒΟΤΑ" (ψωμί από καλαμπόκι), λάδι , κρέας αρνίσιο. Σημειώνω μερικές τιμές: 2000 δραχμές για ένα γεύμα (σχεδόν τίποτε, αλλ' αυτός που πληρώνει είναι ο Ελληνικός λαός). Μου προσφέρουν 200 δραχμές για μια λιρέτα. Η δραχμή κάθε μέρα πέφτει.

6-2-43: Επίσκεψη στην αγορά. Πήγαινε - έλα συνέχεια του κόσμου. Υπάρχουν απ' όλα. Ρούχα, παπούτσια, παλιά αντικείμενα , ό,τι φαντασθείς . Έλληνες , γεννημένοι έμποροι. Αν σου ζητήσουν 500 δραχμές για κάτι, το μάξιμουμ που πρέπει να τους δώσεις είναι...200. Ο λαός βλέπει εμάς τους Ιταλούς καλύτερα απ' ό,τι τους Γερμανούς , που τους μισεί. Τιμές: ρύζι 12.000 η οκά , (1280 γραμ.) ψωμί 6.000, βούτυρο 10.000, λάδι 6.500, ένα γλυκό από 200 - 1200 δραχμές, κι' όλα νοθευμένα.

8-2-43: Έγερση στις 4,45, αναχώρηση με φορτηγό. Δυο πολυβολητές στα πλευρά. Φοβούνται ενέδρα από τους "ANDARTES", όπως λένε τους Έλληνες παρτιζάνους. Όλοι κομμουνισταί, τους διοικεί ο Ζέρβας !! (προφανώς κάνει..λάθος). Αγοράζω μια μπουκάλα κρασί, αλλά έχει ρετσίνα και δεν μπορώ να το πιώ, γιατί είμαι ασυνήθιστος.

9-2-43: Άμφισσα. Αέρας παγωμένος το πρωί, μα ωραίο θέαμα οι ανθισμένες μυγδαλιές. Η Άμφισσα όμορφη πόλη, μ' ένα κάστρο σαν κορώνα της, χτισμένο απ' τους Ενετούς (σημ : το κάστρο είναι αρχαίο κι' αργότερα πρόσθεσαν οι Φράγκοι κι όχι οι Βενετσάνοι). Προς το νότο, και κατά μήκος του δρόμου προς την Ιτέα, εκτείνεται μια ασύλληπτης ομορφιάς θάλασσα από ελιές. Ο κόσμος είναι πολύ ήσυχος. Έχω τη Διοίκηση του ΙΙΙ Λόχου. Οι φαντάροι τα πάνε καλά με τον κόσμο κι' οι εμπορικές τους σχέσεις άριστες. Αχώνευτοι οι Γερμανοί.

15-2-43: Μια δασκάλα βρέθηκε το πρωί κρεμασμένη απ' τους "ANDARTES" σε μια ελιά του ελαιώνα. Ταράχτηκαν όλοι. Τη φουκαριάρα!

16-2-43: Κάνω αναγνώριση στη Δεσφίνα. Στο γιατρό BRUNI (Mπρούνι) ήρθαν πολλοί χωρικοί για να τους εξετάσει. Λένε πως ο "JATROS" (γιατρός), ο δικός τους δηλαδή, "δεν ξέρει πολλά". Οι γυναίκες - όλες στα μαύρα - κάθονται στα πεζούλια των δρόμων και γνέθουν βαμπάκι και μαλλί .

Μιλώ με το δάσκαλο του χωριού που ξέρει και λίγα Γαλλικά. Μου μιλάει για πολλή φτώχεια. Μας προσφέρουν κρασί και καφέ (αληθινό καφέ). Ζεστασιά κι' άνοιγμα καρδιών. Δίνω διαταγή: "αλλοίμονο σ' όποιον φαντάρο κλέψει έστω και μια ελιά". Ο κόσμος φοβόταν μήπως και κάψουμε το χωριό.

20-2-43: Αναγνώριση K.KISSIADE και Πεντεόρια (σημ: προφανώς αναφέρεται στην Κ.Κίσελη, γιατί δεν υπάρχει άλλο χωριό που να μοιάζει το όνομά του). Σ' αυτά τα μέρη ο κόσμος μας κοιτάζει ψυχρά, αλλά όχι με μίσος. Άνθρωποι του μόχθου με φτώχεια πολλή. Μάτια σαν να λεγαν: Τι γυρεύετε εδώ σε τούτη την ξεραίλα; Τι νομίσατε πως θα βρίσκατε; Από τα παιδάκια που με πλησιάζουν: "Καπετάνιο, κινίνο, κινίνο, κινίνο!". Ήθελαν κουφέτα κινίνου, γιατί εδώ έχει πολλή ελονοσία. "Δεν έχω απάνω μου παιδιά", απαντώ στα ξυπόλυτα αγόρια και μελαγχολώ, γιατί το μυαλό μου γυρίζει στα δικά μου παιδιά, που, τουλάχιστον, είχαν παπούτσια! Ήθελα όμως να χα εδώ τους μαθητές μου, να δούνε παιδιά του Σχολείου με γυμνά ματωμένα πόδια! (σημ : Ο Ουμπόλντι ζούσε στη Β.Ιταλία, και φαίνεται δεν γνώριζε τη ζωή της Ν.Ιταλίας, στην Καλαβρία και τη Σικελία). Εντύπωση τρομαχτική, πετάξαμε ένα άδειο δοχείο, σαν άχρηστο. Τρεις χωρικοί παραλίγο να σκοτωθούν για την κατοχή του. Καταραμένος να 'ναι ο πόλεμος.

Στην KISSIADE (είπαμε ίσως Κίσσελη η Άγιοι Πάντες) κοιμάμαι με τον ιπποκόμο μου στο σπίτι ενός χωρικού. Η οικογένειά του είναι ευχαριστημένη που θα φιλοξενήσει έναν αξιωματικό, γιατί έτσι αισθάνεται πιο ασφαλής και προστατευμένη από ενδεχόμενες βαρβαρότητες των στρατιωτών. Χώρισαν το δωμάτιο μ' ένα παραπέτασμα. Κατά τη 1 πετάχτηκα από τα ξεφωνητά μιας γυναίκας. Πίσω απ' το χώρισμα είχαμε...μαιευτήριο! Γεννήθηκε ένα αγοράκι. Ο πατέρας, ευτυχισμένος, μου ζήτησε τ' όνομά μου να το δώσει στο νεογέννητο! Στο Γαλαξίδι, γεύμα στο σπίτι του προέδρου, μαζί μας κι' ένας αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού, που μιλούσε πολύ καλά τα Ιταλικά. Πολλή ευγένεια και τελείως διάφορη εικόνα από την ως τώρα.

22-2-43: Με τους Ντονάτι και Γκαλάντι φεύγω στο Μεσολόγγι για εκπαίδευση στα χημικά όπλα. Περνώ από το Λιδωρίκι κι' από δρόμους αδιάβατους και κλειστούς, πάνω σ' απόκρημνα βουνά. Σταθμός στην καταπληκτική Ναύπακτο. Εξαιρετική καθαριότητα στο επιταγμένο ξενοδοχείο "Βρετανία" , σ' αντίθεση με τα Αθηναϊκά, όπου είδα για πρώτη φορά κοριούς. Παρακολούθησα την κηδεία μιας κοπέλας που πέθανε από ελονοσία. Η σορός ήταν πάνω σ' ένα ανοιχτό φέρετρο. Εντυπωσιάστηκα. (Στην Ιταλία αυτό απαγορεύεται). Το προσωπικό του ξενοδοχείου ευγενικό, αλλά συγκρατημένο. Γι' αυτούς - δυστυχώς - είμαστε κατακτητές, κι' έχουν δίκιο.

23-3-43: Φοβόμαστε εξέγερση του πληθυσμού, γιατί , ανατρέχοντας το καλεντάρι θα δει κανείς ότι τέτοιο καιρό το 1821 ο αρχιμανδρίτης της Πάτρας (εννοεί τον Π.Πατρών Γερμανό) ξεσήκωσε τους Έλληνες εναντίον των Τούρκων. Το πρωί έγινε σεισμός κι' οι τοίχοι ταρακουνήθηκαν.

27-3-43: Από μια γυναίκα αγοράζω στην Άμφισσα 6 οκάδες παρθένο λάδι (χρώμα πράσινο, πυκνόρευστο σα βούτυρο, βγαλμένο με τον παλιό τρόπο στη μυλόπετρα) προς 5.000 δρχ. την οκά. Στην Αθήνα έφτασε 8-10.000, κι' η λιρέτα 800 δρχ!

31-3-43: Στις τρεις το απόγευμα μ' ένα σαραβαλιασμένο φορτηγό φτάνω στο Λιδωρίκι. Το βρίσκω καλύτερο από την Άμφισσα, γιατί αγαπώ τα βουνά, σαν κάτοικος των Άλπεων, που 'μαι κι’ εγώ. Ωραία βουνά και θέα.

1-4-43: Ταχτοποιήθηκα σ' ένα σπίτι, δίπλα σε μια βρύση μ' ένα χιλιόχρονο πλάτανο (σημ: εννοεί του Κοτλιά το σπίτι). Επίσκεψη στους Μαλακάρνε και Πιτσιέντι, (σημ: Ο Πιτσιέντι, πολιτ.μηχανικός, εφ.λοχαγός, χρημάτισε και Φρούραρχος) που μένουν πάνω στο οχυρό (σημ: στον Τραγουδάκη , όπου ο Αγ.Κων/νος). Δυσάρεστη έκπληξη, είδα τα πρώτα κουνούπια να στέκονται πάνω στα τζάμια . Πιο πολύ φοβάμαι αυτά παρά τους "ANDARTES". Άτιμα χρόνια! Σύννεφα χαμηλά σωριάζονται από τις κλεισούρες των απέναντι βουνών και κλείνουν τον ορίζοντα. Άγρια η φύση εδώ πάνω, αλλά μ' αρέσει.

2-4-43: Λαμπρή λειτουργία από τον στρατ. ιερέα ντον Ντίνο, στην πλατεία του Φρουραρχείου (σημ: στον Αντώνη, μέσα στο τυροκομείο του Θύμιου Δούκα) .

3-4-43: Σήμερα κρύο και παγωμένος αέρας. Αρχίζω προληπτική θεραπεία με κινίνο. Ο δυνατός αέρας γκρεμίζει το υπόστεγο του αυτοκινήτου μας .

4-4-43: Πόση μελαγχολία μου φέρνουν ετούτες οι οχυρωμένες ράχες! Τι να συμβαίνει, άραγε, στ' απέναντι βουνά; Οι πρόεδροι των χωριών, υποχρεωτικά, μας κατατοπίζουν για τις κινήσεις των ανταρτών, αλλ' όταν αυτοί έχουν φύγει απ' το χωριό τους! Πιστεύω πως κίνδυνος υπάρχει μόνο για μεμονωμένους η μικρά τμήματά μας.

5-4-43: Το βράδυ μια περίπολος πυροβόλησε δυο φορές κόντρα σε δυο σκιές, που κινούνταν κατά μήκος της πλαγιάς. Μείναμε σ' επιφυλακή μέχρι τις 8 Απριλίου, γιατί την ίδια μέρα του 1821, με το Ιουλιανό ημερολόγιο, ο αρχιμανδρίτης της Πάτρας κήρυξε την Επανάσταση κατά των Τούρκων. Κυκλοφορεί φήμη ότι 3 νηοπομπές Άγγλων από την Κύπρο και τη Μάλτα κατευθύνονται στην Ελλάδα!

6-4-43: Βόλτα στο χωριό. Πολλοί χωρικοί με τοπικές ενδυμασίες. Κρίμα που δεν έχω την AGFA μαζί μου. Ωραίες φυσιογνωμίες. Κι'εδώ πολλή φτώχεια, κι' εδώ δεν μας μισούν, το πιστεύω αυτό. Ο Πιτσιέντι με πληροφόρησε ότι από τούτη την επαρχία, κοιτίδα των Δωριέων της αρχαιότητας, βγαίνουν οι καλύτεροι στρατιώτες της Ελλάδος .

6-4-43: Με τους Πρίτσι και Μπερτένγκι επισκεπτόμαστε το νεκροταφείο, αντίκρυ στ' οχυρό μας. Μια γυναίκα μαυροντυμένη προσεύχεται σ' ένα σκουριασμένο τενεκέ μ' ένα κερί, ενός τάφου. Δοκίμασε να μας πει τον πόνο της , μα στάθηκε εμπόδιο το φράγμα της γλώσσας . Το νεκροταφείο είναι μελαγχολικό και φτωχό. Δεν έχει αγάλματα και μνημεία, γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία τ' απαγορεύει .

7-4-43: Μια φάλαγγα επιμελητείας χτυπήθηκε στο 141 χιλ. (σημ: στο Κουμεντάρι, περίπου). Ο Μαλακάρνε (Φρούραρχος - Λοχαγός) με διατάζει να πάρω 30 άνδρες και να πάω ενίσχυση. Ήρθε μαζί μας κι' ο Λοχαγός Χ του μηχανικού, που είχε και το πρόσταγμα. Είχε μια φοβερή δειλία, δεν ήθελε να προχωρήσει παρακάτω απ' το 139 χιλ. Τον απείλησα πως θα τον αναφέρω. Υπέκυψε. Βλέπουμε ένα λοχία μας πεσμένο ύπτια στο ρείθρο του δρόμου, ολόγυμνον, μ' ανοιγμένη την κοιλιά. Μακάβριο θέαμα ...Αρπάζουμε τα πολυβόλα, Κατεβαίνω με την ομάδα του Γκάλλι στην κοιλάδα που βρίσκετ' από κάτω, όπου τρέχει το ποτάμι (σημ: ο Μόρνος). Κόσμος που έφευγε, κουβαλώντας μαζί του και το σκέπαστρο του αυτοκινήτου και τηλεφωνικά σύρματα. Μπήκαμε ως τη μέση στο νερό. Πυροβολούμε, τραυματίζουμε και πιάνουμε μερικούς πλιατσικολόγους. Στις 5,30' γύρισα στο Λιδωρίκι βρεγμένος. Πυρετός 39 και πονοκέφαλος. Πίνω μισή μπουκάλα ρούμι και πέφτω στο ράντζο ξερός.

8-4-43: Ο Ντελ Έλμο λέει πως είδε, ανάμεσα στους επιτιθέντες και Άγγλους (σημ: οι Ιταλοί όποιους έβλεπαν να φοράνε αγγλικές στολές τους περνούσαν όλους για Άγγλους). Στις 2 ήρθε ένα αυτοκίνητο από την Άμφισσα και μας πληροφόρησε πως οι ANDARTES ξαναχτύπησαν την πόστα που είχε φύγει από την Άμφισσα και πως έγινε μακελειό. Δεκατέσσερις νεκροί μεταξύ τους ο Υπολοχαγός Βιανέλο, που τη νύχτα είχε κοιμηθεί στο ράντζο μου. Μια φάλαγγα από την Άμφισσα έκαψε το χωριό Μαλανδρίνο. Τώρα τι φταίει ο κόσμος; C' EST LA GUERE !

10-4-43: Ένας εκπρόσωπος ορεινού χωριού, απ' αυτούς που έρχονται κάθε μέρα στο Φρούραρχο, φέρνοντας μάλιστα και λίγα αυγά για δώρα, νομίζω Κουπάκι, μιλούσε Ισπανικά. Πολύ πονηρός, σωστός Οδυσσέας. Με τα μάτια καταλαβαινόμασταν ότι ο ένας ψάρευε τον άλλον! (Νομίζω λεγόταν Βαρνάβας).

11-4-43: Ο Αλεσάντρο, ένα παιδί που μιλά καλά Ιταλικά, στην ΣΤ' τάξη του Γυμνασίου και που μας κάνει το διερμηνέα, όταν δημιουργείται πρόβλημα συνεννοήσεως με τους Προέδρους των γύρω χωριών, μου έδωσε ένα λεξικάκι Ελληνο - Ιταλικό: Εμπρός, προσοχή, πεινώ, διψώ, νερό, Τάγμα, αυτόμολος κλπ. (το λεξικό το κρατώ ακόμα).

12-4-43: Πηγαίνω στο Γυμνάσιο του χωριού. Φτώχεια, φτώχεια, φτώχεια! Θαύμασα τους συναδέλφους μου και τις συνθήκες δουλειάς τους. Θ μπορούσε να είμαι και γω στη θέση τους. Ιταλικό δημοτικό έχει περισσότερα εποπτικά όργανα από αυτό εδώ.

13-4-43: Μου χάλασε το κουρδιστήρι του ρολογιού μου και πήγα σ' έναν Έλληνα φωτογράφο, νομίζω Βασίλη (σημ: ναι ο Βασίλης Αγγελόπουλος). Μου το έφτιαξε, τού’ δωσα ένα σωληνάριο κινίνο, δεν έβρισκε λόγια να μ' ευχαριστήσει ο δυστυχής. Ο Μαλακάρνε μου παρέδωσε τη Δ/νση του Λόχου, γιατί αύριο φεύγει αυτός για την Ιταλία. Τυχερός που είναι!

15-4-43: Κάνω εκβάθυνση του ορύγματος, που οδηγεί από την πλατεία του Φρουραρχείου ως το οχυρό. Έπιασα και εγώ τον κασμά. Κάλοι και φουσκάλες στα χέρια, καλά κάνουν οι Έλληνες και βάζουν τις γυναίκες τους να δουλεύουν!

......: Παρακάλεσα τον Αλεσάντρο να ειδοποιήσει τον Πρόεδρο της Ρατινής (εννοεί Ερατεινής) να μας στείλουν 300 φυτά ντομάτας , 300 μελιτζάνας, 1 οκά κορκάρι, σπόρο από ραπάνια, καρότα, μαϊντανό και καμπρολάχανο. Θα μεταβληθούμε σε αγρότες. Κάθε πρωί πολλοί άρρωστοι από τα γύρω χωριά έρχονται στο γιατρό μας τον Μπρούνι, ένα χρυσό παιδί και λαμπρό επιστήμονα. Εδώ οι εχθρότητες παραμερίζουν. Δεν δέχεται πληρωμή, ούτε αυγά, ούτε μαλλί, τίποτε, λαμπρός νέος.

20-4-1943: Δίνω στον Ντίνο, έναν Έλληνα χωροφύλακα, που πάει στην Αθήνα, γράμματά μου να τα ταχυδρομήσει. Γνωρίζομαι με τον Πρόεδρο του χωριού. (Σημ: πρόκειται για το λεβέντη Γιώργο Παπαδόπουλο). Άριστη εντύπωση. Έχει τον μικρότερο αδελφό χαμένο στην Αλβανία. Σωστός συγκλητικός των Ρωμαϊκών χρόνων. Πρόκριτος του Καλαί. Και διπλωμάτης, πόσες ευθύνες! Έκανε για πρότυπο σ' αυτούς του "Παλάτσο Κίτζι".

21-4-1943 : Αλληλογραφία χάθηκε. Κατασχέθηκε στο δρόμο από τους "ANDARTES" κι' ο Ντίνος υποχρεώθηκε να συνεχίσει γυμνός ως την Άμφισσα. Βράδυ γέλασα στην τραπεζαρία με την ιστοριούλα του Παολίκι. Μια Έλληνίδα όταν τη ρώτησε ένας Ιταλός αξιωματικός γιατί δεν μπαίνει αυτή καβάλα στο μουλάρι , αλλά πάει με τα πόδια και φορτωμένη κι' αφήνει τον άντρα της καβάλα, απάντησε: "Τον θέλω να 'ναι ...ξεκούραστος το ..βράδυ ..!!"

22-4-1943: Τη νύχτα είχαμε ένα απρόοπτο. Σκοτώσαμε ένα γάιδαρο, παίρνοντάς τον το φουκαρά γιά..παρτιζάνο (αντάρτη). Θα φαγε και 3.000 σφαίρες, αντιβούιξαν όλη τη νύχτα τα ρέματα! Γέλα τρελέ κόσμε: Μαντοβάνοι και Γενοβέζοι κάθε μέρα μαλώνουν. Εισηγήθηκα κλείσιμο οίκου ανοχής. Γενοβέζοι με τον Υπολοχαγό Λέπορε χτύπησαν επιδεικτικά τον Αλεσσάντρο (σημ: τον Αλέκο Κωστάκη), σε ένα καφενείο στην κεντρική πλατεία. Παραλίγο συμπλοκή από Μαντοβάνους. Δικαιολογία του Λέπορε την πέταξα ..καλάθι αχρήστων.

23-4-1943: Πάω χωρίς συνοδεία στην Ελληνική Εκκλησία. Είναι για τους Ορθόδοξους Μ. Παρασκευή. Είναι μια λειτουργία μυστηριακή, στην οποία κυριαρχούν λειτουργικοί ύμνοι, που έχουν έναν αλλιώτικο εξωτικό ρυθμό, σχεδόν ανατολίτικο. Η Εκκλησία ήταν κατάμεστη κι' όλοι με παρατηρούσαν με περιέργεια. Ο Αλεσάντρο μου είπε ότι στον καιρό της ειρήνης οι λειτουργίες γίνονταν τη νύχτα κι είναι - βοηθούσης και της εποχής - πολύ όμορφες. Τώρα γίνονται τ' απομεσήμερο. Στο γυρισμό προς το οχυρό, βλέπω στην πόρτα ενός σπιτιού μια γυναίκα μαραμένη και σκελετωμένη να τρέμει απ' το κρύο, ενώ ο ήλιος έκαιγε. Ήταν από την ελονοσία .

25-4-1943: Πάσχα. Γεύμα εκλεκτής ποιότητας από κατσικάκια αγορασμένα και τα περισσότερα δωρισμένα από τους τσοπάνηδες. Μπορεί να πεις, ό,τι θες για τον τόπο τούτο, αλλά για το κρέας του όχι. Ούτε στις Άλπεις έφαγα πιο νόστιμο. Αυγά είχαμε από προσφορές των Ελλήνων ασθενών του Μπρούνι του "πιο καλός γκιατρός", όπως λένε όλοι τους αυτοί οι δυστυχείς.

28-4-1943: Είδα να κουρεύουν πρόβατα, αν μιλούσαν τα καημένα....Μίλησα μ' έναν τσοπάνη της Αλβανίας του υψώματος Ιβάν. Τώρα φίλοι , πρόσφερα τσιγάρα.

1-5-1943: Ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο πέταξε μεγάλο αριθμό προκηρύξεων πάνω απ' το Λιδωρίκι. Σ' αυτές ο Τσώρτσιλ παρακινεί την Ελλάδα σ' ένα καινούργιο πόλεμο, για να την κάνει - φαίνεται - αποικία της Αυτοκρατορίας του!

5-5-1943: Κομμουνισταί και Εθνικισταί "αντάρτες" δεν τα πάνε καλά. Προβλέπεται σύρραξη. "Ράδιο σκάρπα" (ράδιο...αρβύλα): Άγγλοι ετοιμάζονται για μεγάλες κινητοποιήσεις μ' αντάρτες.

6-5-1943: Χωριό ήσυχο. Γκάλι ισχυρίστηκε πως στα τελευταία σπίτια του χωριού συναντήθηκε με παρτιζάνο. Δεν έγινε πιστευτός και είναι μάλλον δικαιολογίες του για τις άσκοπες ερωτικές του αναζητήσεις. (Σημ: κι' όμως ο Γκάλι είχε δίκιο, γιατί πράγματι έπεσε πάνω στο Γ. Κούστα, γιο της Λελούδας, φύλακα φυλακών κι' αντάρτη του 5/42). Αλεσάντρο και Πρόεδρος βεβαιώνουν πως ούτε ένας στο χωριό δεν έχει βγει στο βουνό !!

1-6-1943: Αλλάζουμε 1 οκά ρύζι με μια κότα, 50 βατράχους με 2 κιλά ρύζι. Φαγητό μας εξαιρετικό, αλλά ρετσίνα σα φάρμακο. Ωραία όμως ρακή και κατσικάκια.

2-6-1943: Με τον ιπποκόμο μου πήγα στο σπίτι μιας γριάς που μου είχε πουλήσει, πλύνει και γνέσει πολλά μαλλιά. Πάνω απ' το τζάκι του σπιτιού της είδα μια φωτογραφία ενός στρατιώτη. " Ποιός είναι;" ρώτησα, "είναι γιός μου , που εσείς τον σκοτώσατε!".  Έμεινα αμήχανος και προς στιγμήν άφωνος , αλλ' η γυναίκα μ'ένα αδύνατο χαμόγελο μου είπε: "Δεν φταίει κανείς ...ο πόλεμος! Όταν τελειώσει ο πόλεμος θα ξαναγίνουμε ..φίλοι , μα οι νεκροί δεν ξαναγυρνάνε πια", κι'άρχισε να κλαίει . Αν δεν είχα μαζί μου τον ιπποκόμο μου θα ' κλαιγα κι' εγώ. Της έσφιξα και της φίλησα το χέρι με συγκίνηση. Τι ψυχικό μεγαλείο....Πίστεψα πως είχα μπροστά μου την πατρικία Ταρπήια, που της αγγέλλουν ότι ο τρίτος και στερνός γιός της, Γάιος - Μούκιους έπεσε στη μάχη, κι' υποφέρει μ' αξιοπρέπεια αντάξια της οικογενείας της, κι' όχι μιαν απλή κι' αγράμματη χωρική.

7-6-1943: Ένας Έλληνας λοχίας, ακρωτηριασμένος κι' απ' τα δύο, ήρθε για να τον δει ο Μπρούνι, φέρνοντάς του ένα κουνέλι. Λέει: "γιατρός Ιταλιάνο μόλτο μπράβο, στρατιότι ιταλιάνο μόλτο μπόνο". Παπάς από Λεύκα ήρθε να μάθει πότε θα έρθουν τα άλευρα του Ε.Σ . Έφερε δώρο 33 αυγά (όσα τα χρόνια του Χριστού) και Μαντσίνι μας υποσχέθηκε να κάνει μ' αυτά "ταλιατέλι" (κάτι σαν χυλοπίτες).

19-6-1943: Κατέβηκα στο Λιδωρίκι, γιατί ο Λόχος μου φεύγει γιά Άμφισσα. Στο οχυρό, μας αντικαθιστά ένα Τάγμα Πεζικού, πάρα πολύ απείθαρχο. Χθες έβγαλα φωτογραφία με Πρίτσι και Μπερτένγκι κι αγόρασα από ένα χασάπη δέρματα κατσικιών να τα στείλω στην πατρίδα να κάμουν καπέλα τα παιδιά μου .

4-7-1943: Αποστολή στους Δελφούς, όπου σε μια ταβέρνα είδα την ομορφότερη γυναίκα του κόσμου. Μίλησα και κατατοπίστηκα μ' ένα ευγενέστατο αρχαιολόγο.

7-7-1943: Διέλευση Γερμανικής φάλαγγας , η οποία σταμάτησε στο Λιδωρίκι , γιατί οι Άγγλοι με τους αντάρτες ανατίναξαν μια γέφυρα και την ξαναφτιάχνουν οι Γερμανοί. (Σημ: του Στενού και της Ρέρεσης) .

12-7-1943: Περνά από το πρωί η τεθωρακισμένη μας μεραρχία ΒRENNERO, που επιστρέφει στην Ιταλία.

18-7-1943: Κάνω μια βόλτα στο μέρος που έχουν κατασκηνώσει Τούρκοι (σημ: εννοεί γύφτοι) οι οποίοι δεν συγχρωτίζονται με τους Έλληνες. Πολύ βρώμικοι και καπνίζουν με μακριές πίπες. Γυρεύουν κινίνο, και, προς στιγμήν, γίνονται απειλητικοί. Κάνω πως βγάζω το πιστόλι, ξαναγίνονται χαμογελαστοί και μου προσφέρουν ρόδια. Τι κόσμος !!!

Εδώ τελειώνουν τ' αποσπάσματα του ημερολογίου του Δ/τού του ΙΙΙ Λόχου του 120 Τ. Πολ/λων, υπολοχαγού Ουμπόλντι. Μετά την κατάρρευση της Ιταλίας, ο Ουμπόλντι, πήγε με όλο το τάγμα, αιχμάλωτος στη Γερμανία, απ' όπου γύρισε στο χωριό του το 1945. Δίδαξε σε Γυμνάσιο, τώρα είναι συνταξιούχος (αναφερόμαστε στο 1980). 


Στις 30-10-1980, σε μια επιστολή του προς τον Αλεσάντρο, τον Αλέκο Κωστάκη, γράφει :

" Πόσα χρόνια πέρασαν! Κι' όμως από την Ελλάδα και τους Έλληνες, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο πόλεμος, διατηρώ άριστες αναμνήσεις. Δεν μπορώ να ξεχάσω τις 19 Σεπτεμβρίου του 1943, όταν κλεισμένοι αιχμάλωτοι στα βαγόνια του Σταθμού των Αθηνών, μας έφερνε ο κόσμος και τα παιδιά, με κίνδυνο της ζωής τους, σταφύλια, σύκα, κομμάτια "BOBOTA". Συμμετοχή στη δική μας πίκρα. Στη Γερμανία ΟΥΤΕ ΝΕΚΡΟΣ δεν θα θελα να γυρίσω. Στην Ελλάδα ΝΑΙ κι' ελπίζω, αν τα καταφέρω, να την ξαναδώ και ν' αντικρίσω το λαμπρό και γαλανό της ουρανό. Το 1971 ο γιός μου Τζούλιο ήρθε στην Ελλάδα μ' ένα φίλο του. Σταμάτησε κι' έφαγε στο Λιδωρίκι και μού 'φερε και πολλές φωτογραφίες. Αλήθεια πόσο άλλαξε! " 

***


Αυτό ήταν αγαπημένοι φίλοι, το νοσταλγικό σεργιάνισμα ..στο χρόνο, με τη βοήθεια του αξέχαστου φίλου Αλέκου Κωστάκη, του Καφτανιαλέκου, του...Αλεσάντρο, που πολλά έδωσε στο χωριό μας, ας είναι αναπαυμένος, τον θυμόμαστε όλοι μ' αγάπη, τον φίλο και πάνω απ' όλα, ΛΙΔΩΡΙΚΙΩΤΗ Αλέκο....

Κώστας Καψάλης

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Το ποίημα που έγραψε ο Κωστής Παλαμάς για την Μαρία Πενταγιώτισσα

Μαρία η Πενταγιώτισσα

Στον Καρκαβίτσα 


        Νύχτα κατάμαυρη, μάνα του τρόμου!  

        Έξυπνος βρίσκομαι στο φτωχικό μου, 

        ένα μισόσβηστο δαυλί στο πλάι  

        την τελευταία του σπίθα πετάει.  

        Κρατάω το μέτωπο σκυφτό στο χέρι·  

        μέσα στα σύγνεφα μόνο έν’ αστέρι  

        λάμπει… κι αθέλητος ο στοχασμός μου  

        πάει στις πεντάμορφες, θεές του κόσμου,  

        που κόσμους φάγανε και παλικάρια, 

        σαν άγρια πέλαγα και σα λιοντάρια.  

        Κι έξαφνα τ’ άστρο μου στα ουράνια βάθη  

        μέσα σε σύγνεφο πιο μαύρο εχάθη,  

        κι έν’ αβασίλευτο κι έν’ άλλο αστέρι 

        απ’ άλλα υψώματα κι απ’ άλλα μέρη

        κι απ’ άλλα ονείρατα σταλτό εδώ χάμου,  

        νά! γλυκοχάραξε στην κάμαρά μου.  

        Μ’ ένα λαμπρόφωτο γύρω στεφάνι  

        η Πενταγιώτισσα μπροστά μου εφάνη.

        Δεν την αλλάξανε τα καταχθόνια· 

        πανώρια, αγέραστη, ξάστερη, αιώνια, 

        σαν να την έκαμε στον Άδη κάτου 

        ο Χάρος, δούλος της, βασίλισσά του. 

        Ίδια, παράδεισο, κόλαση, νά! Ίδια! 

        Φλωριά, χωριάτικα πλούσια στολίδια, 

        στο αχνό της μέτωπο κρέμουντ’ αράδα, 

        και του μετώπου της λάμπ’ η αχνάδα  

        φανταχτερότερη κι απ’ τα φλωριά της· 

        η Νύχτα χάνεται μπρος στη θωριά της· 

        αλλά κι αν ήτανε κι η Νύχτα εκείνη  

        που μόνο ο θάνατος κι ο τάφος δίνει, 

        κι αν είχε αμέτρητες φορές ακόμα 

        πιο άγριο πρόσωπο, πιο μαύρο χρώμα, 

        πάλι θα χάνοταν σαν ντροπιασμένη  

        απ’ τη νικήτρα της λάμψη που βγαίνει  

         μέσ’ απ’ τα μάτια της· — είναι γυναίκεια;  

        και μάτια λέγονται τ’ αστροπελέκια;

        Ω Πενταγιώτισσα, τί θες ακόμα;  

        πες μου, δε σ’ έλιωσε το μαύρο χώμα  

        και με τα ονείρατα του κάτου κόσμου 

       ξεφεύγεις άπιαστη κι έρχεσ’ εμπρός μου;  

        Μόνη δεν έρχεσαι· κι από κοντά σου 

        κοίταξε! σέρνονται τα θύματά σου,  

        αγόρια αχνούδωτα, παλικαράδες,  

        αθώα θύματα κι αθώοι φονιάδες,  

        πίσω σου τρέχουνε, σ’ ακολουθούνε, 

        κι όλοι από έρωτα για σε μεθούνε.  

        Κι αυτοί που μάγεψες και που στα χέρια 

        τους επαράδωκες φόνου μαχαίρια 

        κι αδέρφια εσκότωσαν, φίλους για σένα,  

        κι εκείνοι πὄπεσαν αρνιά σφαγμένα,  

        όλοι τους κρέμουνται κι αυτοί κι οι άλλοι 

        μέσ’ απ’ της νιότης σου τα δόλια κάλλη,  

        κι εσύ στη μέση τους δεν κλαις, δε φρίττεις,

        γέννα μαρμάρινη της Αφροδίτης! 

        Κι όπως η Άνοιξη από το παλάτι  

        του Απρίλη χύνεται ρόδα γεμάτη,  

        κι εσέ τα χέρια σου κι εσέ η ποδιά σου 

        γεμάτα είν’ αίματα, ρόδα δικά σου!  

        Α! Πενταγιώτισσα, τί θες ακόμα; 

        Όχι, δε σ’ έλιωσε το μαύρο χώμα,  

        και με τα ονείρατα του κάτου κόσμου  

        ξεφεύγεις άπιαστη κι έρχεσαι εμπρός μου. 

        Ω πλάσμ’ αλύπητο, λαχταρισμένο, 

        έλα! σ’ αγάπησα, και σε προσμένω!  

        Κι αν είσαι φάντασμα, τέτοια ολοένα,  

        τέτοια φαντάσματα ωσάν εσένα  

        να μου χαρίζουνε την ευτυχία,  

        όνειρο πύρινο σε ζωή κρύα! 

        Έλα και σφίξε με στην αγκαλιά σου,  

        σβήσε τη δίψα μου με τα φιλιά σου,  

        όπως κι αν λέγεσαι κι ό,τι κι αν είσαι,  

        κι ύστερα και όλο μου το αίμα χύσε,  

        σαν το νεράκι της η γη σ’ το δίνω·  

        ρουμπίνια ατίμητα πλάσε μ’ εκείνο. 

        Όλα είναι σύγνεφα και παραμύθια, 

        μόν’ η Ομορφιά είναι το φως, η αλήθεια!  

        Του κάκου αχόρταγα στο κόσμο τούτο  

        δόξα γυρεύουμε, δύναμη, πλούτο,  

        κι η Πίστη μάγισσα, φτερά μάς δίνει,  

        κι εμπρός σου τρέμουμε, Δικαιοσύνη, 

        κι όλο από μέσα μας μιαν ευχή βγαίνει: 

        Να ζούμε απείραχτοι κι αναπαμένοι!  

        Σε μιας Πεντάμορφης τα στήθη επάνω,  

        με δυο γλυκόλογα, με γέλιο πλάνο,  

        όλα ξεχάνονται… Χιμάει μια Λάμια 

        και σαν αδύνατα ξερά καλάμια  

        τα σιδερένια μας νιάτα συντρίβει,  

        και ή βοσκοπούλα είναι μες στο καλύβι 

        ή στ’ αρχοντόσπιτο κυρά μεγάλη,  

        όμοια στ’ αρπάγια της μας σφίγγει πάλι,  

        και με το στόμα της τ’ άπονο πιάνει  

        ρουφάει το αίμα μας,— και δεν της φτάνει!  

 

 

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Το Τρίστενο δεν είναι Ροβανιέμι

μία Χριστουγννιάτικη ιστορία

Μια βραδιά του Δεκεμβρίου οι κόρες μου παρακολουθούσαν στην τηλεόραση μία εκπομπή για το χωριό του Αι Βασίλη στο Ροβανιέμι της Φιλανδίας σχολιάζοντας ενθουσιωδώς αυτά που έβλεπαν, ταξιδεύοντας με την παιδική φαντασία τους νοερά.
Εμείς οι γονείς, απασχολημένοι στην καθημερινότητά μας. Η σύζυγος με τις ατέλειωτες δουλειές του σπιτιού και εγώ χαζεύοντας τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δένδρου, απορροφημένος σε σκέψεις των επαγγελματικών θεμάτων της επόμενης ημέρας.
Αίφνης, οι σκέψεις μου διακόπηκαν απότομα από μία σοβαρή ανακοίνωση που μου έκαναν οι κόρες μου: ″Μπαμπά θέλουμε να πάμε στο χωριό φέτος τις Γιορτές″…. Ξαφνιάστηκα !!! Πώς τους ήρθε αυτό ???
″Κορίτσια″ τους λέω ″Το Τρίστενο δεν είναι Ροβανιέμι, δεν έχει ταράνδους και Αι Βασίληδες, μόνο κρύο και ερημιά″.
″Ε και λοιπόν ? Εμείς θα θέλαμε να πάμε″, μου αποκρίθηκαν με τον νεανικό αυθορμητισμό τους.
″Καλά θα δούμε, θα το συζητήσουμε όλοι μαζί στην ώρα του″ τους είπα. Έτσι κι αλλιώς τα Χριστούγεννα μου φαίνονταν τόσο μακριά ακόμη. Είχα τόσα να κάνω στη δουλειά. Τα συζήτησα με τη σύζυγο και συμφώνησε μαζί μου.
Όλο το διάστημα μέχρι τις παραμονές των Γιορτών, οι πολυαγαπημένες μου θυγατέρες εξέφραζαν με περίσσεια επιμονή τη βούλησή τους να πάμε στο Τρίστενο.

Οπότε αποφασίσαμε να πραγματευτούμε την επιλογή αυτή με τη σύζυγό μου. Τίθενται τα εξής θέματα :
1. Ο Καιρός. Βασικότατος παράγοντας που θα καθορίσει τις όλες δραστηριότητες. Χειμώνας είναι, κρύο θα κάνει, μπορεί και να χιονίσει. Θέρμανση στο χωριό έχουμε, αν δεν υπήρχε η συζήτηση θα σταματούσε εδώ. Μήπως και στην Αθήνα κρύο θα κάνει και αν τύχει να είναι βροχερός ο καιρός τότε να δεις κατάθλιψη. Εξάλλου το κρύο στο χωριό είναι κάτι που έχουμε συνηθίσει, είναι πιο γλυκό και προσδίδει κάτι στην όλη ατμόσφαιρα του χωριού.
2. Οι δρόμοι. Το χιόνι, ο πάγος… Βασικό στοιχείο η ασφάλεια και όσο το δυνατόν λιγότερη ταλαιπωρία. Αν τύχει, όμως και χιονίσει στο Λεκανοπέδιο όμως, τότε είναι που δεν μετακινείσαι. Γλιστρούν οι δρόμοι και σε καμία περίπτωση δεν θέλεις το Jeep (σαν αυτά που μοιάζουν με τανκ του Β’ Π.Π.) κάποιας γλυκύτατης κυρίας να σταματήσει την πορεία του επάνω στο Ι.Χ. σου. Εξάλλου, στον 21ο αιώνα ζούμε, οι δρόμοι θα είναι ανοικτοί στο επαρχιακό δίκτυο, ακόμη και στα χωριά μας.
3. Φως/Νερό/Τηλέφωνο/Θέρμανση. Τα μεγάλα ερωτηματικά !!! Αν πέσει το ρεύμα ??, αν έχουν παγώσει οι βρύσες ??, Ο καυστήρας θα δουλεύει ?? Τηλέφωνο δεν μας νοιάζει πια έχουμε τα κινητά μας.
Οι θετικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτηματικά θέλουν πίστη και αισιοδοξία. Συνήθως το ρεύμα πέφτει μετά από μία σφοδρή χιονοθύελλα (πράγμα σπάνιο στην εποχή της υπερθέρμανσης του πλανήτη) και εντός 24 ωρών επανέρχεται.
Σημαντική αμέλεια να μην πω σε κάποιον μόνιμο κάτοικο να προσέχει τις παροχές στο σπίτι το χειμώνα, ούτε φώναξα το Θανάση να κάνει τη συντήρηση του καυστήρα. Που να το φανταστώ !!
4. Προμήθειες. Το κλασικό πρόβλημα χειμώνα - Πάσχα - καλοκαίρι όταν ετοιμάζεσαι για Τρίστενο. Μπορεί να βρεις κρέας ή και να μην βρεις, αλλά ο μανάβης έρχεται στην Πενταγιού μία φορά την εβδομάδα. Από το ολότελα !!!! Τα υπόλοιπα από σούπερ - μάρκετ σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων.
Μην είσαι γκρινιάρης και απαισιόδοξος. Δεν θα πεθάνεις και στην πείνα. Υπάρχουν και οι μόνιμοι κάτοικοι – επαγγελματίες, νέα παιδιά, που όλο και κάτι θα κάνουν. Μην ξεχνάμε την ταβέρνα στο Τρίστενο, τον ξενώνα ύπνου και φαγητού στην Πενταγιού και το μαγαζάκι Γενικού Εμπορίου στην Πενταγιού.
5. Τέλος, το σημαντικότερο : Γιορτές είναι θέλουμε κόσμο, κίνηση, dolce vita !! Κοίταξε να δεις τι θα χάσουμε πηγαίνοντας στο Τρίστενο :
• Ατέλειωτες βόλτες στη γιορτινή, στολισμένη Αθήνα, ψώνια και δώρα
• Διασκέδαση, μπαρ, κλαμπ, μπουζούκια με φίλους έως τις πρωινές ώρες
• Ρεβεγιόν με τα καλά μας ρούχα σε ωραίο περιβάλλον με συναρπαστικούς ανθρώπους.
Μμμ… νομίζω ότι ζούμε σε άλλη εποχή!!!

Δεν είμαστε ούτε είκοσι ούτε τριάντα ετών πια και το ″budjet″ έχει προσαρμοστεί προς τα κάτω την τελευταία δεκαετία.
Θα πάμε καμιά βόλτα στο Σύνταγμα-Ερμού δεν θα αγοράσουμε τίποτα (τι τιμές Θεέ μου…)
Θα μας τρέχουν τα παιδιά από φίλη σε φίλη…
Το πολύ-πολύ να βγούμε για κανέναν καφέ.
Φαγητό με τους παππούδες και τις γιαγιάδες και…
Πολύ… πολύ τηλεόραση.
ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΑ !!! Δεν με κάλεσε και ο πρέσβης στο ρεβεγιόν του !!
Ξεπερνώντας λοιπόν τις μεσο-αστικές μου αντιλήψεις, οπλισμένος με αποφασιστικότητα και αισιοδοξία και κατανοώντας ότι ″η δουλειά δεν είναι λαγός να φύγει εδώ θα σε περιμένει″, κατά τη ρήση ενός έμπειρου συναδέλφου ΦΟΡΤΩΣΑΜΕ ΚΑΙ ΞΕΚΙΝΗΣΑΜΕ ΓΙΑ ΤΡΙΣΤΕΝΟ την προ-παραμονή Χριστουγέννων. ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ !!!
………………………………………………………………………..

Το ταξίδι της επιστροφής, την επόμενη της Πρωτοχρονιάς, αναμενόταν, όπως πάντα, κουραστικό και βαρετό. Δεν είναι το ίδιο όταν πας κάπου, με όταν επιστρέφεις. Έχεις βεβαρημένη ψυχολογία.
Ανέλπιστα όμως, ήμασταν όλοι στο αυτοκίνητο ομιλητικοί και γελαστοί. Ακόμη και η γκρινιάρα η κόρη μου που δεν αντέχει τα ταξίδια ήταν σε κατάσταση ευθυμίας.
″Τι έγινε ???″, ρώτησα και τα τρία τα κορίτσια μου,
″Προς τι αυτή η ευχάριστη έκπληξη ??? ″….
″Περάσαμε υπέροχα !!!″ μου είπαν με μια φωνή και οι τρεις.
Άρχισα λοιπόν να αναλογιζόμουν τι ήταν αυτό που μας έκανε όλους να, συμπεριλαμβανομένου και εμένα, να έχουμε μία πολύ καλή εντύπωση για τις φετινές Χριστουγεννιάτικες διακοπές μας.
″Λευκά″ Χριστούγεννα δεν κάναμε… χιόνι δεν έριξε. Μέχρι του ″Πραττά το Λάκο″ έφτασε. Μόνο κρύο (ψόφο δηλαδή) έως -4οC. Ντυνόμασταν με τα σκουφιά και τα κασκόλ και κάναμε βόλτες στο χειμωνιάτικο τοπίο. Στην απόλυτη ησυχία και ηρεμία της φύσης. Τα περισσότερα δένδρα είχαν ρίξει τα φύλλα τους, υπήρχε μόνο χλόη και το ελατόδασος. Το θρόισμα του ανέμου ανάμεσα στα έλατα είναι πραγματική ψυχοθεραπεία. Έκλεινες τα μάτια, το αφουγκραζόσουν ήταν σαν να κάνεις γιόγκα με τα πόδια ψηλά και το κεφάλι κάτω. Απόλυτο συναίσθημα θετικής ενέργειας και οι βαθιές ανάσες τέλειο αναζωογονητικό. Γενικά το τοπίο ήταν φανταστικό.
Έβλεπες απέναντι ένα άσπρο σύννεφο να έχει καθίσει επάνω στα Βαρδούσια και την άλλη μέρα τα έβλεπες κατάλευκα από το χιόνι.

φωτο: Νατάσα Κοντογιάννη
 

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Τα κλειστά σπίτια της Πενταγιούς


της Ειρήνης Καρτάκη

«…δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια, ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο. Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου, κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες γυαλιστερές πάνω στη μέρα. Όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν, ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν μ’ εκείνους που έμειναν, μ’ εκείνους που έφυγαν, μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν ή που χάθηκαν, τώρα που έγινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο»

Γ. Σεφέρης «Κίχλη», 1946

 
 

Τα κλειστά σπίτια μου προκαλούν θλίψη! Όχι μόνο γιατί με κάνουν να συλλογιέμαι αλλοτινούς καιρούς, τότε που το χωριό είχε πολλούς μόνιμους κατοίκους, που γέμιζε παραθεριστές από τις αρχές του Ιούλη, που γίνονταν μεγάλα διήμερα πανηγύρια στο τέλος του μήνα για να δοξάσουμε τους Άγιους Προστάτες μας , την Αγία Παρασκευή και τον Άγιο Παντελεήμονα, τότε που άδειαζε το Σεπτέμβρη, όταν οι « Πενταγιώτες της Αθήνας» επέστρεφαν στις δουλειές τους κι άνοιγαν τα σχολεία…

Πολλά απ’ αυτά τα σπίτια δεν ήταν τότε έρημα, αντίθετα , άσταφταν από πάστρα, οι κήποι τους ήταν καλοφροντισμένοι , από μέσα τους έβγαιναν σπιτικές μυρωδιές κι ακούγονταν φωνές, παιδικές ή μη, σημάδι ζωής…

Τα κλειστά, και πολύ περισσότερο τα εγκαταλελειμμένα σπίτια, χορταριασμένα μα και χτυπημένα αδυσώπητα από το χρόνο, αυτά που τα κουφάρια τους στέκονται συχνά ολόρθα, λες και προσπαθούν μάταια να αντισταθούν στη φθορά, μου προκαλούν θλίψη για έναν ακόμη λόγο. Το κάθε σπίτι έχει τη δική του ιστορία, τη δική του «μοίρα» που το οδήγησε στην εγκατάλειψη…

Ένας ιδιοκτήτης που έφυγε από τη ζωή, απόγονοι ή κληρονόμοι που διάφορες δυσκολίες, μια αρρώστια, ή η βαθιά οικονομική κρίση των τελευταίων ετών, δεν τους επιτρέπουν να τα συντηρήσουν και άλλοι που, μην έχοντας γνωρίσει αρκετά ώστε να αγαπήσουν τούτο τον τόπο , δεν έρχονται και τα αφήνουν έρμαια στη φθορά του χρόνου…

Όποια κι αν είναι η αιτία, σημασία έχει ότι κοιτάζοντας τα όλοι μας γυρίζουμε πίσω στο παρελθόν , αναπολώντας με πικρία όμορφες στιγμές, ενώ συνάμα άθελα μας συγκρίνουμε το «τότε» και το «τώρα» νιώθοντας ένα σφίξιμο στην καρδιά.

Τα κλειστά και ρημαγμένα από το χρόνο και τις καιρικές συνθήκες σπίτια είναι εδώ για να θυμίζουν σε όλους μας πόσο οι προτεραιότητες και οι αξίες μας έχουν αλλάξει, πόσο η ζωή μας έχει δυσκολέψει, αλλά και πόσο είναι άρρηκτα δεμένα με τη γενικότερη εγκατάλειψη των ορεινών οικισμών που παλεύουν να αντισταθούν στον ολοκληρωτικό μαρασμό, συχνά ξεχασμένοι και από την ίδια την πολιτεία!

Τι θα μπορούσε άραγε να γίνει από εμάς, αλλά και από το επίσημο κράτος , για να αλλάξει αυτό? Ευχή όλων είναι μέσα στα επόμενα χρόνια να υπάρξουν συντονισμένες ενέργειες που θα οδηγήσουν και πάλι τον κόσμο, και κυρίως τη νεότερη γενιά, στις αυλές των κλειστών σήμερα σπιτιών!!!


Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Το ρύζι που δεν φύτρωσε ..

απόσπασμα από το προς έκδοση βιβλίο με τίτλο: 
''ΘΑΜΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ , ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ''
του Κ. Γ. ΜΠΕΡΤΣΙΑ με καταγωγή από τον Κόκκινο

Μεγάλο γεγονός ήταν για τον Έπαχτο και για την γύρω περιοχή η ζωοεμποροπανήγυρης  που κάθε χρόνο ξεκίναγε ανήμερα του Αγίου Δημητρίου.
Στην δεκαετία του πενήντα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα διαρκούσε ολόκληρη βδομάδα και η κοσμοσυρροή από τα χωριά της Ναυπακτίας, της Δωρίδας αλλά και από την Αχαΐα ήταν τόσο έντονη που εκείνες τις μέρες τριπλασιαζόταν ο πληθυσμός της πόλης. Χαράς ευαγγέλια για τους εμπόρους και τα πανδοχεία της Ναυπάκτου !!
Κάθε χρόνο ο παππούς μου έπαιρνε τον Γιώργο τον πατέρα μου, που ήταν ο μικρότερος γιος του και επισκεπτόντουσαν το επαχτίτικο παζάρι όπως ήταν πιο γνωστό.
Στο παζάρι έβρισκες τα πάντα, από άλογα, γαϊδούρια, μοσχάρια και αιγοπρόβατα μέχρι υφάσματα, ρούχα, παπούτσια, τρόφιμα, σπόρους, γεωργικά εργαλεία και ό,τι ήταν αναγκαίο για την ζωή στη επαρχία εκείνη την εποχή. Δεν έλειπαν βέβαια και κάποια νεωτερίστικα εμπορεύματα που για πρώτη φορά τα έβλεπαν οι άνθρωποι της επαρχίας. Ήσαν κυρίως αγροτικά και κτηνοτροφικά εργαλεία. Δύσκολα τα αποδεχόντουσαν οι άκρως συντηρητικοί κάτοικοι εκείνης της εποχής. Η κρατούσα αντίληψη ήταν:
“όπως τα βρήκαμε από τους γονείς μας έτσι πρέπει να τα παραδώσουμε στα παιδιά μας”.

Σε εκείνο το παζάρι ο μικρός Γιώργος έβλεπε πράγματα για πρώτη φορά στη ζωή του και οι ορίζοντές του άνοιγαν, τον εντυπωσίαζαν και του καλλιεργούσαν την νοοτροπία πως πρέπει να αγκαλιάζει τα καινούργια και άρχισε σιγά σιγά  να πιστεύει  ότι οι αλλαγές είναι πρόοδος..
Ο μικρός ο Γιώργος έβλεπε με άλλο μάτι τα καινούργια εργαλεία, καταλάβαινε ποσό θα τον βοηθούσαν στην δουλειά του και ποσό πιο παραγωγικές θα ήταν οι προσπάθειες του.
Έπειθε τον πατέρα του και κάθε φορά που γύριζαν από το παζάρι κάτι καινούργιο θα κουβάλαγαν με την κυρά Μαρία, την μάνα του, να γκρινιάζει, που σπαταλούν τα χρήματα τους σε άχρηστα πράγματα.

Έφεραν από τους πρώτους στη μικρή κοιλάδα του Μόρνου το σιδερένιο άροτρο, την μηχανή όπως την  έλεγαν, την σιδερένια σβάρνα και την ραντιστήρα πλάτης.
Την χρονιά της γέννησης μου, έφεραν ένα πουλάρι που εξελίχθηκε σε ένα υπέροχο άλογο. Η μάνα μου είχε να το λέει για πολλά χρόνια, όταν αναφερόταν στην γέννηση μου ή στην ηλικία μου, αμέσως συμπλήρωνε: έχεις την ίδια ηλικία με την Κούλα, που ήταν το όνομα του αλόγου.
Η Κούλα μαζί με ένα ψηλόσωμο μουλάρι, που ήταν δώρο από την Αμερικανική βοήθεια και την UNRRA, έφτιαξαν ένα ταιριαστό δίδυμο που όργωνε για δυο περίπου δεκαετίες τα χωράφια μας, τα ποτιστικά στο κάμπο και τα άνυδρα μπαΐρια, που καλλιεργούσαμε και ήσαν έξω από τους αρδευτικούς αύλακες στις πλαγιές των μικρών λόφων στην βορειοδυτική πλευρά του κάμπου.
Ο παππούς του άρεσαν οι ήχοι των κουδουνιών και πάντα αγόραζε κάποια κουδούνια με διάφορους ήχους για να κάνουν ιδιαίτερη την βουκολική μουσική, που τις νύχτες του καλοκαιριού αντιλαλούσε στους λόφους πέριξ της κοιλάδας δημιουργώντας μια πανδαισία ηχητικών ακουσμάτων. Υπήρχε ένας άτυπος ανταγωνισμός μεταξύ των βοσκών για το ποιου τα κουδούνια των κοπαδιών θα παράσχει την πιο ιδιαίτερη και σαγηνευτική μουσική.

Πρέπει να ήταν ή το 1960 ή το 1961, που θυμάμαι τον πατέρα να εξιστορεί στην μητέρα μου ότι στο παζάρι γνώρισε κάποιον από το Αγρίνιο που καλλιεργούσε ρύζι-έχει  ορυζώνες- θυμάμαι την φράση που είπε στην μητέρα μου.
«Του χρόνου θα αγοράσω ρύζι να σπείρουμε και μεις» συνέχισε να λέει στην κυρά Ευθυμία, «ρώτησα και έμαθα τα πάντα για την καλλιέργεια του ρυζιού».
-Δεν ξέρω εγώ από αυτά.. του απαντά η μάνα μου. Αλλά για πες μου, γιατί κανείς όλα αυτά χρόνια δεν έχει σπείρει εδώ στο κάμπο ρύζι;  Μήπως δεν γίνεται; Μήπως θέλει αλλά χώματα που ο δικός μας κάμπος δεν έχει; Δεν το αφήνεις καλύτερα Γιώργο...
-Κοίταξε γυναίκα πρέπει να δοκιμάσουμε, γιατί δεν το έχουν κάνει άλλοι εμένα δεν με ενδιαφέρει, εμένα ο Αγρινιώτης μου είπε πως είμαστε βλάκες, έχετε μου λέει εύφορα χωράφια, μπόλικο νερό και ασχολείστε ακόμη με καλαμπόκια και σιτάρια που δεν έχουν λεφτά ..  βάλε ρύζι να κονομήσεις μου είπε, άστο Ευθυμία του χρόνου θα το κάνουμε.
Αυτή η λουγκιά δίπλα στο ποτάμι που είναι επτά στρέμματα θα την καλλιεργήσουμε ρύζι θα είμαστε οι πρώτοι ! και μην το πεις σε κανένα θα τρίβουν τα μάτια τους οι χωριανοί μας!

Την επόμενη άνοιξη η πρώτη δουλειά του πατέρα ήταν να προετοιμάσει τα επτά στρέμματα για την σπορά του ρυζιού. Διπλοόργωσε πολύ καλά το χωράφι, το ίσιωσε με την σβάρνα, το αλφάδιασε, έφτιαξε στα άκρα μικρά αναχώματα ώστε το νερό που θα κατέκλυζε την  έκταση να μην έχει δυνατότητα διαφυγής και το ύψος του να μην ξεπερνά τους δέκα πόντους .
Αρχές Μαΐου πήγε στην πρωτεύουσα και αγόρασε δυο σακιά ρύζι των πενήντα κιλών. Ο έμπορος παραξενεύτηκε για την ποσότητα και τον ρώτησε:
-Τι θα το κανείς τόσο ρύζι ρε Γιώργο; Κρατώντας μυστικό το σχέδιο του απάντησε:
⁃ Δεν  είναι όλο δικό μου Θόδωρε ..


Η κοιλάδα πριν σκεπαστεί από τα νερά της λίμνης του Μόρνου
Μόλις ζέστανε ο καιρός, κάπου στα μέσα Μαΐου, έσπειρε το ρύζι όπως τον είχε δασκαλέψει ο Αγρινιώτης και περίμενε με ανυπομονησία να φυτρώσει το πρώτο ρύζι στην ιστορία της κοιλάδας.
Οι μέρες περνούσαν, φθάσαμε στο μήνα και ούτε ένα φυτό δεν είχε ξεμυτίσει από το νερό.
Απογοητευμένος άρχισε να λέει το πρόβλημα του αριστερά και δεξιά, βέβαια κανείς δεν μπορούσε να του δώσει κάποια εξήγηση. Δεν έφτανε η στενοχώρια του είχε και την μάνα μου, που του γκρίνιαζε, πως κάνει του κεφαλιού του, δεν ρωτά κανένα, χάσαμε τόσα χρήματα και δουλειά ενός μήνα με τα πειράματα του μουρμούριζε ..
Στα μέσα Ιουνίου μας επισκέφθηκε ο αδελφός της μάνας μου που υπηρετούσε την θητεία του στη αεροπορία και είχε πάρει άδεια .
Γαμπρέ του λέει:
-Τι ρύζι φύτεψες;  από που αγόρασες τον σπόρο;
-Από το Γκομόζια, από το Λιδωρίκι .
-Άσπρο ρύζι , αυτό που μαγειρεύουμε, αγόρασες;
Άρχισε να γελά και του λέει, μα αυτό είναι αποφλοιωμένο, είναι επεξεργασμένο και δεν φυτρώνει ... έπρεπε να προμηθευτείς σπόρο γνήσιο ....
Έτσι άδοξα έσβησε η προσπάθεια να γίνουν ορυζώνες τα καλαμποχώραφα της κοιλάδας !!

Πέρασαν χρόνια και όσες φορές θύμιζα στον πατέρα μου το πάθημα του φαινόταν καθαρά ότι τον ενοχλούσε και η αντίδραση του ήταν:   Ότι κάτι άλλο έφταιγε και όχι ο σπόρος και ότι ήμουν μικρός τότε και δεν θυμάμαι καλά την ιστορία ... Τέλος πάντως όπως και να έχουν τα πράγματα ο πατέρας ήταν προοδευτικός και ας μην ευοδώθηκαν τα όνειρα του για τους ορυζώνες. Και  οι πρωτοπόροι πατέρα έχουν τις αποτυχίες τους χωρίς αυτό να τους στερεί τον τίτλο του νεωτεριστή !!.

Πόνημα δημιουργικής γραφής, 

Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

Οι τεμπέληδες και ο κασμάς

του Γ. Ριόλα

 Τα παλιά χρόνια που το ψωμί έβγαινε με πολύ κόπο στο Λιδωρίκι, το μεροκάματο ήταν δύσκολο να το βρει κανείς. Γι’ αυτό και οι νοικοκύρηδες δεν έχαναν ποτέ ευκαιρία για ένα τέτοιο πρόσθετο έσοδο όταν το έφερνε η τύχη. Μέσα, αλλά και τρόπος ζωής ήταν για όλους το τσεκούρι για τα ξύλα, οι τσάπες και τα «δικέλλια» για το σκάλισμα και το σκάψιμο των χωραφιών και κήπων, τα κλαδευτήρια και τα πριόνια για το κλάδεμα, οι αξίνες (κασμάδες) για τις δύσκολες και βαριές δουλειές και οι παραμίνες (ειδικοί λοστοί) για την διάνοιξη οπών σε βράχους, ώστε να τους ανατινάξουν με εκρηκτικά. 

Αν όμως οι νοικοκύρηδες και οι προκομμένοι κάτοικοι ζούσαν από εργαλεία όπως και τα παραπάνω, υπήρχαν και κάποιοι που τα απέφευγαν όπως ο διάβολος το λιβάνι. Και αυτοί ήσαν οι τεμπέληδες που ζούσαν τον εφιάλτη να βρεθούν κάποτε στην ανάγκη να πιάσουν αξίνα (κασμά) στα χέρια τους για να βγάλουν καμιά δραχμή για την οικογένεια και τα παιδιά τους Τέτοιοι τεμπέληδες ήσαν και ο Μήτσος με τον Θανάση.

Λιδωρίκι, παλιό εμπορικό
Λιδωρίκι, παλιό εμπορικό (Πηγή: https://www.2steps.gr)

Ήσαν συχνοί θαμώνες στο παραδοσιακό και αλησμόνητο ταβερνάκι του Κουτσούμπα. Το μόνο βάσανο που τους απασχολούσε ήταν ποιος από τους δυο θα πλήρωνε το πρώτο κατρούτσο (κατοσταράκι) ρετσίνα, διότι ακολούθως τους κερνούσαν πολλά ακόμη οι γνωστοί τους, που πήγαιναν στο ταβερνάκι. Συχνά τριγυρνούσαν στις γειτονιές του Λιδωρικίου, σχεδιάζοντας την επόμενη αμάκα τους, από κάποιον συγχωριανό τους. Η σχέση και των δύο με αυτό που λέμε δουλειά ήταν ελάχιστη και για το μεγάλωμα των παιδιών τους νοιάζονταν μόνο οι γυναίκες τους και οι παππούδες των παιδιών τους. Άχρηστοι και άθλιοι και οι δύο, περιφέρονταν άσκοπα κάθε μέρα στο Λιδωρίκι, αφού τελικά τους είχαν διώξει και από τα ταβερνάκια και τα καφενεία της εποχής, μιας και τα χρέη (βερεσέδια) τους για τις ρετσίνες, τα ρακιά και τους μεζέδες είχαν πιάσει ταβάνι. 

Εκεί λοιπόν που περπατούσαν, ο Μήτσος που προπορευόταν, αναπήδησε στα ξαφνικά έντρομος και έβγαλε μία σπαρακτική φωνή που έκοψε την ανάσα του φίλου του, του άλλου τεμπέλαρου που τον ακολουθούσε. «Τι έπαθις Μήτσου κι τρόμαξις; Είδις κανένα φίδ’; », τον ρώτησε αμέσως ο Θανάσης, έτοιμος να το βάλει στα πόδια. «Όχι ρε Θανάσ’. Δεν είδα φίδ’. Έναν κασμά είδα παραπιταμένου κι τρόμαξα», απάντησε λαχανιασμένος από τη λαχτάρα του ο Μήτσος και κίνησαν αμέσως να φύγουν και οι δύο από τη γειτονιά, κατασυγχυσμένοι για το κακό που τους έτυχε μεσημεριάτικα.

Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

Στα ψηλά βουνά

Ένα πρωινό αφήσαμε, το τότε, πολυάνθρωπο χωριό και μέσα σε τρεις ώρες, ποδαράτοι, φτάσαμε  στο   Λάκο,   στους   πρόποδες του βουνού. Υπάρχουν μεγάλες λάκες, πλούσια βοσκοτόπια, το μέρος είναι σπάνιο και το τοπίο αλπικό. Μόνο μερικοί θάμνοι υπάρχουν από παλαμονίδεςκαι λυκόλουρα. Εδώ ζουν μόνιμα το καλοκαίρι έξι - επτά τσοπάνηδες, σαν  ερημίτες, με τα  ισάριθμα   κοπάδια τους, τα λυκόσκυλα, τις στρούγκες και το κονάκι στη ρίζα μιας κυκλώπιας κοτρώνας. Χωθήκαμε μέσα στο καλύβι και τους περιμέναμε.   Κατά   το  μεσημεράκι βάλανε τα  πρόβατα  στο στάλο και ήρθαν οι ορεσίβιοι ένοικοι. Μεταξύ αυτών ήταν ο πατέρας μου και οι άλλοι όλοι συγγενείς και φίλοι. Τους είπαμε τα νέα από το καπετανοχώρι Αρτοτίνα και είπαν τα δικά τους ποιμενικού ενδιαφέροντος. Ήρθε το μεσημέρι και φάγαμε όλοι μαζί ό,τι υπήρχε μέσα στα σακούλια, λιτά και απλά. Τα ελλείποντα,   εδώ   που  βρισκόμαστε,  αναπληρώνει   η θεία χάρις.

Ξαπλώσαμε κατάχαμα ο ένας δίπλα στον άλλο, αλλά δεν κλείσαμε μάτι ούτε στιγμή. Ξαφνικά σηκώθηκε ο μπαρμπα Σπύρος, Μπενίρης το καλλιτεχνικό του, με το τσιμπούκι μονίμωςστο στόμα και βγήκε έξω, προφανώς να πάει προς νερού   του.   Αργούσε   όμως   να   γυρίσει,   γι’   αυτό   ο μπάρμπα Θόδωρος, Κούπας τα καλλιτεχνικό, ση-κώθηκε και κοίταζε έξω. Βλέπει «το δραπέτη» να κόβει βόλτες πέρα - δώθε, ψάχνοντας επίμονα σα να έχασε πολύτιμο θησαυρό και ψάχνει να τον βρεί. Τον φώναξε και ήρθε μέσα «Τι έχασες Σπύρο και ψάχνεις»; τον ρώτησαν. «Έχασα του τσ’ μπούκι μ’», μουρμούρισε, «μήπους του κρύψατ’ ισείς;» Το τσιμπούκι   όμως   το   είχε   στο   στόμα   ασυναίσθητα   και όμως το έψαχνε. Τότε τον ζυγώνει ο μπαρμπα - Θόδωρος του αφαιρεί το λιβανιστήρι, θυμίαμα του διαβόλου και του λέει: «Βρε κριμανταλά τούτου πούχεις στου στόμα τιειν’   ρακοβύζ’»;   γέλασε   κάθε   πικραμένος   με   την αφαιρεμάρα του αρειμάνιου καπνιστή, γέρο-μπάρμπα. Με κάτι τέτοια ψυχαγωγούνταν τότε ο κόσμοςτου μόχθου και του πόνου, της κάπας και της τσάπας. Μεγαλύτερες χαρές αποτελούσαν αγαθό εν ανεπαρκεία.

Το απόγευμα ξαπόστατοι, πήγαμε πιο πάνω σεμια δύσβατη χαράδρα, που αρχίζει από τον Αράπη (τοπωνύμιο) και πάει πάνω ψηλά. Εκεί υπάρχει χιόνι χρονικής, μέχρι που έρχεται το φρέσκο και σκεπάζει   το   παλιό.  Εδώ   μείναμε   κατάπληκτοι.  Εν μέσω καλοκαιριού, αντικρύσαμε εικόνες εαρινές. Λουλούδια παντός είδους χρώματος και μυρωδιάς, κυματίζουν στο λιγοστό χώμα περιμετρικά του χιονιού, σα να μας καλωσορίζουν στο άβατο τούτο μέρος. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα μικρό επίγειο παράδεισο, δε χορταίνουν τα μάτια να βλέπουν και ταρουθούνια να τραβούν μυρωδάτο αέρα. Τα γράφω αυτά για όσους δεν τα έχουν δει και κυρίως για επίδοξους μιμητές που είναι ερωτευμένοι με τη ζωή, το καθαρό φυσικό περιβάλλον και την άγρια παρθένα φύση. Αποζημιωμένοι καλά, γυρίσαμε το βράδυ στο κονάκι, κάτι βρήκαμε στα σακούλια και κοιμηθήκαμε για να ξυπνήσουμε πρωί.

Χαράματα! Πάμε για την ψηλότερη κορφή. Στο διάβα μας συναντήσαμε κάμποσα ρέματα με κρυσταλλένια, κατακάθαρα κρύα νέρα, που οδεύουν ασταμάτητα μέρα - νύχτα μέχρι να φτάσουν στη θάλασσα να ξαποστάσουν. Στα απάγκια του βουνού θαυμάσαμε κάτι αγέρωχα, υπεραιωνόβια μελόκεδρα, που σποραδικά ευδοκιμούν. Ανεβήκαμε πιο ψηλά και φτάσαμε στα βράχια. Μ’ αυτά που ακούμε δεν πιστεύουμε στα αυτιά μας. Δεξιά, αριστερά,  πέρα  και   δώθε   ακούγονται   συναυλίες. Είναι τα καλλικέλαδα πουλιά με πρωτοψάλτες σ’ αυτή τη χορωδία τις πλουμιστές, πανέμορφες, καμαρωτές πετροπέρδικες που αφθονούσαν   σ’  εκείνα  τα  μέρη. Βλέπετε   και   τα   πτερωτά έχουν το δικό τους τρόπο να εκπέμπουν ύμνους στο Δημιουργό. Είναι κάτι που αμελούν πολλές φορές οι αγνώμονες και φαντασμένοι άνθρωποι. Τώρα   αρχίζουν   τα δύσκολα,   γιατί   φτάσαμε πολύ ζαβά και απότομα. Αραιά και που κυλάνε πέτρες από πάνω. Κοιτάξαμε και βλέπομε ένα κοπαδάκι αγριόγιδα στα βράχια. Μόλις μας πήραν χαμπάρι, σήκωσαν το κεφάλι, Εντύπωση μας έκαναν τα ξύλα τους που ήταν γυρισμένα μπροστά, σαν αγκίστρια και όχι πίσω όπως σχεδόν σ’ όλα τα αιγοειδή.



Η φωτογραφία απεικονίζει στιγμές στις αρχές της δεκαετία του 1950. Αριστερά της φωτογραφίας εικονίζεται ο Νικ.Ιωαν. Μαυραγάνης και δεξιά ο Νικ. Αθ. Μαυραγάνης, ο τρίτος οδοιπόρος που απαθανάτισε τη στιγμή είναι ο Γιάννης Χρυσάλης, καθηγητής, εν συντάξει, σε Βρετανικό Πανεπιστήμιο ανιψιός του αείμνηστου Καλλίμαχου Γράτσου από αδερφή.


Εδώ στα ψηλά μόνα αυτά, γύπες και σταυραετοί κατοικούν. Τον τελευταίο καιρό μόνο ελάχιστες πέρδικες απομένουν μάρτυρες παλαιών μεγαλείων.Όλα τ’ άλλα τά ’φαγε το σκοτάδι, τά ’φαγε ο αδηφάγος σύγχρονος πολιτισμός. Ύστερα από τρεις ώρες, ασθμαίμοντες, φτάσαμε στην πολυπόθητη κορφή, όμως, δεύτεροι και καταϊδρωμένοι, γιατί μας πρόλαβε ένας κατακόκκινος αυγουστιάτικος ήλιος. Αυτός, έχει το προνόμιο, τις ψηλότρες κορφές να τις πρωτοχαιρετίζει. Ακουμπάμε, ήδη, την ψηλότερη   κορφή   των Βαρδουσίων, ένα από τα ψηλότερα βουνά της πατρίδας. Εξαϋλωμένοι και ανάλαφροι, αναπνέουμε κατακάθαρο αέρα και απολαμβάναμε το μεγαλείοτης κτίσης. Οι εικόνες απ’ εδώ είναι απείρου κάλλους. Φθιώτιδα, Θεσσαλία, Αράκυνθος απλώνονται μπροστά μας. Στη τσιμεντομολύβδινη   στήλη,   που   φαίνεται,αναγράφεται το υψόμετρο 2.490 μ. Τη στήλη αυτή έστησε, το 1950, η Τοπογραφική Υπηρεσία Στρατού. Η ανάβαση, όπως σας ξαναείπα, ήταν δύσκολη, η κατάβαση ακόμα πιο δύσκολη και επικίνδυνη, γιατί η βαρύτητα σε σπρώχνει στο γκρεμό. Αν τα πόδια ακολουθούσαν την επιθυμία (το πνεύμα πρόθυμοη σάρκα αδρανής) θα επαναλάμβανα αυτό το θεσπέσιο οδοιπορικό προς τα αθάνατα ψηλά βουνά, φυσικά μνημεία της θείας φύσης.

Γυρίσαμε στις στάνες, παρακαλέσαμε το μπαρμπα - Σπύρο να πει το τραγουδάκι που ήξερε και ταίριαζε στην ηλικία του. Έβγαλε το τσιμπούκι απ’ τοστόμα και άρχισε: Πόσα χρόνια πέρασα κι άσπρισα και γέρασα πάνω στα ψηλώματα βόσκοντας τα πρόβατα τι κορφές επάτησα και νυχτοπερπάτησα.  Αποχαιρετήσαμε τους συμπαθέστατους εξοχίτες, που έχουν στήσει το θρόνο τους στα ψηλά και κυβερνούν με αγάπη το λαό τους. Κυβερνούν το κοπάδι και το πάνε στη βοσκή. Δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή, απεδήμησαν εις αιωνίας μονάς, πλην ενός που αγγίζει τα 100. Του εύχομαι να τα ξεπεράσει. Το ειδύλλιο τελείωσε και γυρίσαμε στο όμορφο χωριό, υποσχόμενοι να το επαναλάβουμε, αλλά...δεν κατέστη δυνατόν. 

Νικ. Αθ. Μαυραγάνης 
Αύγουστος 2010 
Ευηνοχώρι Μεσολογγίου 

Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Το πανηγύρ’ κι ο νεροφόρος

Για τα ορεινά χωριά, που ήταν αποκομμένα από τα αστικά κέντρα ελλείψει δρόμων και συγκοινωνίας, το πανηγύρι ήταν παράδοση   και   πολιτισμός.   Μια   ολόκληρη   χρονιά περίμεναν   κάποιοι   «να   βγούν   στο   πανηγύρι». 

― Τι κάνεις εσύ Γιώργαινα; Χασίρεψες τις δουλειές κι ορμώθηκες για το πανηγύρι; 
― Αχ, σε ποιο πανηγύρι να πάω εγώ; Ανήμερα θα πάρω το νερό για το γιούρτ’(ι).
― Καλά κι αυτός ο Χριστιανός εσένα διάλεξε να δώσει το νερό να ποτίσεις αυτή τη μέρα; 
― Σαν με φώναζε και μου το ’πε τσακωθήκαμε   για   τα   καλά!   Γίναμε   από   δυό   χωριά   πουλένε. Εκείνος όμως μουλάρωσε. Αύριο είναι η σειρά σ’ μ’ απάντησε. 
―   Καλά   Γιώργαινα,   ο   άντρας   σου   δεν   τουέβαλε τις φωνές; 
― Τώρα μάλιστα, ο Γιώργος καλή μου, άμαγυρνάει απ’ τα γίδια ορμώνεται και φεύγει για το καφενείο. Όλα τ’ άλλα τάχω φορτωθεί εγώ κι   άμα   του   λέω   τίποτα   εκείνος   αγριεύει   και   μ’απαντάει: ―   Είσαι   νέα   κι   αντέχεις.   Εξάλλου   μήπωςσε φάγαν τα παιδιά; Αυτό αγαπητήμ’ Φώτω τόχει ψωμοτύρι. Τρία χρόνια   μου   λέει,   είμαστε   παντρεμένοι   και «παιδί» δε βλέπω. Κι αυτό Φώτω με πληγών’(ει)πολύ.
― Και εσύ τι του απαντάς;
― Τι να του πω Φώτω, άντρας μου είναι κι όπως   ξέρεις   είμαι   ξένη   στο   χωριό.   Στο   χωριό μου ήμουν η καλύτερη! Εδώ που με φέρανε, τα υπομένω   όλα.   Αλλά   για   να   σου   πω   τη   μαύρη αλήθεια,   πότε   τον   βλέπω,   για   να   κοιμηθούμε αντάμα...   Φώτω,   βάσανα,   βάσανα...   Τον   παντρέψανε με μένα, μήπως και ξεκόψει από την αδερφή   του   αγροφύλακα,   αλλά   αυτός,   δε   βαριέσαι, εκεί είναι ο νους του. 
― Καλά κι εσύ Γιώργαινα, κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια; 
― Τι να κάνω Φώτω; Να τον βάζω στο κρεβάτι με το ζόρι;   Άμα  φτάνει στο σπίτι, τρώει, ντύνεται  και   φεύγει.   Άμα   καμιά   φορά   ανοίγωτο στόμαμ’ (ου) να του πω, πως εμένα δεν με λογαριάζει σαν γυναίκα, νευριάζει και μου λέει:Εσύ το νού σου στο κεχρί τον έχεις... Εγώ έχω τόσες δουλειές και το δίνει στα πόδια... 
―   Τώρα   ύστερα   απ’   αυτά   που   μου   είπες, δεν σε βλέπω αύριο στην εκκλησία. 
―   Τι   να   σου   πω   Φώτω   κι   εγώ   μια   τέτοια μέρα περιμένω να βγω σε κόσμο. Αλλά...
―   Μωρέ   Ελευθερία,  ας  τ’   αφήσουμε   το Γιώργαινα,  ξέρεις  τι   σκέφτηκα; Να   φωνάξεις το   νεροφόρο, ελεύθερο   παλικάρι είναι και μπερμπάτης, καθώς ακούγεται και να τον γλυ-κοκοιτάξεις... Να   τον   αφήσεις   να   περιμένει κάτι   από   εσένα.   Εκείνος   θα   μπει   στο   νόημα. Νέα είσαι, μια χαρά γυναίκα είσαι. Ο νεροφόρος θα τσιμπήσει άκου που σου λέω. 



Οι ώρες περνούσαν. Η Ελευθερία προσπαθούσε   να   τελειώσει   τις   δουλειές  του  σπιτιού, ώστε την άλλη μέρα στο πανηγύρι, να μην τις βρει μπροστά της. Έβαλε το ψωμί στο φούρνο, έβαλε   και   μια   γαλατόπιτα   στη   γάστρα   για   να ψηθούν.   Αύριο   έπρεπε   να   υπάρχει   καλή   ετοιμασία, όλο και κάποιος ξένος θα ’ρχόταν. Εκείνη την ώρα χτύπησε η ξώπορτα. 
―   Εμπρός,   φώναξε   από   την   κουζίνα,   πουήταν   ξαναμμένη   με   τις   φωτιές   και   πήγε   ν’ανοίξει. Μπήκε ο νεροφόρος. 
― Καλώστονε. Τι γίνεται Κωστάκη; Πώς ταπας με τα νερά; 
―   Δε   βαριέσαι,   κυρά   Ελευθερία,   όλο   τσακωμούς έχω. Κάθε νοικοκυρά θέλει να ποτίσει,όποτε τη βολεύει... Μα είναι δυνατόν; 
―   Έλα   Κωστάκη   μου,   εσύ   άμα   θέλεις   βρίσκεις τρόπο να κάμεις και κάποια εξυπηρέτηση. ―   Μα τι λες   κυρά   Ελευθερία...   Δεν  κάνω χατίρι σε κανέναν. Όπως έρχεται η αράδα του. Εκτός...
―   Τι   εκτός   ρώτησε   εκείνη   με   νάζι   και   τον κοίταξε επίμονα στα μάτια. Καλά Κωστάκη μου, σε μένα δε θα κάνεις ένα χατιράκι, να μου δώσεις το νερό μετά το πανηγύρι; 
― Μα τι λες κυρά Ελευθερία; Είναι δυνατόν; 
―   Άκου   Κωστάκη   μου,  θέλω   να  με λες Ελευθερία, σκέτη.   Άστο το   κυρία  για  άλλους και κάθισε δίπλα μου... Ο νεροφόρος, ένας παίδαρος, εικοσιπεντάρης περίπου, άρχισε να αναβοκοκκινίζει,   ξεροκατάπινε   και   βρισκόταν   σ’αμηχανία.  Η   Ελευθερία   του   την   είχε   δώσει, τον είχε φουντώσει. Το ψωμί σιγοψηνόταν στοφούρνο. Η πίτα κόντευε να ψηθεί. 
―   Δε   μου   λες,  ο  άντρας  σου που είναι; Τόλμησε να ρωτήσει ο νεροφόρος. 
― Ε, που θα είναι Κωστάκη μου; στα γίδια. 
― Δεν πιστεύω να ’ρθει ξαφνικά; 
―   Αχ   παίδαρε, ο   Γιώργος   δεν   έρχεται   να κοιμηθεί   μαζί   μου   τον   άλλο   καιρό,   απόψε   θα’ρθει;...   Άντε   σήκω   πάμε   μέσα,   λέει   εκείνη   με λαχτάρα... 

Ο νεροφόρος την ακολούθησε στην κρεβατοκάμαρα.   Η   Ελευθερία   ξεντύθηκε   γρήγορα - γρήγορα και ξάπλωσε. Ο νεροφόρος δεν άργησε να βρεθεί στην αγκαλιά της... Το παιχνίδι του κρεβατιού κάποτε τελείωσε... Η Ελευθερία ντύθηκε   και   έτρεξε   στην   κουζίνα να   δει  την πίτα.   Η   πίτα   όμως   είχε γίνει   σκρούμπος, κάρμαλο. Η πίτα κάηκε αλλά κι εγώ δεν πήγα πίσω... παντρεμένη γυναίκα... ο νεροφόρος κάθισε σε μια καρέκλα κι άναψε τσιγάρο. 
―   Κωστάκη   μου   να   σου   ψήσω   ένα   καφέ; Θέλεις γλυκό; 
― Σαν κι αυτό που μού ’δωσες στο κρεβάτι; Απαντάει εκείνος γελαστά. 
―  Α,  να  χαθείς   παλιόπαιδο,   με   πειράζεις κιόλας; Δε φτάνει που ’μαι... νιόπαντρη γυναίκα. 
― Δε μου λες πότε θέλεις το νερό; 
―  Κωστάκη   μου   μετά   το   πανηγύρι   όποτε θέλεις. 
― Την Τρίτη το θέλεις; 
―  Ναι,   ναι,   απαντάει   η   Ελευθερία   χαρούμενη...

Είχε νυχτώσει, ο νεροφόρος άνοιξε την πόρτα   και   χάθηκε στα σοκάκια   του χωριού. Η Ελευθερία αποτελείωσε τις δουλειές και πήγενα πλαγιάσει. Έπρεπε να σηκωθεί πρωί να πάει στην εκκλησία. Θ’ άναβε ένα κερί στον Άγιο να της συγχωρέσει την αποψινή αμαρτία. Ο ύπνος όμως δεν έλεγε να την πάρει... Τα κήπια   θα   διψάσουν   για   μια   δυο   μέρες...   Αλλά το δικό της «μπαξέ» φρόντισε και τον δρόσισε ο νεροφόρος.