Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

Ολοκαύτωμα


Ο αξέχαστος πατριώτης Κώστας Καψάλης διάβασε το φόβο, τη λαχτάρα και την αγωνία που ήσαν χαραγμένα στα πρόσωπα των συγχωριανών, για πολλά χρόνια μετά και είχε την έμπνευση να τα αποτυπώσει ποιητικά με Λιδωρικιώτικη λαλιά στο εξαίρετο ποίημα «Ολοκαύτωμα», για το κάψιμο του Λιδωρικίου από τους Γερμανούς κατακτητές τον Αύγουστο του ’44, το οποίο ερμηνεύει τόσο πετυχημένα ο τραγουδιστής Ν. Παπουτσής με τη μελωδική φωνή του.

Έτσι δημιουργήθηκε ένα τραγούδι, ένα μοιρολόι, ένας ύμνος για εμάς του Λιδωρικιώτες, για να μην
ξεχνάμε εκείνη την αποφράδα μέρα του Αυγούστου του ’44.
Θα ήταν καλό το τραγούδι να γραφτεί σε CD, και να κυκλοφορήσει στους Λιδωρικιώτες για να μπορούν να το ακούνε και εκτός του διαδικτύου και να ακούγεται κάθε Αύγουστο, όταν γίνονται εκδηλώσεις μνήμης από το Δήμο και άλλους φορείς. Και να βεβαιώσουμε τον αξέχαστο Κώστα Καψάλη, ότι… «ο Θεός το θέλησε και ξανάσμιξαν οι φαμελιές των Λιδωρικιωτών μετά την καταιγίδα»… Αξέχαστε Κώστα άφησες παρακαταθήκη.

Πηγή: Εφημερίδα Λιδωρικιώτης Ιούνιος 2021, ΑΦ 107


Στίχοι: Κ. Καψάλης Μουσική: Π. Βασιλείου Τραγούδι: Ν. Παπουτσής

••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••


Τρίτη χρονιάρα χάραζε, Τρίτη σημαδεμένη,
μέρα βαριά, βαριά γιορτή, του νηστευτή τ’Αι Γιάννη,
στ’Αυγούστου το τελείωμα και μεσ’στο πυρομάνι,
ποιός τάχατε να πίστευε,τέτοιο κακό να γένει.

Αποβραδίς κι’ολονυχτίς σκούζαν τα χαροπούλια,
και τα σκυλιά ουρλιάζονταν, για το κακό που ερχόταν,
κι’ενώ η Ελλάδα ολόκληρη, κρυφοσταυροκοπιόταν,
για να προβάλει ο αυγερινός, νύχτωσε κι ήρθε η πούλια.

Μέρες, βουβή η ρεματιά , βουβή σαν πεθαμένη,
δεν κελαιδάνε τα πουλιά,μήτε το λεν τ’αηδόνια,
κι’όλα της νύχτας τ’άγρια, ζουλάπια και τρυγώνια,
λουφάζουν μέσα στη βραδιά, πού' ναι φαρμακωμένη.

Μον’να πουλί , παράξενο, αλλοιώτικο απο τ’άλλα,
κατάκορφα στον πλάτανο, μοιρολογώντας, κλαίει
μ’ ανθρώπινη, βραχνή, λαλιά,το ριζικό μας λέει,
κι’ αντιλαλάει η φωνή , στου δέντρου την κουφάλα.

Ακούστε οι μεγαλύτεροι , οι γεροντοφτασμένοι,
στείλτε μαντάτο στα χωριά,στην ξενητειά χαμπέρι,
κάντε σταυρό στην Παναγιά, με το δεξί το χέρι,
το Λιδoρίκι θα σβυστεί, τρανό κακό θα γένει.

Όσοι έχουν γιό στην ξενητειά, κόρη αρρεβωνιασμένη,
να συμμαζέψουνε το βιός και τα προικιά αντάμα,
στους Άγιους και το Χριστό όλα να γίνουν τάμα,
γιατ’έρχεται καταστροφή, και γάμος δεν θα γένει.

Όλοι να φύγουν να κρυφτούν, για δεν υπάρχει ελπίδα,
να πάρουν τα πρεπούμενα , κονίσματα , στεφάνια ,
σαν τα ζουλάπια να κρυφτούν στα δάση , στα ρουμάνια ,
όσα ‘πομείναν ζωντανά στην έρμη την πατρίδα .


Στο ρογοβύζι τα παιδιά , οι γέροι ..καρκατσίδα ,
στη μια μασχάλη , το σταυρό , κι’ ένα ξερό καρβέλι,
κι’ένα παγούρι με νερό , και σαν Θεός το θέλει ,
να ξανασμίξει η φαμελιά , μετά την καταιγίδα .....

Λιδωρίκι 29-11-06


••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••

Τρίτη 10 Αυγούστου 2021

Εκδήλωση στο Αλποχώρι για τα 200 χρόνια της επανάστασης


Το χωριό μας επανέρχεται δυναμικά στα δρώμενα που το χαρακτήριζαν προ κορωνοϊου και συμμετέχει με τον τρόπο του στον εορτασμό για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Ευελπιστώντας ότι οι απρόβλεπτες καταστάσεις των καιρών μας δεν θα σταθούν εμπόδιο στα σχέδιά μας, σας προσκαλούμε στην εκδήλωσή μας.

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

8 Ιουλίου 1824: Νίκη των Ελλήνων υπό τον Δήμο Σκαλτσά στο Λιδωρικι



Στις 23 Ιουνίου η στρατιά του Δερβίς πασά από τη Λαμία στρατοπέδευσε στην περιοχή Αμουρίου-Λιανοκλαδίου-Κομποτάδων.

Παρά την καταστροφή (από κεραυνό ή δολιοφθορά) 300 κιβωτίων πυρομαχικών στις 25 Ιουνίου στο οθωμανικό στρατόπεδο στο Λιανοκλάδι, με 30 νεκρούς και 400 κατεστραμμένες άμαξες, που καθυστέρησε την όλη επιχείρηση λόγω της αναμονής νέων εφοδίων από τη Λάρισα, η πορεία προς τη Φωκίδα δρομολογήθηκε κανονικά.

Ο οθωμανικός στρατός χωρίστηκε σε 3 τμήματα:
Το πρώτο από 1.500 άνδρες θα επιχειρούσε μέσω Υπάτης-Οίτης-Βαρδουσίων να προσεγγίσει το Λιδωρίκι.
Το δεύτερο και ισχυρότερο, από 9-10.000 πεζούς, 2 κανόνια και 1.000 ιππείς, υπό τους Γιουσούφ πασά και Αμπάζ Ντίπρα, θα προήλαυνε μέσω Χαλκωμάτας-Μπράλλου-Γραβιάς προς την Άμφισσα.
Το τρίτο τμήμα υπό τον Δερβίς πασά, με 2.000 πεζούς και 500 ιππείς, θα προστάτευε τις συγκοινωνίες μέσω του στενού των Θερμοπυλών και θα λειτουργούσε ως εφεδρεία του κυρίως στρατού εισβολής.

Από τη Ναύπακτο, τέλη Ιουνίου, άλλοι 1.500 Τούρκοι κινήθηκαν προς Λιδωρίκι και Μαλανδρίνο αλλά αναχαιτίστηκαν από ελληνικά σώματα υπό τον Δ. Σκαλτσά στη θέση «Ομέρ Εφέντη» (Καστράκι Δωρίδας).
ΕΕ21
Η τουρκική στρατιά στρατοπέδευσε στη Γραβιά και επιχείρησε στις 6 Ιουλίου με ένα σώμα 6.000 Αλβανών πεζών και 1.000 ιππέων υπό τους Αμπάζ Ντίπρα, Βελή αγά και Πράχο Πρεβίστα να κινηθεί προς Λιδωρίκι μέσω της βόρειας Φωκίδας.

Δυο μέρες μετά στο 8 Ιουλίου όμως, στη Μπινίτσα Λιδωρικίου, αναχαιτίστηκε μετά από 6ωρη μάχη, από 350 Έλληνες υπό τους Δήμο Σκαλτσά και Σαφάκα και επέστρεψε ηττημένη στο στρατόπεδο της Γραβιάς.

350 Έλληνες σε 6 ώρες διέλυσαν 6.000 τουρκαλαβανους πεζούς και 1.000 ιππείς!
Τα λάφυρα πολλά,όπλα πυρομαχικά και 2 σημαίες!

 

Πηγή: https://infognomonpolitics.gr

Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

ΣΚΑΛΤΣΟΔΗΜΟΣ, ο καπετάνιος της Δωρίδας

του Ιωάννη Κουλού, Γυμνασιάρχη

Πάνω Πλατεία του Ευπαλίου με την σημερινή  της  ονομασία  Ελευθερίου  Βενιζέλου, μέχρι πριν λίγα χρόνια ονομαζόταν Πλατεία Σκαλτσά. Πολλοί αναρωτιούνται και σήμερα ποιος ήταν αυτός ο Σκαλτσάς που είχαν δώσει το όνομά του στην πλατεία. 

Στα περήφανα λοιπόν βουνά της Δωρίδας Βαρδούσια και Γκιώνα, γεννήθηκε, ανδρώθηκε και έδρασε ο αρματολός και πρωτοκλέφτης καπετάνιος του ’21  Δήμος Σκαλτσάς - Σκαλτσοδήμος.

Εγώ ραγιάς δε γένομαι Τούρκους δεν προσκυνάω,
Δεν προσκυνάω τους άρχοντες τους κοτσαμπασήδες
Μον’ καρτερώ την άνοιξη να ’ρθούν τα χελιδόνια.

Οι στίχοι αυτοί του κλέφτικου τραγουδιού αποδίδουν εύστοχα την καρδιά και την ψυχή του Σκαλτσοδήμου, αλλά και τους πόθους και τα οράματα των σκλαβωμένων Ελλήνων για λευτεριά, κοινωνική δικαιοσύνη και εθνική αποκατάσταση.
Και η άνοιξη αυτή φτάνει στις 28 Μαρτίου 1821 όταν  ο  Σκαλτσοδήμος  μαζί  με  τα  παλικάρια  του απελευθερώνει  το  Λιδωρίκι  από  τους  Τούρκους. Είναι η πρώτη ηρωική πράξη της επανάστασης του ’21 στη Δωρίδα. 

Οι  πληροφορίες  για  τη  ζωή  του  Σκαλτσοδήμου προέρχονται αποκλειστικά από τη ζωντανή ακόμα Αρτοτινή παράδοση όπως καταγράφηκαν από τους ιστορικούς και συγγραφείς Τάκη Λάππα, Δημόπουλο και Λουκόπουλο.
Η πρώτη περίοδος της ζωής του Σκαλτσοδήμου, αφορά το διάστημα από τη γέννησή του μέχρι το 1821 και η δεύτερη από το 1821 μέχρι το 1826 που έφυγε από τη ζωή για να παραμείνει αθάνατος στη μνήμη μας αλλά και στις σελίδες της ιστορίας μας. Ο  Δήμος  Σκαλτσάς  ή  Σκαλτσοδήμος  γεννήθηκε στην Αρτοτίνα το 1760 ή το 1765, το επώνυμο του πατέρα του ήταν Κουτσογιάννης. Η οικογένεια Κουτσογιάννη ήταν μια φτωχή και ασήμαντη οικογένεια της Αρτοτίνας.
Ο Δήμος Κουτσογιάννης πήρε το επώνυμο Καλτσάς ή Σκαλτσάς, Καλτσοδήμος ή Σκαλτσοδήμος και μ’ αυτό έμεινε στην ιστορία. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι ότι ονομάστηκε έτσι ο Δήμος από το επάγγελμα του πατέρα του, καλτσάς: αυτός που φτιάχνει κάλτσες που φορούσαν οι Έλληνες φουστανελάδες. Ο ίδιος υπέγραφε τα έγγραφά του ως Δήμος Σκαλτζάς. 

Από τη νεαρή ηλικία του, ο ανυπότακτος και σκληροτράχηλος  Σκαλτσοδήμος  βγήκε  κλέφτης  και μπήκε στο σώμα των ομάδων κλεφτών και ύστερα αρματολών της Υπάτης Κοντογιανναίων, ακολουθώντας το παράδειγμα του «Βασίλη», κατά το ομώνυμο δημοτικό μας τραγούδι:

Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γένεις νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια και γελάδια,
χωριά κι αμπελοχώραφα κοπέλια να δουλεύουν.
Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα κοπέλια να δουλεύουν,
Και να ‘μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.

Αργότερα βρίσκουμε τον Σκαλτσοδήμο πρωτοπαλίκαρο του κλέφτη Τσαμ Καλόγηρου στο σώμα του οποίου ήταν ο Γούλας και ο Αθανάσιος Διάκος. 

Πρώτος  στόχος  και  επιδίωξη  του  Σκαλτσοδήμου μερικά χρόνια μετά τη ανάδειξή του στην αρχηγία του κλέφτικου σώματος και αφού είχε αποκτήσει μεγάλη δύναμη, ήταν να πάρει το αρματολίκι του Λιδωρικίου.
Φαίνεται όμως ότι στο σκοπό του αυτό συνάντησε την αντίδραση των κοτζαμπάσηδων της περιοχής. Τότε ο Σκαλτσοδήμος για να αποσπάσει εκβιαστικά το αρματολίκι και χωρίς να υποταχθεί στον εκπρόσωπο της εξουσίας του Αλή-πασά, διοικητή του Λιδωρικίου του Αλβανό Φερχάτ Μπέη, μεταχειρίστηκε άλλα μέσα: απήγαγε από την εξοχική θέση Μπαΐρια την κόρη του προύχοντα κοτζαμπάση της Κωστάρτσας Αναγνώστη Μπάμπαλη, τη Κρουστάλλω, την οποία πήραν οι κλέφτες όμηρο για δύο βδομάδες στης Καρυάς τον Έλατο, τοποθεσία γνωστή μέχρι σήμερα ως «Σκαλτσοδήμου Έλατο».
Το περιστατικό αυτό της απαγωγής της Μπαμπαλοπούλας  αναφέρεται  και  το  γνωστό  δημοτικό τραγούδι, όπως το διέσωσε η παράδοση στην Αρτοτίνα:

Μες στης Καρυάς τον έλατο κάθεται Σκαλτσοδήμος
Με την Κρουστάλλω στο πλευρό, με τη Μπαμπαλοπούλα
Ο Διάκος απ’ τη μια μεριά κι ο Γούλας απ’ την άλλη.
- Κέρνα Κρουστάλλω, κέρνα μας, κέρνα όσο να φέξει,
Εμένα κέρνα δυο φορές το Διάκο κέρνα πέντε
Όσο να σκάσει ο Αυγερινός να πάει η Πούλια γιόμα
Κι όσο να ‘ρθεί ο πατέρας σου την ξαγορά να φέρει.
Να φέρει τ’ άσπρα στην ποδιά και τα φλουριά στην τσέπη.
Χίλια φλουριά την ξαγορά κι οχτώ χιλιάδες γρόσια,
Να πάει και στο Βελή πασά να πάει και στο Βεζύρη
Για να μας στείλει μπουγιουρντί να γένω καπετάνιος
Να περπατήσω αρματολός να περπατήσω κλέφτης.
Κι ο Διάκος την αγνάντευε κι αυτή κρυφά του λέει:
- Τι με τηράς σταυραδελφέ, και τι με καμαρώνεις;
Πιάσε και φτιάσε μια γραφή και στείλ’ την τ’ Αναγνώστη.
Φωτιά να κάψει τα’ άσπρα του, φωτιά και τα φλουριά του!
Εμένα το ‘χει η μοίρα μου, το ‘χει το ριζικό μου,
Ολημερίς να περπατώ αντάμα με τους κλέφτες,
Να γένω στρώμα του Σκαλτσά, προσκέφαλο του Διάκου...

Η  γνησιότητα  της  Αρτοτινής  παράδοσης  όπως βγαίνει μέσα απ’ το τραγούδι αυτό, αποδίδει πιστά τόσο τους σκοπούς των κλεφτών, όσο και τη διαμαρτυρία της Μπαμπαλοπούλας για τη δραματικής της περιπέτεια.
Το αποτέλεσμα της επιχείρησης αυτής, ήταν για τους κλέφτες θετικό, αφού το αρματολίκι του Λιδωρικίου δόθηκε στον Σκαλτσοδήμο και συγχρόνως απελευθερώθηκε και η Κρουστάλλω.
Γενικότερα το επεισόδιο της απαγωγής της Μπαμπαλοπούλας εντάσσεται στα πλαίσια των βίαιων αντιπαραθέσεων  και  των  συγκρούσεων  ανάμεσα στους κλεφταρματολούς και τους προεστούς γύρω από τη νομή της παραχωρούμενης ή κατακτώμενης από τους Τούρκους εξουσίας.
Αυτού του είδους οι συγκρούσεις είναι γενικό φαινόμενο σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, πριν και κατά τη διάρκεια της επανάστασης του ’21 και είναι η έκφραση της πάλης που άρχισε στην υπόδουλη Ελλάδα για κοινωνικές ανακατατάξεις.

Στα  1820  ξεσπάει  η  ρήξη  του  Αλή-πασά  με  το Σουλτάνο. Περνώντας τότε από τη Δωρίδα ο αιμοβόρος Μπαμπά-πασάς του Χουρσίτ καταδιώκοντας τους αληπασαδικούς, κάλεσε και το Σκαλτσοδήμο να παρουσιαστεί. Ο Σκαλτσοδήμος όμως απέφυγε να πάει και να δηλώσει υποταγή.
Μετά από λίγο έχουμε την έκρηξη της επανάστασης του 1821. Από εδώ και πέρα η προσωπικότητα του Σκαλτσοδήμου βγαίνει από την περιοχή του θρύλου και της παράδοσης και καταγράφεται στην επίσημη ιστορία με τους αγώνες του για την απελευθέρωση της πατρίδας και αναδεικνύεται σε μια από τις πρώτες ηγετικές μορφές του αγώνα στη Ρούμελη.
Τις  παραμονές  της  επανάστασης  στο  Μωριά  και ύστερα από μυστική σύσκεψη με τους προκρίτους του Λιδωρικίου και της επαρχίας, που έγινε στις 23 Μαρτίου 1821 στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής των κτημάτων Λιδωρίκη, αποφασίστηκε η κήρυξη της επανάστασης στην επαρχία Λιδωρικίου.
Στις 28 Μαρτίου 1821, ο Σκαλτσοδήμος, αφού μοίρασε την ομάδα των 60 διαλεχτών παλικαριών που είχε τότε στα δύο, ο ίδιος χτύπησε τους Τούρκους του Λιδωρικίου και ταυτοχρόνως έστειλε το πρωτοπαλίκαρό  του  Θόδωρο  Χαλβατζή  να  χτυπήσει τους Τούρκους του Μαλανδρίνου.
Οι  Τούρκοι  του  Λιδωρικίου  οχυρωμένοι  στα  πιο γερά σπίτια αρνήθηκαν να παραδοθούν. Ύστερα όμως από σύντομη μάχη, ύψωσαν λευκή σημαία και  ο  επικεφαλής  τους  Γιουσούφ  Εφέντης  πήγε στην  τοποθεσία  «Τραγουδάκη»  του  Λιδωρικίου, όπου είχε ο Σκαλτσοδήμος το «στρατηγείο» του και  συμφώνησε  την  άνευ  όρων  παράδοση  των Τούρκων, στο ελεύθερο πια Λιδωρίκι.

Στο μέτωπο του Μαλανδρίνου οι Τούρκοι αμύνθηκαν με περισσότερο πείσμα επί δύο ημέρες. Τελικά όμως κι αυτοί παραδόθηκαν.
Ο  Σκαλτσοδήμος  στη  συνέχεια,  κήρυξε  εκστράτευση  και  συγκέντρωσε  εκατοντάδες  αγωνιστές και δημιούργησε μόνιμο στρατόπεδο, άριστα οργανωμένο, στη στρατηγική θέση  «Μακρυκάμπι», ανάμεσα στα χωριά Καστριώτισσα, Μαυρολιθάρι, Μουσουνίτσα και Ανατολή (Πέρα Χουμίριανη). Το στρατόπεδο αυτό διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια του αγώνα.
Από κει συμμετείχε σε όλες τις μάχες εναντίον των Τούρκων  που  έγιναν  στην  περιοχή,  στη  Γραβιά, στα Βασιλικά, στην Άμπλιανη, δίνοντας την τελευταία μάχη στη Γρανίτσα.
Στις 2 Απριλίου του 1822 μαζί με τον Σαφάκα, τον Δυοβουνιώτη και τον Μήτσο Κοντογιάννη νίκησε το Δράμαλη στην περιοχή της Υπάτης ενώ διακρίθηκε και στην Μάχη της Άμπλιανης.
Στις 30 Ιουνίου του 1826 ο Σκαλτσοδήμος νίκησε στην τελευταία του μάχη τους Τούρκους στο Χάνι του Σκορδά (Καραπιστόλη αργότερα), μετά από τη μάχη στους Πενταγιούς. Αποσύρθηκε στην Πελοπόννησο μετά την πτώση του Μεσολογγίου, όπου και πέθανε στις αρχές Σεπτεμβρίου 1826.

Πηγή: Εφημερίδα ΤΟ ΕΥΠΑΛΙΟ, ΑΦ 136, Ιαν-Φεβ 2018


 Σχετικές αναρτήσεις:

Ο ξεσηκωμός και η απελευθέρωση του Λιδωρικίου

Η μάχη της Άμπλιανης και η επιστολή του Δήμου Σκαλτσά

Ο καπετάνιος της Δωρίδας, Δήμος Σκαλτσάς ή Σκαλτσοδήμος 

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

200 χρόνια από τη μάχη της Αλαμάνας και στο μαρτυρικό τέλος του Αθανασίου Διάκου

από το Δ.Σ του Πολιτιστικού Συλλόγου Αρτοτινών «Ο Αθανάσιος Διάκος»

Σήμερα γιορτάζουμε μία από τις πιο σημαντικές μάχες που πραγματοποιήθηκαν στην επανάσταση του 1821, «Η μάχη της Αλαμάνας», που αποτέλεσε και θα αποτελεί ένα σημαντικότατο ιστορικό γεγονός της εποχής στη χώρα μας. Σε αυτή τη μάχη ο πρωτοστάτης και σπουδαίος ήρωας της μάχης αυτής «ο Αθανάσιος Διάκος», βρήκε τραγικό και μαρτυρικό τέλος. Σήμερα γιορτάζουμε με τιμή και με περίσσεια περηφάνια τον ήρωα της επανάστασης του 1821. Τον ήρωα της γενέτειράς του, του χωριού μας, τον Αθανάσιο Διάκο, που έδωσε τη ζωή του για να απολαμβάνουμε τη πιο σπουδαία αξία της ανθρώπινης ζωής, την Ελευθερία. Σε μια εποχή, που δοκιμάζονται οι αξίες και τα ιδεώδη της ανθρώπινης ύπαρξης αξίζει να  είμαστε παρόντες πιο πολύ από ποτέ στην εσωτερική μας φωνή. Ακόμα, είναι αναγκαίο να αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες των γύρω μας, να εστιάζουμε  στις δυσκολίες, που αντιμετωπίζει ολόκληρη η ανθρωπότητα, ο πλανήτης μας και να τιμούμε όσους αγωνίστηκαν για να είμαστε ελεύθεροι. Παρακάτω ακολουθεί ένα ποίημα του συγχωριανού μας κύριου Κωνσταντίνου Τσέλιου.
 
ΣΤΟΝ ΗΡΩΑ ΤΗΣ ΑΛΑΜΑΝΑΣ

Απ’τα νερά τα καθαρά πηγή δεν αναβρύζει,
που εσένα , ουρανογέννητε, να μην πικροθυμίζει
Με τον τρικυμιστόν αχό, τη γάργαρην ανάβρα,
π’ούτε σταλιά δε δρόσισε την άσβηστή σου λαύρα.

 Το ξύδι που προσέφεραν στο Θείο, δε βρέθη χέρι
Παρηγορία στη δίψα σου, λεβέντη,να σου φέρη,
κι απ’το δικό σου το σταυρό, πουλάκι διψασμένο
φτερούγισε η ψυχούλα σου, για κάποιον ξένο.

 Και τώρα πούκαμε φτερά, τρανά φτερά η ψυχή σου
γύρισε στη Πατρίδα σου και κοίτα και θυμήσου,
κατ’ απ’τις λευκές τις ψηλές κι απ’τα ψηλά πλατάνια,
τα κρυσταλλένια τα νερά, που τρέχουν σα ροδάνια.

 Γύρισε, σκύψε στα νερά που τρέχουν κι όλο τρέχουν,
και μ’αίματα τα διάπλατα φτερά σου δε τα βρέχουν,
και χόρτασε τη δίψα σου, που πήρες την μαζί σου,
την ώρα που σ’αγκάλιασε το φως του Παραδείσου.

 Αετός εσύ και χρυσαετός, απ’τα βουνά ξεπέτα,
κι αθάνατη τη λευτεριά με μια κραυγή χαιρέτα.
Και ξέχασε στην ομορφιά που στρώνεται τ’Απρίλη
κάποιο σπαθί που σούσπασε και κάποιο καρυοφύλι.

 Και ξέχασε και το σουβλί, που καρφωτός απάνω,
σπαρτάριζες, και φώναζες: νεράκι να πεθάνω!
Τώρα π’ανθίζει η Άνοιξη και βγάζει η γης χορτάρι.
Τη λευτεριά νυφούλα της έχει η Πατρίδα πάρει.

 Δόξα σε σενά χρυσαετέ μαρτυρικέ, δε στέκει
στα νύχια σου μήτε σπαθί μήτε βαρύ ντουφέκι,
στα πλάγια της περήφανης κι ανταρισμένης Οίτης,
στάσου μ’ολάνοιχτα φτερά, Πατέρας και Προφήτης.

 Ποίημα: Στον Ήρωα της Αλαμάνας
Δημιουργός: Κωνσταντίνος Γ. Τσέλιος

Ακολούθως επιμεληθήκαμε ένα βίντεο με τη ζωή, τη δράση και το μαρτυρικό τέλος του Αθανασίου Διάκου. Μπορείτε να το παρακολουθήσετε στον παρακάτω σύνδεσμο:



  

Τρίτη 20 Απριλίου 2021

Οι εξεγέρσεις των Δωριέων πριν το 1821

Κατά την διάρκεια του Οθωμανικού ζυγού στην Ελλάδα, στην περιοχή της Δωρίδας έλαβαν χώρα αρκετές εξεγέρσεις.

Η ακτή της Φωκίδας, από τον Κορινθιακό κόλπο (Γκραβούρα, 1882), Συλλογή
Ελληνική Βιβλιοθήκη – Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης
  


Η εξέγερση του 1456

Η Δωρίδα είχε κατακτηθεί από τους Τούρκους το 1435. Το 1456 μόλις τρία χρόνια μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, έγινε η πρώτη εξέγερση στην περιοχή, πιο συγκεκριμένα στο Λιδωρίκι. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πληροφορίες για τα γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα κατά την διάρκειά της, καθώς και τα πρόσωπα τα οποία πρωταγωνίστησαν.

Η εξέγερση του 1571-1574

Το 1571 ο ενωμένος στόλος των Δυτικών Χριστιανικών κρατών νίκησε τον Οθωμανικό στην ναυμαχία της Ναυπάκτου. Αυτό έδωσε θάρρος στους υπόδουλους κατοίκους του Λιδωρικίου στην Δωρίδα, του Αιγίου στην Πελοπόννησο, του Γαλαξιδίου και των Σαλώνων στην Παρνασσίδα, να ξεσηκωθούν. Έτσι στον Άγιο Παντελεήμονα του Γαλαξιδίου ορκίστηκαν, να επαναστατήσουν εναντίον των Τούρκων. Όμως ένας Αιγιώτης τους πρόδωσε στις τουρκικές αρχές. Οι Αιγιώτες κατέφυγαν στην Μάνη, προκειμένου να γλιτώσουν από την οργή των Τούρκων. Οι Ρουμελιώτες έχοντας πιστέψει, κατόπιν διαβεβαιώσεων, ότι οι κάτοικοι της Ναυπάκτου αλλά και οι Φράγκοι θα τους συνέδραμαν, ετοίμασαν επίθεση στα Σάλωνα. Τελικά όμως δεν ήρθαν να τους βοηθήσουν. Έτσι λοιπόν οι Γαλαξιδιώτες, οι Λιδωρικιότες και οι Σαλωνίτες εγκατέλειψαν την προσπάθεια. Τότε ο Μπέης των Σαλώνων τους ξεγέλασε λέγοντας ότι τους συγχωρεί για αυτή την ενέργεια. Έπρεπε όμως να στείλουν τους πιο επιφανείς της κάθε περιοχής, προκειμένου να δηλώσουν υποταγή. Τελικά τους συνέλαβε και τους θανάτωσε. [41]

 

Η εξέγερση του 1687-1694

Το έτος 1687 διεξήχθη ο έκτος κατά σειρά Βενετοτουρκικός πόλεμος. Ο τότε επίσκοπος Σαλώνων Φιλόθεος, σε συνεργασία με τον οπλαρχηγό Κούρμα κήρυξε την επανάσταση στα Σάλωνα. Ο Κούρμας εξόντωσε τους 2.000 Οθωμανούς που έδρευαν στο Λιδωρίκι. Σταδιακά η επανάσταση εξαπλώθηκε και σ’ άλλα μέρη της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας αλλά και στην Ήπειρο. 

Τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο ήταν τα εξής: Ο Κούρμας αρχικά που αγωνίζονταν στις Δωρίδα και Παρνασσίδα, οι Μεϊντάνης και Σπαθογιάννης που πολεμούσαν στην Αιτωλοακαρνανία, ο Χορμόπουλος στο Πατρατζίκι και οι Σουμίλας και Βαλαωρίτης στην Ήπειρο. Τελικά σχηματίστηκαν δύο στρατόπεδα. Το ένα με έδρα το Λιδωρίκι και αρχηγούς τους Κούρμα και Μεϊντάνη, το δεύτερο είχε έδρα το Καρπενήσι, με αρχηγούς τους Σουμίλα και Χόρμοβα. 

Ωστόσο ο Μπέης της Μάνης Λυμπεράκης η αλλιώς Τουρκολυμπεράκης Γερακάρης, κατέλαβε το Καρπενήσι και κατέστρεψε την Άρτα. Απαίτησε υποταγή και άμεση πληρωμή φορολογίας, διαφορετικά απειλούσε με θανάτωση τον πληθυσμό. Οι Βενετοί οι οποίοι έβλεπαν τον Λυμπεράκη ως απειλή για την κυριαρχία τους στην Στερεά Ελλάδα και στην Ήπειρο, αιτήθηκαν από τους Έλληνες των παραπάνω περιοχών να τους ενισχύσουν στην καταπολέμησή του. Ο Γερακάρης επιτέθηκε με σκοπό την κατάληψη των Σαλώνων. Ητήθηκε από τους Κούρμα και επίσκοπο Φιλόθεο. Όμως και οι δύο «έπεσαν» κατά την διάρκεια της μάχης. Η επανάσταση έληξε και η περιοχή ξαναπέρασε στα χέρια των Οθωμανών το 1694.[42]

Η Εξέγερση του (1750-1760)

Οι Κλεφταρματολοί Χρήστος Μηλιόνης, Βλαχαρμάτας Βέργος, Γιάννης Βονιχωρίτης, τα αδέλφια Μήτρος και Λάμπρος Τσεκούρας κ.α κήρυξαν επανάσταση στις επαρχίες της Δωρίδας και της Παρνασσίδας. Νίκησαν τον Μπεκήρ Αγά μεταξύ του Λιδωρικίου και του Μαλανδρίνου. 

Τα αδέρφια Τσεκούρα και ο Βλαχαρμάτας κέρδισαν εκ νέου τους Τούρκους σε μια συμπλοκή μεταξύ των Πέντε Ορίων και της Βουνιχώρας. Έπειτα στρατοπέδευσαν κοντά στα Σάλωνα προκειμένου, να περάσουν την νύχτα, με σκοπό να διεξάγουν επίθεση τις πρωινές ώρες για την κατάληψη της πόλης. Κατά τη διάρκεια της νύκτας, δέχτηκαν αιφνίδια επίθεση των εχθρικών στρατευμάτων με αποτέλεσμα, να πέσει μαχόμενος ο Αραπογιώργος, οπλαρχηγός από το χωριό Αγία Ευθυμία. 

Ο Χρήστος Μηλιόνης μετέβη στην Άρτα όπου και απήγαγε τον Καδή και δύο Αγάδες της περιοχής. Ζήτησε την καταβολή μεγάλου χρηματικού ποσό για την απελευθέρωσή τους. Το Τουρκικό κράτος απαίτησε την άμεση εξόντωσή του. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να τον εντοπίσουν, έβαλαν τον Σουλεϊμάν, ένα Τούρκο φίλο του Μηλιόνη να τον βρει και να τον σκοτώσει. Επειδή όμως λόγω της φιλικής τους σχέσης δεν μπορούσε να τον θανατώσει με ύπουλο τρόπο, του ζήτησε να παραδοθεί στις αρχές. Όμως ο Μηλιόνης αρνήθηκε. Μονομάχησαν και έχασαν και οι δύο την ζωή τους. [43] 

Το περιστατικό αυτό περιγράφεται με τον καλύτερο τρόπο στο παρακάτω δημοτικό τραγούδι:

Τρία πουλάκια κάθονται στη ράχη στο λημέρι
τόνα τηράει τον Αλμυρό , τ' άλλο τηράει το Βάλτο .
Το τρίτο το καλλίτερο μοιρολογάει και λέγει :
Κυριέ μου τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιώνης
μηδέ στο Βάλτο φάνηκε , μηδέ στην κρύα βρύση .
Μας είπαν πέρα πέρασε , κ' εμβήκε μες την Άρτα
Κ' επήρε σκλάβο τον Κατή , μαζί με δυό Αγάδες ,
Κι' ο μουσελίμης τ' άκουσε βαριά του κακοφάνει .
Τον Μαυρομμάτη έκραξε και τον Μουχτάρ Κλεισούρα
Εσείς αν θέλετε ψωμί αν θέλετε πρωτάτα ,
το Χρήστο να σκοτώσετε τον Καπετάν Μηλιώνη .
Έτζι προστάξ' ο Βασιλιάς και μούστειλε φιρμάνι
Παρασκευή ξημέρωνε - ποτέ να μ' είχε φέξει -
κι' ο Σουλειμάνης στάλθηκε να πάγει να τον εύρει
στον Αλμυρό τον έφτασε κι' ως φίλοι φιληθήκαν
ολονυχτίς επίνανε όσο να ξημερώσει .
Και πριν να φέξει η αυγή , πέρασε στα λημέρια
κ' ο Σουλειμάνης φώναξε τον Καπετάν Μηλιώνη
Χρήστο σε θέλει ο Βασιλιάς , σε θ'ελουν οι Αγάδες
Όσο ν' ο Χρήστος ζωντανός , Τούρκο δε προσκυνάει :
Με το τουφέκι τρέξανε να φάγει ο ένας τον άλλον
Φωτιά εδώσαν στη φωτιά , πέφτουν κι' οι δυό στον τόπο .

Συνεχίζουν να αγωνίζονται, έχοντας αρκετές επιτυχίες στην Ιτέα, στο Ξεροπήγαδο και στα Πέντε Όρια. Τα υπολείμματα του Τουρκικού στρατού από τα Πέντε Όρια κατέφυγαν στις Καρούτες, όπου και συνελήφθησαν. Επιπροσθέτως κέρδισαν τη μάχη στο Μαλανδρίνο, όμως με απώλειες. Οι οπλαρχηγοί Σουμάνης και Δεδούσης σκοτώθηκαν στην αψιμαχία. Επιπλέον έδωσαν μάχη στην Ναύπακτο, όπου και φονεύθηκε ο Βλαχοθανάσης. Στην συνέχεια πολέμησαν στην Βίδαβη μεταξύ του Γαλαξιδίου και των Πέντε Ορίων. Όμως μετά την εγκατάλειψη από τους Ρώσους και την αποτυχία των Ορλωφικών οι οπλαρχηγοί της Δωρίδας και της Παρνασσίδας, όπως και του υπόλοιπου Ελλαδικού χώρου, έχασαν το θάρρος τους και διαλύθηκαν.
Άλλοι κρύφτηκαν και άλλοι συνελήφθησαν και θανατώθηκαν.[45]

 

 ***

 [41] Γεώργιος Παπαϊωάννου, Η ιστορία της επαρχίας της Δωρίδος, Εκδόσεις τυπογραφείο «ΤΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ», Αθήνα 1985, Σελ 40-41. 

[42] Στο Ίδιο Σελ 41-42

[43] Στο ίδιο Σελ 42-43

[44] Κ. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς. 1453-1821, Αθήνα, εκδ. Καμαρινόπουλου, 1962.

[45] Δημήτρης Σταμέλος, Η Δωρίδα στην Τουρκοκρατία, Εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα 1986, Σελ 44-49


Πηγή: Οι αγωνιστές της Δωρίδας και η προσφορά τους στην επανάσταση του 1821, Μεταπτυχιακή εργασία του φοιτητή Κατσιμίγκα Ευάγγελου, Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου (Φεβ 2020)

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Αναστάσης Λιδωρίκης (1797 - 1845)

Ο Αναστάσης (ή Αναστάσιος) Αναγνώστου Λιδωρίκης γεννήθηκε στο Παλαιοκάτουνο (το σημερινό Κροκύλειο) το 1797 (την ίδια χρονιά με τον Μακρυγιάννη) και υπήρξε αξιόλογος αγωνιστής και πολιτικός κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης καθώς και στα αμέσως επόμενα χρόνια.

Ήταν γιος του προεστού Αναγνώστη Λιδωρίκη και αδελφός του Παναγιώτη. Ο πατέρας του ανήκε στο περιβάλλον του Αλή πασά και ο Αναστάσιος με τον Παναγιώτη, έμειναν όμηροι για κάποιο διάστημα στα Ιωάννινα, μια μορφή εγγύησης που χρησιμοποιούσε συχνά ο βεζίρης της Ηπείρου. Στα Γιάννενα φοίτησε κοντά στον λόγιο Αθανάσιο Ψαλίδα και αργότερα έγινε σύμβουλος του Αλή Πασά που τον έκανε "Μουρχουδάρη". 

Μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και επέστρεψε στο Λιδωρίκι όπου βοήθησε στις ετοιμασίες της επανάστασης. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης ο Αναστάσιος Λιδωρίκης ανέλαβε στρατιωτική και πολιτική δράση. Τον Νοέμβριο του 1821 έλαβε μέρος στη Συνέλευση των Σαλώνων και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους συμμετείχε στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ως πληρεξούσιος Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος.

Στη συνέχεια εξελέγη παραστάτης στο Α΄ Βουλευτικό (1822) και κατόπιν στο Β΄ Βουλευτικό (1823). Η μακρόχρονη απουσία του από την έδρα της Διοίκησης, ωστόσο, οδήγησε στις 3 Δεκεμβρίου του 1824 το Γ΄ Βουλευτικό στην απόφαση να μην του αποδώσει τις προβλεπόμενες αμοιβές. Το 1826 εξελέγη πληρεξούσιος Λιδωρικίου στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1826), μαζί με τον Δημήτριο Παπα-Νικολάου, όμως δεν παρευρέθηκε στις συνεδριάσεις της. Τον επόμενο χρόνο, συμμετείχε στις Συνελεύσεις της Ερμιόνης και της Αίγινας και κατόπιν στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα (1827), η οποία τον διόρισε στην επιτροπή για την εξέταση των εφοδιαστικών εγγράφων βουλευτών. Το ίδιο έτος διετέλεσε βουλευτής στη Βουλή του 1827. Κατά τη διακυβέρνηση του Καποδίστρια, εξελέγη πληρεξούσιος Λιδωρικίου στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση (1829), από την οποία διορίστηκε στην επιτροπή επί των αναφορών. Αργότερα, έλαβε μέρος στη Δ΄ κατ’ επανάληψιν Εθνοσυνέλευση (Δεκέμβριος 1831) και στη Δ΄ κατά συνέχειαν Εθνοσυνέλευση (Ιούλιος 1832). Επίσης, στις 19 Απριλίου του 1832 διορίστηκε μέλος της Γερουσίας, ωστόσο δύο ημέρες μετά υπέβαλε την παραίτησή του. Έπειτα, το 1835, διορίστηκε σύμβουλος της Επικρατείας. Χρόνια αργότερα, το 1843, εξελέγη πληρεξούσιος Λιδωρικίου στην Α΄ Εθνική Συνέλευση και στις 16 Ιουνίου του 1844 διορίστηκε από τον Όθωνα μέλος της Γερουσίας. Απεβίωσε στις 31 Δεκεμβρίου του 1845 στην Αθήνα.

Υπήρξε διοικητής της ανατολικής Ελλάδας, ιδρυτικό μέλος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, επί Όθωνος διορίσθηκε διοικητής Καρύταινας και έπειτα διοικητής της Λιβαδειάς.

Απέκτησε δύο τέκνα, την Ασήμω Γκούραινα και την Κάρμαινα. Πέθανε εν ενεργεία γερουσιαστής στις 31 Δεκεμβρίου 1845.

 

Αναστάσιος Αναγν. Λιδωρίκης προς Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος

Ο Αν. Λιδωρίκης ενημερώνει τη Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος για τις ταραχές που προκάλεσε ο Φαρμάκης, ανακοινώνει την επικείμενη αναχώρησή του για Σάλωνα μαζί με τον Θεοχάρη για την αναχαίτιση των ενάντιων και αναφέρει ότι ο Κ. Τζαβέλας βρίσκεται στο φρούριο Αντιρρίου.
 


 

Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

Η ζωή και η δράση του καπετάν Σαφάκα

 Καπετάν Σαφάκας

    Ο Καπετάν-Σαφάκας θεωρείται πρότυπο κλέφτη-αρματολού. Γεννήθηκε στην Αρτοτίνα της Φωκίδας το 1780 και το παρατσούκλι του «Σαφάκας» προέρχεται από την τουρκική λέξη «σαφάκ» που σημαίνει «αστραπή». Το πατρικό του όνομα ήταν Καραδήμος. Ακολούθησε τον Κλέφτικο βίο και αναγνωρίστηκε καπετάνιος στα Κράβαρα και το Λιδωρίκι. Υπηρέτησε πιστά τις κοινότητες της ορεινής κεντρικής Ελλάδας τον καιρό της επανάστασης 1821-1826. Πότε μαζί με την κεντρική διοίκηση των Ελλήνων (έμβρυο του ελληνικού κράτους), πότε μαζί με τους Τούρκους « κλείνοντας μαζί τους μυστικές συμφωνίες-καπάκια», αγωνίστηκε πάντα για τα συμφέροντα των τοπικών κοινοτήτων με γνώμονα τις υποδείξεις τους και ενάντια σε κάθε συγκεντρωτισμό. Έτσι κι αλλιώς δεν πίστεψε ποτέ σε κανέναν εθνικό αλυτρωτισμό. Συμμετείχε καταλυτικά στις μάχες του Αετού (Μάιος 1821), της Υπάτης (02 Απριλίου 1822) του Πλατάνου (Σεπτέμβριος 1823) και της Άμπλιανης. (14 Αυγ. 1824) , στην απελευθέρωση του Καρπενησιού (Ιανουάριος 1822). Εξοντώθηκε προδοτικά τo 1828 από τον σύντροφό του Σωτήρη Στράτο ή Τουρκοσωτήρη, που εκτέλεσε εντολές της κυβέρνησης των Ελλήνων, σε συνεννόηση με τον Κιουταχή.

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

31 Μαρτίου 1821, ο Αρτοτινός οπλαρχηγός Κοντοσόπουλος κυρήσσει την Επανάσταση στην Λοκρίδα

Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΣΤΗ ΛΟΚΡΙΔΑ ΤΟ 1821 


Γράφει ο Παναγιώτης Δημάκης,
υπεύθυνος ιστορικού αρχείου Αμφικλείας-Ελατείας 


Την Επανάσταση στην Λοκρίδα, κήρυξε κατ’ εντολήν του Διάκου, (έγγραφον 8763 στην Εθν. Βιβλ. τμ. Χειρογ.), ο υπαρχηγός και εξάδελφος του Διάκου, Αντώνης Κοντοσόπουλος - Αθανασίου ή Γεραντώνος, την 31η Μαρτίου 1821 στο Ταλάντι, οπλαρχηγός Αταλάντης. Ο ίδιος σε επιστολή του που απευθύνεται προς την επιτροπήν των αγωνιστών, με τα εύλογα παράπονα του, μας προσφέρει λιγοστά στοιχεία, περί τα δράσεως του αυτή την εποχή στην Αταλάντη, πρωτεύουσα της Λοκρίδας, αυτά είναι και τα λιγοστά τεκμήρια που σχηματοποιούν την προσωπικότητα του, επί του παρόντος.

Ο Αντώνης Κοντοσόπουλος δηλώνει είχε κατηχηθεί και ειδοποιηθεί εγγράφως από τον εξάδελφό του Διάκου, αρματωλό της Λεβαδίας, περί του Επαναστατικού κινήματός την 20η Μαρτίου, με συνθηματικά λόγια «σήμερον εμβαίνομεν εις το θέρος…» και αύριον αφού συνάξεις αμέσως όλα τα όπλα της επαρχίας τούτης αμέσως να πολιορκήσετε τους Τούρκους, …εγώ δε αυθημερόν… με χίλιους περίπου οπλοφόρους πολιορκήσαμεν τους εκείθε Οθωμανούς εντοπίους και Αρβανίτες και τους καταστρέψαμεν καθ’ ολοκληρίαν φέρων αποτελεσμα… Μάλιστα οι πολιορκητές προχωρώντας περισσότερο, εθανάτωσαν και την οικογένεια του γιατρού Κούρταλη, που θα συναντήσουμε αργότερα, να συντάσσεται με τους επαναστάτες Έλληνες, στον Αγώνα, παρ’ ότι ουδέποτε, ελησμόνησε την ενέργεια αυτή, των συμπατριωτών μας, μη δεχόμενος από τότε να τους γιατρέψει.

* Προς την Σεβαστήν εξεταστικήν επιτροπήν των αγωνιστών Δυνάμει προκηρύξεων σας παρουσιάζομαι δια της παρούσης μου κι εγώ ατυχέστατος πάντων των άλλων αρχαίων οπλαρχηγών ίνα εκθέσω υμίν τα παράπονα μου εν συντόμω και τας οποίας θυσίας προσέφερον εις τον ιερόν αγώνα και την Πατρίδα, αφ' ετέρου δε εις την οποίαν δυστυχίαν ευρίσκομαι μετά της ατυχούς οικογενείας μου.
Σεβαστή επιτροπή, εγώ προ του ιερού αγώνος επί τουρκοκρατίας εχρημάτισα οπλαρχηγός εις την επαρχίαν Αταλάντης περιοδεύων και άμα ήχησεν η σάλπιγξ της ελευθερίας, τουτέστιν η ημέρα εκείνη κατά την οποίαν εσηκώσαμεν τα όπλα κατά των Οθωμανών (καθότι ήμην κι’ εγώ κατηχημένος κατά την 29 Μαρτίου του 1821) και ειδοποιήθην εγγράφως παρά του εξαδέλφου μου Διάκου από την Λεβαδίαν λέγοντας μοι ότι δήθεν σήμερον εμβαίνομεν εις το θέρος και αύριον αφού συνάξης αμέσως όλα τα όπλα της επαρχίας ταύτης αμέσως να πολιορκήσετε του Τούρκους’ εγώ δε αυθημερόν χωρίς να διστάσω, κατέβαλον μυρίας προσπαθείας, τρόπους, κόπους και κινδύνους εσύναξα όλα τα όπλα της επαρχίας Αταλάντης εκουσίως και ακουσίως εν διαστήματι λέγω μιας νυκτός και παρευρέθην εις την πρωτεύουσαν με χιλίους περίπου οπλοφόρους και επολιορκήσαμεν τους εκείσε Οθωμανούς εντοπίους και Αρβανίτας ξένους και κατά συνέπειαν τους καταστρέψαμεν καθ’ ολοκληρίαν φέρων αποτέλεσμα. Καθώς δε έκαμεν ο Διάκος εις Λεβαδίαν, ο Πανουργιάς εις Άμφισσαν, ο Καλτσοδήμος εις Λιδωρίκιον, ο Γεροδυοβουνιώτης εις την Μποδονίτσαν και ο Μήτρος Κοντογιάννης, ο Γιολτάσης εις το Καλλίδρομον καθώς και εις την Δυτικήν Ελλάδα Μακρής, Ράγκος και λοιποί οπλαρχηγοί, ούτω κι ’ εγώ εις την Αταλάντην. 

Εν Αμφίσση την 2 Μαίου 1865

Α. Κοντοσόπουλος
25η Μαρτίου 1821.

Ετιμήθη με το αξίωμα του πεντακοσιάρχου στις 21 Φεβρουαρίου 1822, από τον Άρειο Πάγο και της αντιστρατηγίας, από το 1822, από την προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος. Αντισυνταγματάρχης της Φάλαγγας, (ΦΕΚ 14/1845 29η Μαΐου), με το ΦΕΚ 43/1858 έλαβε τον χρυσό σταυρό Τάγματος του Σωτήρος.




Πηγή: http://fthiotikos-tymfristos.blogspot.com/2016/04/21.html

Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Η επανάσταση του ’21 ήταν πόλεμος της οικογένειας

 Τα πάθη των αμάχων μιας οικογένειας την περίοδο εκείνη


Στην επίσκεψή μας πριν λίγα χρόνια στο Παρίσι, μας προκάλεσε ιδιαίτερην εντύπωση, ανάμεσα στ’ άλλα, η αναγραφή στα υπέρθυρα των εξαίρετων μνημείων - κτιρίων του εμπνευσμένου απ’ τα κηρύγματα των Διαφωτιστών κεντρικού συνθήματος- τριπτύχου «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη» της Γαλλικής επανάστασης. Η επιμονή στη διατήρηση και προβολή της συμπυκνωμένης συλλογικής μνήμης, είναι μια συγκινητική, όσο κι αναγκαία ενέργεια/προσπάθεια που γεννά στενάχωρη, μελαγχολική διάθεση. Και είναι τέτοια λόγω της άγονης αναζήτησης κάποιων ανάλογων τέτοιων υπομνήσεων, σε Αθήνα, ή και Άμφισσα, για τη συντήρηση της μνήμης της Ελληνικής Επανάστασης. Αυτής που άρχισαν οι προεργασίες εορτασμού των 200 ετών απ’ την έναρξή της.

Προσπαθήσαμε να καταλάβομε τη λογική των διθυραμβικά εξαγγελθέντων σχεδιασμών. Δεν πεισθήκαμε ότι οι στοχεύσεις είναι σε αρμονία με τις από παλιά γνωστές απόψεις π.χ. του Σπ. Ασδραχά (‘‘Η Επανάσταση του ’21 είναι το μεγαλύτερο γεγονός της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, η μεγάλη τομή’’, εφημ. ‘‘Κ’’, 24/11/2002) ή του Γ. Σεφέρη, εκθειάζοντα την ‘‘παράδοση που μπήκε θριαμβευτικά στη συνείδηση του έθνους με την ελληνική επανάσταση. Ο αγώνας εκείνος ήταν ένα κοινωνικό, πολεμικό και πολιτικό γεγονός. Ήταν συνάμα και ένα πνευματικό γεγονός (...) η άποψη αυτή, η πιο αγνοημένη...’’ (‘‘Ένας Έλληνας-Ο Μακρυγιάννης’’, Δοκιμές, 1ος τ., Ε΄ έκδ., Ίκαρος, σ. 241). Επιφύλαξη και για τα επιλεγέντα πρόσωπα των Επιτροπών. Ας μην έχομε πια γεροΑγωνιστές. Από ό,τι διαθέτομε, θα μπορούσαμε να επαναλάβομε το: ‘‘Έτσι ήτανε μωρέ’’, του Γ. Βλαχογιάννη; Εκτός κάποιων προφορικών κρούσεων, ενημερώσεων σε τοπικό επίπεδο, δεν έχομε εικόνα προθέσων - σχεδιασμών για τα καθ’ ημάς. Χωρίς καθόλου μαξιμαλιστικές προσδοκίες, θα ευχόμαστε να μην απλώσουν οι όποιες σχεδιαζόμενες εκδηλώσεις - δραστηριότητες σε περιγραφές μαχών κι αφηγήσεις αγιογραφίες αγωνιστών, ή τοπικιστικές αδικαίωτες εξάρσεις υπερκερασμού της προσφοράς άλλων πόλεων – περιφερειών, πάνω στα οποία είχε φτιαχτεί το αφήγημα του 20ού αι. Θα προτιμούσαμε/ εισηγούμαστε σε ένα περιεκτικό κεντρικό προγραμματισμό: ανάδειξη του έργου (με την αυτοσυνειδησία που περικλείει) του συμπατριώτη μας στρατηγού Μακρυγιάννη και της ουσιαστικής συνεισφοράς του τόπου σε επίπεδο λαϊκής βάσης, στο Μεγάλο Ξεσηκωμό, όπως είχε οραματισθεί και μας άφησε παρακαταθήκη ο Ευθ. Σταθόπουλος.

Σαν μια τέτοια μικρή εισαγωγή στο κλίμα της 200ετίας, που δεν μας χρειάζεται για τη συχνότατη ενασχόληση, με κάθε λόγο αναδρομής στο ’21, είναι το σημείωμα που ακολουθεί. Προσπαθήσαμε να εξαρθεί το ενδιαφέρον από την αποτύπωση αναμνήσεων των κακουχιών που υπέστησαν τα άμαχα μέλη μιας επιφανούς οικογένειας, η γυναίκα, η πενθερά και τα μικρά ανήλικα παιδιά του Αθ. Λιδωρίκη. Κάτω απ’ τον μη προϊδεάζοντα τίτλο βιβλίου ‘‘Σελίδες τινές τῆς ἱστορίας τοῦ βασιλέως Ὅθωνος’’, έχουν καταγραφεί επιμελώς και μ’ ενάργεια τα βιώματα της ιδιαίτερα καλλιεργημένης και με έντονη, για γυναίκα του ελληνικού 19ου αι., προσωπικότητα, της Πηνελόπης Αθ. Λιδωρίκη - Παπαηλιοπούλου (1) (1831 -1904). Έχουν γίνει σημαντικές αναφορές στο βίο, τις δραστηριότητες και τα έργα της. Γεννήθηκε στην Άμφισσα και σπούδασε στην Αθήνα, στο Παρθεναγωγείο Χιλ και 4 χρόνια στο Αρσάκειο. Χρημάτισε κυρία των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας και 2α σύζυγος του Ηλ. Παπαηλιόπουλου. Ενδιαφέρθηκε για το ’21, πέραν των μνημών, γι’ αυτό που απέκτησε απ’ τη μητέρα της, συγγράφοντας και βιβλίο. Εστράφη και στη λογοτεχνία. Ο Τ.Λάππας βρήκε και 3 διηγήματά της, εκ των οποίων ‘‘Ο παράφρων’’, είναι μια αισθηματική ιστορία ενός Έλληνα με μια χανούμισσα, που εξυφάνθηκε κατά την πολιορκία του κάστρου των Σαλώνων το 1821 και ολοκληρώθηκε δραματικά στις Φαιδριάδες, ιστορία πιθανόν προερχόμενη από αφηγήσεις Σαλωνιτών.

Ο Αθ. Λιδωρίκης (1788-1868) ήταν έμπιστος γραμματέας (σφραγιδοφύλακας) του Αλή πασά, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, με δράση στην Επανάσταση. Κατά τον Α. Γούδα, δεν είχε ένοπλη ανάμειξη. Παρείχε πολιτικές υπηρεσίες ενθάρρυνσης - υποστήριξης των αγωνιστών. Προήγγελλε την επιτέλους αναγκαστική ενίσχυση του Αγώνα της Ανεξαρτησίας απ’ τους Ευρωπαίους, με επιμονή και τάξη (Α. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τ. Ζ΄, σ. 353). Κατέλιπε και ελλιπή απομνημονεύματα, που δημοσίευσε ο Τ. Λάππας (και ανάτυπο, τ. Δ΄ Ηπειρωτικής Εστίας, Ιωάννινα 1955, σσ. 17, 73).

Το παραπάνω βιβλίο, για το οποίο όταν κυκλοφορήθηκε στην Αθήνα το 1898, πολυσέλιδο, καλοτυπωμένο γραμμένο σ’ επιστολιμαίο τύπο (δηλ. σαν επιστολή που ο άγνωστος συγγραφέας έστελνε στο λόγιο Φίλιππο Οικονομίδη (2) - παροχή πληροφοριών για τη βιογραφία του Νικ. Α. Λιδωρίκη, είδος συνηθιζόμενο τότε), γράφτηκε σε αθηναϊκήν εφημερίδα της εποχής πως «εἶναι πόνημα φιλοσόφου τινός φιλαλήθους γέροντος, ὅστις ὡρμήθη ὑπό ἁγνῆς φιλοτιμίας νά χαράξῃ τάς ἀξιολογωτάτας τῶν ἀναμνήσεων τῆς νεανικῆς και ἀνδρικῆς αὐτοῦ ἡλικίας, διελθούσης διά μέσου τῆς ἱστορικῆς δίνης μιᾶς ὁλοκλήρου γενεᾶς ἀπό τῆς μεγάλης ἡμῶν ἐθνικῆς Ἐπαναστάσεως μέχρι τῆς μεταπολιτεύσεως τοῦ 1862». Βάσιμα εικάζεται ότι ο συγγραφέας προέρχεται απ’ την οικογένεια του Αθ. Λιδωρίκη, ή από στενά σχετιζόμενο μαζί της άνθρωπο, αφού τα αναφερόμενα περιστατικά είναι καθαρά οικογενειακά κι ελάχιστοι μπορούσαν να γνωρίζουν.

Είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο, καλογραμμένο με χάρη κι αφέλεια καμιά φορά, με παρατηρητικότητα, αντικειμενικό κι ενίοτε αυστηρό. Περιέχει άγνωστες από αλλού ιστορικές πληροφορίες. Επεισόδια - πρόσωπα γνώριμα κι άγνωστα, που έλαβαν χώραν, ή έδρασαν σε δύσκολες στιγμές, μια σειρά εικόνων,ανόθευτων με φυσικότητα, απλά κι ανεπιτήδευτα αποτυπωμένων. Όσα περιστατικά δεν τα έζησε η συγγραφέας, μα άκουσε να τα διηγούνται οικείοι της, τα παρουσιάζει με πειστικότητα και ζωντάνια, που ο αναγνώστης θαρρεί πως ήταν αυτόπτης. Ξεκινά απ’ την Επανάσταση και φθάνει στην Οθωνική εποχή, φανερώνοντας πολλά άγνωστα περιστατικά για τους πρώτους βασιλείς και τους αυλικούς. Εκεί είχαν εστιάσει οι παλαιότεροι το ενδιαφέρον κι ο Τ. Λάππας, που πρώτος είχε αναδείξει κι αξιοποιήσει, απ’ τη δική του οπτική, το βιβλίο (Πηνελόπη Λιδωρίκη - Παπαηλιοπούλου, σε περ. ‘‘Στερεά Ελλάς’’, Φεβρ., τ. 37, σσ. 8-12, Μαρτ., τ. 38, σσ. 11-15 & Απρ., τ. 39, σσ. 26-29 &38 του 1972).

Ο εκδότης Κάρλ Μπεκ (1855-1934) γερμανικής καταγωγής, γεννήθηκε στην Αθήνα, πήγε και δούλεψε για κάποιο διάστημα σε βιβλιοπωλείο στη Γερμανία και γυρνώντας πίσω, εργάστηκε αρχικά σε βιβλιοπωλείο κι ύστερα ίδρυσε δικό του εκδοτικόν οίκο, διευθύνοντάς τον ώς το 1902. Τότε συνεταιρίστηκε με τον Τ. Μπαρτ. Το 1910 αποχώρησε πωλώντας το μερίδιό του στον Κ. Ελευθερουδάκη. Ανάμεσα στα πολλά και σημαντικά έργα που εξέδωσε, ήταν κι η Ιστορία της Ελλάδος του Σπ. Λάμπρου. Στις ‘‘Σελίδες’’ εξηγεί, σε άτιτλο δισέλιδο Πρόλογο, ότι του περιήλθε το χειρόγραφο χωρίς άλλα στοιχεία για το συγγραφέα· με «τήν μορφήν ἀπομνημονευμάτων ἱστοροῦνται ἐπεισόδια τινα τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως». Έχει υπ’όψιν του ότι το αφήγημα περιστρέφεται γύρω από τον Νικ. Αθ. Λιδωρίκη (1817-18; ), γιο του Αθανασίου και πρεσβύτερο αδερφό της Πηνελόπης. Έχει εντοπίσει τις «παντοῖες κρίσεις καί γνῶμες-αὐστηρές ἐνίοτε- περί προσώπων καί γεγονότων κοινωνικῶν καί πολιτικῶν» αποφαινόμενος ότι το ἔκρινε «ἄξιον ἐκδόσεως διά τε τήν ἀφέλειαν τῆς διηγήσεως καί τήν ζωηρότητα ἐν ταῖς περιγραφαῖς τῶν περιπετειῶν, ἃς ὑφίσταντο κατά τούς χρόνους ἐκείνους αἱ φεύγουσαι τήν τουρκικήν ὠμότητα ἑλληνικαί οἰκογένειαι». Τέλος πληροφορεί για την εμπλοκή-ανεκτέλεστη (λόγω θανάτου) πρόθεση επιμελημένης έκδοσης του χειρογράφου, απ’ το λόγιο καθηγητή Φιλ. Οικονομίδη. Αφού κάτι τέτοιο δεν συνέβη, δηλώνει ότι προχώρησε στην έκδοσή του με τον «εν τη προμετωπίδι τίτλον», χωρίς καμία παρέμβαση στο κείμενο, τη μορφή, ή τη διάταξη της ύλης. Το βιβλίο υπάρχει στον διαδικτυακό τόπο ‘‘Ανέμη’’ από όπου το μελετήσαμε.
 
Η 14σέλιδη Εισαγωγή σε 2 ενότητες, ξεκινά με την αναπόληση της κρυπτόμενης συγγραφέως: α) γεγονότων φιλοπατρίας, β) μαθητικών στιγμών και αλησμόνητου δασκάλου, γ) της αφίξεως στον Πειραιά «μέ μίαν Γαλαξιδιώτικην μπρατζέρα», για μόνιμην εγκατάσταση στην Αθήνα, της οικογένειας του Αθ. Λιδωρίκη το 1836, ύστερα από 4ετή παραμονή τους στα Σάλωνα-Άμφισσα. Εκεί παρατίθενται ενδιαφέρουσες εικόνες της Αθήνας, των πρώτων χρόνων της ως πρωτεύουσας του νεοελληνικού κράτους. Οι αναπολήσεις εκδιπλώνονται στο πώς μεγάλωναν τα παιδιά (αγόρια-κορίτσια) προεπαναστατικά και το πώς γίνονταν οι γάμοι την περίοδο του Μεγάλου Ξεσηκωμού. Έντονη αντίθεση με την έξοδο-ζωή αργότερα στη δυτικήν Ευρώπη «τόν πολιτισμένον κόσμον, τόν τακτοποιημένον πρό αἰώνων, τόν βίον τόν ὡρολογοποιημένον». Και οι μνήμες των ηρωικών χρόνων παρέμεναν και δεν ξέφτιζαν, αξεθώριαστες.

Πρώτη αναφορά στον Αλή Πασά και τα Γιάννενα, πώς η πόλη έμενε στα σκοτάδια της αμάθειας, μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, στο οποίο ο Αθ. Λιδωρίκης ήταν Σύμβουλος της Επικρατείας. Και στη 2αν ενότητα της εισαγωγής αναμνήσεις, αναπολήσεις και συγκρίσεις, μαθητικά χρόνια και έγνοιες, «Δωρικοί ἀστεϊσμοί», δηλ. το ρουμελιώτικο πνεύμα- χιούμορ του Νικ. Λιδωρίκη και περιγραφή των προεπαναστατικών συνηθειών όσον αφορά σε επισκέψεις, κοινωνικές επαφές προσώπων, υποδοχή και περιποιήσεις στο σπίτι, με σκιαγράφηση των ρόλων άντρα και γυναίκας στο πατριαρχικό περιβάλλον. Η συγγραφέας προοιωνίζεται τις αλλαγές σε εργασία και μόδα απ’ την έναρξη του αγώνα των γυναικών για ισότητα στην Ελλάδα. Μνήμες των επαφών του Αθ. Λιδωρίκη με τους παλιούς φίλους του, σεβασμίους πια γέροντας «φέροντες ἐπ’ ὤμου τό οἰκοδόμημα τῆς ἀναγεννηθείσης Ἑλλάδος (…) ἡ συνομιλία περιωρίζετο εἰς τέσσερας λέξεις, τό πολύ ὀκτώ, κατόπιν ἐρρόφων ἡσύχως τόν καπνόν των τόν καφέ των καί ἀπήρχοντο (…) αὐτοί μέ τά τέσσερα λόγια τό ἔφτιαξαν τό ρωμέικο, ἡμεῖς μέ τά χίλια τέσσερα τό ξεφτύσαμε» (σσ. 9-10).

Αποδύεται κατόπιν σ’ έναν ύμνο του ήθους των παλιών αγωνιστών. Κάνοντας λόγο για το σπίτι των Λιδωρίκηδων στην οδό Αδριανού (Πλάκα), μιλάει για τα σπίτια της παλιάς Αθήνας, με τη μεγάλη αυλή και την εθιμοτυπία των ανταλλαγών-κοινωνικών επισκέψεων. Ξανά οι σχέσεις των δύο φύλων, «οἱ σύζυγοι τότε, καί μέ ὅλην τήν ἀγερωχίαν τοῦ χαρακτῆρος των και τά σατραπικά ἤθη των, πρός τάς γυναῖκας τους ὅμως ἐφέροντο μετά σεβασμοῦ». Επαινούνται οι Ηπειρώτες για τα νοητικά και επιχειρηματικά τους επιτεύγματα. Για το Νικ. Λιδωρίκη γράφεται ότι ήταν «ἐπιτυχές κρᾶμα ἀνατροφῆς Ἠπειρωτικῆς μετά ἀγερωχίας καί ὑψηλοφροσύνης Δωριέως». Το παιδί απ’ τη μητέρα του βοηθείτο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και του πατριωτικού του φρονήματος. Παρά τις υποχρεώσεις ανατροφής 4 μικρών παιδιών, με αναφορές σε Πλούταρχο και ιστορικά γεγονότα, όπως η μάχη των Θερμοπυλών-επεισόδια του Αγώνα, φρόντιζε επισταμένως να κοινωνικοποιεί τη νέα γενιά και να τα εμπλουτίζει με ακριβές μνήμες της Επανάστασης.

Και το Α΄κεφάλαιο ξεκινά με αναφορά στο Νικ. Λιδωρίκη και μια εύστοχη κρίση για τους πολιτικούς ηγέτες που δεν ανταποκρίθηκαν/ονται στα συναισθήματα του λαού. Καταγράφεται συνοπτικά η ιστορία του Αθ. Λιδωρίκη, που μικρός πήγε όμηρος στον Αλή Πασά, σπούδασε κοντά στον περίφημο δάσκαλο Αθανάσιο Ψαλίδα και ανεδείχθη έμπιστος γραμματέας-σφραγιδοφύλακας του Αλή Πασά. Νυμφεύτηκε στην Άρτα την Βασιλική, κόρη ενός πλούσιου άρχοντα, του Ντέμου. Παρασιωπάται το γεγονός της πρόσληψης του νεώτατου Μακρυγιάννη, ως επιστάτη του απουσιάζοντα στα Γιάννενα αφεντικού του. Για τις πρώτες περιπέτειες της οικογένειας, που διαδραματίζονται στην περιοχή της Άρτας, πηγή συσχέτισης – επιβεβαίωσης των γραφομένων, είναι ο Στρατηγός. Όντας μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ο Αθ.Λιδωρίκης συνελήφθη απ’ τους Τούρκους, με κίνδυνο απώλειας της ζωής του, στην έκρηξη της Επανάστασης. Ευεργετηθείς απ’ την ένοπλη επέμβαση του Χασάν μπέη (ανιψιού του Ομέρ Βρυώνη), κατέφυγε στο στρατόπεδο του Γώγου Μπακόλα. Ο Χασάν πασάς της Άρτας όμως συνέλαβε για να οδηγήσει σκλάβα τη σύζυγό του. Ο Νικόλαος, αν και 4αετής, υπερασπίζεται την απειλούμενη μητέρα του, κερδίζοντας ακόμα και τη συμπάθεια του επικεφαλής αστυνομικού οργάνου. Με τη μεσολάβηση του Ι. Κωλέττη, η γυναίκα έμεινε σε κατ’οίκον περιορισμό στο σφραγισμένο σπίτι της.

Η σε προχωρημένη εγκυμοσύνη γυναίκα απελευθερώθηκε με την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στην Άρτα, απ’ το Μακρυγιάννη (υποτακτικό - επιστάτη τους προεπαναστατικά) και μερικά παλικάρια Δωριείς (δηλ. αγωνιστές απ’ την επαρχία του Λιδωρικιού), που είχε στείλει επί τούτου ο Αθ. Λιδωρίκης. Αναφέρεται αναλυτικά στο στρατηγό-συγγραφέα των Απομνημονευμάτων, το ρόλο του, τη γενναιότητα και την ανθρωπιά του στην απελευθέρωση και ασφαλή διαφυγή της οικογένειας του πρώην αφεντικού του, που είχε προ μηνός αποκτήσει κι ένα καινούργιο μέλος. Το Μακρυγιάννη χαρακτηρίζει «ἁπλοῦν ἀκόλουθον αὐτοῦ διακριθέντα κατόπιν εἰς τό πεδίο τῶν μαχῶν, καί φθάσαντα δικαίως εἰς τόν βαθμόν στρατηγοῦ» (σ. 20). Μέσα στη σύγχυση έδρασε ο Μακρυγιάννης κι η ομάδα του, αιφνιδίασαν τον Τούρκο φύλακα και πήραν φεύγοντας μαζί τους τη γυναίκα, την πενθερά και την υπηρέτρια, με το 4χρονο αγόρι και το ενός μηνός νεογέννητο κοριτσάκι. Στην αστραπιαία φυγή, δε σκέφτηκαν να πάρουν χρήματα ή τιμαλφή (3), αλλά όπως ήταν, οι γυναίκες με φέσι στο κεφάλι «μέ μαργαρίτας καί χρυσά νομίσματα γύρωθεν» και κάποια ακριβά δαχτυλίδια στα χέρια.

Με δημευθείσα και αρπαγείσα την περιουσία στην Άρτα, η οικογένεια για 5 χρόνια προσποριζόταν τη διατροφή της απ’ τα χρυσά νομίσματα στο φέσι και τα δαχτυλίδια! Η πορεία τους μέχρι να φθάσουν σε ασφαλές μέρος, γινόταν με την εικόνα της Παναγίας στο κεφάλι της προπορευόμενης πενθεράς και τις παρακλήσεις-προσευχές του μικρού αγοριού. Ο Μακρυγιάννης ξέσκισε τη φουστανέλα του κι έδεσε μ’ αυτή τα ματωμένα απ’ την πορεία πόδια των γυναικών. Ασφαλής σταθμός ήταν το στρατόπεδο του οπλαρχηγού Τζόγκα. Εκεί τους περίμενε κι ο Αθ. Λιδωρίκης. Αυτός, όταν είχε απελευθερωθεί στην Άρτα, είχε διαφύγει στο στρατόπεδο του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα, στενοχωρούμενος για την αφημένη πίσω οικογένειά του. Παρηγορείτο απ’ τα όνειρα που έβλεπε. Η συγγραφέας κάνει λόγο για τις αλληλεπιδράσεις στους συγχρωτιζόμενους μουσουλμάνους-χριστιανούς, των δερβισών-μοναχών, με ιδιαίτερην αναφορά στην «ὑπόληψιν καί πίστιν τοῦ θηριώδους Ἀληπασσᾶ πρός τόν χριστιανόν μοναχόν Πάτερ Κοσμᾶν» (τον Αιτωλό, σ. 24).

Καταγράφοντας μνήμες που είχεν αφηγηθεί ο Αθ. Λιδωρίκης, αναφέρεται η διαφορά στο πώς υπέμεναν τα μαρτύρια του Αλή, Έλληνες και Τούρκοι-Τουρκαλβανοί, με ιδιαίτερη μνεία στο μαρτυρικό τέλος του γενναίου Κατσαντώνη. Παρατίθενται ακόμη η εξήγηση από ένα δερβίση ενός ονείρου του Αθ.Λιδωρίκη, αφ’ενός για την απελευθέρωση της Ελλάδας κι αφ’ετέρου για τη μακροβιότητά του. Έτσι ολοκληρώνεται μια 6σέλιδη παρέκβαση. Μετά από ολιγοήμερη παραμονή στο στρατόπεδο του Τζόγκα, ακολουθώντας το Μακρυγιάννη η οικογένεια, με τα κατάλληλα πέδιλα στα πόδια, πήγε στο Μεσολόγγι, το 2ο σταθμό της περιπλάνησής της. Εκθειάζεται η φιλοξενία των Μεσολογγιτισσών, που πρόσφεραν διακριτικά και με λεπτότητα ψάρια και θηράματα (λαγούς-ζαρκάδια), αλλά και είδη ρουχισμού στα κατατρεγμένα μέλη της οικογένειας Λιδωρίκη. Σα να μην έφθαναν αυτά, κόλλησαν και ψείρες απ’ τους στρατιώτες. Για αγορά φορεμάτων κι εσωρούχων τα πολύτιμα δαχτυλίδια τους δεν εύρισκαν αγοραστή, λόγω περιστάσεων. Έτσι οι γυναίκες αναγκάστηκαν να ξηλώσουν τα χρυσά σηράδια (4) απ’ τα φορέματα, τα έχυναν και όσο ασήμι έβγαινε απ’ αυτά, εχρησιμοποιείτο ως νόμισμα-αντίτιμο για αγορές τροφίμων. Τις προμήθειες έκανε ο 5χρονος Νικόλαος, αφού τότε δεν επιτρεπόταν η γυναίκα να βγαίνει από το σπίτι, απόντος του συζύγου…

Ο μικρός παρακολουθούσε και μαθήματα σε κοντινό σχολείο. Η υπηρέτρια τους εγκατέλειψε και γύρισε στον άντρα και τα παιδιά της. Με συγκινητικό τρόπο η συγγραφέας εκθειάζει την προσφορά των γυναικών του Αγώνα· «ἔργον εἶναι, ἡ καταπλήξασα τόν κόσμον ὅλον ἀπελευθέρωσις τοῦ Γένους ὑπό μιᾶς δρακός ἀνδρῶν τυχόντων τοῦ ἐξόχου εὐτυχήματος νά γεννηθῶσιν ἐξ αὐτῶν» (σ. 31). Η σύζυγος κι η πενθερά του Αθ. Λιδωρίκη, έχοντας ζήσει (και μέσα στη σκλαβιά!), σε περιβάλλον πλούτου, χλιδής κι ανέσεων, αν και βρέθηκαν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη χωρίς τίποτα, στο δρόμο «δέν ἐδειλίασαν τό παράπαν, δέν ἐγόγγυσαν, ἀνεδέχθησαν μετά γενναιότητος καί ὑψηλοφροσύνης πάντα τά ἔργα τά ὑπηρετικά, ἐζύμωσαν, ἔπλυναν, ἐμαγείρεψαν, ἔρραψαν, ταῦτα ὅλα μέ εὐθυμίαν, μέ χαράν». (σ.32). Και όταν πήγαιναν στην εκκλησία, η ηρεμία κι η γαλήνη του προσώπου τους, τις έκανε να φαίνονται βασίλισσες και ας κακοπαθούσαν επί 7 χρόνια καταδιωκόμενες απ’ τους Τούρκους και περιπλανώμενες.

Έχοντας πληροφορίες για την επικείμενη α΄ πολιορκία του Μεσολογγιού (1822), ο Αθ. Λιδωρίκης έστειλε άνθρωπό του να τους παραλάβει και μεταφέρει στο νησί Κάλαμος (5) για ασφάλεια. Ένα 24ωρο κράτησε το ταξίδι με καΐκι και βάσανα απ’ τη θάλασσα και την απώλεια του πήλινου δοχείου με το πόσιμο νερό τους. Σκληρή, αφιλόξενη και περιοριστική η υποδοχή στο νησί (3ο σταθμό της περιπλάνησής τους) απ’ τους Άγγλους κυρίαρχους. Από κάποιους που αναγνώρισαν τις γυναίκες, όταν έμαθε ο διοικητής ποιες ήταν, στο ξύλινο παράπηγμα που κατέλυσαν τους έστειλε δώρα: ψωμί, κρασί και φρούτα. Μετά μια σύντομη, ενθαρρυντική επίσκεψη του Αθ. Λιδωρίκη, ενέσκηψε θανατηφόρος λοιμός στο νησί, απ’ τον οποίο προσβλήθηκε κι η σύζυγός του - μητέρα της συγγραφέως. Οι Άγγλοι γιατροί κι ένας Έλληνας, που είχε έρθει απ’ το εξωτερικό να προσφέρει τις υπηρεσίες του, φρόντισαν συγκινητικά τους αρρώστους και το μικρό Νικόλαο, που μόλις συνήλθε η μητέρα του, έπεσε αυτός απ’ την επίσης επικίνδυνη ευλογιά. Χωρίς τελειωμό τα βάσανα του πολέμου, έφεραν μετά, εντολή των Άγγλων να εγκαταλείψουν οι πρόσφυγες τον Κάλαμο σε σύντομο διάστημα, μαζί και τρομακτικές φήμες για νίκες και απειλές τουρκικές. Αδυναμία κάποιας επαφής με τον Αθ.Λιδωρίκη και μ’ ένα ψαροκάικο έφυγαν για το Γαλαξείδι. Ξανά δύσκολο ταξίδι κι έφθασαν στον 4ο σταθμό της περιπλάνησής τους. Η περίφημη ναυτική πολιτεία είχε υποστεί καταστροφήν, ως γνωστόν, το Σεπτέμβρη του ’21. Είχε ξαναχτιστεί και φέρει πίσω τους φιλοπάτριδες κατοίκους της. Γεμάτο ζωή, τροφή, ψάρια, αλλά κι αιγοπρόβατα απ’ τα γύρω βουνά, χωρίς όμως σχολείο. Η φήμη για ερχομό εκεί τουρκικής αρμάδας, το άδειασε από κόσμο, διακόπτοντας απότομα και τη διαμονή με εξασφαλισμένη τροφή, της οικογένειας Λιδωρίκη.

Η συγγραφέας στο σημείο αυτό συγχέει μερικώς τα ιστορικά στοιχεία περί του αρχαίου-λοκρικού Χαλείου, κατέχει τις οδυνηρές μνήμες των γνωστών απ’ το Χρονικό πειρατικών επιδρομών στην τουρκοκρατία και πιθανόν αστοχεί κάνοντας πρωθύστερα λόγο για τη ναυμαχία της Αγκάλης-Σκάλας των Σαλώνων (17/09/1827), όπου οι Έλληνες στη δυτική πλευρά του Κόλπου, με την ατμοκίνητη Καρτερία, 6 πλοία μιας ελληνοβρετανικής μοίρας, υπό την ηγεσία του Άγγλου ναυάρχου F.-A. Hastings κατεναυμάχησαν αγκυροβολημένη μοίρα 9 πλοίων των Οθωμανών στον Κορινθιακό.

Η περίοδος 1822-27 είναι μεγάλη για να διανυθεί σε Κάλαμο-Γαλαξείδι, κατά τα γραφόμενα στο βιβλίο. Επιδιώκοντας περισσότερην ασφάλεια και ησυχία, η σύζυγος του Αθ. Λιδωρίκη αποφάσισε να ανεβούν απ’ το Γαλαξείδι στα πατρογονικά και τους συγγενείς του συζύγου της, στο Παλαιοκάτουνο-Κροκύλειο. Η πορεία πεζή στα μονοπάτια των δύσβατων βουνών της περιοχής μας, «ὑπῆρξεν ὀδυνηροτάτη». Είχε προστεθεί και καινούριο, νεογέννητο μέλος στην οικογένεια. Οι βοσκοί που συνάντησαν καθ’ οδόν, ευσπλαχνίστηκαν τις οδοιπορούσες γυναίκες-παιδιά κι αλλάζοντας τη δική τους με τα ποίμνια πορεία, τις συνόδευσαν, φέρνοντάς τες κοντινότερα στο Λιδωρίκι. Από κει ειδοποιήθηκαν οι συγγενείς και τους έστειλαν μουλάρια να τις μεταφέρουν, γιατί πλέον δεν άντεχαν άλλο. Τα πρησμένα και καταματωμένα πόδια τους, οι βοσκοί, με τις πρακτικές γνώσεις τους, τα τύλιγαν με τα φύλλα απ’ το φυτό σαρκοτρόφι, για να γίνουν καλά.

Η φύση απ’ τη μια κι ο ήχος της φλογέρας με τους ήχους των κανονιών των ναυμαχούντων πλοίων απ’ την άλλη, επέτειναν την αγωνία των κινουμένων στα μονοπάτια των βουνών μας, για τη φίλιαν ή μη επικράτηση. Σε οικείο τους περιβάλλον οι βοσκοί, κάτω από ένα σκιερό έλατο, έφτιαξαν πρόχειρο κατάλυμα ανάπαυσης, ύπνου κι ενδυνάμωσης με άφθονο γάλα. Τρεις φύλακες τους πρόσεχαν, όσο να πάνε δυο παιδιά του τσέλιγκα στο Κροκύλειο, να φέρουν τους μεταφορείς εκεί με ζώα. Το Κροκύλειο-Παλαιοκάτουνο ήταν ο 5ος σταθμός της περιπλάνησής τους. «Ἡ διαμονή τῆς οἰκογενείας ἐν τῷ τερπνῷ ἐκείνω χωρίῳ ἦτο ὄασις ἐν τῇ ἐρήμῳ». Η συγγραφέας υμνεί τις φυσικές ομορφιές του χωριού και τον εξαίσιο ρυθμό του πατρογονικού σπιτιού. Ο Νικόλαος εκεί επανέλαβε τις σχολικές και συναφείς δραστηριότητές του. Το Α΄ Κεφάλαιο του βιβλίου τελειώνει με μια νέα παρέκβαση περί ιερέων –δασκάλων, παιδείας προεπαναστατικής και εκείνης του ελεύθερου κράτους, του είδους και της αξίας των γνώσεων, τεχνικών-ανθρωπιστικών και του κοινωνικού ρόλου του ιερέα, ιδίως στα χωριά, που θυμίζουν τις γνωστές απόψεις περί ελληνικότητας του Περικλή Γιαννόπουλου.

Το Β΄ Κεφάλαιο, όπου χωρίς να εξαντλείται, περιέχονται οι αναμνήσεις ώς την ολοκλήρωση της Επανάστασης, ξεκινά με την επίσκεψη του Αθ. Λιδωρίκη στο χωριό και το σπίτι του, όπου είχε καταφύγει η οικογένειά του. Είναι η περίοδος της ναυμαχίας στο Ναυαρίνο (20/10/1827), που αναπτέρωνε τις ελπίδες επιτυχούς έκβασης του Αγώνα, με σχέδια συγκρότησης κράτους, με την Πελοπόννησο «καί μέρους τῆς Στερεᾶς, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Δωρίδος». Κομίζοντας αυτές τις ενθαρρυντικές ειδήσεις στο χωριό του, οργανώθηκε εκεί γιορτή με φωτιές, κρασί, χορούς, ανάμνηση του ηρωισμού του Διάκου και των εγκλεισθέντων στο Χάνι της Γραβιάς, με παλιότερα και πρόσφατα δημοτικά τραγούδια.
 

Στη γεμάτη και ασφαλή εκεί ζωή, ο Νικόλαος ‘‘ὑπό τήν ἐποπτείαν τῶν ὠκυπόδων Δωριέων ἐξεπαιδεύετο εἰς τήν γυμναστικήν, ρίπτων τόν λίθον’’, η δε συγγραφέας μιλά για την περιοχή ‘‘Εἰς τήν Δωρίδα δέν ὑπῆρχον Τοῦρκοι. Εἰς τά ὀρεινά καί ὡραιότατα αὐτῆς χωρία ἔζων ἐν πλήρει ἀνεξαρτησίᾳ, μόνον αὐθέντην ἔχοντες τό μακρύ τουφέκι των, τό «καρυοφύλι»’’, απηχώντας τις γνωστές απόψεις για τον τόπον όπου γεννήθηκε το τελευταίο είδος του δημοτικού, το κλέφτικο τραγούδι, που εξυμνεί τα κατορθώματα εκείνων των αγωνιστών. Κι άλλη αναφορά στον Αθ. Λιδωρίκη και τη θητεία του κοντά στον Αληπασά, όπου μεταξύ άλλων (Pouqueville), εγνώρισε και τον προφανώς άστοχα μεταφερθέντα (ως Παπαρρηγόπουλο) απ’ το χειρόγραφο, Γεωργ. Παπαηλιόπουλο, ‘‘συνετόν καί νοήμονα, ἕνα ἐκ τῶν κυριωτέρων μοχλῶν τῆς ἱερᾶς ἐπαναστάσεως’’. Η συγγραφέας συνομολογεί την τάση συχνών παρεκβάσεων, παρεκκλινουσών του κυρίου συγγραφικού της σκοπού, αναφέροντας τους συμβούλους (6 γραμματείς) του Αλή, τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων τους και μια ιστορία με το δακτυλίδι του εκπτώτου (τότε) βασιλιά της Σουηδίας που επεθύμησε κι απόκτησε με παρενέργειες ο Αλής.

Την ήσυχη ζωή στο Κροκύλειο ήλθε ν’ αναστατώσει και διακόψει η εκ νέου είσοδος τουρκικών στρατευμάτων στην Ανατ. Ελλάδα. Αστοχεί και πάλι η μνήμη στη χρονολογική τάξη, αναμιμνησκόμενη και καταγράφουσα γεγονότα του 1826. Μάχη στην Αράχοβα (19-24/11/1826), διαδόσεις και γνώση τελικά του θανάτου του Καραϊσκάκη (23/4/1827), που ‘‘ἦτο φίλος λατρευόμενος ἐν τῇ οἰκογενείᾳ’’ και τον θρήνησαν με τα παραδοσιακά μοιρολόγια στο χωριό, οπότε ‘‘Ἐκ νέου ἡ οἰκογένεια ὤφειλε νά ἀπέλθῃ ἐκεῖθεν, μόλις ἡσυχάσασα’’. Η μάνα του Αθ. Λιδωρίκη αρνήθηκε να εγκαταλείψει το σπιτικό της, η πενθερά, η σύζυγος και τα παιδιά ‘‘ὤφειλον νά ὁδεύσωσι πρός Περαχώραν τῆς Κορινθίας κατά παραγγελίαν’’ του, ‘‘ὁπόθεν οὗτος ἠδύνατο νά τούς παραλάβῃ δεδομένης εὐκαιρίας’’. Με αφορμή την καινούργια αναστάτωση, η συγγραφέας πλέκει το εγκώμιο της Άμφισσας· ‘‘Οἱ Ἀμφισσεῖς, λαός ἐξέχων ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἑλλάδι, ἐργατικός, νοήμων, ἀνδρεῖος, πολυμήχανος, κύριον μέρος λαβών ἐν τῷ ἀγῶνι, ἐκ τῶν πρώτων, πολυειδῶς καί πολυτρόπως κατέρριψε τήν ὀφρύν τῶν Τούρκων, καί διά τῶν ὅπλων και διά τῆς ἐπιτυχοῦς διπλωματικῆς ἐνεργείας τῶν προκρίτων. Οὗτοι γενναίως ἀντεστάθησαν...’’. Κι αφηγείται το και από αλλού γνωστό περιστατικό της ματαίωσης αρπαγής του ελαιώνα απ’ τον Αληπασά. Τους τελευταίους μήνες του 1819 είχε στείλει διαταγή στον βοεβόδα των Σαλώνων να παρουσιαστούν στα Γιάννενα οι πρόκριτοι Γ. Παπαηλιόπουλος και Α. Κεχαγιάς. Εκεί απρόσμενα τους ζήτησε να του υπογράψουν πωλητήριο έγγραφο μεταβίβασης του ελαιώνα. Αυτοί αρνήθηκαν λέγοντας ότι δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα. Στις απειλές του είπαν ότι προτιμούν το θάνατο. Γλίτωσαν τελικά λόγω περισπασμών του με την Πύλη (Σπ.Αραβαντινός, Ιστορία του Αληπασά, 1895, σσ.610-611).

Στην πορεία απ’ το Κροκύλειο για Περαχώρα, πάλιν ‘‘Οἱ πόδες των ἐπηπειλοῦντο ὑπό νέων πληγῶν, καί ἡ φροντίς τῶν τέκνων ἐγίνετο μεγαλητέρα, διότι ὑπῆρχε καί ἄλλο νεογεννηθέν’’. Τα ‘‘καλά παληκάρια’’ που τους συνόδευαν, κουβαλούσαν στους ώμους τα μικρά παιδιά. Αν στην πορεία τους εύρισκαν κάποια σπηλιά, όπου άφοβα μπορούσαν να ξεκουραστούν, στάθμευαν για λίγο. Πρώτα εισερχόταν η εικόνα της Παναγίας, μετά άναμμα φωτιάς και λίγο λιβάνι, η πενθερά του Λιδωρίκη θυμιάτιζε την εικόνα και τη σπηλιά κι αμέσως μετά έψηναν καφέ, που ‘‘μεστά παραδεισίου ἡδονῆς ἐρρόφουν’’. Τα παληκάρια έπιναν ρακή κι έστηναν ξώβεργες να πιάσουν κανένα πουλί, για ψήσιμο σε ξύλινες σούβλες. Όταν έβρεχε, καθυστερούσαν ν’ αναχωρήσουν. Επανελθούσης της καλοκαιρίας και πριν την αναχώρηση, χόρευαν στην είσοδο της σπηλιάς, ή ‘‘ἠσκοῦντο εἰς τήν πάλην’’, ενώ ετοιμάζονταν τα παιδιά για την ‘‘πρόσω πορείαν’’. Ο Νικόλαος διέθετε πια τα δικά του άρματα και τον καμάρωναν, μητέρα και γιαγιά, περιμένοντας και τα δικά του ανδραγαθήματα στο άμεσο μέλλον. Η γυναίκα του Λιδωρίκη δεν είχε μόνο το επιπλέον βάρος του θηλασμού, αλλά και ‘‘νά διοικῇ καί τόν μικρόν στρατόν της, καί νά προνοῇ περί παντός’’ (σ. 56).

Έφθασαν στο Γαλαξείδι, αποχαιρετήθηκαν με τα παληκάρια ‘‘ἐπιστρέφοντα εἰς Δωρίδα, ὅπου τούς ἐκάλει ἡ ἐν κινδύνῳ πατρίς’’. Με μικρό καΐκι πέρασαν απέναντι στην Περαχώρα, 6ο σταθμό της περιπλάνησής τους. Η κωμόπολη, ‘‘ἄμορφος, μέ ἀλβανικόν πληθυσμόν 6 ... ἄξεστοι καί ἀμαθεῖς, οὔτε καί τό ἄλφα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης γνωρίζοντες’’. Ασφαλείς εκεί, σε μια μικρή παραχωρηθείσα καλύβα, με λίγα πήλινα μαγειρικά σκεύη και τον μικρό Νικόλαο μεταβληθέντα σε αγρότη, καλλιεργητήν οσπρίων και εποχιακών λαχανικών στο περιβόλι που διεμόρφωσε και περιέκλεισε γύρω απ’ την καλύβα τους. ‘‘Μακρόν ἔτι χρόνον διήνυσαν ἐκεί ὡς ἐξόριστοι’’, χωρίς καμιάν είδηση απ’ τους δικούς τους. Οι άντρες του χωριού, κάθε εβδομάδα κατέβαιναν για τις εργασίες τους στην Κόρινθο, έφερναν νέα επιστρέφοντες και, με χαρακτηριστικές κινήσεις παντομίμας, προσπαθούσαν να τα μεταδώσουν στη φιλοξενούμενη οικογένεια. Για κακή τους τύχη, έλειπε κι ο παπάς της Περαχώρας, ο μόνος που μιλούσε ελληνικά, είχε φύγει να βρη τους πολεμιστές γιους του. Συγχρωτιζόμενος με συνομήλικα παιδιά, ο Νικόλαος είχε καταφέρει να γίνεται κι αυτοσχέδιος διερμηνέας. Η γυναίκα κι η πενθερά του Λιδωρίκη, ατενίζοντας τη θάλασσα, τον Κορινθιακό, πνίγονταν στη νοσταλγία, τραγουδούσαν για την πατρίδα τους την Άρτα, συγκινούσαν τις ντόπιες που ‘‘ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης ἐκύκλωναν ἀσυνειδήτως τάς δύο γυναίκας, καί ὡς ἐν θεάτρῳ ὁ χορός, συνώδευον διά τῶν ὀδυρμῶν των τάς ξενιζομένας... ἑβδομάδες καί μῆνες διωλίσθαινον ἀδυσωπήτως’’ (σ. 61). Κακή ψυχολογική κατάσταση των γυναικών, ελπίδα και προσευχή του έφηβου πια γιού. Και κάποια μέρα επέστρεψε ο παπάς, ‘‘ὁ σύνδεσμος μετά τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος, ἔπαυεν ἡ ἐρημία’’.

Αν και είχε βρει τους γιους του, ο γέροντας ιερέας, δεν είχε τίποτα ευχάριστο να τους πληροφορήσει, ως προς τα λοιπά «παντοῦ ἐρήμωσις και δυστυχία…ἐκ νέου εἴσοδος καί ὑπόταξις τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδος εἰς τόν Κιουταχήν…ἀναλγησία τῆς ἐπισήμου Εὐρώπης» και δραματοποιώντας την αφήγηση, η συγγραφέας αναφέρει την είσοδο στο Ναυαρίνο πολυάριθμου τουρκοαιγυπτιακού κ.λπ. στόλου. Τις βραδινές ώρες, που τα παιδιά κοιμούνταν, ο γέρων ιερέας παρηγορούσε τις γυναίκες, ενθαρρύνοντάς τες με απλές ιστορίες, γνωστές σε αυτόπτες, των μεγάλων γεγονότων που είχαν προηγηθεί, όπως εκείνη του Μεσολογγιού. Κατανυκτική παρακολούθηση κυριακάτικης Θείας Λειτουργίας με συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και φθάσιμο ειδήσεων για τη ναυμαχία στο Ναυαρίνο, όπως την είχαν δει, απ’ τα βουνά της Αρκαδίας βοσκοί. Λίγο μετά, έφτασε εκεί, πάνω στο μουλάρι του, απεσταλμένος του Αθ. Λιδωρίκη, πληροφόρησε για τις πολύ καλές εξελίξεις μετά τη ναυμαχία, την απόφαση της σωτηρίας της Ελλάδος, και με γράμμα του ο Λιδωρίκης τους έλεγε ότι θα παραμείνουν εκεί ακόμα, μέχρι να οριστικοποιηθεί η κατάσταση και μετά θα τους έπαιρνε κοντά του.

Στο σημείο αυτό η συγγραφέας προβαίνει σε μια από τις πιο αξιοσημείωτες κρίσεις της, συσχετίζοντας τον από αλλού γνωστό πόλεμο της ανεξαρτησίας, με τα καθέκαστα που κατέγραψε και μεταφέρει αυτούσια «οὐδέν τῶν ἐθνῶν τῆς Εὐρώπης δύναται νά καυχηθῇ ὅτι περιεβλήθη δόξαν ὡς τήν τῆς Ἑλλάδος…ὁ πόλεμος τοῦ 21 ὑπῆρξεν ὁ μόνος δίκαιος, ὁ μόνος ἅγιος. Τετρακοσίων ἐτῶν δουλεία, καί ὁποία δουλεία! ἦτο ὁ πόλεμος τῆς οἰκογενείας, οὐχί τῶν στρατῶν πλέον, διά τοῦτο καί ἑκάστη οἰκογένεια ἐν τῇ ἐποχῇ ἐκείνῃ ἔχει τήν ἔνδοξον ἱστορίαν της» (σσ. 68-69). Εκλογή και άφιξη του Καποδίστρια κατόπιν και «πρῶτον μέλημα νά σπεύσῃ νά ἐλευθερώσῃ τήν Στερεάν». Ξαπέστειλε μυστικούς απεσταλμένους, μεταξύ τους και τον Αθ. Λιδωρίκη, σε όλες τις επαρχίες να αναθερμάνουν την Επανάσταση, στην Άμφισσα το Μαμούρη.

Ολοκληρώνοντας την αποστολή του ο Αθ.Λιδωρίκης, επέστρεψε στο Ναύπλιο ως Γερουσιαστής, εύρε όμως κατοικία στο Άργος, όπου και άλλοι προτιμούσαν να μένουν, και ο Μακρυγιάννης (Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοποννήσου και της Σπάρτης, 1829-32). Τότε έστειλε ανθρώπους με άλογα στην Περαχώρα, να φέρουν την οικογένειά του, το Νίκο, την Κλεοπάτρα και τον Αριστομένη, με τη σύζυγο Βασιλική και την πενθερά του. Συγκινητικοί οι αποχαιρετισμοί με τους ντόπιους κι οι ευχές-κατευόδιά τους. Άλλο πράγμα τώρα το σπίτι τους, με ευρωπαϊκών προδιαγραφών εξοπλισμό, μέχρι και γραφείο για το Νικόλαο και γέρων διδάσκαλος ανέλαβε την εκπαίδευσή του, γιατί σχολείο δεν υπήρχε στο Άργος. Ο έφηβος πια Νικόλαος ήθελε να δει από κοντά και τον Κυβερνήτη κι απογοητεύτηκε δυσπιστώντας μέχρι τέλους, όταν του έδειξαν ‘‘τόν ἁπλοῦν καί ἀπέριττον τήν περιβολήν’’ Καποδίστριαν. Η Επανάσταση είχε τελειώσει!..

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (27/10/1831), για το φόβο των αναταραχών, ο Αθ. Λιδωρίκης έστειλε την έγκυο ξανά γυναίκα του στα Σάλωνα· ‘‘ἐν Ἀμφίσσῃ τότε εἶχον ἐγκαθιδρυθῇ αἱ ἀρχαί. Τοῦρκοι δέν ὑπῆρχον πλέον, καί ἐξ ἄλλων μερῶν εἶχον συρρεύσει πολλοίὡς μέρος ἀσφαλές. Ἀλλ’ οἱ πάντες ἦσαν ἐν πτωχείᾳ καί στερήσει διότι μόλις ἤρχισαν νά καλλιεργῶσι τούς ἀγρούς των καί νά ἀπολαμβάνωσι τῶν ἀγαθῶν τῆς τάξεως καί ἔρχονται ἀρωγοί εἰς τάς πρόσφυγας οἰκογενείας’’ (σ.81). Εγκαταστάθηκαν σε δικό τους σπίτι στην πόλη. Τέλη του 1831 η Βασιλική Λιδωρίκη γέννησε δίδυμες κόρες. Η μία τους ήταν η συγγραφέας μας, η Πηνελόπη. Ύστερα από 4χρονη παραμονή στην Άμφισσα,η οικογένεια μετακόμισε κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή. Ο Νικ. Α. Λιδωρίκης έγινε στη συνέχεια υπάλληλος του υπουργείου Εσωτερικών και κατόπιν εισήλθε στο διπλωματικό σώμα, φίλος και γραμματέας του πρεσβευτή στη Βιέννη, βαρώνου Σίνα. Η μητέρα του, Βασιλική, σύζ. Αθ. Λιδωρίκη, πέθανε το 1880.

Η συγγραφέας ξετυλίγει κι άλλες αναμνήσεις της, που αυτές, σύμφωνα και με τον τίτλο του βιβλίου, θεωρούνταν παλαιότερα οι πιο σημαντικές. Για μας, οι παραπάνω αναφερθείσες αποσπασματικές, με προφανώς κάπου συγκεχυμένη χρονολογική τάξη, έχουν την αξία της μαρτυρίας των άφωνων ταπεινών προσώπων της ιστορίας, για να θυμηθούμε τον κορυφαίο μας ιστορικό, Σπ.Ασδραχά. Η καθολικότητα της συμμετοχής στην Επανάσταση, οι κατατρεγμοί, οι δοκιμασίες και περιπλανήσεις των αμάχων, αλλά και η διαφοροποίηση της μοίρας, εξαιτίας του κοινωνικού στάτους της οικογένειας, προεπαναστατικά και κατόπιν, τα βάσανα, η απουσία του πατέρα - συζύγου, με φροντίδα από μακριά, η πρόνοια του, κινούμενου στα υψηλά στρώματα κατεύθυνσης της Επανάστασης, αρχηγού της οικογένειας, το πάθος για ζωή, με τις αλλεπάλληλες γέννες παιδιών μέσα στις κακουχίες, η συνέχιση της ζωής εν μέσω του Αγώνα, στην ποιμενική της διάσταση, από τους βοσκούς Παρνασσίδας και Δωρίδας, η συναίσθηση της αξίας της παιδείας κι η επιδίωξη, ει δυνατόν, σε κάθε σταθμό περιπλάνησης, εκπαίδευσης του νέου Νικολάου. Τα ήθη στην αντιμετώπιση των κυνηγημένων αμάχων φυγάδων (Μεσολόγγι - Γαλαξείδι - Περαχώρα), στις αρχές της Επανάστασης, στην Άρτα, η σχέση Ελλήνων - Τούρκων, η κάλυψη από Τούρκους των κινδυνευόντων - φευγόντων, φιλίες που ξεπερνούν την εθνική σύγκρουση, ο συγκριτισμός στην απήχηση δερβισών - οθόδοξων μοναχών, η συνύπαρξη με Αλβανούς και ηγλωσσική δυσκολία συνεννόησης, το πλήθος των στοιχείων πολιτισμού που έχουν στις σελίδες του αποθησαυριστεί, όλ’ αυτά συνθέτουν ένα σκηνικό γύρω από την Επανάσταση που διέφευγε και διαφεύγει εν πολλοίς, απαραίτητον όμως για μια πιο αυθεντική και πιο πλήρη εικόνα - σύλληψη του μεγάλου γεγονότος.
 
 
(1) Για το ποιος μπορεί να είναι ο συγγραφέας του βιβλίου, βλ. Ηλιού - Πολέμη, Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900, τ. Γ΄,σ. 3351, αρ. 1898.79.
(2) Διδάκτορα της Φιλοσοφίας, ανιψιό του Φίλιππου Ιωάννου (1796-1880), καθηγητή πανεπιστημίου κι ευεργέτη του 19ου αι.
(3) Αντίθετα ο Τ. Λάππας γράφει ότι παραγγέλλοντας ο Χασάν μπέης στη σύζυγο του Λιδωρίκη να πάει στο Αγγλικό Προξενείο της Άρτας για προφύλαξη, πήρε μαζί της όλα τα πολύτιμα πράγματα του σπιτιού, ακόμη και το ρουχισμό, ό.π., σ. 10. Όλα τα εκεί μεταφερθέντα, κατά την είσοδο των ελληνικών απελευθερωτικών σωμάτων, διηρπάγησαν ολοσχερώς...
(4) Πρόκειται για χρυσά σειρήτια, με μορφή σειράς, διακοσμητικά υλικά ενδυμάτων της εποχής, από πολύτιμη πρώτη ύλη (χρυσό - ασήμι), υλικό χρυσοκεντήματος, τιρτίρια λεγόμενα, κορδονάκια, ποδόγυρου στις παρυφές, μανικιών στις άκρες, μανδυών απ’ το λαιμό ως τα πόδια, ολόκληρων κεντημένων.
(5) Το μικρό νησί στο Ιόνιο, σε πολύ κοντινή απόσταση απ’ τη δυτική ακτή της Αιτωλοακαρνανίας, βρίσκεται ακριβώς απέναντι απ’ το χωριό Μύτικας. Σήμεραανήκει διοικητικά στο Ν. Λευκάδας. Υπήρξε καταφύγιο κλεφταρματολών κι αμάχου πληθυσμού. Στα χρόνια της Επανάστασης του ’21 ήταν έρημο. Μετά τη Μάχη του Πέτα (4/7/1822), όσοι δεν μπόρεσαν να καταφύγουν στο Μεσολόγγι, αποβιβάστηκαν στον αγγλοκρατούμενο, όπως όλα τότε τα Επτάνησα, Κάλαμο. Ο αρμοστής Τ. Μαίτλαντ θεώρησε ανεπιθύμητους τους επαναστάτες και τους έδιωξε, (Δημ. Φωτιάδης, Η Επανάσταση του ’21, τ. Β΄, σ. 291). Μετά τη στροφή της αγγλικής πολιτικής (G. Canning, 1823) έγινε επίσημο καταφύγιο κι απαραβίαστο άσυλο των επαναστατημένων Ελλήνων και των οικογενειών τους.
(6) Κωμόπολη υπαγόμενη σήμερα στο Δήμο Λουτρακίου - Περαχώρας, στο τμήμα του νομού Κορινθίας που ευρίσκεται στη Στερεά Ελλάδα, στις ΒΔ υπώρειες των Γερανείων, σε υψόμ. 300 μ. κι απέχει 22 χλμ. απ’ την Κόρινθο. Η πληροφορία της συγγραφέως για την εθνικότητα του πληθυσμού της κωμόπολης, έρχεται σε αντίθεση με όσες σχετικές πηγές έτυχε να δούμε. Να πρόκειται για αστοχία τους, ή συγκάλυψη;


Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

Γυναίκες της Φωκίδας στην επανάσταση του 1821 της Μάντυ Δ. Δασκαλοπούλου

ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ "ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΦΩΚΙΔΑΣ"
με χρηματοδότηση από τον Ο.Π.Α.ΣΤ.Ε. (Οργανισμό Πολιτιστικής Ανάπτυξης Στερεάς Ελλάδας) 

 

Αντί προλόγου, στο βιβλίο αναφέρεται ο Αντιπεριφερειάρχης Π.Ε. Φωκίδας Γεώργιος Ζαχ. Δελμούζος και υπάρχει, επίσης, αναφορά της προέδρου του " ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΦΩΚΙΔΑΣ" Ευσταθίας Παπαγιαννακοπούλου. 

Παρακάτω, το εισαγωγικό κείμενο της συγγραφέως :
"Διαβάζοντας το βιβλίο της Κούλας Ξηραδάκη "Γυναίκες του ‘21", πριν από πολλά χρόνια, ένιωσα συγκίνηση και περηφάνια για το αγώνα που έδωσαν οι γυναίκες αυτές για την ελευθερία της πατρίδας μας.
Αυτή ήταν η αφορμή, που με ώθησε στην έρευνα με αγάπη και πάθος, για να ανακαλύψω, όσο ήταν εφικτό περισσότερες ηρωίδες του ’21 από την περιοχή μου.
Το θεώρησα χρέος μου να τις αναδείξω με σεβασμό και ευλάβεια ώστε να έρθει στο φως η προσφορά τους. Οι γυναίκες του ’21 έδωσαν τη ζωή τους για τον αγώνα, προστάτεψαν τα παιδιά τους, ανάστησαν τις οικογένειες τους, στάθηκαν δίπλα στους άντρες τους και πάλεψαν για την εθνική μας ανεξαρτησία. Προτίμησαν τον θάνατο από την ατίμωση και την δυστυχία. Αποτελούν σύμβολα δυναμισμού, πατριωτισμού και έμπνευση για τις επόμενες γενιές. Υποκλινόμαστε στο μεγαλείο τους!
Αυτό το βιβλίο είναι μια συμβολή στη γνώση μας για την επανάσταση του 1821 στη Φωκίδα. Αφιερώνεται σε όλες αυτές τις γνωστές και άγνωστες ηρωίδες, που σήκωσαν το ανάστημα τους πολύ ψηλά, για να αναπνέουμε εμείς ελεύθεροι σήμερα’’ 

 Το εξώφυλλο σχεδίασε η Βούλα Δασκαλόπουλου και είναι ζωγραφική μικτές τεχνικές, κολάζ.
Αναλυτικότερη παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει και στο πρώτο φύλλο για το 2021 της Εφημερίδας του Συλλόγου των Απανταχού Αμφισσέων "ΤΑ ΣΑΛΩΝΑ".

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Ο αρματολός Λουκάς Καλιακούδας

 

Ο Λουκάς Καλιακούδας ή Καλλιακούδας (1760-1804) ήταν κλέφτης και αρματολός επί Τουρκοκρατίας. 
 
Λίγα ξέρουμε για την ζωή και την δράση του. Η καταγωγή του ήταν από το Λιδωρίκι. Γεννήθηκε στην Αρτοτίνα Φωκίδας. Από παιδί βγήκε στο βουνό. Τον εκτίμησε ο Ανδρούτσος (πατέρας του Οδυσσέα) και τον προσέλαβε για πρωτοπαλίκαρο στο μπουλούκι του. Στο πλευρό του αρχηγού του ο Καλλιακούδας πήρε μέρος στις περιπετειώδεις εκστρατείες του στην Πελοπόννησο ως σύμμαχος του Λάμπρου Κατσώνη στις θαλάσσιες επιχειρήσεις του. Μετά τον θάνατο του Ανδρούτσου διασώθηκε με λίγους επίλεκτους διασχίζοντας την χερσόνησο από το Ταίναρο μέχρι τον Κορινθιακό και συνέχεια μαχόμενος. Κατέφυγε στα βουνά της Αιτωλίας για να συνεχίσει τον πόλεμο. Αντιτάχθηκε στον Αλή πασά, στρατεύματα του οποίου τον πολιόρκησαν στη Γαβρολίμνη . 
 
Όταν έπεσε στην μάχη της Γαβρολίμνης, ο συναγωνιστής του αρματολός Σάκας του έκοψε το κεφάλι και το περιέσωσε μαχόμενος μέχρι το βράδυ. Κυκλώθηκε όμως και αυτός και φονεύτηκε. Τα κεφάλια των δύο πήγαν στα Ιωάννινα και στήθηκαν σε παλούκι για δημόσια θέα ως τεκμήριο της εξόντωσής τους. Τον αναφέρει το δημοτικό τραγούδι.  
 
 
 

 


Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021

"Από τόπο….σε τόπο", το βίντεο της εκπομπής του Χ. Μυλωνά στην Αρτοτίνα

 


Η σειρά εκπομπών "Από τόπο….σε τόπο", προβάλει τα ήθη, τα έθιμα και την πολιτιστική κληρονομιά μας, ταξιδεύοντας στην ελληνική περιφέρεια. Τον περασμένο Ιούλιο το συνεργείο της εκπομπής βρέθηκε στην Αρτοτίνα και η εκπομπή προβλήθηκε από το κανάλι της Βουλής την Κυριακή που μας πέρασε (7/2/21). Ο Σύλλογος Αρτοτινών μας ενημέρωσε για τον σχετικό σύνδεσμο ευχαριστώντας παράλληλα όλους του συντελεστές και τους χωριανούς που βοήθησαν στο να πραγματοποιηθεί η εκπομπή!

 


Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η δεύτερη φορά που ο Χρήστος Μυλωνάς με την εκπομπή του βρέθηκε στην Δωρίδα. Η πρώτη επίσκεψη πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 2 Απριλίου 2017 στο Λιδωρίκι και προβλήθηκε το Πάσχα της ίδιας χρονιάς. Επί της ευκαιρίας παραθέτουμε και τον σύνδεσμο από το παλαιότερο αυτό βίντεο.




Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

Ευχαριστίες για την αποκατάσταση του μνημείου του ήρωα Τσαλτάσκη

Ο Πρόεδρος και το Δ.Σ. του Συλλόγου Ζωριανιτών νιώθουν την ανάγκη να ευχαριστήσουν δημοσίως και θερμά τον Ταξίαρχο Ιωάννη Ανδριώτη, την 1η Στρατιά και το Γ.Ε.Σ. για τις άμεσες ενέργειες αποκατάστασης του Μνημείου Πεσόντων Ηρώων στη θέση Καμυλόβρυση Λαμίας. 

 

 

Το συγκεκριμένο καλαίσθητο Μμημειο ορθώνεται εις μνήμην όσων έπεσαν ηρωϊκά στη μάχη Καμυλοβρυσης-Ταράτσας-Παληοκούλιας Λαμίας στις 7 Μαΐου 1897, μεταξύ των οποίων και ο ήρωας συγχωριανός μας Λοχαγός Τσαλτακης Αθανάσιος. Η συγκεκριμένη μάχη αποτελεί την τελευταία του "ατυχούς" Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897.

 




  εκ μέρους του ΔΣ

ο Πρόεδρος Γιώργος Νικολόπουλος