Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δωρίδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δωρίδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2021

Πρόσκληση σε συνάτηση για τα προβλήματα της Δωρίδας





Ο δημοτικός συνδυασμός «Όραμα για τη Δωρίδα» προσκαλεί την Παρασκευή 26/11/21 και ώρα 18:00 το απόγευμα, δημότες και συλλογικούς φορείς, στη στέγη της Δωρικής Αδελφότητας Ιέρωνος 6 στο Παγκράτι με σκοπό την καταγραφή προβλημάτων και προβληματισμών, αλλά και προτάσεων που θα βοηθήσουν στην αναπτυξιακή προοπτική της Δωρίδας.


Πρόκειται για την αρχή ενός κύκλου επαφών, ώστε να συμπληρωθεί το παζλ των προβλημάτων που μας απασχολούν όλους, αλλά κυρίως να εμπλουτιστεί η παλέτα των λύσεων που χρειάζεται η ερημοποιημένη και υποβαθμισμένη περιοχή μας, ώστε να φύγει από το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει.

 

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΣΗΜΑΚΗΣ
ΟΡΑΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΩΡΙΔΑ

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

Ψηλό Χωριό, Κερασιά, Κριάτσι λένε ΟΧΙ στις ανεμογεννήτριες

Ομοσπονδία Συλλόγων και Δωρική Αδελφότητα στηρίζουν τις θέσεις των 3 χωριών


Κοινή θέση Δ.Σ. Συλλόγων Υψηλού Χωριού, Κερασιάς και Κριατσίου
 
Διαβάζοντας τη ΜΠΕ, αλλά και ως γνώστες του χώρου και κάτοικοι των παρακείμενων και όμορων προς την  κατασκευή αιολικού πάρκου χωριών, διαμαρτυρόμαστε και θεωρούμε αυτήν απαράδεκτη για τους παρακάτω λόγους:  
 
1. Το υπό κρίση αιολικό πάρκο πρόκειται να κατασκευαστεί σε ένα παρθένο ελατόδασος κεφαλληνιακής ελάτης απείρου κάλλους και μοναδικής ομορφιάς. Σημειωτέον ότι μιλάμε για τα Βαρδούσια Όρη, ένα εξίσου  ιερό  βουνό  με  τον  Όλυμπο,  βουνό  το  οποίο  εξαιρέθηκε  από  τη  σε  αυτό  εγκατάσταση  ανεμογεννητριών.  
 
a. Η  οικολογική  καταστροφή  και  η  υποβάθμιση  του  φυσικού  περιβάλλοντος θα  είναι ανεπανόρθωτη, καθώς ο τεράστιος όγκος που απαιτείται για την κατασκευή των ανεμογεννητριών θα έχει ως αποτέλεσμα την άμεση αλλοίωση του υδροφόρου ορίζοντα αφού στο σημείο υπάρχουν πηγές που τροφοδοτούν με πόσιμο νερό τα γύρω χωριά. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ανησυχητική μείωση του υδροφόρου ορίζοντα και υπάρχουν καταγεγραμμένα προβλήματα στην υδροδότηση των γύρω χωριών, όλα σε γνώση της δημοτικής αρχής.  
 
b. Η διάνοιξη των δρόμων θα αλλάξει ανεπανόρθωτα τη μορφολογία του βουνού  το οποίο θα σκαφτεί,  γεγονός  που  σημαίνει  ότι  θα  αποψιλωθεί ελατόδασος  και  κεδρόδασος  πολλών στρεμμάτων και θα  καταστραφεί  το  αλπικό  τοπίο, το  οποίο  στη  μελέτη  παραπλανητικά χαρακτηρίζεται ως ‘χορτολιβαδικές εκτάσεις’. Στη μελέτη αναφέρεται ως πρόσθετη κατασκευή η αποκατάσταση πρανών επιχωμάτων και η αναδάσωση, είναι δεδομένο όμως πως καμιά από αυτές τις ενέργειες δεν θα συντελέσει στην επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.  
 
c. Παρ’ ότι προβλέπεται αποκατάσταση του εδάφους και του χώρου στην περίπτωση παύσης λειτουργίας του ΑΣΠΗΕ, είναι προφανές ότι οι τεράστιες βάσεις από οπλισμένο σκυρόδεμα που θα έχουν  πληγώσει ανεπανόρθωτα το βουνό είναι αδύνατο να απομακρυνθούν εντελώς και να επανέλθει το τοπίο στην αρχική του μορφή.  
 
d. Δάσος σημαίνει χλωρίδα και πανίδα, οι οποίες σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της Ελληνικής Ορνιθολογικής  Εταιρίας  θα  υποστούν  σοβαρές  επιπτώσεις.  Η  γνωμοδότηση  της  ΕΟΕ  είναι λεπτομερέστατη, με παραπομπές και αναφορές, γι’ αυτό και δείχνουμε την πλήρη στήριξή μας σε
αυτή.
 
e. Τεράστια παράλειψη της μελέτης είναι η μη αναγνώριση του φυσικού κάλλους, γεγονός που έχει καταστήσει την περιοχή πόλο έλξης για ορειβάτες, αθλητές και κάθε είδους φυσιολάτρες. Το ίδιο αυτό φυσικό κάλλος έχει οδηγήσει τόσο τους καταγόμενους από τα γύρω χωριά αλλά και τρίτους να χτίσουν νέα σπίτια ή να βελτιώσουν τα παλαιότερα και τις υποδομές των οικισμών τους  ενώ έχουν χτιστεί ξενώνες και μικρές ξενοδοχειακές μονάδες (Διχώρι, Αρτοτίνα, Πενταγιού, Κροκύλειο κλπ.). Μάλιστα, έχουν δημιουργηθεί καινούριες κτηνοτροφικές μονάδες και έχουν αναβιώσει μετά από χρόνια παραδοσιακές ταβέρνες και καφενεία. Η ήπια αυτή ανάπτυξη αποτελεί τη μοναδική πηγή εσόδων των κατοίκων της περιοχής. Η ΜΠΕ παραγνωρίζει την ήπια αυτή τουριστική ανάπτυξη που έχει ξεκινήσει στην περιοχή και λανθασμένα χαρακτηρίζει τους οικισμούς ‘μικρούς’ και ‘στάσιμους’ βασιζόμενη μόνο σε στατιστικά στοιχεία απογραφής και όχι σε πραγματικά δεδομένα της καθημερινότητας. Να αναφέρουμε εδώ, ο παραπάνω χαρακτηρισμός αναιρείται σε άλλο σημείο της ΜΠΕ που αναφέρεται πως: «Από τα στοιχεία του παραπάνω πίνακα κατά τη δεκαετία 2001/2011 εμφανίζεται ποσοστιαία πληθυσμιακή αύξηση κατά 25,32 % στον υπό εξέταση Δήμο που είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη αύξηση της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας (-1,93%) και του Νομού Φωκίδας (6,54%).» (σελ. 90-91).
 
f. Εδώ, πρέπει να επισημανθεί και το γεγονός ότι ο Δήμος Δωρίδος έχει αναθέσει εκπόνηση μελέτης εμπειρογνωμοσύνης για τη δημιουργία διαδρομών φυσιολατρίας (πεζοπορίες, ποδήλατο βουνού κ.α.) και γενικότερα ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού στη Δ.Ε. Βαρδουσίων. Επίσης, από πλευράς Δήμου θα υλοποιηθεί άμεσα και η δημιουργία Βοτανικού Κήπου στην Πενταγιού Δ.Ε. Βαρδουσίων για την μελέτη και ανάδειξη της χλωρίδας της περιοχής.  



 
2. Άλλες παραλείψεις της μελέτης:  
a. Η ΜΠΕ επίτηδες αγνοεί την ύπαρξη ιστορικών κτισμάτων στην περιοχή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το εκκλησάκι ‘Άγιος Νικόλαος’ το οποίο φαίνεται ακόμα και στο χάρτη της ίδιας της Μελέτης, που απεικονίζεται μάλιστα μέσα στο πολύγωνο του αιολικού πάρκου (ανάμεσα στις Α/Γ 2 και 3). Αυτό έχει αποκρυβεί προφανώς για να μην εκδοθεί αρνητική γνωμοδότηση της Υπηρεσίας Νεότερων Μνημείων Δυτικής Ελλάδας.  Η εν λόγω Υπηρεσία εξέδωσε θετική υπό προϋποθέσεις γνωμοδότηση (Α.Π. 382642) αναφέροντας πως "Σε περίπτωση όμως που  στην περιοχή του έργου εντοπιστούν ακίνητα ή κινητά νεώτερα πολιτιστικά αγαθά ή οποιεσδήποτε παραδοσιακές κατασκευές, όπως πέτρινα γεφύρια, παλαιά κτίσματα (...) πρέπει να ενημερώσετε  άμεσα την Υπηρεσία μας,  προκειμένου να ενεργήσει για την καταγραφή και στη συνέχεια την  προστασία τους." Έτσι, ενημερώθηκε από το Σύλλογο Υψηλοχωριτών και τον Πρόεδρο της  Τοπικής Κοινότητας στις 23/9, για τα χαρακτηριστικά του μνημείου:  
i. Είναι γνωστό ως "Άγιος Νικόλαος ο Μαγιάτικος" και υπάρχουν μαρτυρίες πως μέχρι το 1957 ανέβαιναν τα σχολεία των γύρω χωριών κάθε Μάιο ως σχολική εκδρομή (Ψηλό Χωριό, Κριάτσι,  Κερασιά,  Διχώρι).  Η  δημιουργία  του  υπολογίζεται  κοντά  στο  1850 και χρησιμοποιούταν ως εκκλησία και τόπος συνάθροισης.

ii. Βρίσκεται σε πολύ υψηλό υψόμετρο και παρά τη δυσκολία πρόσβασης, τα χωριά που προαναφέρθηκαν το επισκέπτονταν συχνά όχι μόνο για θρησκευτικούς λόγους αλλά και για γλέντια, συναθροίσεις και αναψυχή.  

iii. Αποτελεί ένα από τα πιο παλιά μνημεία της περιοχής μας  και ακόμα και σήμερα το επισκέπτονται πεζοπόροι, ορειβάτες και κάτοικοι των γύρω χωριών μετά από ανάβαση αρκετών ωρών.  iv. Είναι χτισμένο με ξερολιθιά, οι τοίχοι της οποίας διατηρούνται ακόμα, και γίνονται συζητήσεις εδώ και καιρό για τη διαδικασία συντήρησης και αναστήλωσής της από ιδιώτες και το Σύλλογο Υψηλοχωριτών.  
 
b. Το έργο βρίσκεται μεταξύ 3 προστατευόμενων ζωνών (ΖΕΠ «Όρος Βαρδούσια» GR2450008 και ΕΖΔ  «Όρη  Βαρδούσια»  GR2450001,  Καταφύγιο  Άγριας  Ζωής  K627  «Καναλάκια-Ψηλά Πλατάνια»), που αν και επίσημα δεν ανήκει εντός των ορίων τους, συνορεύει με αυτά και αποτελεί πέρασμα για πλήθος πτηνών. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την Γνωμοδότηση της Ελ. Ορνιθολογικής Εταιρίας το οποίο αξίζει να αναφερθεί: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητάει από την Ελληνική Διοίκηση να μην διαιωνίζεται αυτή η εσφαλμένη ερμηνεία της Οδηγίας, που επιτρέπει σε έργα εκτός περιοχών NATURA αλλά σε κοντινή απόσταση με αυτές (οπότε δύναται να έχουν επιπτώσεις σε αυτές) να αδειοδοτούνται χωρίς δέουσα εκτίμηση.
 
c. Η θετική γνωμοδότηση της Διεύθυνσης Δασών Φωκίδας (Αρ. Πρωτοκόλλου  189045)  είναι ενδεικτική της προχειρότητας και βιασύνης με την οποία αντιμετωπίζεται η κατάσταση από τους αρμόδιους φορείς. Σχεδόν ειρωνικά, γίνεται η παραδοχή της «σημαντικής περιβαλλοντικής και οπτικής όχλησης», ωστόσο δίνεται θετική υπό προϋποθέσεις γνωμάτευση.  
 
d. Η ΜΠΕ παραγνωρίζει ότι η περιοχή της Φωκίδας είναι μια σεισμογενής περιοχή, βασιζόμενη στη σεισμικότητα μέχρι το έτος 1982. Ενώ αν κανείς μελετήσει τα δεδομένα των πρόσφατων ετών 2000 έως 2021 θα διαπιστώσει μεγάλη σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή, ιδίως στα παράλια του Κορινθιακού κόλπου.  
 
e. Σύμφωνα με την μελέτη του έργου, η προβλεπόμενη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι τον Υ/Σ Μαραθιά γίνεται δια μέσου επαρχιακών-εθνικών οδών με γραμμή όδευσης περί τα 70 χλμ. Εύλογα, λοιπόν, δημιουργούνται τα ερωτήματα:
i. Η απόσταση είναι πολύ μεγάλη (ίσως μοναδική στην Ελλάδα για μια τέτοια ιδιωτική επένδυση) αφού στο παρελθόν εταιρίες με άδειες για τα αιολικά πάρκα στην Δ.Ε. Βαρδουσίων αποθαρρύνθηκαν να επενδύσουν, λόγω του υψηλού κόστους της μεταφοράς. Πώς στη συγκεκριμένη περίπτωση εγκρίθηκε;
 ii. Η  δέσμευση  της γραμμής  αυτής διασύνδεσης,  τεχνικώς  δίνει  την  δυνατότητα  να χρησιμοποιηθεί για μεταφορά ενέργειας άλλου  αιολικού  σταθμού ή και μεγαλύτερου σε  πιθανή επέκταση του δικού σας. Πότε και από ποιόν θα υπάρξει ανάλογη ενημέρωση προς  τις τοπικές κοινότητες;
 
iii. Από την υπογειοποίηση του καλωδίου σε τόσο μεγάλη απόσταση, τι ασφάλεια υπάρχει σε αυτοκίνητα και διερχόμενους πεζούς από πιθανά ατυχήματα;  
 
iv. Για την γραμμή όδευσης μεταφοράς δεν πρέπει να γνωμοδοτήσουν και οι αντίστοιχες Τεχνικές Υπηρεσίες του Δήμου και της Περιφέρειας;    
 


3. Τέλος, μεγάλα ερωτηματικά  δημιουργεί η παράλειψη της απόφασης  του Δημοτικού Συμβουλίου Δωρίδος σχετικά με τις ΑΠΕ. Συγκεκριμένα, την 02-03-2021 μετά από συνεδρίαση του Δημ. Συμβουλίου (Αρ. Απόφασης 16/2021, ΑΔΑ ΨΤΘΓΩ9Ζ-ΔΥΖ) εγκρίθηκε το εξής ψήφισμα:
 
«Ψ Η Φ Ι Σ Μ Α
Παρατηρώντας  το  χάρτη  της  ΡΑΕ  (ρυθμιστικής  αρχής  ενέργειας),  διαπιστώνουμε  την  πληθώρα εγκατεστημένων ή υπό αδειοδότηση αιτήσεων για έργα ΑΠΕ (ανανεώσιμων πηγών ενέργειας) στην περιοχή της Δωρίδας, με τη συντριπτική πλειοψηφία να πρόκειται για ανεμογεννήτριες.  Αιτήσεις που συνεχίζουν ασταμάτητα να κατατίθενται δημιουργώντας εύλογα το ερώτημα αν υπάρχει κάποιο  όριο ως προς των αριθμό ή το μέγεθος αλλά και τα οφέλη, όχι γενικότερα στην κοινωνία όπου είναι απαραίτητη η στροφή στην πράσινη οικονομία, αλλά ειδικότερα στη Δωρίδα όπου σταδιακά μετατρέπεται σε γεννήτρια για τα αστικά κέντρα, αντίστοιχα όπως με το φράγμα του Μόρνου έγινε η βασική πηγή  υδροδότησης της Αθήνας με τις γνωστές μέχρι τώρα συνέπειες.
 
Εξαιτίας λοιπόν:
• Της ύπαρξης μεγάλου πλήθους αιτήσεων αδειοδότησης, σε διάφορες φάσεις ωριμότητας, από το αρχικό στάδιο έως τη φάση εγκατάστασης, σε περιοχές εντός των διοικητικών της ορίων.
• Τις απολύτως δικαιολογημένες ανησυχίες, διαφωνίες και αντιδράσεις φορέων και πολιτών.
 
Δηλώνουμε
• Την επί της αρχής θετική στάση για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και εν γένει για τις πολιτικές βελτίωσης του εθνικού και ευρωπαϊκού ενεργειακού και περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
• Την αδιαπραγμάτευτη θέση μας, ότι για την αδειοδότηση αιολικών πάρκων πρέπει να απαιτείται  η σύμφωνη γνώμη των τοπικών κοινωνιών, όπως αυτή εκφράζεται από την Τοπική Αυτοδιοίκηση Α’ βαθμού.
 
Ζητούμε
1. Την αναθεώρηση του πλαισίου αδειοδότησης και εγκατάστασης των αιολικών σταθμών, όπου θα πρέπει, εκ  των ουκ άνευ, να υπάρχει πρόβλεψη αποφασιστικής γνώμης στις τοπικές κοινωνίες  σε  σχέση με την εγκατάσταση αιολικών πάρκων μέσω των αποφάσεων των οικείων Δημοτικών Συμβουλίων (με άποψη και ψήφο των Κοινοτήτων - προβλέπεται άλλωστε).
2. Την αναθεώρηση του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ για να υπάρξει εξορθολογισμός ως προς το πλήθος και τον τόπο εγκατάστασης των μονάδων.
3. Την αναστολή κάθε  νέας αδειοδότησης και κάθε νέας εγκατάστασης ήδη αδειοδοτημένου αιολικού σταθμού έως την ολοκλήρωση της αναμόρφωσης του σχετικού θεσμικού πλαισίου.
4. Τη θέσπιση υψηλοτέρων ανταποδοτικών οφελών των εταιρειών διαχείρισης αιολικών πάρκων προς τις τοπικές κοινωνίες, τόσο πριν την κατασκευή των έργων όσο και κατά την λειτουργία τους, με αύξηση του προβλεπόμενου σήμερα ποσοστού 3% επί των εσόδων στο ποσοστό 5%.»
 
Βάσει του παραπάνω, ζητούμε  παράταση στη Δημόσια Διαβούλευση κατά τουλάχιστον 15 ημέρες  έως τις 12/10) και αναμένουμε άμεσα τοποθέτηση των αρμόδιων για τις αναφερθείσες παραλείψεις καθώς και εκτενή  ενημέρωση των Τοπικών Κοινοτήτων.  
 
 
ΥΠΟΓΡΑΦΟΥΝ:  

Ο Πρόεδρος Τοπικής Κοινότητας Υψηλού Χωριού Γ. Βρέττας
Ο Πρόεδρος Τοπικής Κοινότητας Κριατσίου Δ. Φλώρος
Το ΔΣ Συλλόγου Υψηλοχωριτών Δωρίδας (Εκπρόσωπος: Άγγελος Καντάρης, Πρόεδρος ΔΣ)
Το ΔΣ Συλλόγου Κερασιωτών (Εκπρόσωπος: Β. Αντωνοπούλου, Πρόεδρος ΔΣ)
Το ΔΣ Συλλόγου Κριατσίου (Εκπρόσωπος: Ζ. Φλώρου, Πρόεδρος ΔΣ)
 
Με την στήριξη:
Της Ομοσπονδίας Συλλόγων ΒΔ Δωρίδας
Του ΔΣ Συλλόγου Διχωρίου (Εκπρόσωπος: Γ. Βλαχογιάννης)
Του ΔΣ Συλλόγου Αρτοτίνας (Εκπρόσωπος: Θ. Μαρτέκας)
Του ΔΣ Συλλόγου Τρίστενου (Εκπρόσωπος: Μ. Παπακωνσταντίνου)
Του ΔΣ Συλλόγου Αλποχωριτών (Εκπρόσωπος. Π. Τσακατούρα)
 
Και την αμέριστη συμπαράσταση της Δωρικής Αδελφότητας (Εκπρόσωπος: Ι. Μπαλατσούρας)

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ - ΟΙ ΕΠΑΡΧΙΕΣ ΔΩΡΙΔΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 21

Οι επαρχίες του Λιδορικίου και του Μαλανδρίνου ήταν από τις πρώτες της Στερεάς που ξεσηκώθηκαν στα τέλη Μαρτίου του 1821 ακολουθώντας το παράδειγμα του Μοριά. Ήταν επίσης οι πρώτες που έδιωξαν ή εξόντωσαν τους κυρίαρχους Οθωμανούς και έως τον Απρίλιο του ’25 έμειναν απάτητες κι ελεύθερες· η θέση τους δε τις έκανε να είναι και πάλι, τον Αύγουστο του 1828, οι πρώτες οριστικά ελεύθερες επαρχίες της Ρούμελης.
 

 
Πώς έγιναν όμως όλα αυτά; Ποιοι τα πραγματοποίησαν;

Τι συνέβαινε στις επαρχίες λίγο πριν από τον Ξεσηκωμό και σε τι περιβάλλον ξέσπασε η Επανάσταση στις επαρχίες;

Τί καλλιεργούσαν οι άνθρωποί τους και ποιος όριζε τη γη και τη φορολογία;

Τί καταμαρτυρούν οι πηγές για τους τοπικούς ηγέτες της Επανάστασης; τί διηγούνται για τον απλό αγωνιστή ο οποίος ακολουθούσε τον μπουλουξή αρχηγό όπου η περίσταση κι οι ανάγκες του Αγώνα το όριζαν;

Πώς βίωναν τον πόλεμο οι άμαχοι, οι γυναίκες και τα παιδιά και πού έβρισκαν καταφύγιο στη διάρκεια των επιδρομών;

Ποια ήταν η τοπική εκδοχή των εμφυλίων; Υπήρξαν πολιτικές αντιθέσεις; Γιατί υποτάχθηκαν οι επαρχίες τον Ιούνιο του ΄26;

Αυτά τα δύσκολα ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει το βιβλίο του Ανδρέα Κυτέα*: Στον δρόμο προς την Ελευθερία, Οι επαρχίες Λιδορικίου και Μαλανδρίνου (Δωρίδος) στην Επανάσταση (1821-1828).
 
 
Πρόκειται για αρχειακή έρευνα 352 σελίδων από τις εκδόσεις Φαρφουλά με εκτενή εισαγωγική αναφορά στο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον στο οποίο ξέσπασε η Εξέγερση και κατάληξη τον Αύγουστο του 1828.

Η έκδοση του βιβλίου ενισχύθηκε από το Δήμο Δωρίδος· το προλογίζει ο ιστορικός και δημοσιογράφος Τάσος Κωστόπουλος και το χαιρετίζει στις πρώτες σελίδες ο δήμαρχος Δωρίδος Γεώργιος Καπετζώνης. 
 

***

* Ο Ανδρέας Κυτέας γεννήθηκε το 1959, μεγάλωσε στην Ποτιδάνεια της Δωρίδας και εργάστηκε ως μηχανικός τηλεπικοινωνιών Τ.Ε. Εξέδιδε την περίοδο 1999-2007 την τοπική εφημερίδα Λόγος και παρακολούθησε για δυο περιόδους το Φροντιστήριο Ιστορικών Επιστημών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.

Τρίτη 20 Απριλίου 2021

Οι εξεγέρσεις των Δωριέων πριν το 1821

Κατά την διάρκεια του Οθωμανικού ζυγού στην Ελλάδα, στην περιοχή της Δωρίδας έλαβαν χώρα αρκετές εξεγέρσεις.

Η ακτή της Φωκίδας, από τον Κορινθιακό κόλπο (Γκραβούρα, 1882), Συλλογή
Ελληνική Βιβλιοθήκη – Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης
  


Η εξέγερση του 1456

Η Δωρίδα είχε κατακτηθεί από τους Τούρκους το 1435. Το 1456 μόλις τρία χρόνια μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, έγινε η πρώτη εξέγερση στην περιοχή, πιο συγκεκριμένα στο Λιδωρίκι. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πληροφορίες για τα γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα κατά την διάρκειά της, καθώς και τα πρόσωπα τα οποία πρωταγωνίστησαν.

Η εξέγερση του 1571-1574

Το 1571 ο ενωμένος στόλος των Δυτικών Χριστιανικών κρατών νίκησε τον Οθωμανικό στην ναυμαχία της Ναυπάκτου. Αυτό έδωσε θάρρος στους υπόδουλους κατοίκους του Λιδωρικίου στην Δωρίδα, του Αιγίου στην Πελοπόννησο, του Γαλαξιδίου και των Σαλώνων στην Παρνασσίδα, να ξεσηκωθούν. Έτσι στον Άγιο Παντελεήμονα του Γαλαξιδίου ορκίστηκαν, να επαναστατήσουν εναντίον των Τούρκων. Όμως ένας Αιγιώτης τους πρόδωσε στις τουρκικές αρχές. Οι Αιγιώτες κατέφυγαν στην Μάνη, προκειμένου να γλιτώσουν από την οργή των Τούρκων. Οι Ρουμελιώτες έχοντας πιστέψει, κατόπιν διαβεβαιώσεων, ότι οι κάτοικοι της Ναυπάκτου αλλά και οι Φράγκοι θα τους συνέδραμαν, ετοίμασαν επίθεση στα Σάλωνα. Τελικά όμως δεν ήρθαν να τους βοηθήσουν. Έτσι λοιπόν οι Γαλαξιδιώτες, οι Λιδωρικιότες και οι Σαλωνίτες εγκατέλειψαν την προσπάθεια. Τότε ο Μπέης των Σαλώνων τους ξεγέλασε λέγοντας ότι τους συγχωρεί για αυτή την ενέργεια. Έπρεπε όμως να στείλουν τους πιο επιφανείς της κάθε περιοχής, προκειμένου να δηλώσουν υποταγή. Τελικά τους συνέλαβε και τους θανάτωσε. [41]

 

Η εξέγερση του 1687-1694

Το έτος 1687 διεξήχθη ο έκτος κατά σειρά Βενετοτουρκικός πόλεμος. Ο τότε επίσκοπος Σαλώνων Φιλόθεος, σε συνεργασία με τον οπλαρχηγό Κούρμα κήρυξε την επανάσταση στα Σάλωνα. Ο Κούρμας εξόντωσε τους 2.000 Οθωμανούς που έδρευαν στο Λιδωρίκι. Σταδιακά η επανάσταση εξαπλώθηκε και σ’ άλλα μέρη της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας αλλά και στην Ήπειρο. 

Τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο ήταν τα εξής: Ο Κούρμας αρχικά που αγωνίζονταν στις Δωρίδα και Παρνασσίδα, οι Μεϊντάνης και Σπαθογιάννης που πολεμούσαν στην Αιτωλοακαρνανία, ο Χορμόπουλος στο Πατρατζίκι και οι Σουμίλας και Βαλαωρίτης στην Ήπειρο. Τελικά σχηματίστηκαν δύο στρατόπεδα. Το ένα με έδρα το Λιδωρίκι και αρχηγούς τους Κούρμα και Μεϊντάνη, το δεύτερο είχε έδρα το Καρπενήσι, με αρχηγούς τους Σουμίλα και Χόρμοβα. 

Ωστόσο ο Μπέης της Μάνης Λυμπεράκης η αλλιώς Τουρκολυμπεράκης Γερακάρης, κατέλαβε το Καρπενήσι και κατέστρεψε την Άρτα. Απαίτησε υποταγή και άμεση πληρωμή φορολογίας, διαφορετικά απειλούσε με θανάτωση τον πληθυσμό. Οι Βενετοί οι οποίοι έβλεπαν τον Λυμπεράκη ως απειλή για την κυριαρχία τους στην Στερεά Ελλάδα και στην Ήπειρο, αιτήθηκαν από τους Έλληνες των παραπάνω περιοχών να τους ενισχύσουν στην καταπολέμησή του. Ο Γερακάρης επιτέθηκε με σκοπό την κατάληψη των Σαλώνων. Ητήθηκε από τους Κούρμα και επίσκοπο Φιλόθεο. Όμως και οι δύο «έπεσαν» κατά την διάρκεια της μάχης. Η επανάσταση έληξε και η περιοχή ξαναπέρασε στα χέρια των Οθωμανών το 1694.[42]

Η Εξέγερση του (1750-1760)

Οι Κλεφταρματολοί Χρήστος Μηλιόνης, Βλαχαρμάτας Βέργος, Γιάννης Βονιχωρίτης, τα αδέλφια Μήτρος και Λάμπρος Τσεκούρας κ.α κήρυξαν επανάσταση στις επαρχίες της Δωρίδας και της Παρνασσίδας. Νίκησαν τον Μπεκήρ Αγά μεταξύ του Λιδωρικίου και του Μαλανδρίνου. 

Τα αδέρφια Τσεκούρα και ο Βλαχαρμάτας κέρδισαν εκ νέου τους Τούρκους σε μια συμπλοκή μεταξύ των Πέντε Ορίων και της Βουνιχώρας. Έπειτα στρατοπέδευσαν κοντά στα Σάλωνα προκειμένου, να περάσουν την νύχτα, με σκοπό να διεξάγουν επίθεση τις πρωινές ώρες για την κατάληψη της πόλης. Κατά τη διάρκεια της νύκτας, δέχτηκαν αιφνίδια επίθεση των εχθρικών στρατευμάτων με αποτέλεσμα, να πέσει μαχόμενος ο Αραπογιώργος, οπλαρχηγός από το χωριό Αγία Ευθυμία. 

Ο Χρήστος Μηλιόνης μετέβη στην Άρτα όπου και απήγαγε τον Καδή και δύο Αγάδες της περιοχής. Ζήτησε την καταβολή μεγάλου χρηματικού ποσό για την απελευθέρωσή τους. Το Τουρκικό κράτος απαίτησε την άμεση εξόντωσή του. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να τον εντοπίσουν, έβαλαν τον Σουλεϊμάν, ένα Τούρκο φίλο του Μηλιόνη να τον βρει και να τον σκοτώσει. Επειδή όμως λόγω της φιλικής τους σχέσης δεν μπορούσε να τον θανατώσει με ύπουλο τρόπο, του ζήτησε να παραδοθεί στις αρχές. Όμως ο Μηλιόνης αρνήθηκε. Μονομάχησαν και έχασαν και οι δύο την ζωή τους. [43] 

Το περιστατικό αυτό περιγράφεται με τον καλύτερο τρόπο στο παρακάτω δημοτικό τραγούδι:

Τρία πουλάκια κάθονται στη ράχη στο λημέρι
τόνα τηράει τον Αλμυρό , τ' άλλο τηράει το Βάλτο .
Το τρίτο το καλλίτερο μοιρολογάει και λέγει :
Κυριέ μου τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιώνης
μηδέ στο Βάλτο φάνηκε , μηδέ στην κρύα βρύση .
Μας είπαν πέρα πέρασε , κ' εμβήκε μες την Άρτα
Κ' επήρε σκλάβο τον Κατή , μαζί με δυό Αγάδες ,
Κι' ο μουσελίμης τ' άκουσε βαριά του κακοφάνει .
Τον Μαυρομμάτη έκραξε και τον Μουχτάρ Κλεισούρα
Εσείς αν θέλετε ψωμί αν θέλετε πρωτάτα ,
το Χρήστο να σκοτώσετε τον Καπετάν Μηλιώνη .
Έτζι προστάξ' ο Βασιλιάς και μούστειλε φιρμάνι
Παρασκευή ξημέρωνε - ποτέ να μ' είχε φέξει -
κι' ο Σουλειμάνης στάλθηκε να πάγει να τον εύρει
στον Αλμυρό τον έφτασε κι' ως φίλοι φιληθήκαν
ολονυχτίς επίνανε όσο να ξημερώσει .
Και πριν να φέξει η αυγή , πέρασε στα λημέρια
κ' ο Σουλειμάνης φώναξε τον Καπετάν Μηλιώνη
Χρήστο σε θέλει ο Βασιλιάς , σε θ'ελουν οι Αγάδες
Όσο ν' ο Χρήστος ζωντανός , Τούρκο δε προσκυνάει :
Με το τουφέκι τρέξανε να φάγει ο ένας τον άλλον
Φωτιά εδώσαν στη φωτιά , πέφτουν κι' οι δυό στον τόπο .

Συνεχίζουν να αγωνίζονται, έχοντας αρκετές επιτυχίες στην Ιτέα, στο Ξεροπήγαδο και στα Πέντε Όρια. Τα υπολείμματα του Τουρκικού στρατού από τα Πέντε Όρια κατέφυγαν στις Καρούτες, όπου και συνελήφθησαν. Επιπροσθέτως κέρδισαν τη μάχη στο Μαλανδρίνο, όμως με απώλειες. Οι οπλαρχηγοί Σουμάνης και Δεδούσης σκοτώθηκαν στην αψιμαχία. Επιπλέον έδωσαν μάχη στην Ναύπακτο, όπου και φονεύθηκε ο Βλαχοθανάσης. Στην συνέχεια πολέμησαν στην Βίδαβη μεταξύ του Γαλαξιδίου και των Πέντε Ορίων. Όμως μετά την εγκατάλειψη από τους Ρώσους και την αποτυχία των Ορλωφικών οι οπλαρχηγοί της Δωρίδας και της Παρνασσίδας, όπως και του υπόλοιπου Ελλαδικού χώρου, έχασαν το θάρρος τους και διαλύθηκαν.
Άλλοι κρύφτηκαν και άλλοι συνελήφθησαν και θανατώθηκαν.[45]

 

 ***

 [41] Γεώργιος Παπαϊωάννου, Η ιστορία της επαρχίας της Δωρίδος, Εκδόσεις τυπογραφείο «ΤΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ», Αθήνα 1985, Σελ 40-41. 

[42] Στο Ίδιο Σελ 41-42

[43] Στο ίδιο Σελ 42-43

[44] Κ. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς. 1453-1821, Αθήνα, εκδ. Καμαρινόπουλου, 1962.

[45] Δημήτρης Σταμέλος, Η Δωρίδα στην Τουρκοκρατία, Εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα 1986, Σελ 44-49


Πηγή: Οι αγωνιστές της Δωρίδας και η προσφορά τους στην επανάσταση του 1821, Μεταπτυχιακή εργασία του φοιτητή Κατσιμίγκα Ευάγγελου, Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου (Φεβ 2020)

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Αναστάσης Λιδωρίκης (1797 - 1845)

Ο Αναστάσης (ή Αναστάσιος) Αναγνώστου Λιδωρίκης γεννήθηκε στο Παλαιοκάτουνο (το σημερινό Κροκύλειο) το 1797 (την ίδια χρονιά με τον Μακρυγιάννη) και υπήρξε αξιόλογος αγωνιστής και πολιτικός κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης καθώς και στα αμέσως επόμενα χρόνια.

Ήταν γιος του προεστού Αναγνώστη Λιδωρίκη και αδελφός του Παναγιώτη. Ο πατέρας του ανήκε στο περιβάλλον του Αλή πασά και ο Αναστάσιος με τον Παναγιώτη, έμειναν όμηροι για κάποιο διάστημα στα Ιωάννινα, μια μορφή εγγύησης που χρησιμοποιούσε συχνά ο βεζίρης της Ηπείρου. Στα Γιάννενα φοίτησε κοντά στον λόγιο Αθανάσιο Ψαλίδα και αργότερα έγινε σύμβουλος του Αλή Πασά που τον έκανε "Μουρχουδάρη". 

Μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και επέστρεψε στο Λιδωρίκι όπου βοήθησε στις ετοιμασίες της επανάστασης. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης ο Αναστάσιος Λιδωρίκης ανέλαβε στρατιωτική και πολιτική δράση. Τον Νοέμβριο του 1821 έλαβε μέρος στη Συνέλευση των Σαλώνων και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους συμμετείχε στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ως πληρεξούσιος Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος.

Στη συνέχεια εξελέγη παραστάτης στο Α΄ Βουλευτικό (1822) και κατόπιν στο Β΄ Βουλευτικό (1823). Η μακρόχρονη απουσία του από την έδρα της Διοίκησης, ωστόσο, οδήγησε στις 3 Δεκεμβρίου του 1824 το Γ΄ Βουλευτικό στην απόφαση να μην του αποδώσει τις προβλεπόμενες αμοιβές. Το 1826 εξελέγη πληρεξούσιος Λιδωρικίου στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1826), μαζί με τον Δημήτριο Παπα-Νικολάου, όμως δεν παρευρέθηκε στις συνεδριάσεις της. Τον επόμενο χρόνο, συμμετείχε στις Συνελεύσεις της Ερμιόνης και της Αίγινας και κατόπιν στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα (1827), η οποία τον διόρισε στην επιτροπή για την εξέταση των εφοδιαστικών εγγράφων βουλευτών. Το ίδιο έτος διετέλεσε βουλευτής στη Βουλή του 1827. Κατά τη διακυβέρνηση του Καποδίστρια, εξελέγη πληρεξούσιος Λιδωρικίου στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση (1829), από την οποία διορίστηκε στην επιτροπή επί των αναφορών. Αργότερα, έλαβε μέρος στη Δ΄ κατ’ επανάληψιν Εθνοσυνέλευση (Δεκέμβριος 1831) και στη Δ΄ κατά συνέχειαν Εθνοσυνέλευση (Ιούλιος 1832). Επίσης, στις 19 Απριλίου του 1832 διορίστηκε μέλος της Γερουσίας, ωστόσο δύο ημέρες μετά υπέβαλε την παραίτησή του. Έπειτα, το 1835, διορίστηκε σύμβουλος της Επικρατείας. Χρόνια αργότερα, το 1843, εξελέγη πληρεξούσιος Λιδωρικίου στην Α΄ Εθνική Συνέλευση και στις 16 Ιουνίου του 1844 διορίστηκε από τον Όθωνα μέλος της Γερουσίας. Απεβίωσε στις 31 Δεκεμβρίου του 1845 στην Αθήνα.

Υπήρξε διοικητής της ανατολικής Ελλάδας, ιδρυτικό μέλος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, επί Όθωνος διορίσθηκε διοικητής Καρύταινας και έπειτα διοικητής της Λιβαδειάς.

Απέκτησε δύο τέκνα, την Ασήμω Γκούραινα και την Κάρμαινα. Πέθανε εν ενεργεία γερουσιαστής στις 31 Δεκεμβρίου 1845.

 

Αναστάσιος Αναγν. Λιδωρίκης προς Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος

Ο Αν. Λιδωρίκης ενημερώνει τη Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος για τις ταραχές που προκάλεσε ο Φαρμάκης, ανακοινώνει την επικείμενη αναχώρησή του για Σάλωνα μαζί με τον Θεοχάρη για την αναχαίτιση των ενάντιων και αναφέρει ότι ο Κ. Τζαβέλας βρίσκεται στο φρούριο Αντιρρίου.
 


 

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Η ντοπιολαλιά του Λιδωρικίου και των χωριών του

ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΛΑΙΩΝ ΛΕΞΕΩΝ, ΦΡΑΣΕΩΝ, ΕΝΝΟΙΩΝ Κ.Λ.Π. 

του Λιδωρικίου Φωκίδος και των περιχώρων του 


Από μικρό παιδί στο Λιδωρίκι, άκουγα πολλές φορές από μεγαλύτερους  λέξεις κι εκφράσεις που συνθέτουν αυτό που αποκαλούμε ντοπιολαλιά ενός τόπου. Αυτές, είτε δεν τις ξανάκουσα στο πέρασμα του χρόνου, είτε λέγονται ακόμη στο Λιδωρίκι και στα χωριά του, είτε μερικές λέγονται ακόμη αυτούσιες ή παραλλαγμένες και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας. Έκανα σιγά-σιγά, την παρούσα συλλογή από τέτοιες καθημερινές λέξεις κι εκφράσεις, αλλά πιθανολογώ ότι ίσως δεν κατέγραψα και κάποιες άλλες δεδομένου ότι  έφυγα το 1971 αρκετά μικρός από το Λιδωρίκι και έκτοτε δεν έχω συχνές επαφές με την κοινωνία του Λιδωρικίου και της άμεσης περιφερείας του, ή επειδή δεν έτυχε να τις ξαναακούσω. Για λόγους καθαρά πρακτικούς, χώρισα κατά το δυνατό τη συλλογή μου σε οκτώ (8) κεφάλαια κι έβαλα τις λέξεις ή εκφράσεις κατ’  αλφαβητική σειρά, ανάλογα με το είδος και τη σημασία τους. Γνωρίζω ότι υπάρχουν και άλλες ανάλογες και πολύ πιο πλούσιες συλλογές για Ρουμελιώτικες λέξεις κι εκφράσεις, όμως διαφέρουν σαφώς από το γλωσσικό ιδίωμα της περιφέρειας του Λιδωρικίου. Θεωρώ ότι η συλλογή μου θα είναι μια ευχάριστη έκπληξη για τους μεγαλύτερους σε ηλικία συμπατριώτες μου και ότι θ’  αποδειχθεί χρήσιμη στους νεώτερους σε ηλικία, αλλά και στους προσεχώς επερχόμενους. Περιορίσθηκα στις γλωσσικές και ετυμολογικές ερμηνείες μου και αφήνω την αποστολή αυτή στους ειδικότερους και σε όποιον επιθυμεί να ασχοληθεί. 


α) Ζώα-ερπετά-πουλιά-έντομα

β) Χαρακτηρισμοί

γ) Φρούτα-Φαγητά-Φαγώσιμα

δ) Εργαλεία-Αντικείμενα-Μέσα

ε)  Ενδύματα-Ρουχισμός

στ) Έννοιες Ρημάτων

ζ) Τοπικά επιρρήματα

η)  Διάφορα

Νέα Μουδανιά Χαλκιδικής, 20/03/2021

Γεώργιος Ι. Ριόλας

Αντιστράτηγος ΕΛ.ΑΣ. ε.α.

Ε-Mail: griolas@gmail.com     

……………………………………….


Οκτώβριος 1965, γυναικεία παρέα στο Κουπάκι

 

1.- Ζώα, ερπετά, πουλιά, έντομα:

Ο Αναβολιός = Ο Τυφλοπόντικας, που ζει μέσα στη γη. Την ύπαρξή του την προδίδει ο ίδιος, από τα χώματα που βγάζει στην επιφάνεια της γης, σχηματίζοντας μικρής έκτασης και ύψους λοφάκια, ή από τις τρύπες που ανοίγει απ’ όπου χάνεται άσκοπα το νερό, όταν λ.χ. ποτίζουμε το περιβόλι μας.              
Η Βερβέρα, ή η Βερβερίτσα = Το είδος μαύρου σκίουρου, με τη λευκή λωρίδα στο στήθος, που ζει στον Ελλαδικό χώρο.
Η Βροχαλίθρα = Η Σαλαμάνδρα, το σπανίως εμφανιζόμενο ερπετό. Είναι ένα είδος αργοκίνητης, παρδαλής και με λείο δέρμα σαύρας, που εμφανίζεται σε περιόδους μεγάλων βροχοπτώσεων. Ως βασικό χρώμα έχει το μαύρο και στο σώμα της φέρει διάσπαρτες μεγάλες κιτρινοκόκκινες βούλες. 
Η Καλιακούδα ή Κάργια = Είδος μαυρωπού κορακοειδούς πτηνού. Βλέπαμε ιδίως κατά τις χειμερινές περιόδους, πολύ ψηλά στον ουρανό, πολυπληθή σμήνη από Καλιακούδες/Κάργιες, να κάνουν κύκλους κράζοντας.
Τα Καραβέλια = Τα πουλιά Ψαρόνια, ή Μαυροπούλια, που συνήθως πετούν σε πολυπληθή σμήνη. Εμφανίζονται κυρίως κατά το φθινόπωρο και χειμώνα.    
Ο Κλάρας = Είδος ασπρόμαυρου Πελαργού, που κατά εποχές εμφανιζόταν στα μέρη μας κι έκανε μοναχικούς γύρους στον ουρανό.                
Ο Κομπόγιαννος = Το χαριτωμένο πουλάκι, γνωστό και ως Κοκκινολαίμης. Το λεγόμενο αηδόνι του χειμώνα. Είναι ο προάγγελος του χειμώνα. Στην Ελλάδα απαντάται μόνο κατά τη χειμερινή περίοδο.   Οι Κόνιδες = Τα αβγά από τις ψείρες, από τις οποίες υπέφεραν οι άνθρωποι κατά άλλες κακές εποχές ή οι στρατιώτες σε στρατώνες ή στο πολεμικό μέτωπο.    
Τα Μαρτίνια = Οι οικόσιτες κατσίκες ή προβατίνες, ή τα οικόσιτα αρνοκάτσικα.                                
Το Μουλντιράκι = Το Σαμιαμίδι, το μικρό και χαριτωμένο ερπετό - σαύρα που συνήθως απαντάται σε τοίχους σπιτιών.
Ο Μουσαφίρης = Είδος σχετικά μεγάλου μεγέθους γκριζωπού, χνουδερού και ακίνδυνου εντόμου, που όταν έμπαινε στο σπίτι μας θεωρούνταν ως προάγγελος κάποιας επίσκεψης. Όλως παραδόξως, αυτό συνέβαινε αφού κάποιος ερχόταν κάποια στιγμή την ίδια ημέρα σπίτι μας απρογραμμάτιστα.
Ο Μπάκακας ή το Μπακακάκι = Ο Βάτραχος, ή το βατραχάκι.                                       
Η Μπράσκα = Ο Βάτραχος Φρύνος. Πρόκειται για ένα σπάνιο είδος βάτραχου, πολύ μεγαλύτερου μεγέθους από τους γνωστούς - από τους κοινούς, με γκρίζο-καφετί χρώμα και σκληρό δέρμα, που κρύβεται σε τρύπες. Τα σάλια του έχουν τοξική επίδραση.                              
Ο Μπούμπζας = Το ιπτάμενο μαυρο-χρυσο-πράσινο έντομο, ο ακίνδυνος Χρυσοκάνθαρος που πετάει αργά, που τρυπάει και τρώει αχλάδια, μήλα, σύκα κ.ά. φρούτα. Λεγόταν και ως κοροϊδευτικός χαρακτηρισμός για κάποιο άτομο, ότι δηλαδή ήταν ανόητος, λ.χ. «άντε βρε Μπούμπζα, ή βρε τον Μπούμπζα…».         
Το Όρνιο = Είδος Γύπα, που κατά κανόνα τρεφόταν από ψοφίμια - νεκρά ζώα. Εδώ κι αρκετά χρόνια, έχει εκλείψει από την περιφέρεια του Λιδωρικίου.                                    
Το Σερσένι = Είδος κιτρινόμαυρης, ή κιτρινομαυροκόκκινης, ή και μαύρης Σφήκας. Είναι σαφώς πιο χοντρή από τις συνήθεις και φέρει κεντρί.             
Η Σοκολίδα = Το πουλί, γνωστό και ως η Σουσουράδα, που συχνάζει σε ρεματιές, ή όχθες ποταμών.   Ο Σκούρκος = Η μεγάλη - μακρουλή κιτρινομαυροκόκκινη και πολύ επικίνδυνη Σφήκα.                       
Οι Τουρκοπούλες = Οι Καρδερίνες.                                                            
Τα Τσιρτζάνια = Τα Σπουργίτια, (από το πολύ τσιρ - τσιρ).                                           
Ο Υφαντάκος = Η Αράχνη.                               

2.- Χαρακτηρισμοί

Ο Ανπάτης = Ο κουτσός άνθρωπος, που περπατώντας λόγω αναπηρίας, γέρνει πότε δεξιά και πότε αριστερά, που τραμπαλίζει κατά το βάδισμά του, που πατάει αναλόγως.
Ο Αντίσκαστος - η - ο = Ο ίδιος ακριβώς, ο ολόιδιος, το άλλο μισό που ταιριάζει απολύτως με το όλον, πριν σκάσει ή χωρίσει σε δύο μέρη. λ.χ. λέγαμε ότι «αυτός είναι αντίσκαστος με τον πατέρα του».
Ο Αντισμένος - η - ο = Ο δαιμονισμένος, αυτός που έχει καταληφθεί, ή πειραχθεί από δαιμόνια, από πνεύματα του κακού, λ.χ. αερικά, εξωτικά. Ίσως προέρχεται από τη λέξη ραντισμένος από το πνεύμα του κακού.
Ο Απόδετος - η - ο = Ο ξυπόλητος, που δεν φορά ή δεν έχει υποδήματα.
Το Ανταμκό = Κάτι που είναι ή κατέχεται ή διαχειρίζεται εξ αδιαιρέτου, από δύο ή και περισσότερα άτομα.
Ο Αρόγιαγος = Ο άντρας που τριγυρνά εδώ κι εκεί, σαν να μην έχει σπίτι ή οικογένεια για να επιστρέψει εκεί. Για διάφορους ανάλογους τύπους, λεγόταν και η κοροϊδευτική φράση «γυρίζει σαν αρόγιαγο γελάδι».
Ο Ατσίγγανος - η - ο = Αυτός που είναι συστηματικά ανόρεκτος, που δεν τρώει όπως πρέπει και είναι αδύνατος.
Ο Αχαμνός - η - ο = Ο αδύνατος άνθρωπος ή ζώο.
Ο Βουρλισμένος - η = Ο έντονα θυμωμένος.
Ο Γκαϊδός - η= Ο αλλήθωρος άνθρωπος.
Ο Γκαβός - η = Ο τυφλός, ο στραβός άνθρωπος, ή και ο αλλήθωρος.
Ο Γκαρόψυχος - η = Ο κακόψυχος. Παραπέμπει σε γάιδαρο, που γκαρίζει.
Το Γιοργό = Το Γοργό. Έτσι λεγόταν λ.χ. το γρήγορο, το άξιο άλογο, μουλάρι, γάιδαρος, διότι υπάρχουν και αργοκίνητα ζώα. Αντίθετό του, το οκνό.
Το Γκριντάλι = Το υψηλόσωμο και πολύ δυνατό παλληκάρι, ή το ανάλογο κριάρι.
Τα Διαβατάρικα. Εκ του διαβαίνω. Παράγωγο ο διαβάτης, δηλαδή ο περαστικός = Αναφερόταν στα κοπάδια ζώων που διάβαιναν - περνούσαν από το Λιδωρίκι, την άνοιξη προς τα ορεινά χωριά ή το φθινόπωρο προς την Αττική κ.α. Αφορά και τα διαβατάρικα κοπάδια - σμήνη πουλιών.
Ο Διάτανος = Ο διάβολος, ο έξω απ’ εδώ.
Ο Ζουμπάς = Ο αρκετά κοντός άνθρωπος.
Ο Ζουρζουβούλης = Το πειραχτήρι. Λεγόταν ιδίως για κάποιο παιδί που πείραζε τα άλλα παιδιά.
Ο Θράσιος - α - ο = Αναφερόταν με λυπητερή έννοια σε κάποιον άνθρωπο ή και ζώο που χάθηκε άδοξα, άδικα, που αδικήθηκε στη ζωή.   
Κακοφάγανος - η - ο = Αυτός που δεν τρώει όλα τα φαγητά, ή ό,τι κι ό,τι.
Το Καραφούνταλο = Λέξη με ταυτόσημη έννοια με το Καραχούφταλο και μερικώς με το Ρούπιτο. Λέγεται για κάποιο πολύ γερασμένο κι ετοιμόρροπο άτομο, που μόλις στέκεται στα πόδια του.  
Ο Κάργας = Αυτός που παριστάνει τον παλληκαρά, τον πολύ δυνατό.
Ο Καρλαύτης = Αυτός που έχει χαρακτηριστικά μεγάλα αυτιά, που στρίβουν - εξέχουν προς τα έξω - προς τα εμπρός.
Ο Κατσαγάνης = Ο εριστικός. Λεγόταν ιδίως για κάποιο ανάλογο παιδί.
Ο Κατσικοπόδαρος = Αυτός που η παρουσία του προαναγγέλλει ή που φέρνει κακοτυχία, ο γρουσούζης, ο γκαντέμης.
Ο Καψερός = Ο κακόμοιρος, ο δύστυχος, κακότυχος κλπ.
Ο Κωλοπετσωμένος - η - ο = Ο πολύ άξιος, ο πολύ επιδέξιος. Αλλά και αυτός που ανταποκρίνεται σε δύσκολες καταστάσεις ή που πετυχαίνει τους σκοπούς του με υψηλή ευφυΐα, θράσος, πανουργία κλπ.   
Η Κορακαηδόνα= Αναφέρεται με κοροϊδευτικό, σκωπτικό, μειωτικό περιεχόμενο,  κυρίως για γυναίκα ότι είναι ανόητη, επιπόλαιη κλπ. Λέξη με μεταφορική έννοια και σύνθετη από το Κοράκι και το Αηδόνι, αφού δεν μπορεί να υπάρξει κοράκι που θα λαλεί σαν αηδόνι. Λέγεται σπανιότερα και για κάποιον ανάλογο άνδρα, ως Κορακαηδόνης.
Ο Κορακοζώητος = Ο μακρόβιος, αυτός που ζει περισσότερα χρόνια από τον μέσο όρο ζωής των άλλων ανθρώπων. Υπάρχει η δοξασία ότι τα κοράκια ζουν πάρα πολλά χρόνια.
Ο Κουρούνης - α - νικο = Ο αξιολύπητος, ο ταλαίπωρος άνθρωπος.
Ο Λάιος ή Λάγιος - α = Το μαύρο πρόβατο, ή σκύλος ή κάποιο άλλο ζώο. Μεταφορικά ο πολύ μελαχρινός άνθρωπος.
Ο Λέλεκας = Ο αρκετά ψηλός άνθρωπος, που έχει ύψος πάνω από το συνηθισμένο. Παράγωγο του Λελεκιού, του Πελαργού.
Ο Λιάρος - α - ο = Το παρδαλό ζώο, το δίχρωμο, ή και με περισσότερα χρώματα.
Ο Μερέλης = Ο ανόητος, αμελής, παράλυτος. Εξ’ ου και η λέξη «Μερέλιασα», δλδ χάζεψα, παρέλυσα.
Ο Μουνουχημένος = Ο ευνουχισμένος. Λεγόταν και Τσοκανισμένος.
Ο Μούρκης = Ο σκύλος με μαυρωπό πρόσωπο, που μοιάζει σαν να είναι  μουτζουρωμένο. Λεγόταν και για πολύ μελαχρινό άνθρωπο.
Ο Μουσκουφός - η = Ο παράξενα εσωστρεφής, ο  κρυψίνους, ο πονηρός άνθρωπος. Ίσως προέρχεται από το μισοκουφός, από τον πονηρό που παριστά ότι δεν ακούει.
Ο Μπουνιασμένος = Ο άνθρωπος που είναι πολύ εκνευρισμένος, θυμωμένος, αγανακτισμένος, που έχει μαυροκοκκινίσει το πρόσωπό του κι έχει αγριέψει η ματιά του. Λεγόταν και η φράση «είμαι νευριασμένος μέχρι τα μπούνια».
Ο Οκνός - η - ο = Ο οκνηρός, ο τεμπέλης, ο αργοκίνητος άνθρωπος, ή κάποιο ανάλογο ζώο. Αντίθετό του: ο Γιοργός.
Το Ρούπιτο = Ο ρημαγμένος, κουρελής, αξιολύπητος, σε ελεεινή, σε τρισάθλια κατάσταση. Το ετοιμόρροπο άτομο, που μόλις στέκεται στα πόδια του. Πιθανόν προέρχεται από το ερείπιο.
Το Σάψαλο = Το ερείπιο, αυτό ή αυτός που είναι σε κάκιστη κατάσταση.
Ο Σιατλός = Ο ανίκανος, αδέξιος, ανεπρόκοπος.
Ο Τρυγόνης - α = Ο αξιολύπητος, ο ταλαίπωρος. Αντίστοιχο του Κουρούνης κ.ά.π.
Ο Τρόχαλος = Ο Χαλιάς, το κατηφορικό μέρος με τις πάρα πολλές πέτρες.
Ο Τσιούλος = Αυτός που έχει πολύ μικρά αυτιά.
Η Ξομπλιάστρα = Η γυναίκα που σχολιάζει με κακόβουλο τρόπο, που κοροϊδεύει άλλους, που κουτσομπολεύει, που ασχολείται με τις υποθέσεις άλλων.
Ο Φλέτρας = Αυτός που τρέχει πάρα πολύ γρήγορα και ανάλαφρα, σαν να έχει φτερά στα πόδια του.
Ο Χλεμπονιάρης = Ο κιτρινιάρης, ο χλωμός, ο αρρωστιάρης.

3.- Φρούτα - Φαγητά - Φαγώσιμα      

Η Αγ(ου)λιά = Η ψίχα, ο καρπός, το εσωτερικό, λ.χ. του καρυδιού ή του αμύγδαλου.
Το Αγγούρμαστο = Το μη ώριμο φρούτο. Μεταφορικά και το παιδί - τον έφηβο.
Η Βιταλιά = Είδος παραδοσιακής χωριάτικης Λαγάνας- κουλούρας. Είδος χωριάτικης πίτσας. Οι νοικοκυρές την έφτιαχναν με ζυμάρι που κρατούσαν, όταν επρόκειτο να ψήσουν ψωμί - καρβέλια στον ξυλόφουρνο. Την έριχναν να ψηθεί τελευταία επάνω στις καυτές πλάκες της εισόδου του φούρνου. Τρωγόταν πάντοτε ζεστή, με ελιές, τυρί, ντομάτα, μαρούλι και με ό,τι άλλο είχε ή προτιμούσε ο καθείς. Το Βουδέλο = Το βοδινό κρέας. Εκ του Βους.
Το Καθάριο = Έτσι λεγόταν ο άρτος, το ψωμί που κατασκευαζόταν από αλεύρι σιταριού, προς διάκριση από το Κριθαρένιο ή το Καλαμποκάλευρο (Μπομπότα).
Τα Καπρολάχανα = Τα λάχανα που φυτεύαμε σε κήπους, με τα ανοικτά και σκουρόχρωμα και χοντρόφλουδα φύλλα, που συνήθως τρώγονται βραστά. Η Μάπα λέγαμε το λάχανο με τα κλειστά, με τα ανοικτόχρωμα και ψιλόφλουδα φύλλα, που τρώγονται είτε ως ψιλοκομμένη σαλάτα, είτε σε λαχανοντολμάδες.
Η Κλάστρα, ή Κουλάστρα = Η γαλατόπιτα από το πρώτο, το πιο πηχτό γάλα των νεογεννημένων προβάτων ή γιδιών, δηλαδή αφού γεννήσουν, από το πρωτόγαλα των 2-3 ημερών.  
Τα Κοκόσια = Τα καρύδια, ιδίως τα μικρά και με σκληρό κέλυφος.
Το Κοκοφίνι = Η γαλατόπιτα που γινόταν από το πρωτόγαλα των νεογεννημένων προβάτων ή γιδιών, με την προσθήκη λίγου καλαμποκάλευρου ή αλευριού.  
Το Κουσιμάρι = Γίνεται από  φρεσκοπηγμένο και ελαφρώς ξυνισμένο τυρί, με την προσθήκη λίγου καλαμποκάλευρου ή αλευριού. Μαγειρεύεται στο τηγάνι, όπου ανακατεύεται συνεχώς επί αρκετή ώρα, μέχρι το μείγμα να γίνει σαν αλοιφή και να ξεροψηθεί. Είναι τύπου σαγανάκι, αλλά με κατά πολύ ανώτερη γεύση. Μεγάλη λιχουδιά, αλλά και πολύ παχυντική.
Τα Μπαρδάκια = Τα καφέ δαμάσκηνα.
Τα Νταουσάνια = Τα μαύρα δαμάσκηνα.
Οι Παπαδέλες = Οι ψητοί σπόροι καλαμποκιού που ψήναμε στις καυτές πλάκες του τζακιού. Ήταν σχεδόν παρόμοιο με το ποπ κορν.
Τα Πιπιτσένια = Τα αμύγδαλα με το αφράτο κέλυφος, που για να φάμε τον καρπό, δλδ την αγουλιά τους, τα σπάζαμε και με τα δόντια μας.
Προσφάι, προσφαγίζω = Τρώω κάποιο πρόχειρο τρόφιμο ή το τρώω λίγο-λίγο, με πολλή οικονομία, όπως κάναμε με το τυρί.
Το Ταΐνι = Το φαγητό, η τροφή. Λεγόταν η φράση «ήρθε, ή το κάνει για το ταΐνι».
Η Τριψιάνα = Το βρασμένο πρόβειο ή γίδινο γάλα, που το τρώγαμε αλατισμένο και με ψωμί, κομμένο - τριμμένο σε κομματάκια. Σε άλλα μέρη λέγεται Παπάρα.
Η Τσαγαλιά - Τα Τσάγαλα = Η Αμυγδαλιά - τα χλωρά αμύγδαλα.
Το Χαμοκούκι = Μπομπότα (χυλός καλαμποκάλευρου) που ψηνόταν στην καμένη πλάκα του τζακιού. Συνήθως χυνόταν επάνω σε φύλλα καστανιάς ή πλάτανου και για να ψηθεί σκεπαζόταν με τη μεταλλική γάστρα, η οποία καλυπτόταν με αναμμένα κάρβουνα.
Το Χάσικο = Το αφράτο λευκό σιταρένιο ψωμί, του αρτοποιείου, που το τρώγαμε λες και ήταν γλυκό, επειδή είχαμε βαρεθεί τη μπομπότα (από καλαμποκάλευρο) ή το «καθάριο ψωμί», (από σιτάλευρο), δηλαδή το χωριάτικο ψωμί, που ψηνόταν στους παραδοσιακούς ξυλόφουρνους. Λεγόταν έτσι επειδή μάλλον το τρώγαμε σαν να ήταν γλυκό, οπότε χανόταν πολύ γρήγορα.

 4.- Εργαλεία - Αντικείμενα - Μέσα

Τα Αγγειά ή Αγγεία =  Τα αγγεία του σώματος, αλλά και τα διάφορα δοχεία, λ.χ. φώναζε ο Γανωτσής: «Ο Γανωτσής! Ελάτε κυράδες, γανώνω όλα τ’ αγγειά σας κλπ». Έτσι λέγονταν μεταφορικά και τα ανδρικά γεννητικά όργανα. λ.χ. λεγόταν η φράση «μπήκε στ’ αυλάκι ή στο ποτάμι κλπ και το νερό έφτασε μέχρι τα αγγειά του».
Η Αγγίδα = Ένα μυτερό, μικρό και λεπτό κομματάκι ξύλου.
Η Βαριά = Το μεγάλο και βαρύ σφυρί, με το μακρύ στειλιάρι, που χρησιμοποιούμε για σπάσιμο βράχων, ή σχίσιμο κορμών.                                                        
Η Βεδούρα = Έτσι λέγεται το μικρό στρογγυλό, συνήθως κέδρινο, ξύλινο αγγείο (δοχείο), όπου συνήθως οι κτηνοτρόφοι και οι νοικοκυρές έπηζαν γιαούρτη. Οι παλιές, οι αυθεντικές Βεδούρες κατασκευάζονταν με σανιδάκια από κέδρο, τα οποία δένονταν εξωτερικά και αριστοτεχνικά με ξύλινα κλαδιά, με στενόμακρες φέτες κέδρου.                                 
Το Δεμάτι = Αποτελούνταν από 10-15 χερόβολα που τοποθετούνταν αντικριστά - εναλλάξ μεταξύ τους, επάνω σε μια μεγάλη ζώνη που κατασκευαζόταν από μακριά στελέχη, δηλαδή από καλαμιές σίκαλης και κατά το δέσιμο στρωνόταν στη γη.  Τα στελέχη της σίκαλης βρέχονταν ώστε να μην σπάσουν κατά την πλέξη τους και κατ’ αυτό τον τρόπο κατασκευαζόταν μια μακριά ζώνη. Όλες οι ζώνες βρέχονταν συχνά ώστε να είναι μαλακές  προκειμένου να μην σπάσουν κατά το δέσιμο του κάθε δεματιού.  Ακολούθως, 4-6 δεμάτια φορτώνονταν σε κάθε άλογο ή μουλάρι. Σε παλαιότερες εποχές  μεταφέρονταν και συγκεντρώνονταν σε αλώνι. Το αλώνι ήταν καλιγωμένο (στρωμένο) με πέτρες - πλάκες. Όλη η επιφάνειά του και πριν το άπλωμα των σιτηρών, καλυπτόταν από ένα στρώμα νερουλιασμένης κοπριάς γελαδιών, που δημιουργούσε μια παχιά στρώση. Αφού μετά από 5-6 μέρες στέγνωνε η στρώση, κοβόταν κάποια κατάλληλη ημέρα η κάθε ζώνη και αρκετά δεμάτια και τα χερόβολα απλώνονταν γύρω - γύρω στην επιφάνεια του αλωνιού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο  αλωνίζονταν τα απλωμένα σιτηρά με το πάτημα 5-8 δεμένων στη σειρά αλόγων, μουλαριών που περπατούσαν, που περιστρέφονταν γύρω - γύρω από έναν πάσαλο, τον λεγόμενο στρίαλο, που ήταν μπηγμένος στο κέντρο του αλωνιού. Κατά διαστήματα μαζεύονταν και απομακρύνονταν οι τριμμένες καλαμιές και ο καρπός και απλώνονταν στο αλώνι και άλλα δεμάτια και χερόβολα. Ο καρπός λιχνιζόταν την ίδια ημέρα (εφόσον υπήρχε κατάλληλος αέρας), ή κάποια άλλη ημέρα, προκειμένου να ξεχωρίσει ο καρπός από τα άχυρα κ.λ.π. ξένα σώματα. Πολλή μεγάλη διαδικασία και ταλαιπωρία. Απ’ εκεί βγήκε και η παροιμιώδης φράση «θέρος, τρύγος, πόλεμος». Σε νεώτερες εποχές, τα δεμάτια μεταφέρονταν με τα ανάλογα ζώα σε κάποιο από τα τρία  θημωνοστάσια του Λιδωρικίου, όπου τα δεμάτια κτίζονταν σε σωρό, τη λεγόμενη θημωνιά, προκειμένου να αλωνιστεί η καθεμιά από την αλωνιστική μηχανή, που πήγαινε εκεί προκειμένου να αλωνίσει με σειρά όλες τις θημωνιές.
Το Δερμάτι = Το δέρμα κάποιου σφαγμένου ζώου, ο ασκός ή το ασκί.                                            
Το Δικέλι = Ήταν το μακρύ ξύλινο ή σιδερένιο γεωργικό εργαλείο με δύο κυρτά δόντια στην άκρη του. Μ’ αυτό οι αγρότες λίχνιζαν στις παλιές εποχές, δηλαδή ανασήκωναν στο αλώνι, στον αέρα τα άχυρα κατά τον αλωνισμό με τα αλογομούλαρα.                                 
Το Δικούλι = Ήταν το μακρύ ξύλινο ή σιδερένιο γεωργικό εργαλείο με περισσότερα κυρτά δόντια στην άκρη του. Έμοιαζε με μεγάλη πιρούνα. Με το εργαλείο αυτό οι αγρότες μάζευαν πιο εύκολα τα κομμένα χόρτα.
Το Δικράνι = Ήταν το μακρύ ξύλινο ή σιδερένιο γεωργικό εργαλείο με κυρτή διχάλα στην άκρη του. Μ’ αυτό οι αγρότες λίχνιζαν παλιά στο αλώνι, δηλαδή ανασήκωναν στον αέρα τα άχυρα κατά τον αλωνισμό με τα αλογομούλαρα.
Το Δριμόνι = Το συνηθισμένο - το κανονικό κόσκινο, με το αραιό πλέγμα.
Το Κανναβίδι = Το λεπτό στριφτό σκοινί του εμπορίου, που κατασκευαζόταν από στελέχη κάνναβης.   Η Καπιστράνα ή το Καπίστρι = Το χαλινάρι του αλόγου, μουλαριού ή γάιδαρου, που το κρατάει δέσμιο - δεμένο, ή που του κόβει την ταχύτητα. Μεταφορικά λέγεται και για κάποιον που έχει ξεφύγει, που έχει τρελαθεί, ότι «έχει κόψει το καπίστρι».
Τα Κόπλα = Τα μικρά κλαδάκια που μαζεύαμε στη φύση ως προσάναμμα για ν’ ανάψουμε πιο εύκολα φωτιά.
Κορώνα - Τσέλια = Το παλαιό και κατά πολύ τυχερό παιχνίδι που το λέγαμε και «Στριφτό». Το κοινώς λεγόμενο «Κορώνα - Γράμματα», που διενεργούνταν με δύο κέρματα, που πετιούνταν μαζί στον αέρα κι έπρεπε να έχουν την ίδια πλευρά/όψη όταν έπεφταν στο έδαφος. Κορώνα εννοείται η πλευρά του νομίσματος που φέρει την αναπαράσταση της κεφαλής κάποιου επισήμου προσώπου. Τσέλια ή Γράμματα η πλευρά που φέρει γράμματα, αριθμούς, ή άλλες παραστάσεις.   
Τα Κοτρώνια και τα Τσάκνα = Κοτρώνια λέγαμε με συνωμοτικό τρόπο, όταν βρίσκαμε μια φωλιά κάποιου πουλιού, που είχε αυγά. Τσάκνα λέγαμε επίσης με συνωμοτικό τρόπο όταν η φωλιά είχε πουλάκια. Τα λέγαμε έτσι, κατά τις παλιές δοξασίες, για να μην μας ακούσουν τα φίδια και καταλάβουν ότι βρήκαμε φωλιά που είχε αυγά ή πουλάκια, ώστε να μην πάνε και τα φάνε. Έτσι λέγαμε ότι η φωλιά έχει Κοτρώνια, ή ότι έχει Τσάκνα. Επίσης Τσάκνα (ή Κόπλα) λέγαμε και τα μικρά κλαδιά που συγκεντρώναμε για προσάναμμα. Από τους πιο ηλικιωμένους μας δινόταν η εντολή: «φέρτε τσάκνα, ν’ ανάψουμε φωτιά».      
Το Κουκουέρι = Η μικρού ύψους στήλη, το ορόσημο. Αποτελούνταν από 4-6 πλακερές πέτρες, που τοποθετούνταν η μία επάνω στην  άλλη. Στηνόταν για να δείχνει τα όρια κάποιου  χωραφιού, ή για  κάποιον άλλο λόγο, π.χ. να δείχνει το μονοπάτι, ή ένα συγκεκριμένο σημείο. Συχνά, ασπριζόταν με ασβέστη, για να είναι πιο εμφανής.                                    
Ο Κούτουλας = Το μικρό μεταλλικό μαγειρικό σκεύος, που είχε μακρύ χερούλι.
Η Κρικέλα = Ο μεγάλος ή και μικρός σιδερένιος κρίκος απ’ όπου μπορούμε να πιάσουμε ή να τραβήξουμε κάποιο αντικείμενο, έπιπλο κ.λ.π.                                        
Η Κρισάρα = Το ψιλό κόσκινο, με το πυκνό πλέγμα, με το οποίο συνήθως καθαρίζεται το αλεύρι από ξένα σώματα.
Το Κυβέρτι = Η κυψέλη, το σπιτάκι του σμήνους των μελισσών, ή και η φωλιά - η κουφάλα των σφηκών.
Η Λαήνα ή Λαγήνα = Το μεγάλο κεραμικό σκεύος στο οποίο παλαιότερα αποθήκευαν διάφορα φαγώσιμα.
Το Λεγένι = Η μεγάλη αλουμινένια λεκάνη.                                                                
Οι Λελέντρες = Λουλούδια ανεμώνες, αλλά και στολίδια, χάντρες. Σχετική και η παροιμιώδης φράση «τώρα στα γεράματα γυρεύει-ζητάει παπούτσια με Λελέντρες».
Το Λιτσάρι = Ήταν η ξύλινη σκάφη, ή η φυσική γούρνα, όπου ο κτηνοτρόφος έχυνε το τυρόγαλο και τα σχετικά υπολείμματα που παράγονταν κατά την πήξη του τυριού, για να τα πιουν οι ποιμενικοί σκύλοι του. Λεγόταν και η φράση «μαλώνουν σαν τα σκυλιά στο Λιτσάρι», διότι δαγκώνονταν μεταξύ τους κατά την προσπάθειά τους ποιο θα πει πρώτο, ή πιο πολύ. Λεγόταν επίσης και για παιδιά ή και για μεγαλύτερους ανθρώπους, που μάλωναν με ανάλογο τρόπο.     
Η Λούρα ή ο Λούρος = Η αρκετά μακριά βέργα, που συνήθως είναι από τα φυτά Παλιούρι ή τον Μέλεγγο, με την οποία τινάζουμε τους καρπούς από τις καρυδιές και τις αμυγδαλιές.    
Το Λυτάρι = Το σκοινί, η τριχιά. λ.χ. λεγόταν η φράση «πάρε το λυτάρι και δέσε το άλογο στο παλούκι να βοσκήσει».    
Ο Μπότης = Πήλινο δοχείο για κρασί ή νερό.
Η Πλεξιάνα = Η πλεξούδα η οποία δημιουργείται από το αρμάθιασμα σκόρδων ή κρεμμυδιών. Το πλέξιμο σε κοτσίδα των γυναικείων μαλλιών.                                 
Το Ροΐ (εκ της ροής) = Ήταν το μεταλλικό δοχείο από το οποίο οι νοικοκυρές έρεαν ελαιόλαδο και λάδωναν (μετρημένα με το μάτι) τα φαγητά τους. Λεγόταν και η φράση: «με το ροΐ το λάδι, καλά και τα λαπαθόφυλλα», δλδ τα βρασμένα φύλλα των λάπαθων,  ενώ χωρίς ελαιόλαδο ήσαν άνοστα, με αρκετό ελαιόλαδο γίνονταν κι αυτά πολύ νόστιμα. Αυτό λεγόταν προς οικονομία, σ' εποχές που το λάδι σπάνιζε στα ορεινά ιδίως χωριά.        
Η Σιδηροστιά = Η τριγωνική μεταλλική κατασκευή όπου στηρίζεται - ακουμπά το μαγειρικό σκεύος και μαγειρεύει το φαγητό πάνω από τη φωτιά.
Το Σκιατζούρι (εκ του σκιάζομαι = φοβάμαι) = Επρόκειτο για κάποια σταθερή ή κινούμενη κατασκευή, φτιαγμένη  από παλιά ρούχα σε σχήμα ανθρώπου, την οποία τοποθετούσαν οι αγρότες στο αγρόκτημά τους, σπαρμένο συνήθως με καλαμπόκι, ή στην αυλή τους όπου περιφέρονταν τα πουλερικά τους, προκειμένου να φοβούνται τα επιβλαβή πτηνά, όπως τα κορακοειδή ή τα γεράκια. Είχε και παρεμφερείς έννοιες.                              
Τα Σόμπολα = Οι μικρές πέτρες με τις οποίες συμπλήρωναν οι οικοδόμοι τους πετρόκτιστους τοίχους, ή παραγέμιζαν την εσωτερική - την πίσω πλευρά τους. Λεγόταν και η φράση προς τον βοηθό τους: «παραγιέ, σόμπολα και λάσπη», δλδ φέρε υλικά.       
Ο Σοφράς = Το τραπέζι με τα πολύ κοντά πόδια - στηρίγματα. Παλαιότερα οι χωρικοί, ελλείψει καθισμάτων, συνήθιζαν να τρώνε στον Σοφρά, καθήμενοι γύρω του σταυροπόδι στο πάτωμα, ή επάνω σε στρωσίδια ή μαξιλάρια.
Η Τάβλα = Σημαίνει και το τραπέζι, εξ ου και «τα τραγούδια της τάβλας», δλδ τα δημοτικά-καθιστικά τραγούδια που τραγουδιόντουσαν χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων από μια παρέα που καθόταν και έτρωγε, έπινε κλπ γύρω από το τραπέζι. Επίσης έτσι λέγεται και η σανίδα. λ.χ. οι τάβλες του κρεβατιού, ή θα πάρω μια τάβλα και θα σε χτυπήσω.  
Το Τριβέλι = Το τρυπάνι.                                                      
Η Τσίτσα = Ξύλινο δοχείο για το κρασί.
Το Τυλιγάδι = Το αντικείμενο επάνω στο οποίο τυλίγουμε ή τυλίξαμε ως ρολό ύφασμα ή νήματα.        
Το Φκάρι = Το θηκάρι, η θήκη μέσα στην οποία φυλάσσουμε ένα μεγάλο μαχαίρι.                     
Η Φούρκα = Το διχαλωτό ξύλο που χρησιμοποιείται ως στήριγμα κάποιου φυτού ή κορμού.
Ο Φώλος = Το πραγματικό ή το ψεύτικο αυγό, που συνήθως κατασκευαζόταν από γύψο. Ένα τέτοιο αυγό έπρεπε να βρίσκεται στις φωλιές του Ορνιθώνα, ώστε να παρακινούνται οι κότες και να γεννούν μέσα σ’ αυτές το αυγό τους κι όχι σε άλλα σημεία, με τους ανάλογους κινδύνους.               
Το Χλιάρι = Το κουτάλι. Ό,τι απέμεινε από την αρχαία λέξη το Κοχλιάριον. Λεγόταν και η φράση «40 Βλάχοι (τρώνε) μ’ ένα Χλιάρι».  

5.- Ενδύματα - Ρουχισμός

Η Βελέντζα = Είδος πλεκτής μάλλινης και σχετικά βαριάς κουβέρτας, που πλεκόταν στον αργαλειό και είχε διάφορα σχέδια - κεντίδια και χρώματα. Χρησιμοποιούνταν κυρίως ως σκέπασμα κατά τον χειμώνα.
Το γνέμα = Το νήμα. Κατασκευαζόταν με το στρίψιμο του μαλλιού με τη ρόκα, για υφαντά του αργαλειού κ.λ.π.
Η Κάπα = Αρκετά βαρύ και μεγάλου μήκους παλτό. Κατασκευαζόταν μόνο από γίδινο μαλλί - νήμα, το λεγόμενο «Τράγιο» και υφαινόταν στους παραδοσιακούς αργαλειούς. Χρησιμοποιούνταν ιδίως από κτηνοτρόφους, που είτε τη φορούσαν για να ζεσταίνονται, είτε την άπλωναν στο έδαφος ή επάνω σε θάμνους, ή στο κρεβάτι της καλύβας τους και ξάπλωναν επάνω της. Ήταν και αδιάβροχη λόγω της πυκνής πλέξης και του πάχους της.
Η Καπότα = Ανάλογο παλτό, αλλά ελαφρύτερο, κοντύτερο, που έφερε και κουκούλα. Χρησιμοποιούνταν ιδίως από κτηνοτρόφους.                                                       
Η Καραμελωτή = Είδος βαμβακερής κουβέρτας, σχετικά ελαφριάς, που έφερε διάφορα σχέδια - κεντίδια και χρώματα. Χρησιμοποιούνταν ως κάλυμμα κρεβατιών, ή ως ελαφρύ σκέπασμα στον ύπνο.
Η Μαρούδα = Το συνήθως πολύχρωμο υφαντό σακούλι, με το οποίο οι χωρικοί μετέφεραν φαγώσιμα και άλλα πράγματα. Το ταγάρι. Στις γωνίες του επάνω μέρους της είχε ραμμένο και πλεκτό κορδόνι, με το οποίο κρεμόταν στον ώμο ή σε κάποιο άλλο σημείο.    
Η Πατατούκα = Το χοντρό πανωφόρι, ένα είδος παλτού.                                      
Το Τουλουπάνι = Το συνήθως βαμβακερό λεπτό ύφασμα με την πυκνή πλέξη που χρησιμοποιούνταν ως σουρωτήρι, για φιλτράρισμα κάποιου υγρού, όπως το γάλα, το νερό κ.ά.
Το Τράστο = Το συνήθως πολύχρωμο υφαντό, μικρού μεγέθους σακούλι - ταγάρι. Είχε και πλεκτό κορδόνι, με το οποίο κρεμόταν στον ώμο ή σε κάποιο άλλο σημείο.      
Η Τριχιά = Το λεπτό ή και χοντρό πλεκτό σκοινί, που κατασκευαζόταν από τις σκληρές τρίχες γιδιών, αλόγων ή μουλαριών.                                                  
Το Τσόλι = Το ευτελές, το μικρής αξίας ύφασμα, ή το τριμμένο, ή παλιό ύφασμα.
Το Χράμι = Το υφαντό στρωσίδι, χαλί.

6.- Έννοιες Ρημάτων

Αβγαταίνω = Αυξάνω, πολλαπλασιάζω με ενέργειές μου μια ποσότητα, ή κάτι άλλο, όπως συμβαίνει με την κότα, με τα πουλιά ή με τα ψάρια κ.λ.π., που με τα αβγά τους πολλαπλασιάζουν το είδος τους.
Αλαλιάζω = Φωνάζω δυνατά και προκαλώ ζάλη, σύγχυση. «Ήρθε και μας αλάλιασε με τις φωνές του...».
Αναβελάζω = Κλαίω και σκούζω δυνατά και ταυτόχρονα.
Αναχαράζω = Μηρυκάζω. Η διαδικασία αναμάσησης της βοσκημένης ενωρίτερα τροφής από τα μηρυκαστικά ζώα, λ.χ. πρόβατα, γίδια, γελάδια, που συμβαίνει όταν αυτά ξεκουράζονται.
Απλογιέμαι = Αποκρίνομαι σε κάποιον που με καλεί, που με φωνάζει.
Αραδίζω = Περνώ συχνά από κάποιο μέρος. Σημαίνει και ότι είμαι σε σειρά. Γνωστή και η παροιμία «Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας».
Αστόχησα = Είχε την έννοια και του «το ξέχασα, το λησμόνησα». Έτσι λ.χ. λέγαμε: «αστόχησα το παλτό, το βιβλίο στο σπίτι», ή «αστόχησα να σου πω Χρόνια Πολλά» κ.ά.π.
Ζαλώνομαι = Φορτώνομαι στην πλάτη μου και μεταφέρω κάποιο βαρύ φορτίο, λ.χ. ένα δεμάτι με καυσόξυλα, ένα σακί με αλεύρι κ.ά.π.
Κακάρωσε = Απεβίωσε, Πέθανε.
Καλιγώνω = Πεταλώνω ένα άλογο ή μουλάρι. Επίσης στρώνω κάποιον δρόμο με πλάκες, με κυβόλιθους.
Καλοσκεράω - Καλοσκέρισα = Φέτος τρώω κάποιο φρούτο για πρώτη φορά, με το που ωρίμασε. Λέγαμε λ.χ. «φέτος δεν καλοσκέρισα κεράσια», δηλαδή δεν έφαγα ακόμη κεράσια. Πρόκειται για σύντμηση του «Καλώς όρισα».
Καργάρω = Δένω ή σφίγγω κάτι πολύ δυνατά, πολύ έντονα.
Κεντρώνω = Μπολιάζω κάποιο δένδρο να παράγει φαγώσιμους καρπούς, λ.χ. μια αγκορτσιά, μια ελιά, μια συκιά.
Κένωσε = Σημαίνει «σερβίρισε, βάλε φαγητό στο πιάτο μας, γέμισέ το». Προέρχεται από το εκκενώνω - αδειάζω.
Κλοπακάω, Κλοπάκισμα = Ο χαρακτηριστικός ήχος των υγρών (νερό, γάλα, κρασί) που κάνουν, όταν μετακινούνται μέσα στο δοχείο τους, όταν αυτό έχει κάποιο κενό, όταν δεν είναι πλήρες.
Κομποθιάζω - Ο Κομποθιασμένος = Δένω κάτι, δημιουργώντας κόμπους. Μεταφορικά σημαίνει είμαι σαν πιασμένος, σαν μπλεγμένος σε σκοινιά ή κλωστές.
Κοτάω = Τολμώ, ξεκινώ να κάνω κάτι. Λέγαμε φράσεις, όπως λ.χ.: «αν κοτάς, ξαναπέρνα απ’ εδώ», ή «δεν κοτάω ούτε και να το σκεφτώ», ή «κάνει τόσο πολύ κρύο που δεν κοτάω να ξεμυτίσω έξω», κ.ά.π.
Κουτουπώνω = Πιάνω κάποιον με σιγουριά, τον θέτω υπό τον πλήρη έλεγχό μου, ή τον βάζω κάτω, τον σκεπάζω με το σώμα μου και δεν μπορεί να μου ξεφύγει.
Κρένω = Μιλάω - Ομιλώ. Λέγαμε σε κάποιον λ.χ. «σου κρένω, δεν μ’ ακούς;», ή «κρίνε του, να βγει. Θέλω να του πω κάτι» κ.ά.π.
Κωλομουντρίζω = Αναβάλλω, μεταθέτω σε άλλο χρόνο, καθυστερώ, δεν κάνω ό,τι επιβάλλεται, αν και είναι στην ευχέρειά μου.
Λαβάτωσα, με λαβάτωσες κλπ = Τρόμαξα από κάτι, λ.χ. από κάτι άσχημο ή κακό, ή από κάτι απρόσμενο  που άκουσα στα ξαφνικά.
Μαλάζω = Πιάνω ή ακουμπώ κάτι με τα χέρια μου.
Ματσιαλάω = Μασάω-ώ κάποια τροφή. Λεγόταν λ.χ. και η ειρωνική φράση «ματσαλάει λ.χ. το φαγητό του ή μαστίχα, σαν να ’ναι κατσίκα».
Μεριάζω = Παραμερώ - παραμερίζω.
Ξεσβερλιάσθηκε = Εξαφανίσθηκε κάποιος, ξεριζώθηκε, χάθηκε ολοσχερώς ως άτομο ή ως γένος.
Ξεσφαγιάσθηκα = Σφάχθηκα, ξεσχίσθηκα, πληγώθηκα πάρα πολύ, πέφτοντας ή περνώντας από κάπου.
Ξετσιαουλιάσθηκα = Μου εξαρθρώθηκε το σαγόνι (τσιαούλι) μου, λ.χ. από τα πολλά γέλια ή από το έντονο χασμουρητό.
Ξεχάραξε = Αφορά αποκλειστικά την πουλάδα (κότα) που από το λειρί της (που μεγάλωσε και κοκκίνισε), φαίνεται ότι ωρίμασε και είναι σε φάση παραγωγής αβγών.
Ορμώνω - Όρμωσα = Τακτοποιώ, τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, σε σειρά κάτι, λ.χ. ζώα κλπ. Λεγόταν λ.χ. η φράση «αφού όρμωσα τα πρόβατα, κάθισα να φάω, να πάω σπίτι μου κλπ». Λεγόταν και ως απειλή, λ.χ. «κάτσε καλά, γιατί θα σε ορμώσω», ή «του έκανε πολλά, αλλά την όρμωσε».
Παντυχαίνω = Προσδοκώ κάτι.
Παραγκωμιάζω = Επινοώ κάποιο ψευδώνυμο, ή κοροϊδευτικό όνομα με το οποίο αναφέρομαι σε κάποιον, ή τον περιγράφω σαν κάτι παραπλήσιο.
Παραντάλιασα = Διαλύθηκα, σκόρπισα κ.λ.π. από πολλή κούραση.
Πάτσιασμα, πατσιασμένος = Κάτι πολύ πατημένο, ζουλισμένο.
Πεδικλώνομαι, Πεδικλώθηκε (Λεγόταν και πιδικλώνομαι, πιδικλώθηκε κ.λ.π.) = Μπερδεύονται τα πόδια μου από κάποιο αντικείμενο ή πέτρα και ξύλο και παραπατώ ή πέφτω στο έδαφος.  
Πισωμίσθηκα (Λεγόταν και π’στουμίσθηκα) = Μπερδεύτηκα και έπεσα προς τα πίσω, ή κάπου, ή απογοητεύθηκα πάρα πολύ και λ.χ. «π’στουμίσθηκε η καρδιά μου», απ’ αυτό που μου συνέβη.  
Πιλαλάω (π’λαλάω) = Τρέχω. Λ.χ. λέγαμε «πλαλάει σαν λαγός».
Προκάνω = Προλαβαίνω να κάνω, ή να πιάσω κάτι, ή να πάω κάπου.
Ρέκαξα = Κραύγασα, έσκουξα από πόνο ή απελπισία. λ.χ. σε περίπτωση θανάτου κάποιου πολύ προσφιλούς ατόμου.
Ρουπώνω, Ρούπωσα κ.λ.π. = Χορταίνω από κάτι, επήλθε κορεσμός.
Σγαρλάω = Ανασκαλεύω, σκαλίζω το χώμα ή κάτι άλλο υλικό, ή μεταφορικά επανεξετάζω κάποια  υπόθεση.
Συμπάω = Αφορά τη φωτιά και συγκεκριμένα το μάζεμα των μισοσβησμένων δαυλιών και το φύσημα με το στόμα μας των αναμμένων κάρβουνων, για να μη σβήσει ή για να ξαναφουντώσει η φωτιά.  
Σινάω (ίσως παραφθορά του κινάω - κινώ) = Παρακινώ, δίνω εντολή - σήμα στον σκύλο μου, με κάποιο χαρακτηριστικό σφύριγμα, ή λέξη, να ξεκινήσει, να ορμήσει  προς κάποιο άτομο ή στόχο, να επιτεθεί, λ.χ. λέγοντάς του «όρμα, άντε».
Σκαπέτησα = Έφυγα μακριά, χάθηκα από το οπτικό πεδίο κάποιου, δεν φαίνομαι μετά από κάποια μακρινή στροφή.
Στομώνω = Σταματώ, εμποδίζω κάτι να κόψει, να προχωρήσει, λ.χ. το κοπάδι να μην πάει σε μέρος που δεν θέλει ο βοσκός, να κάνει μια αγροζημιά κλπ. Λεγόταν και η φράση «στόμωσε το μαχαίρι».
Στραβοτζάνιασα = Με πόνεσε ο λαιμός, ή ο σβέρκος μου από το πολύ στρίψιμο για να δω κάτι. Επίσης σήμαινε τον τρόπο με τον οποίο θανατώνω ένα πουλί, ή μια κότα με το στρίψιμο του λαιμού της.
Στρέγγαξα = Κραύγασα, έσκουξα από πόνο ή απελπισία. Ανάλογο ρήμα του Ρέκαξα. Αναφερόταν πιο πολύ σε ζώα. Λεγόταν και η φράση «Στρέγγαξε σαν γίδα». Αυτό συμβαίνει όταν η γίδα πιαστεί κάπου, ή όταν τραβηχτεί από το πόδι της απότομα,  ή δυνατά και πονέσει, οπότε βγάζει χαρακτηριστική κραυγή.
Τανυέμαι = Τεντώνομαι σε ύψος, τεντώνω το σώμα και τα χέρια μου, λ.χ. για να ξεμουδιάσω ή για να φτάσω κάτι.
Τένιασα =  Εξαντλήθηκα σωματικώς, είμαι πάρα πολύ κουρασμένος. Αυτό ίσχυε συνήθως μετά από  μια πολύ δύσκολη και διαρκείας χειρονακτική εργασία που έκανε κάποιος, ή μετά από μεγάλη και κοπιαστική πεζοπορία.  
Τσαγκουρνίσθηκα = Γρατσουνίσθηκα από κάποιο ξύλο - κλαδί, ή βάτο κλπ.
Χουχτάω = Κραυγάζω δυνατά, βγάζοντας άναρθρη κραυγή, για να με ακούσουν κάπου κοντά ή μακριά, λ.χ. για να εκφοβίσω τους λύκους.

7.- Τοπικά επιρρήματα   

Αδεδώ ή εδωδά = Εδώ ακριβώς, στο σημείο αυτό.
Αδεκείθε = Σ’ εκείνο το σημείο, εκεί πέρα. «Πήγαινε εκεί πέρα».
Αδαπάν = Εδώ επάνω, στο σημείο αυτό. «Έλα εδώ πάνω».
Δώθε = Από εδώ, προς τα εδώ, έλα εδώ.
Καταΐ = Στο έδαφος, στη γη (από το καταγής)
Κατάνακρα ή Κατανακρίς = Εντελώς στην άκρη ενός σημείου, επίπλου κλπ.
Κατάχαμα = Κάτω στο χώμα, επάνω στη γη. Κάθομαι κατάχαμα στο έδαφος.
Κει απάν = Εκεί επάνω.
Κει κάτ’ = Εκεί κάτω.
Ολούθε = Παντού, σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, ή προς όλους τους ανθρώπους.  
Παρακατούλια = Λίγο πιο κάτω.
Παραπάν = Παρά πάνω, πιο πάνω.
Παραπανούλια = Παραπάνω, πιο πάνω.
Παρεκούλια = Πιο πέρα, παραπέρα.
Σιαδώ = Προς τα εδώ, έλα προς εδώ, προς το μέρος μου.
Σιακεί και Σιακείθε = Προς εκείνο το σημείο κ.λ.π.
Σιακάτω = Προς τα κάτω. Έλα ή πήγαινε προς τα κάτω.
Σιαπέρα = Παραπέρα αορίστως, κατά εκεί. Λεγόταν και η ειρωνική - σκωπτική φράση «σιαπέρα δουλειές» δλδ δουλειές-ασχολίες χωρίς ουσία, χωρίς αποτέλεσμα, ή χωρίς κέρδος - όφελος.
Σιαπίσω = Προς τα πίσω.
Σιαπού = Προς τα πού;

8.- Διάφορα

Αβέρτα = Συνεχώς. Λ.χ. φέρε αβέρτα ξύλα, δηλαδή μη σταματάς.
Αδελφομοίρι = Το κληρονομικό μερίδιο ενός αδελφού, το ποσοστό επί της κληρονομιάς εκάστου αδελφού, που θα μοιρασθεί με τον άλλο ή τα άλλα αδέλφια του.
Το Αλύχτημα = το γάβγισμα των σκύλων.
Ο Άμπουλας ή Άμπλας = Η πηγή νερού που στερεύει το καλοκαίρι. Συνήθως στην εκροή της σκαβόταν μια λακκούβα, όπου συγκεντρωνόταν το νερό της και απ’ όπου, ξεδιψούσαν γονατίζοντας ή σκύβοντας, οι διερχόμενοι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα και πουλιά της φύσης.
Ο Αναφακάς = Η τύχη, η μοίρα, το πεπρωμένο του ανθρώπου. Λεγόταν η ευχή «άιντε και καλό αναφακά», δλδ σου εύχομαι να έχεις καλή τύχη.  
Το ανεμοτούρλιαγμα = Μεγάλο και έντονο ανακάτωμα, σύγχυση, ταραχή, σκόρπισμα. λ.χ. μπήκε στο κοτέτσι, κυνήγησε τις κότες, που ανεμοτούρλιαξαν, δηλαδή για να ξεφύγουν πετούσαν, ή έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις.
Αντιπροψές = Κάτι που συνέβη, που έγινε παραπροχθές, δηλαδή πριν δύο ημέρες.
Το Απολειφάδι = Ό,τι απέμεινε από κάποιο πράγμα, λ.χ. από μια πλάκα σαπουνιού.
Το Άργασμα = Η διαδικασία κατεργασίας δέρματος κάποιου ζώου. Γινόταν με χτυπήματα, ή τρίψιμο, ή και με χημικά μέσα, ώστε να μπορεί να είναι έτοιμο για διάφορες χρήσεις.
Η Βαζούρα = Ο έντονος και κουραστικός θόρυβος, ή βουή.
Ο Βαρκός, ή το Βαρκό = Ο υγρός τόπος, όπου αναβλύζει ή διαχέεται λίγο νερό και φυτρώνουν βούρλα.  Ο Βιρός = Ο αρκετού βάθους λάκκος νερού που σχηματιζόταν στο ποτάμι, συνήθως κοντά στη ρίζα λ.χ. ενός πλάτανου, όπου φώλιαζαν ποταμόψαρα και νερόφιδα. Συνήθως ως παιδιά κάναμε το μπάνιο μας σε Βιρούς της Μπελεσίτσας ή του Κώστεβου (παραπόταμοι του Μόρνου). Ίσως είναι παραφθορά του βυθού.
Η Βοϊδαγλυψιά = Το χαρακτηριστικό τοπικό και μικρού πλάτους στρίψιμο του τριχωτού της κεφαλής, που παρατηρείται σε μερικά κοντοκουρεμένα αγόρια είτε στο εμπρός μέρος, είτε πίσω, στην κορυφή της κεφαλής. Λέγεται έτσι επειδή μοιάζει ότι έγινε από κάποιο βόδι. Σε μερικά αγόρια παρατηρείται και διπλή Βοϊδαγλυψιά, οπότε λέγαμε κατά τις τότε δοξασίες, ότι «το παιδί αυτό, θα παντρευτεί δύο φορές». Παρατηρείται και σε κορίτσια, αλλά δεν είναι ορατή επειδή συνήθως έχουν μακριά μαλλιά.
Ο Βούλιαγκας = Ο αρκετού βάθους και έκτασης λάκκος νερού που σχηματιζόταν στο ποτάμι, όπου γινόταν δίνη (περιστροφή) του νερού και φοβόμασταν μην βουλιάξουμε και πνιγούμε.
Η Βούζα = Η μεγάλη κοιλιά κάποιου ανθρώπου. Το προκοίλι. Λεγόταν και Μπάκα.
Η Γδούρα (παράφραση της εκδοράς) = Η εσωτερική πλευρά του δέρματος ζώου, δηλαδή η εξωτερική επιφάνεια - η στοιβάδα του σώματος, του κρέατος, που όταν σφαχθεί το ζώο, πρέπει να ξεκολλήσει - διαχωριστεί με την παροχή αέρα, ώστε το ζώο να γδαρθεί εύκολα, χωρίς να κακοποιηθεί το κρέας του.
Η Γενησταριά = Η Γενέτειρα, ο τόπος γέννησης, η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου. Σε κάποιον ξενιτεμένο που ερχόταν για λίγο στο Χωριό του, λεγόταν με ικανοποίηση από τους συγχωριανούς του η φράση «Καλώς ήρθες. Χαίρομαι που δεν ξεχνάς τη γενησταριά σου».
Το Γιούρτι = Το περιφραγμένο και καλλιεργούμενο χωράφι που βρισκόταν εντός Οικισμού, όπου έβοσκαν ή παρέμεναν τα οικόσιτα ζώα, ή χρησιμοποιείται για καλλιέργεια περιβολιού - κήπου. Σήμερα λέγεται και οικόπεδο.
Το Γούπατο = Έτσι ονομάζεται  το φυσικό βαθούλωμα - λεκάνη, το κοίλωμα της γης σε κάποιο βουνό, που είναι  σαν ένα είδος κρατήρα ή ομαλού γηπέδου.  Συνήθως είναι μήκους 30 - 100 μέτρων και ανάλογου πλάτους. Η λέξη προέρχεται από τις ομηρικές λέξεις «γη» και «πάτος».    
Η Δέση = Το σημείο του ποταμιού όπου κοβόταν μια σημαντική ποσότητα νερού, το οποίο παροχευόταν σε αυλάκι και οδηγούνταν σε νερόμυλο ή στα κατά μήκος του αυλακιού ποτιστικά χωράφια. Όμως η δέση χαλούσε συχνά, λ.χ. κατά μια νεροποντή κι αυτό αποτελούσε διαρκή πονοκέφαλο και φόβο για τον μυλωνά ή τους αγρότες. Έτσι, υπήρχε και η  παροιμιώδης έκφραση «ο καθένας με τον πόνο του κι ο μυλωνάς με τη δέση».
Τα Διπλάρικα = Τα δίδυμα. λ.χ. η προβατίνα γέννησε διπλάρικα, δηλαδή δύο αρνιά.
Το Δρολάπι = Το σοβαρό καιρικό φαινόμενο, κατά τη διάρκεια του οποίου φυσάει και πέφτει ταυτόχρονα με δύναμη χιονόνερο.
Για Έχα = Το έχω, το κρατώ, το προορίζω για διατήρηση, για να το έχω. Λεγόταν η φράση «αυτό το αρνί - κατσίκι, το κρατώ  για έχα».
Οι Ζοχάδες = Οι αιμορροΐδες. Επειδή τσούζουν και πονούν, προκαλούν και εκνευρισμό. Έτσι λεγόταν για κάποιον νευρικό κ.λ.π. ότι έχει τις ζοχάδες του, ή ότι είναι ζοχαδιασμένος.
Η Θραύση = Η επιτυχία σε κάποιο τομέα ή επιδίωξη. λ.χ. γνώρισε μεγάλη θραύση στις γυναίκες, στο εμπόριο, στο κυνήγι κ.α.
Το Καθάριο = Το σιταρένιο ψωμί. Αυτό το είδος ήταν σπανιότερο σε παλιές εποχές που οι χωρικοί έτρωγαν καλαμποκίσιο (μπομπότα) ψωμί ή κριθαρένιο ψωμί.
Το Κάλιασμα = Η ευτυχής ή τυχαία σύμπτωση. λ.χ. πήγα για ψώνια και κάλιασε να βρω έναν παλιό φίλο μου.   
Η Καλομάνα = Η γιαγιά. Λεγόταν μάλλον έτσι επειδή τα εγγόνια της καλοπερνούσαν κοντά της, επειδή τους έκανε θελήματα, ό,τι της ζητούσαν. Λέγαμε «της Καλομάνας το παιδί, δυο φορές παιδί».
Καλοπίχειρα = Κάνω ή πετυχαίνω κάτι με ευκολία.
Τα Καματερά = Το ζεύγος των ζώων με το οποίο οι αγρότες εκτελούσαν διάφορες γεωργικές εργασίες, λ.χ. τα οργώματα. Αυτά ήσαν τα βόδια ή τα μουλάρια.
Καταλαχού = Κατά τύχη. Έτσι έλαχε. Επάνω στην ώρα.
Το Κάρακλο ή Καύκαλο = Το κρανίο ενός ανθρώπου ή ζώου. Και το όστρακο της χελώνας.
Κασκαρίκα = Το πάθημα ή το αδέξιο αστείο ή πείραγμα σε βάρος κάποιου.
Ο Καταρράκτης = Η καταπακτή, η θυρίδα που συνέδεε με σκάλα το ανώγειο με το ισόγειο (κατώι), ή το ισόγειο με το υπόγειο μιας παλαιού τύπου χωριάτικης οικίας. Κατασκευαζόταν στο ξύλινο πάτωμα, στην άκρη του δωματίου και άνοιγε -  σηκωνόταν όταν θέλαμε να κατεβούμε στο υπόγειο ή στο ισόγειο.
Κιαπέ; = Σήμαινε και μετά και ύστερα, τι έγινε;
Το Κλαμούρι ή η Κλαμούρα = Το φουντωτό κλαδί, κλωνάρι.
Οι Κοδέλες = Οι συνεχείς, οι διαδοχικές στροφές κάποιου δρόμου, που υπάρχουν σε μια πλαγιά, οι λεγόμενες και «φουρκέτες».
Ο Κόθρος =  Ο καλοψημένος γύρος του καρβελιού, ή του κόσκινου
Το Κολάι = Κάνω κάτι με ευκολία, άνεση, επειδή λ.χ. βρήκα το μυστικό του, το κόλπο του.
Το Κορδοπάτημα = Η εγωιστική ή ανόητη υπερηφάνεια, που είναι χωρίς περιεχόμενο, ουσία και βάση.
Ο Κόρφος = Η περιφέρεια του ανθρώπινου στήθους. Εκεί ως παιδιά κρατούσαμε, ή κρύβαμε λ.χ. διάφορα φρούτα, ξηρούς καρπούς κλπ. Επίσης μερικές γυναίκες φυλάσσουν ή κρύβουν στον στηθόδεσμό τους χρήματα ή διάφορα μικροαντικείμενα.  
Τα Κριτσοτόπια = Τα πολύ ορεινά, βραχώδη, δύσβατα μέρη.
Το Κυττάρι ή  Ύστερο = Ο αμνιακός σάκος, ο πλακούντας, που αποβάλλεται μετά τον τοκετό από προβατίνες, κατσίκες κ.ά. ζώα.  
Τα Λιμπά = Οι Όρχεις, που θεωρούνται και εξαιρετικό φαγητό. Μάλλον προέρχεται από τη λέξη τα λοιπά, διότι αναφέρονταν έτσι και εννοούνταν ως υπόλοιπα, επειδή προφανώς απέφευγαν από σεμνοτυφία τη ρητή αναφορά τους.
Τι λογιά είναι; = Φράση με την οποία ρωτάμε τι ακριβώς είδους, τι ακριβώς μέρους λόγου είναι, τη μορφή έχει κάποιο αντικείμενο, κάποιο άτομο κ.λ.π.
Τα Λόϊδα = Οι συνήθως στριμμένες τούφες μαλλιών που κρέμονταν στα μέτωπο των κοριτσιών.
Η Λούζα = Η μικρή κατηφορική και σχετική ομαλή κοιλάδα.
Τα Μάγγανα = Οι καυγάδες, οι φιλονικίες. Οι παλαιοί Λιδωρικιώτες έλεγαν την παροιμιώδη φράση «γυναικεία είν’ τα μάγγανα κι ανδρίκια τα συμφέρια». Ότι δηλαδή οι γυναίκες ιδίως απασχολούνται ή προσφέρονται για λόγια, κουτσομπολιά και φιλονικίες, ενώ οι άνδρες απασχολούνται ιδίως με τα συμφέροντα, με τις οικονομικής φύσεως υποθέσεις.
Η Μαρμάρα = Η στείρα γίδα ή προβατίνα, αυτή δηλαδή που δεν γέννησε καθόλου, ή που έπαψε να γεννάει.
H Μελά = Το φυτό που φυτρώνει και αναπτύσσεται ως παράσιτο επάνω ιδίως στα έλατα και λιγότερο στα κέδρα και στις βελανιδιές. Είναι γνωστό και ως Ιξός ή Γκυ. Ανεβαίναμε ψηλά στα έλατα και σπάζαμε τα κλωνάρια του, για να ταΐσουμε τα αιγοπρόβατα, δεδομένου ότι θεωρείται μεγάλης διατροφικής αξίας.
Το Μονοβράκι = Λεγόταν η κατάσταση που κατά τη θερινή περίοδο τα αγόρια τριγύριζαν στο χωριό σχεδόν γυμνά (πιθανόν και για λόγους οικονομίας, ευκολίας ή άνεσης), φορώντας μόνο το σώβρακό τους που ήταν κάτι σαν κοντό παντελονάκι, που συνήθως ήταν μαύρου χρώματος. Λεγόταν «ήρθε η εποχή για μονοβράκι».
Τα Μούσκλια = Είναι τα βρύα και οι λειχήνες που αναπτύσσονται επάνω σε δένδρα, αλλά και σε πέτρες ή τοίχους. Από τα αιγοπρόβατα και από τα μεγαλύτερα ζώα τρώγονται μόνο αυτά που αναπτύσσονται και κρέμονται σαν μαλλιά επάνω σε έλατα και κέθρα.
Η Μούτελη = Η λάσπη, το ίζημα, το κατακάθι του λαδιού ή του κρασιού.
Μουτλάκ = Σήμαινε παρά ταύτα, εν τούτοις, οπωσδήποτε.
Η Μπάκα = Η μεγάλη κοιλιά κάποιου ανθρώπου. Το προκοίλι. Λεγόταν και Βούζα.
Η Μπαντανία = Η λεπτή υφαντή κουβέρτα ή το ύφασμα που σκέπαζε για πρακτικούς ή αισθητικούς λόγους την πλευρά ενός τοίχου στο εσωτερικό των σπιτιών, συνήθως παραδίπλα από ένα κρεβάτι ή το τζάκι. Είχε διάφορες ωραίες παραστάσεις π.χ. από την ιστορία ή μυθολογία, ή ωραία κεντίδια.
Τα Μπούλτσα - Το Ξεμπούλτσιασμα =  Το περίβλημα, οι φλούδες - τα φύλλα του ώριμου καρπού του  καλαμποκιού και η αφαίρεσή τους, που γινόταν μ’ ένα ξύλινο σουβλί, με το οποίο αφαιρούνταν τα φύλλα και αποκαλυπτόταν ο καρπός. Το εσωτερικό, η βάση του καρπού, λεγόταν Κότσιαλο. Τα ξερά καλαμπόκια μεταφέρονταν μέσα σε σακιά στην αυλή των σπιτιών και σωριάζονταν σε κάποια άκρη. Το ξεμπούλτσιασμα γινόταν συνήθως ομαδικώς και καταγής. Αποτελούσε σημαντική δραστηριότητα σε μια γειτονιά και μεγάλη χαρά για τα μικρά παιδιά, που είτε συμμετείχαν στη διαδικασία, είτε έπαιζαν πηδώντας επάνω στο σωρό των φύλλων, είτε γεύονταν διάφορα εύκολα γλυκά, (όπως ο σιμιγδαλένιος και καβουρδισμένος χαλβάς), που έφτιαχναν η σπιτονοικοκυρά ή οι γειτόνισσες.
Ο Μπουχός = Αυτός που εξαφανίσθηκε σαν καπνός. Ίσως προέρχεται από τον Μπόχαρη, δηλαδή την καμινάδα - την καπνοδόχο.  
Η Νυφαδιά = Η Νύφη.
Νερομπούλια = Έτσι λεγόταν κάποιο φαγητό που ήταν πολύ νερουλό και άνοστο.
Το Ξάγι =  Το δικαίωμα, ή το ποσοστό, που παρακρατούσε σε είδος και αντί αμοιβής,  λ.χ. ο μυλωνάς όταν άλεθε το σιτάρι, καλαμπόκι κ.λ.π. κάποιου πελάτη του.
Το Ξάγναντο = Το ξέφωτο, το ανοικτό μέρος - με θέα.
Ξαργού = Κάνω κάτι ή πάω κάπου επίτηδες, επί σκοπώ. λ.χ. «πήγα ξαργού να τον μαζέψω, να πάρω, να τον δω».
Η Ξελάστρα = Το άγονο, το χέρσο χωράφι.
Το Ξίκικο = Το λειψό, το ελλειποβαρές.
Όντα = Σήμαινε ότι είμαστε ίδιας ηλικίας, ή ίδιου ύψους. Λεγόταν λ.χ. «Είμαστε όντα με τον Νίκο».
Τα Πάκια = Η περιοχή των γοφών - λεκάνης και οι πέριξ σπόνδυλοι. Σε περίπτωση μεγάλης κούρασης ή μετά από άρση μεγάλων βαρών λεγόταν η φράση «πέσανε τα Πάκια μου», ή μου «τράβηξαν τα Πάκια μου». Αυτό συνέβαινε στην περίπτωση όπου κάποιος άλλος ενεργούσε χειροπρακτικά, τραβώντας τους μύες της εν λόγω περιοχής, ή τραβούσε τους σπονδύλους της, ώστε ο πάσχων να ανακουφισθεί.
Το Παραγκώμι = Το ψευδώνυμο, το λεγόμενο και παρατσούκλι, το κοροϊδευτικό όνομα με το οποίο αναφερόμαστε σε κάποιον. Αυτό επινοείται συνήθως κατά την παιδική ή εφηβική ηλικία κάποιου από παιδιά ή εφήβους αντίστοιχης ηλικίας.
Παραδέ = Σήμαινε προπαντός.
Το Παρασπόρι = Ο απόγονος κάποιου.
Παράωρα = Σημαίνει αργά, εκτός χρόνου, μετά τα μεσάνυχτα, ή ακατάλληλη ώρα.
Η Πελάντρα = Λέξη που υποδηλώνει ότι οι πόρτες, ή τα παράθυρα ήσαν ή ξεχάσθηκαν ορθάνοικτα. λ.χ. «Πήγα σπίτι και τα παιδιά είχαν αφήσει πελάντρα τα παράθυρα».  
Ο Πέτακας = Ο μεγάλου βάθους ή ύψους απότομος γκρεμός, που μας προκαλεί δέος, ή φόβο όταν τον βλέπουμε από το πιο ψηλό σημείο του, όπου νιώθουμε ικανοί να πετάξουμε σε περίπτωση που θα είχαμε φτερά.
Τα Πέταυρα = Τα ίσια και χονδρά σανίδια της σκεπής.
Το Πίγκωμα = Η μεγάλη στενοχώρια, η αίσθηση βάρους, ή πνίξιμου.
Το Πιπιρίνι = Η αυτοσχέδια σφυρίχτρα που φτιάχναμε ως παιδιά από κλωνάρι μέλεγγου, στο οποίο αφαιρούσαμε σ’ ένα σημείο, προς την άκρη, τη χλωρή φλούδα κι ανοίγαμε τρυπούλα.
Ο Πιστικός = Ο εργαζόμενος επ’ αμοιβή ως βοσκός σε ξένο κοπάδι. Αυτός στον οποίο εμπιστευόταν η συνοδεία, επιτήρηση κ.λ.π. του κοπαδιού.  
Η Πλαμούτσα = Η μεγάλου μεγέθους, η φαρδιά ανθρώπινη πατούσα.
Η Πλεξιάνα = Η αρμαθιά που αποτελείται από κρεμμύδια ή σκόρδα, που δημιουργείται από το πλέξιμο των φύλλων τους.
Οι Πρέκνες = Οι φακίδες του προσώπου, που παρατηρούνται μέχρι την εφηβεία.
Πρόχει =  Σημαίνει με εξυπηρετεί, με βολεύει ή δεν με εξυπηρετεί, δεν με βολεύει. Αναλόγως με τι θέλαμε να εκφράσουμε.
Το Προτσάλισμα-προτσαλάω= Η προκαταρκτική χαρακτηριστική διαδικασία προσέγγισης που εκδηλώνει ο τράγος ή το κριάρι πριν από το ζευγάρωμα με το θηλυκό, κατά την οποία το πλευρίζει, ή το καταδιώκει, βγάζοντας χαρακτηριστικούς ήχους.   
Η Προχάλα = Η μικρής πυκνότητας, διάρκειας και έντασης βροχόπτωση.
Το Ροδάμι, ή ο Ροδαμός = Ο ανθός, οι ανοιξιάτικοι και τρυφεροί βλαστοί του πουρναριού κ.ά. δένδρων.
Τώρα το έκαμες ρόϊδο (ρόδι) = Φράση που λεγόταν με διφορούμενη και μεταφορική έννοια για κάποιον αδέξιο που κατέστρεψε κάτι, που το σκόρπισε προς όλες τις κατευθύνσεις σαν το ρόδι που πετάχτηκε και έσπασε σε τοίχο,  σκορπίζοντας τα σπόρια του παντού. Για κάτι απογοητευτικό, που διέψευσε τις προσδοκίες μας.
Σάματις = Σημαίνει μήπως.
Το Σεργιάνι = Ο περίπατος, η βόλτα σε κάποια κατοικημένη περιοχή ή στο ύπαιθρο.
Το Σουπάκι = Ο ξυλοδαρμός. λ.χ. τον βρήκε και του έριξε κι ένα σουπάκι γι’ αυτό που είπε ή έκανε, δηλαδή τον έδειρε.
Το Σούρουπο = Το διάστημα της μέρας μετά τη δύση του ήλιου που σκοτινιάζει, πριν νυχτώσει, το Λυκόφως.
Σουρτάρα = Το ομαδικό τρέξιμο, συνήθως σε ευθύ μέρος ή σε κατηφοριά και επί αρκετή απόσταση, ενός κοπαδιού ζώων, λ.χ. προβάτων ή γιδιών, που τρέχουν σέρνοντας τα πόδια τους, σηκώνοντας σύννεφα κουρνιαχτού - σκόνης. λ.χ. λέγαμε «είδα το κοπάδι να κατεβαίνει την πλαγιά σουρτάρα, ή το πήγα στο μαντρί σουρτάρα».
Σπολάκι = Σήμαινε μακάρι. Το λέγαμε και ειρωνικά, λ.χ. έχε χάρη…, πάλι καλά…, τι να κάνω με αυτό που μου έλαχε - έτυχε. λ.χ. «σπολάκι σου που δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά….».
Στάκα = Στάσου. Συνήθως λεγόταν ως φράση, λ.χ.: «για στάκα να σου πω...». Ή «τώρα που σε βρήκα, τώρα στάκα...».
Η Σταχταλίθρα = Η επικίνδυνη σπίθα που πετάγεται από τη στάχτη της φωτιάς, από ένα ξύλο που καίγεται.
Τάχα μ’ = Σημαίνει δήθεν.
Ταχιά = Σημαίνει αύριο.
Τέντα = Με τη λέξη αυτή εννοούνταν ότι οι πόρτες, ή τα παράθυρα ήσαν ή ξεχάσθηκαν ορθάνοικτα - τεντωμένα. Λεγόταν η φράση «άφησε, ή ξέχασε τέντα την πόρτα, ή τα παράθυρα».
Τόκα = Η χειραψία. Λ.χ. συναντηθήκαμε κατά τύχη και κάναμε τόκα.
Τσετσέλα - Τσετσελώνω = Βρίσκομαι ή πηγαίνω κάπου ιππαστί, καβάλα σε κάποιο ζώο, με ανοικτά τα σκέλη - τα πόδια μου. λ.χ. «τσετσέλωσε τον φράκτη και πέρασε στην αυλή, στο διπλανό χωράφι».
Τσιατ πατ = Σημαίνει κάπου - κάπου, ότι συμβαίνει κάποιες φορές, πάνω - κάτω.
Ο Τσιατμάς = Το παραδοσιακό χώρισμα - τοίχος που χώριζε σε παλαιότερες εποχές τα δωμάτια των χωριάτικων σπιτιών. Κατασκευαζόταν από ξύλα, χόρτα, ή καλάμια που καρφώνονταν σε δοκάρια. Ακολούθως ο τοίχος αυτός καλυπτόταν από λάσπη, που αποτελούνταν από χώμα και άχυρα και στη συνέχεια ασπριζόταν.  
Το Τσιάφι = Η πρωινή χειμερινή πάχνη, η λευκή παγωνιά που σκεπάζει χόρτα κ.ά. αντικείμενα.
Τα Τσιμάρια = Oι  χαρακτηριστικοί βραχώδεις σχηματισμοί, ή συστάδες βράχων, ή και μία σημαντικού πλάτους και ύψους βραχώδης έξαρση του εδάφους, που ξεχωρίζει από την πέριξ περιοχή.
Η Τσούκα = Η πιο ψηλή βραχώδης κορυφή μιας ορεινής περιοχής.
Το Τσοκανισμένο = Το αρσενικό ζώο που στειρώθηκε με μηχανικό τρόπο και μέσα, λ.χ. το κριάρι, ο  τράγος, το άλογο, ο γάιδαρος, το μουλάρι. Αλλού λέγεται μουνουχισμένο ή και διαφορετικά.
Ο Φιρός = Ο αραιός.
Οι Φούρλες = Οι επιτόπιες και εντυπωσιακές περιστροφές που έκανε ο πρωτοχορευτής του Τσάμικου.
Τα Χαλέπιτα = Τα ερείπια, τα χαλάσματα κτηρίων.                        
Η Χαμοκέλα = Η φτωχική, η απέριττη καλύβα.
Η Χανταβάρα = Ο πολύς και κουραστικός θόρυβος, η βουή, η έντονη φασαρία που προέρχεται από τις συζητήσεις, ή τις συγκεχυμένες φωνές ή διαφωνίες πολλών ανθρώπων που βρίσκονται σε κάποιο κλειστό χώρο. Αντίστοιχο της «Χάβρας των Ιουδαίων».
Η Χαραή = Η Χαραυγή, το χάραμα, το ξημέρωμα, το Λυκαυγές.
Η Χαψιά = Η μπουκιά. Γνωστή και η παροιμία «μεγάλη χαψιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις».
Το Χερόβολο = Έτσι λέγαμε μια δεσμίδα από καλαμιές σιτηρών, που τις έκοβε ο θεριστής με το δρεπάνι. Αφού έκοβε 3 - 4 χεριές καλαμιών, δηλαδή 30-40 στελέχη, έδενε το χερόβολο με μερικά στελέχη (καλαμιές) του ίδιου σιτηρού, που τα έστριβε γύρω - γύρω για εξασφάλιση, για δέσιμο της δεσμίδας, ώστε να μη σκορπίσει - να μη διαλυθεί.  15-20 χερόβολα αποτελούσαν ένα δεμάτι, το οποίο με άλλα δεμάτια, μεταφερόταν στο αλώνι ή στο θημωνοστάσι. Στο λήμμα «δεμάτι», αναφέρω περισσότερα. Λεγόταν και η παροιμιώδης φράση: «Κι εσύ κακό χερόβολο κι εγώ κακό δεμάτι», για κάποιον που μας φέρεται άσχημα, οπότε του φερόμαστε και εμείς το ίδιο.                           
Η Χλωρασιά = Τα χλωρά χόρτα, η χλόη, η πρασινάδα.
Χρονικίς = Κάτι που συμβαίνει, που ισχύει όλο τον χρόνο.
Η Χρυσή = Ο Ίκτερος.
Το Χωρατό = Έτσι λεγόταν κάποιο αστείο, κάποιο φραστικό πείραγμα. Κι όπως λέει κι η παροιμία «τα πολλά τα χωρατά, είν’ ακόνι του καβγά».
Το Ψιμάρνι = Το όψιμο, το εκτός συνήθους περιόδου γεννημένο αρνί.
Η Ψωμόλυσα = Η μεγάλη πείνα. 

 

Τ Ε Λ Ο Σ

    

*****


Σχετικές αναρτήσεις:


Δωρικές Παροιμίες 

Γλωσσικά κείμενα της Αρτοτίνας

Σύνοψη του βιβλίου "Παροιμίες και εκφράσεις της Δωρίδας"