Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Γλωσσικά κείμενα της Αρτοτίνας

Μια φράση που άκουσα από τη μάνα μου ήταν η αρχή τούτης της μικρής συλλογής λέξεων και φράσεων που σήμερα δημοσιεύονται, έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε και η φράση αυτή δεν ακούγεται πια. «Αυτό είν’ απ’ τουν ικτίσιου» έλεγε η μακαρίτισσα όταν ήθελε να περιγράψει κάποιο πολύ παλιό αντικείμενο, η φράση αυτή ήταν παραφθορά της καθαρευουσιάνικης φράση «Εκ κτίσεως κόσμου». Aπό τότε άρχισα να σημειώνω όποια λέξη νόμιζα ότι θα χαθεί, όταν θα φύγουν και οι τελευταίοι ξωμάχοι που τη λαλούσαν.

Ο χρονόφερτος τεχνολογικός πολιτισμός και η παγκοσμιοποίηση έχουν σχεδόν εξαφανίσει τα γλωσσικά κειμήλια που ακολουθούν. Ο μικρός γλωσσολογικός θησαυρός που περιλαμβανόταν στο καθημερινό λεξιλόγιο των κατοίκων της μικρής ανθρωπογεωγραφικής ενότητας της Αρτοτίνας δεν είναι καταχωρημένος σε Ρουμελιώτικα γλωσσάρια, μερικές μόνο λέξεις υπάρχουν αλλά με άλλη ερμηνεία. Η συγκέντρωση των προφορικών γλωσσικών μνημείων με απασχόλησε πολλά χρόνια και οφείλεται στην διαδικασία που απαιτείται για την αυθεντική καταγραφή τους, δηλαδή θέλαμε να πάρουμε σε ανύποπτο χρόνο απ’ ευθείας από το στόμα Αρτοτινών οι περισσότεροι των οποίων δεν ζούν πια. Πολλές φορές επιδιώξαμε την επαφή με τους πιο ηλικιωμένους που εκφράζονταν με τον καταδικό τους τρόπο, ήταν ζωντανές βιβλιοθήκες - βιβλία της αρχέγονης ντοπιολαλιάς.

Η συλλογή που παραθέτουμε είναι μια προέκταση, ένα συμπλήρωμα της πρώτης πανελλήνιας συλλογής του δάσκαλου Φώτη Παπαδόπουλου που το 1858 υπηρετούσε στην Αρτοτίνα και δημοσίευσε την πραγματεία του: «ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΚΩΜΗΣ ΑΡΤΟΤΙΝΗΣ» «Εφημερίς των φιλομαθών 1868». Η ταξινόμηση της ύλης έγινε με ασυνήθη μέθοδο για γλωσσάρια, προτιμήθηκε μια κατά το δυνατό συγγενική διάταξη έτσι ώστε η κάθε ενότητα να ανταποκρίνεται στο γλωσσικό πλούτο της κάθε λαϊκής ασχολίας ώστε οι λέξεις να αποδίδουν ένα πλήρες νόημα. Καταχωρίζω και όσες παροιμιακές φράσεις ταυτίζονται με το περιεχόμενο της συλλογής και είναι αθησαύριστες.

Πιστεύω ότι, με τη δημοσίευση αυτής της μικρής συλλογής διασώθηκε ένα μέρος του γλωσσικού πλούτου της Αρτοτίνας. Θα ήταν δε ευχής έργο αν γινόταν αφορμή, η παρούσα συλλογή να παρακινήσει και άλλους να συμπληρώσουν τα κενά που αναμφισβήτητα υπάρχουν. Κλείνω την εισαγωγή και ζητώ συγνώμη αν μπήκα σε ξένα χωράφια, πιστεύω ότι δεν έχω δικαίωμα, ν’ αφήσω να χαθεί το γλωσσικό ιδίωμα του χωριού μου της ιστορικής Αρτοτίνας.

ΑΓΡΟΤIΚΑ
Αμπουριά (η) = η εμπατή στο χωράφι - πόρτα.
Αρμακάς (ο)   =   σορός   από   πέτρες   (έγινε   αρμακάς) γκρεμίστηκε το σπίτι.
Αυλακιάρης (ο) = ο συντηρητής του χωματαύλακου και ρυθμιστής προτεραιότητας για άρδευση, πότισμα.
Αρύ (το) = αραιό φύτρωμα δημητριακών και οσπρίων.
Βοϊδολίβαδο (το) = χορτολιβαδική έκταση στην οποία επιτρεπόταν να βόσκουν μόνο βοοειδή.
Βοϊδοκαματιά (η) = αγροτική έκταση που σε μία μέρα οργώνεται με το αλέτρι που σέρνει ένα ζευγάρι βόδια.
Βρονταλίδι (το) = μηχανικό αυτοσχέδιο εργαλείο που κινείται με νερό ή αέρα, προκαλεί θόρυβο και απομακρύνει τα άγρια ζώα και πουλιά που καταστρέφουν την αγροτική παραγωγή.
Γιούρτι (το) = μικρή αγροτική έκταση με αφράτο μαύρο χώμα κατάλληλο για κηπευτικά.
Γράνα (η) = λωρίδα γης που διαμορφώθηκε όταν χτίστηκε πέτρινος τοίχος.
Γούρμο (το) = ώριμο φρούτο.
Δασύ (το) = πυκνό φύτρωμα δημητριακών και οσπρίων.
Δέμα (το) = λιθοδομή με την οποία στα επικλινή χωράφια συγκρατείται το χώμα (γίνονται ίσια).
Έργος (ο) = λωρίδα γης που καλλιεργεί ένας εργάτης προχωρώντας μπροστά χωρίς να μετακινείται δεξιά ή αριστερά.
Ζαερές (ο) = τροφή ζώων (ξηραμένα χόρτα).
Ζάντζα (η) = ανυπακοή, ιδιοτροπία φορτηγού ζώου. β) παραξενιά, ιδιοτροπία ανθρώπου.
Ζ(ου)λαπ(ι) (το) = άγριο σαρκοφάγο ή φυτοφάγο ζώο.
Ζωντανά (τα) = γενικά τα άλογα ζώα μεταφ. ο κοντός άνθρωπος.
Καταπότης (ο) = ποσότητα νερού που δίνει ο αυλακιάρης στον κάτοχο αρδεύσιμης αγροτικής καλλιέργειας.
Καστραβέτσ(ι) (το) = το αγγούρι.
Καπ(ι)τσάλ(ι) (το)   =   σκληρό   ξυλαράκι   κατάλληλα πελεκημένο που τοποθετείται στο στόμα των μικρών αρνιών και κατσικιών για να κόψουν το θηλασμό.
Καρνόχος (ο) = η οπή που βγαίνει το νερό από τη στέρνα από την οποία ρυθμίζουν και την ποσότητα ροής πολύ ή λίγο.
Καστριγκάρ(ι) (το) = στενοπός για ακινητοποίηση μεγαλόσωμων ζώων.
Κλειδί (το) = κατανομή του (ποτιστή) σε μικρές ποσότητες νερού για σωστή άρδευση.
Κοτρύδι (το) = το μικρό άγουρο σταφύλι.
Λιανά (τα) = τα μικρόσωμα ζώα (αιγοπροβατοειδή).
Μαντεύουν = άρχισαν να ωριμάζουν (φρούτα-κηπευτικά).
Μπαΐρια (τα) = ακαλλιέργητα ή σε αγρανάπαυση κτήματα.
Μανάρι (το) = γουρούνι ή άλλο ζώο που το θρέφουν για να το σφάξουν σε γιορτή.
Μαναρολίβαδο = χορτολιβαδική έκταση που ορίζεται από την κοινοτική αρχή για να βόσκουν τα οικόσιτα ζώα - αιγοπροβατοειδή.
Μαρτίνια (τα) = τα μικρά οικόσιτα ζώα - αιγοπροβατοειδή.
Μπεζεστένι(ι) (το) = μικρή λωρίδα καλλιεργήσιμης γης.
Ξαπόσταμα (το) = χωράφι σε αγρανάπαυση.
Ξελάκωμα (το) = βαθύ σκάψιμο αγρού με ξερίζωμα θάμνων και απομάκρυνση λιθαριών.
Ξελάστρα (η) = χωράφι που σπέρνουν και δεν θερίζουν.
Ξεστρεμμάτισμα (το) = βαθύ σκάψιμο ή διάνοιξη χωραφιού.
Παλαμαριά (η) = ξύλινο εργαλείο που φοριέται στο ένα χέρι για να διευκολύνει τον θεριστή στο μάζεμα των σταχυών και να προφυλάει το χέρι του.
Παχνί (το) = ξύλινη σε σχήμα κιβωτίου κατασκευή για τοποθέτηση της τροφής των ζώων.
Παχνιάζω = δίνω τροφή στα σταβλισμένα ζώα.
Παραβόλα (η) = ακαλλιέργητη λωρίδα γης ανάμεσα σε καλλιεργημένους αγρούς στην οποία βόσκουν ζώα.
Πλήμα (το) = υγρή τροφή για ζώα που περιέχει υπολείμματα τροφών, χλιαρό νερό με λίγο αλεύρι και αλάτι.
Ποδοκόπι (το) = αμοιβή που έπαιρνε ο αγροφύλακας όταν έβρισκε ζώα να βόσκουν σε αγροτικές καλλιέργειες.
Ποτιστής (ο) = ποσότητα νερού ικανή να αρδεύσει μία σποριά αγροτικής καλλιέργειας.
Ριμόνι (το) = κόσκινο με ξύλινο κόθρο και τενεκεδένιο πάτο με μεγάλες αραιές τρύπες.
Σκιαζούρ(ι)(το) = ομοίωμα ζώου, ανθρώπου ή πτηνού που τοποθετείται σε περίοπτη θέση για φόβητρο των άγριων ζώων ή πουλιών που καταστρέφουν την αγροτική παραγωγή.
Σάλωμα (το) = καλαμιά βρίζας (σύκαλη) κατάλληλη για κατασκευή αχυροκάλυβων.
Σαμάκωμα (το) = οριοθέτηση - σήμανση αγροτεμαχίου με ασβεστωμένες πέτρες που σημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης δεν επιτρέπει να βόσκουν ζώα (πιθανόν η λέξη να προήλθε από το αγριόχορτο σαμάκι που φυτρώνει στις άκρες των καλλιεργημένων αγρών).
Σκύβαλα (τα) = ό,τι απομένει μετά το κοσκίνισμα των δημητριακών καρπών (στάρι - κριθάρι κ.λ.π.).
Σποριά (η) = τμήμα σπαρμένου χωραφιού που χωρίζεται με αυλάκια.
Τα(γ)ο (η) = τροφή ζώων.
Τσιακατούρα (η) = μηχανικό εργαλείο που κινείται με νερό και προκαλεί θόρυβο στο άκουσμα του οποίου τρομάζουν τα βλαβερά άγρια ζώα ή πουλιά που καταστρέφουν την αγροτική παραγωγή.
Χέρσο (το) = ακαλλιέργητο κτήμα.
Χοντρικά (τα) = τα μεγαλόσωμα ζώα, ιπποειδή - βοοειδή.

ΔΙΑΤΡΟΦΗ
Αλειτούργητο (το) = καλαμποκίσιο ψωμί που δεν γίνεται λειτουργιά (πρόσφορο).
Ανεβατό = Το ψωμί εξογκωμένο από τη ζύμωση και το καλό ψήσιμο.
Καθάριο (το) = ψωμί από σταρένιο αλεύρι.
Κατσαμάκ(ι) (το) = πρόχειρο φαγητό με καλαμποκάλευρο, λίπος χοιρινό ή λάδι.
Καπέτσ(ι) (το) = το τελευταίο υποπροϊόν του γάλακτος (το υγρό που βγαίνει από τη μυζήθρα).
Κλώτσα (η) = είδος τυριού με ελάχιστα λιπαρά που παράγεται με το βράσιμο του ξυνόγαλου - λέγεται και βοστίνα ή πρέντζα.
Κοσμάρ(ι) (το) = πρόχειρο φαγητό που γίνεται με φρέσκο ανάλατο λευκό τυρί και καλαμποκάλευρο, ψήνεται στο τηγάνι.
Λειψό = ψωμί χωρίς μαγιά ή προζύμι.
Μαμαλίγκα (η) = πρόχειρο φαγητό με καλαμποκάλευρο, ξυνόγαλα και βούτυρο γάλακτος.
Μπαμπανάτσα (η) = πίτα με καλαμποκίσιο χυλό πάνω κάτω και στη μέση χορταρικά, τυρί και λάδι.
Μπουκουβάλα (η) = είδος κουρκούτης με καλαμποκάλευρο και λίγο λάδι.
Π(υ)οραμάδα (η) = φέτα ψωμί πυρωμένη στη φωτιά.
Σμιγό = ψωμί ανάμικτο με αλεύρι από στάρι και καλαμπόκι.
Σταχτοκουλούρα = άζυμο ψωμί που ψήνεται στη χόβολη.
Ταΐνι (το) = μερίδα φαγητού για ανθρώπους και ζώα.
Τριφτάδες (οι) = πρόχειρο ζυμαρικό σαν χονδρός τραχανάς.
Φλέγκα (η) = φέτα τυρί ή ψωμί.
Χαμοκούκ(ι) = πρόχειρο άζυμο ψωμί από καλαμποκίσιο αλεύρι.
Χάσ(ι)κο (το) = λευκό ψωμί σταρένιο.
Χαψιά (η) = μπουκιά.

ΛΑΪΚΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΣΤΑΘΜΑ
Ακαίριο (το) = ολόκληρο.
Βάσταμα (το) = ποσότητα βάρους ή όγκου που μεταφέρεται στην ωμοπλάτη.
Γόνα (το) = προσδιορισμός ύψους από το πέλμα ως το γόνατο π.χ. δεν μπορώ να περάσω πέρα, έχει ένα γόνα νερό το ποτάμι.
Γ(ου)μαροφόρ(ι) = ποσότητα βάρους ή όγκου που μεταφέρει ένα γαϊδούρι.
Δάχ(τυ)λο (το) = μέτρο μήκους ή ποσότητας π.χ. φέτα ψωμί πάχους ενός δακτύλου ή βάλε να πιώ ένα δάχτυλο κρασί.
Δεμάτι (το) = ποσότητα από χερόβολα δημητριακών σταχυών.
Δρασκελιά (η) = μέτρο μήκους ίσο με το άνοιγμα των ποδιών μτφ. πολύ μικρή έκταση γης.
Ημερόκαμα (το) = έκταση γης που καλλιεργείται σε μία μέρα από έναν εργάτη.
Θημωνιά (η) = πολλά δεμάτια σταχυών τοποθετημένα το ένα πάνω από το άλλο.
Καντάρι (το) = 44 οκάδες, φέτος έβγαλα 12 καντάρια στάρι.
Κεραμίδι (το) = μικρή ποσότητα νερού για άρδευση που χωράει στο λούκι του κεραμιδιού, (λιγόστεψε το νερό ένα κεραμίδι βγάζει η πηγή).
Κόμπος (ο) = σταλαγματιά (σήμερα η βρύση βγάζει νερό κόμπο-κόμπο).
Κοντοτριχιά (η) = τρίχινο χονδρό κορδόνι τρία περίπου μέτρα.
Κόσκινο (το) = δυνατή βροχή πυκνή όπως οι τρύπες του κόσκινου (π.χ. ρίχνει βροχή με το κόσκινο).
Κρεμανταλάς (ο) = μεταφ. ο ψηλός και αδύνατος άνθρωπος.
Μεριά (η) = ποσότητα βάρους ή όγκου που τοποθετείται στη μια πλευρά του σαμαριού του φορτηγού ζώου βάρους 45 οκάδων.
Μεροδούλ(ι) (το) = εργασία μιας μέρας π.χ. (το αμπέλι μου είναι 10 μεροδούλια).
Μπόι (το) = προσδιορισμός ύψους (μεταφ.) π.χ. έριξε ένα μπόι χιόνι.
Οργιά = μέτρο μήκους ίσο με το μήκος των δύο χεριών σε πλάγια έκταση.
Πανωσάμαρα = μικρή ποσότητα βάρους που τοποθετείται στο πάνω μέρος του σαμαριού.
Π(ι)θαμή (η) = μια π(ι)θαμή άνθρωπος (ο πολύ κοντός). β) μέτρο μήκους, η απόσταση από το μεγάλο δάκτυλο μέχρι το άκρο του μικρού ή 20-25 εκατοστά.
Πλοχέρ(ι) (το) = ποσότητα που χωράει στο κοίλωμα της μιας παλάμης.
Ποτάμι (το) = μεγάλη ροή νερού π.χ. η βρύση τρέχει ποτάμι.
Ρούπ(ι) (το) = το 1/8 του εμπορικού πήχυ μεταφ. η αραιά ραφή (ρουπ κι βιλονιά).
Φορτωτήρα (η) = διχαλωτό ξύλο απαραίτητο για τη φόρτωση των υποζυγίων (τρίτο χέρι).
Φορτοτριχιά (η) = τρίχινο πλεκτό χονδρό κορδόνι που έχει μήκος δώδεκα οργιές, με αυτό δένουν το φορτίο στις δύο πλευρές του σαμαριού, λέγεται και σαμαροτριχιά.
Φόρτωμα (το) = ποσότητα βάρους ή όγκου που μεταφέρεται με ένα φορτηγό ζώο ή στην πλάτη ανθρώπου π.χ. πάω να φέρω ένα φόρτωμα ξύλα για τη φωτιά.
Χεριά (η) = ποσότητα που κρατάει ο θεριστής στην κλειστή παλάμη του ενός χεριού.
Χερόβολο (το) = ποσότητα πέντε χεριών που ο θεριστής τις δένει μαζί.
Χούφτα (η) = ποσότητα που χωράει στο κοίλωμα των δύο παλαμών ενωμένων.

ΛΑΪΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΑ
Αγκωνή (η) = γωνιά του δωματίου πλάι στο τζάκι.
Βυζίλα (η) = ξύλινος μοχλός για μετακίνηση βαρέων αντικειμένων.
Γκλαβανή (η) = μικρό ορθογώνιο άνοιγμα στο κάτω μέρος της πόρτας για να μπαινοβγαίνουν οι γάτες.
Γρηπίδα (η) = το γείσο, το προστέγασμα, η κορνίζα της στέγης που αποτελείται από χοντρές σχιστολιθικές πλάκες ή πορόλιθο (πουρί).
Ζιουμπερέκ(ι) (το)   =   μικρός   μοχλός κλείθρου παλαιού τύπου που λειτουργεί με την πίεση του αντίχειρα.
Καζιάκα (η) = ξύλινο φορείο για μεταφορά μικρών λιθαριών.
Καλκάνι (το) = αέτωμα στέγης - ζευκτό.
Κεράνη (η) = ο χώρος μεταξύ πάτερων (ταβάνι) και επικλινούς στέγης.
Καταπίδ(ι) (το) = κρυφό κλείθρο αυτοσχέδιο που ασφαλίζει (κλειδώνει την πόρτα εσωτερικά στο πάνω μέρος, λέγεται και μάνταλο).
Κερεστές (ο) = ξυλεία οικοδομική (πάω στο δάσος να βγάλω κερεστέ).
Κοντότα (η) = κατ’ αποκοπή εργολαβία με προσυμφωνημένη αμοιβή.
Κοπάνα (η) = ξύλινο σανίδωμα με το οποίο μετέφερε ο εργάτης χωματόλασπη και μικρές πέτρες (σόμπολα) λέγεται και πηλοφόρι.
Κρέμασ(η) (η) = η τριγωνική πυράντοχη υποδομή κάτω από την εστία του τζακιού.
Λασπιάς (ο) = ο εργάτης που μεταφέρει   υλικά   στον   κτίστη   (μάστορα).   «Πέτρες, σόμπολα και λάσπη κι όσο θέλεις κάτσε!!!»
Μπάλα (η) = λιθόκτιστη πλευρά οικοδομής β) τοπωνύμιο.
Πάτερο (το) = μονόξυλο χοντρό δοκάρι πάνω στο οποίο καρφωνόταν το πάτωμα και το ταβάνι του σπιτιού.
Παραστιά (η) = το μέρος γύρω από την εστία του τζακιού.
Πιρόνια (τα) = καρφιά χειροποίητα (ορθογώνιας διατομής). «Το χούι πωχ(ει) η γάτα μας στην παραστιά κοιμάται».
Σκιζάρ(ι) (το) = λεπτά (φτενά) σανίδια που σκίζονται με το τσεκούρι.
Στούμπος (ο)   =   πέτρα   χειροπιαστή ακατέργαστη.
Σόμπολα (τα)   =   μικρές   πέτρες   που χρησιμοποιούνται από τους λιθοδόμους για στερέωση και ευθυγράμμιση ακανόνιστων ογκόλιθων.
Τσιατμάς (ο) = ξυλότοιχος που αποτελείται από ξύλινο σκελετό και επιχρήζεται με ασβέστη και άμμο ή χωματόλασπη με άχυρα.
Τσ(ι)βικ(ι) (το) = μικρή σφηνοειδής πέτρα για στερέωμα ακανόνιστων ογκόλιθων.
Τσιατή (η) = ξύλινη κατασκευή προστέγης πάνω στην οποία τοποθετούνται οι σχιστολιθικές πλάκες της στέγης.

ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΤΑΝΗΣ
Αρνόκ(ου)ρα (τα) = μαλλιά από αρνί (με κοντές ίνες).
Γάνα (η) = οξείδωση χάλκινων σκευών (επικίνδυνη ρυπαρότητα).
Δερμάτ(ι) ή τουλούμ(ι) = κατάλληλα κατεργασμένο δέρμα μικρού ζώου, αρνιού ή κατσικιού, για μεταφορά υγρών και διατήρηση γαλακτοκομικών προϊόντων.
Ίσκα (η) = παράσιτο δένδρων, με κατάλληλη   επεξεργασία   γίνεται   εύφλεκτη στους σπινθηρισμούς του πριόβολου.
Καρδάρα (η) = ξύλινο ή μεταλλικό δοχείο για άρμεγμα (χωράει 15 οκάδες).
Κορίτος (ο)   =   μονόξυλη   σκάφη   για πλύσιμο ρούχων.
Κούτ(ου)λας (ο) = μεταλλικό δοχείο με μακριά λαβή για το μέτρημα του γάλακτος.
Λοΐδα (τα) = μαλλιά με μακριές ίνες.
Μαστραπάς (ο) = χάλκινο ή γυάλινο δοχείο με λαβή (κανάτα).
Μπότ(ι) (το) = δοχείο πήλινο με σωληνωτό στόμιο.
Μποτσινάρ(ι) (το)   =   ίδιο   με   το   προηγούμενο.
Πίνος (ο) = η βρωμιά των άπλυτων μαλλιών των προβάτων.
Πριόβολος (ο) = ατσάλινο έλασμα με την κρούση του σε πυριτόλιθο (στουρναρόπετρα) παράγει σπινθήρα.
Ρακοβούτσ(ι) (το) = μικρό ξύλινο βαρέλι για ρακί (τσίπουρο).
Ρακόγυαλο (το)   =   μικρό   ποτήρι   για ρακί (σφηνάκι).
Σαγάνι (το) = μικρό χάλκινο σκεύος φαγητού (πιάτο).
Σάρωμα (το) = κλαδιά με πυκνό φύλλωμα (σκούπα ή σάρωθρο).
Σιδηροστιά (η) = μεταλλικός τρίποδας που τοποθετείται πάνω στα αναμένα ξύλα, βάση για τα μαγειρικά σκεύη.
Τράσ(ι)το(το) = μικρό υφαντό σακούλι.
Τσ(ου)κάλ(ι) (το) = χάλκινο επικασιτερωμένο δοχείο για υγρά.

ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ - ΚΑΙΡΟΣ
Ανεμοσιούρ(ι) (το) = χιονοθύελλα.
Απόγωνο (το) = απάνεμο μέρος.
Αντάρα (η) = ομίχλη.
Δρόλαπας (ο) = χιονόνερο.
Θεοδόξαρο (το) = ουράνιο τόξο (χρώματα ίριδας).
Κατεβατός (ο) = ψυχρός και υγρός αέρας που κατεβαίνει απ’ το βουνό.
Κατεβασιά (η) = μετά από δυνατή βροχή μεγάλη ποσότητα νερού που στο διάβα της παρασέρνει ό,τι βρεί μπροστά της (θυμήσου τσουνάμι Λούσιος ποταμός).
Μπαλώματα (τα) = πολύ μεγάλες νυφάδες χιονιού (ρίχν’ κάτ’ μπαλώματα).
Μαργώνω = κρυώνω.
Τσιάφ(ι) (το) = πρωινός πάγος.
Τσ(ι)βούρ(ι) (το) = παγερός αέρας.

ΚΑΤΑΡΕΣ - ΑΠΕΙΛΕΣ
Αχρόνιαγο = που να μη σε βρει ο χρόνος (να πεθάνεις).
Θα σου μετρήσω τα παΐδια = θα φας τόσο ξύλο που θα σπάσουν τα οστά του θώρακα.
Κακό σπυρί = καρκίνος (να βγάλεις το κακό σπυρί στον κ....).
Λίχνη (η) = ανεμοστρόβιλος (άϊ στ(η) λίχν(η)).
Μαρμάγκα (η) = δηλητηριώδης αράχνη (να σε φάει η μαρμάγκα), να πεθάνεις.
Ξύκι = εξολοθρεμός (να γένεις ξύκι).
Πριοβολάει = αστραπή - κεραυνός (άϊ σ’ κεί που πριοβολάει), πήγαινε να σε χτυπήσει κεραυνός.
Ταμπλάς =   ανακοπή   καρδιάς   (κακός ταμπλάς να σε βαρέσει), μτφ. μούρθε ταμπλάς   =   οδυνηρή   έκπληξη,   αναπάντεχο κακό.
Χούμα = να γίνεις χώμα, να πεθάνεις.

Π. Φάληρο
Μάρτιος 2010
Κ. Τσέλιος




Άλλες σχετικές αναρτήσεις:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.