του Κώστα Καψάλη
Άρχισε από νωρίς το χιόνι απόψε, σε λίγη ώρα όλα γύρω είχαν πασπαλιστεί με...ζαχαρένιο χιόνι, λες κι' ήταν κουραμπιέδες, χαρές τα παιδιά, που την άλλη μέρα, μετά τα κάλαντα, θα παίζαμε χιονοπόλεμο, και δεν πέρναγε κι' αυτή η βραδυά, να ..ψευτοξημερώσει, να μαζευτούμε, η..παλιοπαρέα της γειτονιάς, αχάραγα, να πάμε γιά τα κάλαντα.
Η μάνα μου, από νωρίς, με γκρίνιαζε, λέγοντάς μου πως έξω..ψήνει τα ..φίδια, και να καθήσω στ' αυγά μου, γιατί κάνει ψόφο, κι' είχα κι'ένα..γαιδουρόβηχα..λάλαγα σαν κοκοράκι, αλλά που εγώ, δεν έπαιρνα χαμπάρι από τέτοια, ήταν βλέπεις τα πρώτα μου κάλαντα με συνοδεία.. φυσαρμόνικας, έκανα το ντεμπούτο μου ...λίγο τόχεις ...
Όλη τη μέρα έκανα πρόβες, τάμαθα καλά τα κάλαντα, γιατί ήταν καινούρια η φυσαρμόνικά μου, Γερμανικιά Ηohner, μέχρι τώρα είχα μιά Picolo, και ήθελα η πρώτη μου εμφάνιση να είναι θριαμβευτική, μιά και ήμουν ο μόνος ...οργανοπαίχτης που θα τάλεγε.
Το ραντεβού είχε ορισθεί γιά τις 4 το πρωί, μαύρα σκοτάδια δηλαδή, αλλά ποιός τα κοίταγε αυτά, έξω τόχε στρώσει κανονικά και έριχνε συνέχεια, απ' το τζάμι παρακολουθούσα, και στα κάγκελα του μπαλκονιού κόντευε να φτάσει μιά παλάμη, κι' οι νιφάδες, χοντρές-χοντρές, όλο και πύκνωναν, τις χάζευα απ' το παράθυρο, ρίχνοντας το φως απ' το φακό μου, που λες και ..τρυπούσε τον αέρα και το χιόνι κι' έφεγγε πολλά μέτρα μακριά, σχεδόν μέχρι την άκρη της αυλής μας, μέχρι τη μάντρα, που ήταν οι τριανταφυλλιές και οι καμέλιες, λευκοντυμένες σαν... νυφούλες, καμαρωτές-καμαρωτές....΄
Έσβησα το φως, και χαμήλωσα τη λάμπα του πετρελαίου, που είχα δίπλα στο κρεβάτι μου σε μιά καρέκλα, μαζί με τη φυσαρμόνικά μου και το ξυπνητήρι, μαύρο, Big Ben παρακαλώ, Αμερικάνικο, μας τόχε στείλει ο μπάρμπα Χρήστος, ο αδερφός της μάνας μου, και είχε και φωσφορίζοντες δείκτες και αριθμούς, τόχα λοιπόν δίπλα μου γιά να το κλείσω να μη ξυπνήσω και τους άλλους, τη λάμπα την άφησα ίσα-ίσα να καίει, γιατί στις 12, τα μεσάνυχτα, ο Γαζής έσβηνε το ηλεκτρικό, αφού πρώτα έκανε ένα..συνθηματικό αναβόσβημα, 5 λεπτά πριν.
Βέβαια δεν σταμάτησα, που και που , να φέγγω με το φακό μου γιά να παρακολουθώ τι γίνεται έξω, ενώ η μάνα μου η καημένη, ξεθεωμένη όλη τη μέρα, μαγαζί ..σπίτι, απ' τα χαράματα στο πόδι, μου φώναζε να κοιμηθώ, αλλά που εγώ....και δεν πέρναγε κι'αυτή η ρημάδα η ώρα...
Γιά να νυστάξω και να κοιμηθώ, μετρούσα τα τικ-τακ του ρολογιού και παρακολουθούσα το μικρό φωσφοράκι του δείχτη, που προχωρούσε με μικρά ..πηδηματάκια, κάποια όμως στιγμή, φαίνεται, με πήρε ο ύπνος, ενώ σκεφτόμουνα τι ώρα, άραγε , θα ξυπνήσουν οι άλλοι; ο Χρήστος, ο Μιλτιάδης, ο Γιάννης έχοντας την έννοια μη και δεν ακούσω το ξυπνητήρι ...κι' αργήσω.
Κάποια στιγμή, έννοιωσα κάποιον να με σκουντάει να ξυπνήσω, ήταν η μάνα μου, που άκουσε το ρολόι που χτυπούσε, ποιός ξέρει πόση ώρα, πετάχτηκα, δυνάμωσα λίγο τη λάμπα, κι' άρχισα να ντύνομαι, ενώ η μάνα μου έλεγε να ντυθώ καλά γιατί έκανε ..ψόφο, να βάλεις τις γαλότσες, μούπε, τόχει στρώσει γιά καλά, θα πουντιάσετε...
Που να ακούσω εγώ, κοίταγα την ώρα που πέρναγε και φοβόμουνα μην αργήσω κι' οι άλλοι έχουν μαζευτεί, τρέμαν τα πόδια μου, όχι τόσο απ' την παγωνιά, όσο απ' την ανυπομονησία, να προλάβω, ετοιμάστηκα, πήρα τη φυσαρμόνικα, φόρεσα και κάτι πλεχτά..χακί γάντια, καθησύχασα τη μανα μου, που συνέχισε να μου λέει να ντυθώ καλά και να προσέχω και ξεκίνησα..
Η μάνα μου, από νωρίς, με γκρίνιαζε, λέγοντάς μου πως έξω..ψήνει τα ..φίδια, και να καθήσω στ' αυγά μου, γιατί κάνει ψόφο, κι' είχα κι'ένα..γαιδουρόβηχα..λάλαγα σαν κοκοράκι, αλλά που εγώ, δεν έπαιρνα χαμπάρι από τέτοια, ήταν βλέπεις τα πρώτα μου κάλαντα με συνοδεία.. φυσαρμόνικας, έκανα το ντεμπούτο μου ...λίγο τόχεις ...
Όλη τη μέρα έκανα πρόβες, τάμαθα καλά τα κάλαντα, γιατί ήταν καινούρια η φυσαρμόνικά μου, Γερμανικιά Ηohner, μέχρι τώρα είχα μιά Picolo, και ήθελα η πρώτη μου εμφάνιση να είναι θριαμβευτική, μιά και ήμουν ο μόνος ...οργανοπαίχτης που θα τάλεγε.
Το ραντεβού είχε ορισθεί γιά τις 4 το πρωί, μαύρα σκοτάδια δηλαδή, αλλά ποιός τα κοίταγε αυτά, έξω τόχε στρώσει κανονικά και έριχνε συνέχεια, απ' το τζάμι παρακολουθούσα, και στα κάγκελα του μπαλκονιού κόντευε να φτάσει μιά παλάμη, κι' οι νιφάδες, χοντρές-χοντρές, όλο και πύκνωναν, τις χάζευα απ' το παράθυρο, ρίχνοντας το φως απ' το φακό μου, που λες και ..τρυπούσε τον αέρα και το χιόνι κι' έφεγγε πολλά μέτρα μακριά, σχεδόν μέχρι την άκρη της αυλής μας, μέχρι τη μάντρα, που ήταν οι τριανταφυλλιές και οι καμέλιες, λευκοντυμένες σαν... νυφούλες, καμαρωτές-καμαρωτές....΄
Έσβησα το φως, και χαμήλωσα τη λάμπα του πετρελαίου, που είχα δίπλα στο κρεβάτι μου σε μιά καρέκλα, μαζί με τη φυσαρμόνικά μου και το ξυπνητήρι, μαύρο, Big Ben παρακαλώ, Αμερικάνικο, μας τόχε στείλει ο μπάρμπα Χρήστος, ο αδερφός της μάνας μου, και είχε και φωσφορίζοντες δείκτες και αριθμούς, τόχα λοιπόν δίπλα μου γιά να το κλείσω να μη ξυπνήσω και τους άλλους, τη λάμπα την άφησα ίσα-ίσα να καίει, γιατί στις 12, τα μεσάνυχτα, ο Γαζής έσβηνε το ηλεκτρικό, αφού πρώτα έκανε ένα..συνθηματικό αναβόσβημα, 5 λεπτά πριν.
Βέβαια δεν σταμάτησα, που και που , να φέγγω με το φακό μου γιά να παρακολουθώ τι γίνεται έξω, ενώ η μάνα μου η καημένη, ξεθεωμένη όλη τη μέρα, μαγαζί ..σπίτι, απ' τα χαράματα στο πόδι, μου φώναζε να κοιμηθώ, αλλά που εγώ....και δεν πέρναγε κι'αυτή η ρημάδα η ώρα...
Γιά να νυστάξω και να κοιμηθώ, μετρούσα τα τικ-τακ του ρολογιού και παρακολουθούσα το μικρό φωσφοράκι του δείχτη, που προχωρούσε με μικρά ..πηδηματάκια, κάποια όμως στιγμή, φαίνεται, με πήρε ο ύπνος, ενώ σκεφτόμουνα τι ώρα, άραγε , θα ξυπνήσουν οι άλλοι; ο Χρήστος, ο Μιλτιάδης, ο Γιάννης έχοντας την έννοια μη και δεν ακούσω το ξυπνητήρι ...κι' αργήσω.
Κάποια στιγμή, έννοιωσα κάποιον να με σκουντάει να ξυπνήσω, ήταν η μάνα μου, που άκουσε το ρολόι που χτυπούσε, ποιός ξέρει πόση ώρα, πετάχτηκα, δυνάμωσα λίγο τη λάμπα, κι' άρχισα να ντύνομαι, ενώ η μάνα μου έλεγε να ντυθώ καλά γιατί έκανε ..ψόφο, να βάλεις τις γαλότσες, μούπε, τόχει στρώσει γιά καλά, θα πουντιάσετε...
Που να ακούσω εγώ, κοίταγα την ώρα που πέρναγε και φοβόμουνα μην αργήσω κι' οι άλλοι έχουν μαζευτεί, τρέμαν τα πόδια μου, όχι τόσο απ' την παγωνιά, όσο απ' την ανυπομονησία, να προλάβω, ετοιμάστηκα, πήρα τη φυσαρμόνικα, φόρεσα και κάτι πλεχτά..χακί γάντια, καθησύχασα τη μανα μου, που συνέχισε να μου λέει να ντυθώ καλά και να προσέχω και ξεκίνησα..
Βγαίνοντας, αντίκρυσα ένα υπέροχο θέαμα, όλα γύρω σκεπασμένα με φρέσκο..αχνιστό χιόνι, κι' έριχνε συνέχεια, χοντρές-χοντρές νιφάδες, οι γαλότσες μου χώνονταν μέχρι τη μέση στο χιόνι, και με δυσκόλευαν στο βάδισμα, ενώ το παλιό χιόνι είχε αρχίσει να παγώνει και να..γλιστράει, τότε σκέφτηκα το τι έχει να γίνει τη μέρα στον κατήφορο της Βαθειάς, που όποιος πέρναγε θα 'κανε τσουλήθρα, την περασμένη μάλιστα χρονιά, είχαν σπάσει και χέρια και ..πόδια, κι' οι φουκαράδες οι Γυφτομαχαλιώτες, θα μείνουν αποκλεισμένοι, ποιος ξέρει για πόσες μέρες ....
Προχώρησα, ο Μιλτιάδης δεν είχε φως, ούτε ο Γιάννης, απέναντι, φαίνεται θάχαν προχωρήσει στ' Αλωνάκι, κι' ο Χρήστος βέβαια γιατί δεν είχε ούτε αυτός φως, περπατούσα και το ολόφρεσκο χιόνι έτριζε, το φχαριστιόμουνα, ολόγυρα ήταν ..θεοσκότεινα, πουθενά φως, κι έκανε κυριολεκτικά ...ψόφο, κρύωνα, θυμήθηκα τη μάνα μου την έρμη που μάλλιασε η γλώσσα της, ντύσου καλά, κάνει ψόφο, ήθελα να γυρίσω αλλά και πάλι, δεν ήθελα ν' αργήσω, ύστερα έφτασα στ' Αλωνάκι, που θα περιμένουν κι' οι άλλοι, φτάνοντας βλέπω την πλατεία κάτασπρη, το χιόνι κόντευε να φτάσει μιά ..σπιθαμή, τα τραπεζάκια του μαγαζιού μας σκεπασμένα απ' το χιόνι, και στην άκρη της πλατείας, τρεις-τέσσερις καρέκλες, ξεχασμένες φαίνεται, κι' αυτές σκεπασμένες απ' το χιόνι, τα παιδιά όμως πουθενά, προχώρησα να μαζέψω τις καρέκλες, να τις βάλω σε μιά γωνιά και να τις τινάξω, μουρμουρίζοντας, που ξεχάσαμε έξω τις καρέκλες χειμωνιάτικα, ενώ παράλληλα νευριασμένος με τα παιδιά, που δεν ..φαίνονταν πουθενά, 'αρχισα να τους τα ...σούρνω ...και επειδή ...φοβόμουνα άρχισα να ..χαζοτραγουδάω, να λέω τα ..κάλαντα, έτσι γιά νάχω ..συντροφιά ...
Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει παχύ-παχύ, τα μαλλιά μου θα πρέπει νάταν κάτασπρα, τόνοιωθα, κόντευα να γίνω ...χιονάνθρωπος, τα πόδια μου ξυλιασμένα, και τα χέρια μου, τάνοιωθα.. δεν τάνοιωθα, α..ρε μάνα, είχες δίκιο που μου 'λεγες να κάτσω στ' αυγά μου, αλλά ποιος σ' άκουγε ....σκέφτηκα να γυρίσω στο σπίτι, αλλά τα κάλαντα ...κι' αυτά τα παιδιά πουθενά, μ' είχε πιάσει απελπισία είχα γίνει ...Τούρκος απ' τα νεύρα, τραγούδαγα, έβριζα, έλεγα τα κάλαντα, ούτε κι' εγώ ήξερα τι έκανα, η παγωνιά αβάσταχτη και τα νεύρα ...τσατάλια ...κι' αυτό το χιόνι, μου σκέπαζε τ' αυτιά και τα πάγωνε ...τάνοιωθα, κιόλας, ξυλιασμένα...
Τότε ένοιωσα ένα ελαφρό σκούντημα στον ώμο, πετάχτηκα , κι' ακούω: άντε ρε πατέρα ξάπλωσε στο κρεβάτι, θα πιαστείς, έχεις μιά ώρα που κοιμάσαι στον καναπέ, βρίζεις ...τραγουδάς, λες τα κάλαντα, τι έπαθες Χριστουγεννιάτικα; πάλι το Λιδορίκι ονειρεύεσαι; Ξύπνααααα......
Αλάφιασα... ήταν ο μικρός μου γιός, ο Χάρης, και γελούσε ασταμάτητα, που να 'ξερε ότι μου χάλασε το ωραιότερό μου όνειρο, τα πρώτα μου κάλαντα.... αχ.. βρε.. Χάρη .... μ' έκοψες στο ..καλύτερο ....
Πηγή: http://www.lidoriki.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.