του Παρασκευά Μπακαρέζου από το Κροκύλειο
Πρωί, λίγο πριν τις οκτώ. Χαζοψιλόβρεχε κι ο Βάκος, μαθητής της πρώτης δημοτικού, ανέβαινε τον ανήφορο προς το σχολείο, στην άκρη του χωριού. Στη πλάτη του κρεμόταν σταυρωτά η υφαντή μαρούδα, μικρό σακούλι. Μέσα είχε το αλφαβητάριό του, ένα τετράδιο, το καλό, και τη πλάκα με το κοντύλι δεμένο στο ξύλινο πλαισιό της με σπάγγο. Φόραγε τα αρβύλια του, τα μοναδικά του παπούτσια για ένα χρόνο τουλάχιστον. Παντελόνι ντρίλινο μέχρι τη μέση της γάμπας και τις κλασσικές μαύρες πλεχτές κάλτσες από προβατίσιο μαλλί. Για πανωφόρι φόραγε ένα είδος κοντού σακακιού. Το είχε από τη διανομή ρούχων της αμερικανικής βοήθειας.΄Ηταν ένα περίεργο γκρι με δύο ποζ λουρίδες στον ώμο.΄Ηταν περήφανος για το ρούχο του. Το όνομα του σακακιού στα αγγλικά είναι κόουτ (coat). Στα κροκυλίωτικα ο τύπος του ρούχου αυτού είχε περάσει σαν κοτ με πολύ κοφτή προφορά. Για το Βάκο όμως που ήταν μικρός κι αυτός και το σακάκι του, ήταν «του κουτάκ’». ΄Όπως ο Βάκος περπάταγε πεταχτά, γιατί του άρεσε το σχολείο, ξαφνικά λύγισαν τα γόνατά του. Ξαφνικά θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει, μικρός όπως ήταν, να πάρει από το σπίτι το ξύλο για τη σόμπα. Το σχολείο ήταν ένα μεγάλο κτίσμα πολύ μακρύ και πολύ ψηλό. ΄Ηταν αδύνατο να ζεσταθεί αλλά στη μπροστινή αριστερή γωνία του ήταν μια ξυλόσομπα που ζέσταινε μόνο εκεί γύρω. Δεξιά της σόμπας ήταν η έδρα του δάσκαλου και ο πίνακας. Κάθε παιδί έφερνε κάθε μέρα από ένα ξύλο για τη σόμπα. Το κράτος την εποχή εκείνη δεν πλήρωνε για θέρμανση στα σχολεία. ΄Εβλεπες λοιπόν τα παιδιά να μαζεύονται στο σχολείο έχοντας τις μαρούδες κρεμασμένες στους ώμους τους και κρατώντας από ένα ξύλο στο χέρι σαν προϊστορικοί κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες. Αργότερα ο δάσκαλος άλλαξε το σύστημα και κάθε γονιός έφερνε στην αρχή της χρονιάς ένα φόρτωμα ξύλα στο σχολείο. Αν είχε δυο παιδι’α. δυο φορτώματα. Ο Βάκος λοιπόν άρχισε να μυξοκλαίει γιατί δεν ήξερε τι να κάνει.΄Ηταν πολύ ήσυχο παιδί. Να γυρίσει σπίτι να πάρει ξύλο, θα αργούσε, τα άλλα παιδιά θα είχαν «μπει» και δεν συνηθιζόταν να μπαίνεις στο σχολείο αργοπορημένος. Εξ άλλου θα χρειαζόταν εξηγήσεις στο δάσκαλο και ήταν πολύ μικρός και χωρίς θάρρος για τέτοια δουλεία. Κάποια άλλα παιδιά που πέρναγαν τον κορόιδευαν που έκλαιγε. Η κοινωνία στο χωριό, κοινωνία επιβίωσης, από ανάγκη ήταν πολύ σκληρή στους αδύναμους, όπως και στα ζώα. Σε λιγάκι ήρθε κι ο Γιάννης μαθητής της έκτης δημοτικού. Με τη μαρούδα του κι αυτός κι ανάλογο ντύσιμο. Μόλις είδε το Βάκο τον πλησίασε και τον ρώτησε γιατί κλαίει. Οι πατεράδες των δύο παιδιών συνεργάζονταν σε διάφορες δουλείες κι γι’ αυτό ο Γιάννης δεν τον κορόιδεψε.΄Όταν ο μικρός μέσα σε αναφιλητά του εξήγησε τι συμβαίνει, ο Γιάννης του είπε «γι’ αυτό σκας». Πήγε στην άκρη του δρόμου, βούτηξε ένα παλούκι, έσπασε το μισό με μια κλωτσιά και το ‘δωσε στον Βάκο. «Να το ξύλου σ’». Ο μικρός του ‘ριξε ένα βλέμμα που είχε μέσα του όλη την ευγνωμοσύνη ενός παιδιού, δηλαδή του κόσμου όλου. Του έμεινε για όλη του τη ζωή το πόσο εύκολα λύθηκε η απελπιστική, όπως νόμιζε, κατάστασή του. ΄Ηταν μια από τις εμπειρίες που σχημάτισαν το χαρακτήρα του. Μόλις έφτασαν στο σχολείο, ο Βάκος σκουπίζοντας τα δάκρυά του κι ο Γιάννης παρηγορώντας τον, ο δάσκαλος φώναξε «σύνταξη». Τα παιδιά παρατάχτηκαν κατά τάξεις. Το προαύλιο μπροστά στο σχολείο ήταν μικρό και ίσα που χώραγε τα παιδιά. Δίπλα ήταν ένα αμπέλι που μετά ο ιδιοκτήτης του το έδωσε στο σχολείο και μεγάλωσε το προαύλιο. Με τους μαθητές παραταγμένους ένας «μεγάλος» της έκτης είπε τσάτρα-πάτρα το «Πάτερ ημών» και άρχισε η είσοδος με πρώτη την έκτη τάξη. Μέσα στο σχολείο τα παιδιά άφησαν τις μαρούδες τους και πήραν τις κούπες τους βγαίνοντας από την άλλη πόρτα για το γάλα στο πίσω προαύλιο. Κάθε παιδί είχε την αλουμινένια κούπα του που με χαραγμένα επάνω, με τη μύτη του σουγιά, τα αρχικά του Π.Μ., Γ.Μ., Π.Σ. κ.τ.λ. Ο πατέρας της Γιώτας δεν είχε να αγοράσει αλουμινένια κούπα και βρήκε ένα άδειο κουτί από γάλα Βλάχας, πήγε στον καλαντζή, κόλλησε ένα παφιλένιο χερουλάκι κι έτοιμη η κούπα για το γάλα. Σε μια γωνιά του ήταν το πηγάδι. Στην άλλη γωνιά ήταν ένα υπόστεγο, το μαγειρείο. Κάθε μέρα μια μάνα ερχόταν να βράσει ένα καζάνι γάλα σκόνη, της αμερικανικής βοήθειας κι αυτό. Οι γυναίκες έβγαναν νερό από το πηγάδι το ανακάτευαν με τη σκόνη και το έβραζαν. Το μυστικό που δεν ήξεραν πολλές γυναίκες, δεν ήταν εξοικειωμένες με το γάλα σκόνη – προϊόν άγνωστο στο χωριό, ήταν το συνεχές ανακάτεμα μέχρι να βράσει. Αν δε γινόταν αυτό το γάλα κόλλαγε στον πάτο του καζανιού και τσίκνιζε. Αυτό είχε συμβεί και σήμερα. Ακούγονταν φωνές σιγανές γιατί ο δάσκαλος καραδοκούσε. « Το κόλλ’σε σήμερα». ΄Οσα παιδιά μπόραγαν το ‘χυναν κρυφά γιατί όπως είπαμε ενέδρευε με τη βέργα έτοιμη. Αφού τα παιδιά άλλα ήπιαν άλλα κρυφόχυσαν το γάλα, «μετασύνταξις» και είσοδος στο σχολείο, όπου στο μεταξύ δυο μεγάλοι είχαν ανάψει τη σόμπα, και άρχισε το μάθημα . Ο δάσκαλος διέταξε «Να σηκωθεί η πρώτη να ζεσταθεί». Τα παιδιά της πρώτης σηκώθηκαν από τα μπροστινά θρανία και στήθηκαν όρθια γύρω από τη σόμπα με τα χέρια τεντωμένα προς τη φωτιά και χουχουλίζοντας γιατί έκανε κρύο. Ο δάσκαλος άρχισε να οργανώνει το μάθημα, ήταν ένας με έξι τάξεις. Εκείνη τη χρονιά δεν είχε δασκάλα για τη δεύτερη αίθουσα του σχολείου και τις μισές τάξεις. Πρώτα έστειλε δυο μεγάλους χεροδύναμους τον Χαραλάμπ’ και τον Παναγιώτη, να βγάλουν νερό απ’ το πηγάδι για το γάλα της άλλης μέρας και να πλύνουν το καζάνι. Μετά άρχισε με τη Δευτέρα αφού έβαλε την Τρίτη και την Τετάρτη να κάνει καλλιγραφία αντιγράφοντας από το αναγνωστικό της Τετάρτης τρεις σειρές. «Ο κυρ-Πανάγος φτάνει με τον ψαρή και τον ντορή και με τ’ αλέτρι. Κρεμάει στο μεγάλο πεύκο το ταγάρι του με το μαύρο ψωμί και τη ντομάτα». Βέβαια το κείμενο γραφόταν τότε με δασείες, ψιλές, περισπωμένες, οξείες και υπογεγραμμένες. Σήμερα έχουν μείνει μόνο οι οξείες με το όνομα τόνος.; Τα παιδιά έβγαλαν τις ξύλινες πένες με το μεταλλικό «πινάκ’» και το μελανοδοχείο. Τα υλικά αυτά τα αγόραζαν από το περίπτερο. «΄Ένα πινάκ’ κι ένα πενηνταράκ’ μιλάν’». Η Πέμπτη και η ΄Εκτη πήρε εντολή να διαβάσει το παρακάτω μάθημα της Γεωγραφίας.
|
Το σχολείο του Κροκυλείου το 1957 |
Τώρα αρχίζει το κανονικό μάθημα με τη Δευτέρα. Αριθμητική η προπαίδεια του 3. Ο δάσκαλος έγραψε σε μια άκρη του πίνακα το 1Χ3=3. 2Χ3=6 … 10Χ3=30. Μετά άρχισαν. Ο δάσκαλος κρατώντας τη βέργα, σαν μαέστρος όχι σαν τιμωρός αυτή τη φορά, έβαζε το ρυθμό «μία φορά το τρία ίσον τρία» και όλη η τάξη επαναλάμβανε εν χορώ «μία φορά το τρία ίσον τρία». Αυτό έγινε δύο τρεις φορές. Μετά ο δάσκαλος έσβησε τον πίνακα κι άρχισε να ρωτάει σκόρπια μαθητές στην τύχη. Ο δάσκαλος αυτός έκανε τις ερωτήσεις ονομαστικά. Παλιότερα ο δάσκαλος είχε δώσει στους μαθητές νούμερα.΄Ελεγε λοιπόν. «Να μας το πει το Β 3». Αυτό σήμαινε το τρία της Β΄τάξης που αντιστοιχούσε σε ένα μαθητή. Συνέχισε λοιπόν ο δάσκαλος. «Για πες μας Θανάσ’ εννιά φορές το τρία πόσο κάνει;». Μετά από κάποιες στιγμές αβεβαιότητας ο Θανάσης κατάφερε να απαντήσει: «Εικουσιφτά». Ο επόμενος όμως, ο Κώστας, δεν κατάφερε να κάνει το «τρεις εφτά» και η βέργα έπεσε στον ώμο του, όχι βάρβαρα, με ένα «αντε να χαθείς».
Το μάθημα αριθμητικής τελείωσε και ο δάσκαλος παράγγειλε : «Να καθήσ’ η Πρώτη να σκουθεί η Δευτέρα». Οι μαθητές της Πρώτης κατέβασαν τα χέρια, με τις παλάμες ανοιχτές σαν τον ήλιο και κάθησαν στα θρανία τους. Τα δευτεράκια περικύκλωσαν τη σόμπα κι άρχισαν να ζεσταίνονται. ΄Ηταν παράδεισος γι’ αυτά. Ούτε μάθημα έκαναν και ζεσταίνονταν κι όλας. Ο μόνος περιορισμός, δεν έπρεπε να μιλάνε. Το πιστικό όργανο σιωπής ήταν η βέργα του δασκάλου που δε δίσταζε μπροστά σε χέρια και μερικές φορές πόδια και πλάτες. Μετά ήρθε η σειρά της Πρώτης. Γραφή κι ανάγνωση: « Βγάλτε τις πλάκες και τα κουντύλια. Γράψτε την ορθογραφία». Τα παιδιά άρχισαν να γράφουν τις δύο σειρές που τους είχε ορίσει ο δάσκαλος την προηγούμενη μέρα. «Ψάρια, εδώ τα ψάρια. Θαλασσινά ψάρια».¨Επειτα ήρθε η ¨ωρα της κρίσεως. Ο δάσκαλος εξέτασε τις πλάκες και όπου έβρισκε λάθος, έριχνε και καμιά ξυλιά με τη βέργα. Μετά άρχισε η ανάγνωση: « Για πες μας εσύ Δήμητρα». Η Δήμητρα άρχισε με σπαραξικάρδια φωνή να διαβάζει σε τελείως αφύσικο μακρόσυρτο ύφος. « ΄Εχω ψα…ψάρια για … για ψη…τά, ψ’αρια για τη…τηγανιτά». Η Τρίτη και Τετάρτη είχε πάλι αριθμητική. Τον πολλαπλασιασμό. Ο δάσκαλος δίδασκε και τα παιδιά επαναλάμβαναν εν χορώ. ΄Όταν τελείωσε έκανε κι άλλους τέτοιους πολλαπλασιασμούς και εξέτασε δύο τρία παιδιά ανακατωτά. Τέλος πάντων το μάθημα τελείωσε με μείγμα μισοαπαντήσεων και εμπλοκής της βέργας του δασκάλου. Η ώρα πέρναγε και πλησίαζε το διάλειμμα. Ο δάσκαλος βιάστηκε να εξετάσει και λίγο την Πέμπτη και ΄Εκτη στη γραμματική. Ρώτησε το Γιώργο να του πει ένα ουδέτερο ουσιαστικό σε «ο». « Του βιβλίου» απάντησε αμέσως ο Γιώργος. « Για κλίνε το τώρα». Ο Γιώργος άρχισε απνευστί : « Ονομαστική του βιβλίου, γενική του βιβλίου, δοτική του βιβλίου, αιτιατική του βιβλίου, κλητική ώ βιβλίου». Ο δάσκαλος γέλασε λίγο: «Μπράβο Γιώργου» και αμέσως μετά: « Διάλειμμα»!
Το διάλειμμα ήταν ολόκληρο ξεχωριστό κεφάλαιο. Τα μεγάλα αγόρια έπαιζαν κυνηγητό σε δυο ομάδες με το «φτου ξελευθερία». Το παιχνίδι μερικές φορές γινόταν άγριο και παθιασμένο και επεκτεινόταν και στα χωράφια δίπλα στο σχολείο. Ο δάσκαλος παρακολουθούσε για να βάζει τα πράματα στη σειρά όταν ξέφευγαν. Τα κορίτσια κάθονταν κάτω απ’ τα δέντρα και παρίσταναν τις νοικοκυρές τρώγοντας το κολατσιό τους, ψωμί με καρύδια, κάπως τελετουργικά σα να ήταν στο σπιτικό τραπέζι.Τα μικρότερα παιδιά πέρναγαν την ώρα του διαλείμματος με διάφορα: Μια παρέα μ΄΄ιλαγε για τη γάτα που κυνηγάει ποντίκια. Ο Σπύρος προσπάθησε να την παραστήσει: «Νιαρ-νιαρ, γρρρ». Ο Νίκος όταν ήρθε η σειρά του ξεπέρασε όλους τους άλλους σε πρωτοτυπία. ΄Εσκυψε με τη μύτη του κοντά στο έδαφος κι άρχισε να περπατάει ατσούμπαλα φωνάζοντας: «Νιοφ-νιοφ, θέλου πουντίκια». Δυστυχώς όλα τα ωραία πράγματα έχουν ένα τέλος. Ξαφνικά ακούστηκε ο διαπεραστικός ήχος της σφυρίχτρας του δασκάλου. Τα πάντα σταμάτησαν αμέσως και σε τρια λεπτά τα παιδιά ήταν σε παράταξη μπροστά στην είσοδο και άρχισαν να ξαναμπαίνουν στο κάτεργο.
Τώρα είχε μάθημα Γεωγραφίας της Ευρώπης η Πέμπτη και η ΄Εκτη. Ο Βάκος παρακολουθούσε την εξέταση. Ο δάσκαλος εκείνη την ημέρα έκανε γενικό μάθημα με ανακατωμένες ερωτήσεις: « Για πες μας Αλεξάντρα ποια είναι η πρωτεύουσα της Αλβανίας;». Η Αλεξάντρα τον κοίταζε αμίλητη. Ο δάσκαλος επέμενε: «΄Ελα μωρέ, Αλεξάντρα μη με τυραννάς». Η Αλεξάντρα δεν μπόρεσε να μπει στο νόημα. Ο Βάκος ήταν πολύ μικρός αλλά αναρωτιόταν γιατί να συμβαίνει αυτό αφού ο χάρτης ήταν δίπλα στον πίνακα κι εκεί έγραφε με μεγάλα γράμματα «Τίραννα». Πολύ αργότερα κατάλαβε τι συνέβαινε. Πολλά παιδιά δεν ήξεραν που πέφτει η Αλβανία στο χάρτη. Η πληροφορία ήταν μπροστά στα μάτια τους αλλά η άγνοιά τους δεν τους άφηνε να την χρησιμοποιήσουν. Δυστυχώς συνέχιζε να συμβαίνει και στην ενήλικη ζωή πολλών από τα παιδιά.
Τέλος έφτασε η ευλογημένη δωδεκάτη ώρα για το τέλος του πρωινού μαθήματος. Ο δάσκαλος έδωσε το σύνθημα και όλα τα παιδιά ροβόλησαν κατά το χωριό άλλα φωνάζοντας, άλλα τρέχοντας, άλλα πιο ήρεμα. Είχαν τρεις ώρες για το απογευματινό...