Μία υπέροχη αυτή αφήγηση - ντοκυμαντέρ της παλιάς Λιδορικιώτικης ζωής
του Λιδορικιώτη λογοτέχνη Αλέκου Κωστάκη (Καφτανιαλέκος)
Πηγή: http://www.lidoriki.com
από τα "ΛΙΔΩΡΙΚΙΩΤΙΚΑ
1983" του Γιώργου Καψάλη
Ο αξέχαστος Αλέκος, σε μια τρυφερή κι’ ανθρώπινη στιγμή |
“Τη θυμάμαι σα να 'ταν σήμερα , τούτη δω την ώρα, την κακομοίρα την Ξάφω απ' την Μπραίλα. Ήταν μόνιμη πελάτισσα του μαγαζιού μας κι' ερχόταν κάθε Κυριακή, μαζί με τις Σωταινιώτισσες, για ψώνια.
Κείνα τα χρόνια, τα προπολεμικά - κι' αυτό το λέω για όσους δεν το ξέρουν - τα μαγαζιά στο Λιδορίκι άνοιγαν την Κυριακή μετά το σχόλασμα της εκκλησίας ως τις 3 το μεσημέρι, για να ψωνίσει ο κόσμος, που κατέβαινε από τα γύρω χωριά. Και το κάθε χωριό, θες από γνωριμίες, θες από κουμπαριές, πήγαινε στο δικό του μαγαζί πάντα, να κάνει τα ψώνια του.
Κάθε μαγαζί είχε και το "πάρκινγκ" του. Είχε μεγάλη αυλή, όπου έδεναν τα γαϊδούρια τους οι χωριάτες, οι οποίοι κατέβαιναν ομαδικά, φέρνοντας ξύλα, αυγά, κοτόπουλα, βούτυρο κι ότι άλλο είχαν για πούλημα. Και γινόταν στην αυλή εκείνη το "σώσε" , από τα γκαρίσματα των γαιδάρων, ιδίως στου Ασημακόπουλου, όπου - λόγω καταγωγής - πήγαιναν οι Κωσταρτσιώτες.
Τα Κωσταρτσιώτικα σερνικά γαιδούρια ήταν όλα βαρβάτα , γιατί αν ήταν "μουνούχια" θα τα 'πνιγαν τ' άλλα, και το τι γινόταν μ' αυτά δε λέγεται σαν "οσμίζονταν" κανένα θηλυκό. Έτρωγαν λίγο άχυρο και ξερή καλαμποκιά - που τότε καρπός - αλλά κι αυτά όχι πάντα, γιατί οι 'ίδιοι οι χωριάτες κλέβονταν μεταξύ τους, παίρνοντας ο ένας την τροφή από το ζώο το ξένο και βάζοντάς την στο δικό του. Φτώχεια, δηλαδή και "των γονέων" , που λένε.
Οι Σωταινιώτισσες έρχονταν στο δικό μας μαγαζί πάντα. Δεκατέσσερα βαφτιστήρια είχε ο πατέρας μου, όλο το χωριό σχεδόν δεμένο με κουμπαριά. Έτσι, όλο το γυναικομάνι της Σώταινας, κάθε Κυριακή ξεπέζευε στην αυλή μας και το μαγαζί μας γιόμιζε από Ανθούλες, Μορφούλες, Τσεβούλες, και Γιαννούλες, που , έχοντας πουλήσει τα φορτία των πουρναρίσιων καυσόξυλών τους, τ' αυγά και τις κότες τους, η τ' αγκορτσάχλαδα και το βελάγκι τους, ψώνιζαν κλωστές του "φκυαριού" Νο 10, ρύζι, ζάχαρη, "ταμτέλες" (δαντέλες), κοκκάλινα δαχτυλίδια (κάτι ψευτοπράματα, μ' ένα γυαλί για μονόπετρο), καθρεφτάκια, πού ‘χαν τρία σκάγια στην πίσω όψη κι' έμπαιναν σε τρυπούλες, χτένια πυκνά για τις ψείρες κι ότι άλλο υπήρχε στο μαγαζί .
Κάθονταν, με τις ώρες, πάνω από μια γυάλινη βιτρίνα και χάιδευαν με το μάτι τους τα διάφορα εκθέματα, κάτι φανταχτερά ψευτοκοσμήματα κι ' αντικείμενα που μας έστελνε τότε η Ευρώπη, ξέροντας καλά πόσο υπανάπτυκτοι ήμασταν, και λιγώνονταν από θαυμασμό.
Με δεκαπέντε δραχμές (τόσα κέρδιζαν από 'να γαϊδουροφόρτι ξύλα που πούλαγαν) τι να πρωτοπάρεις; Βελόνες, "κλωνά", καντιοζάχαρη, πατάκες η μακαρούνια; Γι' αυτό, μια και δεν έβγαιναν τα λεφτά πέρα, θεωρούσαν - όχι βέβαια όλες - καλό να ξαφρίσουν και τίποτε απ' τα εκθέματα, παρόλο που η αδερφή μου η Τέτα, καθόταν κέρβερος από πάνω τους κι' είχε τα μάτια της δεκατέσσερα. Μια χούφτα καφέ, άκοπο κι' άψητο τότε, νά'βαζαν στην τσέπη τους να, η ζημιά και το κέρδος.
Μαζί όμως με τις Σωταινιώτισσες ερχόταν παρέα κάθε Κυριακή κι η Μπραϊλιώτισσα θειά Ξάφω (Χρυσάφω) . Φτώχεια και των γονέων, πέρα για πέρα. Ίσως ήταν πενηντάρα, ίσως εξηντάρα, ίσως κι' εβδομηντάρα. Η φτώχεια, που ήταν ζωγραφισμένη απάνω της, δεν άφηνε να ξεχωρίσεις την ηλικία της. Ήταν όμως καταδεχτική και γλυκομίλητη.
Έφερνε κι αυτή ξύλα μ' ένα ψωραλέο γαϊδουράκι - κακέκτυπο ζώου - που το φόρτωνε δυο τρία ..τσάκνα, ούτε 20 κιλά, κι 'έδινε και πάθαινε να τα πουλήσει, γιατί σ' όλους φαίνονταν λίγα. Τέλος πάντων, όταν τα πούλαγε, ερχόταν στο μαγαζί κι αυτή ν' αγοράσει διάφορα ψώνια. Αλλά μ' ένα δεκάρικο, η δεκαπεντάρικο, τι να πρωτοπάρεις; Έπαιρνε η δόλια καμιά κουβαρίστρα "φκυαριού" (Εγγλέζικη κλωστή πού ‘χε σήμα της ένα φτυάρι) καμιά πλάκα σαπούνι, δυο τρεις καραμέλες να γλυκαθεί κι απαραίτητα ένα κομμάτι "μπακαλέου". Ο μπακαλιάρος τότε ήταν φτηνός (12-14 η οκά) κι η Ξάφω αγόραζε πάντα ένα κομμάτι, αλλά στο γυρισμό, ώσπου να φτάσει στην Μπραίλα, τσίμπα - τσίμπα το κομμάτι, το ' τρωγε ωμό το περισσότερο από την πείνα της κι ο μπακαλιάρος ποτέ δεν έφτανε ολόκληρος στο τσουκάλι. Φτώχεια, φτώχεια, φτώχεια.. !
Αλλά, παρόλη την πείνα, και τη φτώχεια της, η θεια η Ξάφω δεν έτρωγε ποτέ βοδινό. Μπορούσε να πέθαινε της πείνας, μα βοδινό δεν θά 'τρωγε ! Κι' αυτό μη φανεί παράξενο. Πολλοί, εκείνα τα χρόνια - ιδίως οι γεροντότεροι - δεν έτρωγαν το βοδινό, παρόλο που δεν τ' απαγόρευε η θρησκεία . Φαίνεται τ' απαγόρευε η ευγνωμοσύνη του φτωχού αγρότη, που το θεωρούσε σαν κάτι το ιερό, γιατί του πρόσφερνε τόσα πολλά μ' αντάλλαγμα λίγη καλαμποκιά κι ελάχιστα "μπούλτσα". Στο χωριό μας ήταν ζήτημα αν σφάζονταν ολοχρονίς πέντε με δέκα βόδια. Κι' ο πιο καλός τεχνίτης στο σφάξιμο και το λιάνισμα του βοδιού ήταν ο πατέρας μου, που είχε δουλέψει στην Αθήνα και στην Αμερική σε μεγάλα χασάπικα κι είχε μεγάλη πείρα.
Οι άλλοι χασάπηδες, όταν είχαν να κάνουν με βοδινά, φώναζαν τον πατέρα μου. Κι εκείνος, άφηνε το μπακάλικο κι έπιανε τα σύνεργα της πρώτης του δουλειάς - πρώτη του αγάπη - που την είχε αφήσει, εξαιτίας της καρδιάς του. Και τότε γινόταν άλλος άνθρωπος. Γινόταν ο "καλλιτέχνης". Έπιανε το κρέας και το ‘κοβε σε παρτίδες, ίσες και δίκαιες. Όχι αλλού τα κόκκαλα κι αλλού το ψαχνό. Όχι κόψε μου από δω και κόψε μου από κει. Άπλωνε τις ομορφοκομμένες και δίκαιες παρτίδες πάνω σε δυο - τρία τραπέζια κι ο πελάτης διάλεγε όποια ήθελε. Κι' έτσι δεν πετούσαν οι χασάπηδες τίποτε κι οι πελάτες έμεναν ευχαριστημένοι όλοι.
Μέναμε όμως ευχαριστημένοι κι εμείς στο σπίτι μας γιατί ο πατέρας μας έπαιρνε για αμοιβή ό,τι καλύτερο από κρέας υπήρχε: Το ψαρονέφρι, το φιλέτο δηλαδή, που κανένας τότε δεν το 'ξερε. Κι η μάνα μου - Θεός σχωρέστην - μας το φτιαχνε σαρμάδες (ντολμάδες) που έγλυφες τα δάχτυλά σου. Μια Κυριακή, λοιπόν , είχαμε σαρμάδες με τέτοιο κρέας. Το κακκάβι με το κρέας έβραζε στο στόμα του φούρνου μπροστά, πίσω από την αυλή του μαγαζιού, όπου και το πάρκινγκ των Σωταινιώτικων γαϊδουριών. Η μυρουδιά, το μοσχοβόλημα των σαρμάδων, που σιγόβραζαν στο κακκάβι, σου ‘φερνε λιγοθυμιά.
Η κακομοίρα η Ξάφω, λιγωμένη από την πείνα, ρώτησε τη μάνα μου τι μαγειρεύει και μοσχοβολάει τόσο. Κι η μάνα μου της απάντησε πως μαγείρευε σαρμάδες και ξέροντας πως η κακομοίρα λίγες φορές θα ‘χε φάει ζεστό φαγάκι, της είπε να καθίσει, όταν θα ‘κλεινε το μαγαζί, για φαγητό κι' ύστερα έφευγε μόνη της για το χωριό. Για το κρέας, ξέροντας πως δεν έτρωγε το βοδινό, της είπε πως ήταν μπούτι από τραγί, που είχε σφάξει ο Κρικέλας! Έτσι την καθησύχασε και όταν σχόλασε το μαγαζί, κάθισε μαζί μας στο τραπέζι κι έφαγε με την ψυχή της τους μοσχοβολιστούς σαρμάδες της μάνας μου, ενώ κάθε τόσο έλεγε :
- Μωρέ τι τραγί ήταν τούτο, Τασούλα μου; Τι κρέας ευλογημένο !
Αφού απόφαγε η κακομοίρα , ο αδερφός μου ο μικρότερος άρχισε να την πειράζει:
- Ήταν καλές οι σαρμάδες, θεια Ξάφω;
Και χωρίς να περιμένει απάντησή της, άρχισε να μουγκρίζει σα βόδι, θέλοντας να της δώσει να καταλάβει από τι κρέας ήταν οι σαρμάδες. Η μάνα μου τότε, βλέποντας την αμηχανία της Ξάφως, που άρχισε να μισοκαταλαβαίνει τι είχε φάει, πλάκωσε στις στριφτές τσιμπιές τον αδερφό μου, για να το βουλώσει αλλ' εκείνος ξέσπασε θυμωμένος:
Γιατί με τσιμπάς ρε μάνα, αφού οι σαρμάδες ήταν από βόϊδι !!
Το τι έγινε τότε δεν μπορώ να σας περιγράψω. Η Ξάφω, σηκώθηκε γεμάτη αξιοπρέπεια, μας κοίταξε όλους μ' ένα θλιμμένο βλέμμα, χωρίς να διαμαρτυρηθεί για την ατιμία που της έγινε, έκανε με κατάνυξη το σταυρό της, μας χαιρέτησε απλά και χωρίς να πει άλλη λέξη, έφυγε.
Εμείς όλοι παγώσαμε για μια στιγμή κι η κατήφεια έπεσε στα πρόσωπα όλων. Έτρεξε κοντά της η μάνα μου, της είπε χίλια δυο, ο πατέρας μου κι εγώ της φωνάζαμε να γυρίσει, μ' αυτή τίποτε. Μόνο σαν άκουσε εμένα να της λέω πως την αγαπούσα σα να ‘ταν πραγματική μου θεια, γύρισε το κεφάλι της λίγο και μου ‘ριξε ένα παράξενο βλέμμα, που ακόμα δεν το ξέχασα, παρόλο που χουν περάσει τόσα χρόνια . Θεέ μου! τι βλέμμα ήταν εκείνο!
Ήταν ένα βλέμμα έντιμης χωριάτισσας, γεμάτης αξιοπρέπεια χωριάτισσας, μάθημα σε μας τους χορτάτους, που τολμήσαμε να παίξουμε με τα όσια και ιερά - και για μας αφελή και ανόητα - πιστεύω της.
Καημένη θεια Ξάφω ! Που να ζούσες τώρα, να ‘βλεπες πόσο άλλαξαν οι άνθρωποι από τότε. Να 'βλεπες πως άνθρωποι σαν και σένα δεν υπάρχουν πλέον. Όχι φτωχοί, γιατί τέτοιοι υπάρχουν ακόμα, αν όχι στην πατρίδα μας τουλάχιστον αλλού, αλλά αξιοπρεπείς και περήφανοι σαν κι' εσένα, λίγοι υπάρχουν θειά Ξάφω...."
Κείνα τα χρόνια, τα προπολεμικά - κι' αυτό το λέω για όσους δεν το ξέρουν - τα μαγαζιά στο Λιδορίκι άνοιγαν την Κυριακή μετά το σχόλασμα της εκκλησίας ως τις 3 το μεσημέρι, για να ψωνίσει ο κόσμος, που κατέβαινε από τα γύρω χωριά. Και το κάθε χωριό, θες από γνωριμίες, θες από κουμπαριές, πήγαινε στο δικό του μαγαζί πάντα, να κάνει τα ψώνια του.
Κάθε μαγαζί είχε και το "πάρκινγκ" του. Είχε μεγάλη αυλή, όπου έδεναν τα γαϊδούρια τους οι χωριάτες, οι οποίοι κατέβαιναν ομαδικά, φέρνοντας ξύλα, αυγά, κοτόπουλα, βούτυρο κι ότι άλλο είχαν για πούλημα. Και γινόταν στην αυλή εκείνη το "σώσε" , από τα γκαρίσματα των γαιδάρων, ιδίως στου Ασημακόπουλου, όπου - λόγω καταγωγής - πήγαιναν οι Κωσταρτσιώτες.
Τα Κωσταρτσιώτικα σερνικά γαιδούρια ήταν όλα βαρβάτα , γιατί αν ήταν "μουνούχια" θα τα 'πνιγαν τ' άλλα, και το τι γινόταν μ' αυτά δε λέγεται σαν "οσμίζονταν" κανένα θηλυκό. Έτρωγαν λίγο άχυρο και ξερή καλαμποκιά - που τότε καρπός - αλλά κι αυτά όχι πάντα, γιατί οι 'ίδιοι οι χωριάτες κλέβονταν μεταξύ τους, παίρνοντας ο ένας την τροφή από το ζώο το ξένο και βάζοντάς την στο δικό του. Φτώχεια, δηλαδή και "των γονέων" , που λένε.
Οι Σωταινιώτισσες έρχονταν στο δικό μας μαγαζί πάντα. Δεκατέσσερα βαφτιστήρια είχε ο πατέρας μου, όλο το χωριό σχεδόν δεμένο με κουμπαριά. Έτσι, όλο το γυναικομάνι της Σώταινας, κάθε Κυριακή ξεπέζευε στην αυλή μας και το μαγαζί μας γιόμιζε από Ανθούλες, Μορφούλες, Τσεβούλες, και Γιαννούλες, που , έχοντας πουλήσει τα φορτία των πουρναρίσιων καυσόξυλών τους, τ' αυγά και τις κότες τους, η τ' αγκορτσάχλαδα και το βελάγκι τους, ψώνιζαν κλωστές του "φκυαριού" Νο 10, ρύζι, ζάχαρη, "ταμτέλες" (δαντέλες), κοκκάλινα δαχτυλίδια (κάτι ψευτοπράματα, μ' ένα γυαλί για μονόπετρο), καθρεφτάκια, πού ‘χαν τρία σκάγια στην πίσω όψη κι' έμπαιναν σε τρυπούλες, χτένια πυκνά για τις ψείρες κι ότι άλλο υπήρχε στο μαγαζί .
Κάθονταν, με τις ώρες, πάνω από μια γυάλινη βιτρίνα και χάιδευαν με το μάτι τους τα διάφορα εκθέματα, κάτι φανταχτερά ψευτοκοσμήματα κι ' αντικείμενα που μας έστελνε τότε η Ευρώπη, ξέροντας καλά πόσο υπανάπτυκτοι ήμασταν, και λιγώνονταν από θαυμασμό.
Με δεκαπέντε δραχμές (τόσα κέρδιζαν από 'να γαϊδουροφόρτι ξύλα που πούλαγαν) τι να πρωτοπάρεις; Βελόνες, "κλωνά", καντιοζάχαρη, πατάκες η μακαρούνια; Γι' αυτό, μια και δεν έβγαιναν τα λεφτά πέρα, θεωρούσαν - όχι βέβαια όλες - καλό να ξαφρίσουν και τίποτε απ' τα εκθέματα, παρόλο που η αδερφή μου η Τέτα, καθόταν κέρβερος από πάνω τους κι' είχε τα μάτια της δεκατέσσερα. Μια χούφτα καφέ, άκοπο κι' άψητο τότε, νά'βαζαν στην τσέπη τους να, η ζημιά και το κέρδος.
Μαζί όμως με τις Σωταινιώτισσες ερχόταν παρέα κάθε Κυριακή κι η Μπραϊλιώτισσα θειά Ξάφω (Χρυσάφω) . Φτώχεια και των γονέων, πέρα για πέρα. Ίσως ήταν πενηντάρα, ίσως εξηντάρα, ίσως κι' εβδομηντάρα. Η φτώχεια, που ήταν ζωγραφισμένη απάνω της, δεν άφηνε να ξεχωρίσεις την ηλικία της. Ήταν όμως καταδεχτική και γλυκομίλητη.
Έφερνε κι αυτή ξύλα μ' ένα ψωραλέο γαϊδουράκι - κακέκτυπο ζώου - που το φόρτωνε δυο τρία ..τσάκνα, ούτε 20 κιλά, κι 'έδινε και πάθαινε να τα πουλήσει, γιατί σ' όλους φαίνονταν λίγα. Τέλος πάντων, όταν τα πούλαγε, ερχόταν στο μαγαζί κι αυτή ν' αγοράσει διάφορα ψώνια. Αλλά μ' ένα δεκάρικο, η δεκαπεντάρικο, τι να πρωτοπάρεις; Έπαιρνε η δόλια καμιά κουβαρίστρα "φκυαριού" (Εγγλέζικη κλωστή πού ‘χε σήμα της ένα φτυάρι) καμιά πλάκα σαπούνι, δυο τρεις καραμέλες να γλυκαθεί κι απαραίτητα ένα κομμάτι "μπακαλέου". Ο μπακαλιάρος τότε ήταν φτηνός (12-14 η οκά) κι η Ξάφω αγόραζε πάντα ένα κομμάτι, αλλά στο γυρισμό, ώσπου να φτάσει στην Μπραίλα, τσίμπα - τσίμπα το κομμάτι, το ' τρωγε ωμό το περισσότερο από την πείνα της κι ο μπακαλιάρος ποτέ δεν έφτανε ολόκληρος στο τσουκάλι. Φτώχεια, φτώχεια, φτώχεια.. !
Αλλά, παρόλη την πείνα, και τη φτώχεια της, η θεια η Ξάφω δεν έτρωγε ποτέ βοδινό. Μπορούσε να πέθαινε της πείνας, μα βοδινό δεν θά 'τρωγε ! Κι' αυτό μη φανεί παράξενο. Πολλοί, εκείνα τα χρόνια - ιδίως οι γεροντότεροι - δεν έτρωγαν το βοδινό, παρόλο που δεν τ' απαγόρευε η θρησκεία . Φαίνεται τ' απαγόρευε η ευγνωμοσύνη του φτωχού αγρότη, που το θεωρούσε σαν κάτι το ιερό, γιατί του πρόσφερνε τόσα πολλά μ' αντάλλαγμα λίγη καλαμποκιά κι ελάχιστα "μπούλτσα". Στο χωριό μας ήταν ζήτημα αν σφάζονταν ολοχρονίς πέντε με δέκα βόδια. Κι' ο πιο καλός τεχνίτης στο σφάξιμο και το λιάνισμα του βοδιού ήταν ο πατέρας μου, που είχε δουλέψει στην Αθήνα και στην Αμερική σε μεγάλα χασάπικα κι είχε μεγάλη πείρα.
Οι άλλοι χασάπηδες, όταν είχαν να κάνουν με βοδινά, φώναζαν τον πατέρα μου. Κι εκείνος, άφηνε το μπακάλικο κι έπιανε τα σύνεργα της πρώτης του δουλειάς - πρώτη του αγάπη - που την είχε αφήσει, εξαιτίας της καρδιάς του. Και τότε γινόταν άλλος άνθρωπος. Γινόταν ο "καλλιτέχνης". Έπιανε το κρέας και το ‘κοβε σε παρτίδες, ίσες και δίκαιες. Όχι αλλού τα κόκκαλα κι αλλού το ψαχνό. Όχι κόψε μου από δω και κόψε μου από κει. Άπλωνε τις ομορφοκομμένες και δίκαιες παρτίδες πάνω σε δυο - τρία τραπέζια κι ο πελάτης διάλεγε όποια ήθελε. Κι' έτσι δεν πετούσαν οι χασάπηδες τίποτε κι οι πελάτες έμεναν ευχαριστημένοι όλοι.
Μέναμε όμως ευχαριστημένοι κι εμείς στο σπίτι μας γιατί ο πατέρας μας έπαιρνε για αμοιβή ό,τι καλύτερο από κρέας υπήρχε: Το ψαρονέφρι, το φιλέτο δηλαδή, που κανένας τότε δεν το 'ξερε. Κι η μάνα μου - Θεός σχωρέστην - μας το φτιαχνε σαρμάδες (ντολμάδες) που έγλυφες τα δάχτυλά σου. Μια Κυριακή, λοιπόν , είχαμε σαρμάδες με τέτοιο κρέας. Το κακκάβι με το κρέας έβραζε στο στόμα του φούρνου μπροστά, πίσω από την αυλή του μαγαζιού, όπου και το πάρκινγκ των Σωταινιώτικων γαϊδουριών. Η μυρουδιά, το μοσχοβόλημα των σαρμάδων, που σιγόβραζαν στο κακκάβι, σου ‘φερνε λιγοθυμιά.
Η κακομοίρα η Ξάφω, λιγωμένη από την πείνα, ρώτησε τη μάνα μου τι μαγειρεύει και μοσχοβολάει τόσο. Κι η μάνα μου της απάντησε πως μαγείρευε σαρμάδες και ξέροντας πως η κακομοίρα λίγες φορές θα ‘χε φάει ζεστό φαγάκι, της είπε να καθίσει, όταν θα ‘κλεινε το μαγαζί, για φαγητό κι' ύστερα έφευγε μόνη της για το χωριό. Για το κρέας, ξέροντας πως δεν έτρωγε το βοδινό, της είπε πως ήταν μπούτι από τραγί, που είχε σφάξει ο Κρικέλας! Έτσι την καθησύχασε και όταν σχόλασε το μαγαζί, κάθισε μαζί μας στο τραπέζι κι έφαγε με την ψυχή της τους μοσχοβολιστούς σαρμάδες της μάνας μου, ενώ κάθε τόσο έλεγε :
- Μωρέ τι τραγί ήταν τούτο, Τασούλα μου; Τι κρέας ευλογημένο !
Αφού απόφαγε η κακομοίρα , ο αδερφός μου ο μικρότερος άρχισε να την πειράζει:
- Ήταν καλές οι σαρμάδες, θεια Ξάφω;
Και χωρίς να περιμένει απάντησή της, άρχισε να μουγκρίζει σα βόδι, θέλοντας να της δώσει να καταλάβει από τι κρέας ήταν οι σαρμάδες. Η μάνα μου τότε, βλέποντας την αμηχανία της Ξάφως, που άρχισε να μισοκαταλαβαίνει τι είχε φάει, πλάκωσε στις στριφτές τσιμπιές τον αδερφό μου, για να το βουλώσει αλλ' εκείνος ξέσπασε θυμωμένος:
Γιατί με τσιμπάς ρε μάνα, αφού οι σαρμάδες ήταν από βόϊδι !!
Το τι έγινε τότε δεν μπορώ να σας περιγράψω. Η Ξάφω, σηκώθηκε γεμάτη αξιοπρέπεια, μας κοίταξε όλους μ' ένα θλιμμένο βλέμμα, χωρίς να διαμαρτυρηθεί για την ατιμία που της έγινε, έκανε με κατάνυξη το σταυρό της, μας χαιρέτησε απλά και χωρίς να πει άλλη λέξη, έφυγε.
Εμείς όλοι παγώσαμε για μια στιγμή κι η κατήφεια έπεσε στα πρόσωπα όλων. Έτρεξε κοντά της η μάνα μου, της είπε χίλια δυο, ο πατέρας μου κι εγώ της φωνάζαμε να γυρίσει, μ' αυτή τίποτε. Μόνο σαν άκουσε εμένα να της λέω πως την αγαπούσα σα να ‘ταν πραγματική μου θεια, γύρισε το κεφάλι της λίγο και μου ‘ριξε ένα παράξενο βλέμμα, που ακόμα δεν το ξέχασα, παρόλο που χουν περάσει τόσα χρόνια . Θεέ μου! τι βλέμμα ήταν εκείνο!
Ήταν ένα βλέμμα έντιμης χωριάτισσας, γεμάτης αξιοπρέπεια χωριάτισσας, μάθημα σε μας τους χορτάτους, που τολμήσαμε να παίξουμε με τα όσια και ιερά - και για μας αφελή και ανόητα - πιστεύω της.
Καημένη θεια Ξάφω ! Που να ζούσες τώρα, να ‘βλεπες πόσο άλλαξαν οι άνθρωποι από τότε. Να 'βλεπες πως άνθρωποι σαν και σένα δεν υπάρχουν πλέον. Όχι φτωχοί, γιατί τέτοιοι υπάρχουν ακόμα, αν όχι στην πατρίδα μας τουλάχιστον αλλού, αλλά αξιοπρεπείς και περήφανοι σαν κι' εσένα, λίγοι υπάρχουν θειά Ξάφω...."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.