Σαν σήμερα, 24 Απριλίου του 1821 την επομένη της μάχης στην Αλαμάνα, εκτελείται με την φοβερή θανατική ποινή του ανασκολοπισμού (παλούκωμα), στο Ζητούνι (Λαμία) ο ήρωας της ορεινής Δωρίδας, Αθανάσιος Διάκος.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ
Ο Μύθος Έλληνας
του Δημ. Σιατόπουλου
Στο ριζοβούνι εδιάβηκε φωτιά
του δράκου γέννα, αρματωμένη η Ρωμιοσύνη
κι ως άστραψε στο ξάγναντο
η Ελλάδα φως, του ηλιού θωριά,
θεός, λαός η κλεφτουριά
λαμπάδιασε ο κάμπος αντρειοσύνη.
Κι εμπρός ο μύθος Έλληνας εσύ,
Θανάση Διάκο, σταυραϊτός και καβαλάρης
του Λυτρωμού πρωτάγγελος,
αστροπελέκι η λευτεριά
στον ουρανό η παλληκαριά,
ο ακριβογιός του θρύλου και της χάρης.
Μέσ’ στου μοναστηριού την ερημιά
στο πνεύμα γύρεψες ζωή, στο ράσο μοίρα.
Χιλιάκτινο το φωτοστέφανο.
Μα αρχάγγελος και συ, μιαν αυγή
σ’ άγιου καιρόν την προσταγή
μέθυσες, γεύτηκες του αιμάτου την αρμύρα.
Πολλές του σκλάβου οι όχεντρες πληγές,
τύραννοι, γύφτοι, χρυσικοί του αλλάζουν όψη.
Απ’ τ’ άρματα σου Ανάσταση.
Μήνυμα η κάθε τους βροντή
και ξαστεριάς αναλαμπή,
της σπάθας σου, βαριά όθε πέφτει η κόψη.
Προφήτη της φυλής, τραγουδιστή,
στοιχειό κι αγγόνι του στοιχειού του Γεροδήμου
πάνω σε γης αντρόκορμη
πάλεψες δράκος με θεριά
και στοίχειωσες τη λευτεριά.
Ψαλμό και θούριο δέξου την ωδή μου.
Στη μαρμαρένια βρύση του καιρού
αντάμωσες ξωθιά τη δίσεχτη ώρα.
Του Απριλομάη το φίλημα
πήρες της νιότης το στερνό
στης Αλαμάνας το στενό
και σ’ έστεψεν η δόξα δαφνοφόρα.
Στο ματωμένο χέρι το σπαθί
χιλιοτσακιέται, ω των Ελλήνων παλληκάρι.
Ενός λαού σε κλαίει η αδούλωτη
καρδιά, χωρίς παρηγοριά...
τώρα που ανθίζουν τα κλαριά
και ξαναβγάζει η μαύρη γης χορτάρι.
του δράκου γέννα, αρματωμένη η Ρωμιοσύνη
κι ως άστραψε στο ξάγναντο
η Ελλάδα φως, του ηλιού θωριά,
θεός, λαός η κλεφτουριά
λαμπάδιασε ο κάμπος αντρειοσύνη.
Κι εμπρός ο μύθος Έλληνας εσύ,
Θανάση Διάκο, σταυραϊτός και καβαλάρης
του Λυτρωμού πρωτάγγελος,
αστροπελέκι η λευτεριά
στον ουρανό η παλληκαριά,
ο ακριβογιός του θρύλου και της χάρης.
Μέσ’ στου μοναστηριού την ερημιά
στο πνεύμα γύρεψες ζωή, στο ράσο μοίρα.
Χιλιάκτινο το φωτοστέφανο.
Μα αρχάγγελος και συ, μιαν αυγή
σ’ άγιου καιρόν την προσταγή
μέθυσες, γεύτηκες του αιμάτου την αρμύρα.
Πολλές του σκλάβου οι όχεντρες πληγές,
τύραννοι, γύφτοι, χρυσικοί του αλλάζουν όψη.
Απ’ τ’ άρματα σου Ανάσταση.
Μήνυμα η κάθε τους βροντή
και ξαστεριάς αναλαμπή,
της σπάθας σου, βαριά όθε πέφτει η κόψη.
Προφήτη της φυλής, τραγουδιστή,
στοιχειό κι αγγόνι του στοιχειού του Γεροδήμου
πάνω σε γης αντρόκορμη
πάλεψες δράκος με θεριά
και στοίχειωσες τη λευτεριά.
Ψαλμό και θούριο δέξου την ωδή μου.
Στη μαρμαρένια βρύση του καιρού
αντάμωσες ξωθιά τη δίσεχτη ώρα.
Του Απριλομάη το φίλημα
πήρες της νιότης το στερνό
στης Αλαμάνας το στενό
και σ’ έστεψεν η δόξα δαφνοφόρα.
Στο ματωμένο χέρι το σπαθί
χιλιοτσακιέται, ω των Ελλήνων παλληκάρι.
Ενός λαού σε κλαίει η αδούλωτη
καρδιά, χωρίς παρηγοριά...
τώρα που ανθίζουν τα κλαριά
και ξαναβγάζει η μαύρη γης χορτάρι.
Ο Δημήτρης Σιατόπουλος γεννήθηκε στη Φωκίδα αλλά έζησε στην Αθήνα. Συγγραφέας, κριτικός και νομικός. Σπούδασε νομικά και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολουθώντας ταυτόχρονα τον σπουδαστικό κύκλο της φιλολογίας με ειδίκευση στη μελέτη του θεάτρου. Έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1940 και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Έγραψε ποιητικά έργα, δοκίμια, κριτικές, μεταφράσεις και μελέτες. Συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά. Εργάστηκε επίσης στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση με επιμορφωτικές και λογοτεχνικές παραγωγές. Υπήρξε πρωτεργάτης στην ίδρυση της Ελληνικής Περιηγητικής Λέσχης και της καθιέρωσης του Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.