Ασυνήθιστη κίνηση εκείνο το πρωινό της εικοστής Οκτωβρίου, στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα, στο σπιτικό του Μπάρμπα Κώστα ή Κώτσιου όπως ήταν πιο γνωστός στον μικρό εξωχώριο αγροτικό διάσπαρτο οικισμό στην κοιλάδα του Μόρνου με τα όμορφα και γόνιμα παρόχθια αγροκτήματα .
Στα παλιότερα χρόνια οι άνθρωποι είχαν μια καλύτερη, συνήθως βιωματική, αντίληψη για την φύση και τους κινδύνους και με περισσή φροντίδα επέλεγαν να κτίζουν τα χωριά τους σε μέρη με το κατάλληλο κλίμα .
Οι κάμποι και οι παραποτάμιες τοποθεσίες με τις έντονες υγρασίες και τους πάγους, τα έλη με τα κουνούπια και τις θανατηφόρες ελονοσίες δεν ήσαν ιδανικοί τόποι για μόνιμη διαμονή .
Έκτιζαν τα σπίτια τους σε κατάλληλα ημιορεινά και ορεινά μέρη και πηγαινοερχόντουσαν στους κάμπους για τις καθημερινές εργασίες .
Έτσι και εδώ, στην κοιλάδα του Μόρνου, σχεδόν όλα τα χωριά ήσαν κτισμένα στα ψηλά, πέριξ της κοιλάδας, σε μέρη που ήσαν καλά προφυλαγμένα και με πιο υγιεινό κλίμα .
Το καθημερινό πήγαινε έλα, οπωσδήποτε βασανιστικό και σίγουρα χάσιμο χρόνου, ανάγκαζε πολλούς να κτίζουν και στους αγρούς τους πρόχειρα καταλύματα και σε κάποιες περιόδους, κυρίως το καλοκαίρι έμεναν εδώ σχεδόν μόνιμα .
Μια τέτοια περίπτωση ήταν και του μπάρμπα Κώτσιου που καμία τριανταπενταριά χρόνια πριν όταν γύρισε από την Αμερική αγόρασε μια μεγάλη έκταση και άρχισε να την καλλιεργεί. Έκτισε δε στην αρχή ένα μικρό υπόστεγο που σιγά σιγά μετεξελίχθηκε σε ένα ολοκληρωμένο αγροτόσπιτο – σε ένα πλήρες μόνιμο νοικοκυριό .
Ο μπάρμπα Κώτσιος, με πατημένα τα εβδομήντα, δούλεψε σκληρά στην Αμερική σχεδόν είκοσι χρόνια ανοίγοντας δρόμους και σύριγγες στα γρανιτώδη όρη και απλώνοντας σιδηροτροχιές στην Μινεσότα. Στην μακρόχρονη παραμονή του στα ξένα μόνο δυο φορές έκανε το ταξίδι της επιστροφής, μια -μόνιμα- λίγο πριν το κραχ του είκοσι εννιά και αρκετά χρόνια παλιότερα για να πολεμήσει στους βαλκανικούς πολέμους.
Ήταν ένας πράος και καλοκάγαθος άνθρωπος με χαλύβδινη θέληση και υπομονή και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους συγχωριανούς του για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του και την σοφία του.
Η μακρόχρονη παραμονή του στην Αμερική, πέρα από την καλή γνώση των εγγλέζικων, του πρόσφερε επίσης πλούσια εμπειρία και πρωτόγνωρες γνώσεις από τον Νέο Κόσμο που σαφώς έλλειπαν από την μικρή και απομονωμένη κοινωνία της ορεινής Δωρίδας .
Ο μπάρμπα Κώτσιος ήταν πολύ καλός αφηγητής και με υπερηφάνεια διηγείτο πάμπολλες φορές την συμμετοχή του στη πολιορκία των Ιωαννίνων, τη πτώση του Μπιζανίου και την είσοδο του στα Γιάννενα με το στρατιωτικό σώμα που συνόδευε τον διάδοχο Κωνσταντίνο.
Είχε αποκτήσει έξι παιδιά, τεσσάρα από τον πρώτο του γάμο και δυο από τον δεύτερο είχε χάσει τις δυο κόρες του και τη πρώτη γυναίκα του από αρρώστιες, που σήμερα θα θεραπευόντουσαν πανεύκολα. Ο Κωνσταντίνος Δ.Μπερτσιάς σε ηλικία 80 ετών στην αυλή του σπιτιού του ετοιμάζεται να πάει στο πανηγύρι της Αϊμονής στις 23 Αυγούστου |
Αυτό το πρωινό φαίνεται να είναι πολύ σημαντικό για τον μπάρμπα Κώστα. Η νύφη του η Ευθυμία γυναίκα του μικρού γιου του, του Γιώργου, θα έφερνε στο κόσμο μια καινούργια ζωή. Ο Γιώργος ήταν το στερνοπούλι του, ήταν δε και ο μόνος που έμεινε μαζί του μια και οι υπόλοιποι τρεις γιοί του είχαν διαλέξει από χρόνια τον δρόμο της ξενιτιάς.
Ο Δημήτρης και ο Θεμιστοκλής από τον πρώτο του γάμο είχαν μετακομίσει πριν από τον πόλεμο στην Αθήνα όπου επαγγελματικά είχαν αποκατασταθεί και είχαν στήσει τις δικές τους οικογένειες.
Ο Σπύρος από το δεύτερο γάμο είχε εδώ και τέσσερα χρόνια μετακομίσει και αυτός στην Αθήνα όπου δούλευε και μάθανε την τέχνη του μηχανικού αυτοκινήτων σε στρατιωτικό εργοστάσιο .
Τα εργατικά χέρια που είχε η οικογένεια του μπάρμπα Κώστα και που μπορούσαν να βοηθήσουν στις αγροκτηνοτροφικές εργασίες λιγόστευαν και έπρεπε επειγόντως να ενισχυθούν.
Την λύση την έδωσε ο γάμος του νεαρού Γιώργου, μόλις 19 χρόνων, με την Ευθυμία, δυο χρόνια μεγαλύτερη του που ήταν μια από τις πιο αξιότερες κοπέλες του χωριού.
Πριν δέκα μήνες η Ευθυμία ήλθε νύφη σε αυτό το σπίτι και σήμερα ετοιμάζεται να φέρει το πρώτο παιδί. Μεγάλο γεγονός τα γεννητούρια σε ένα νιόπαντρο ζευγάρι. Έφθανε η στιγμή της ολοκλήρωσης του γάμου, η ευχή για «καλούς απογόνους» έπιανε τόπο. Έχουν έλθει να της συμπαρασταθούν και οι λίγες γυναίκες που ζουν στα πέντε -έξι σπίτια που είναι διάσπαρτα στα παρακείμενα αγροκτήματα σε μια ακτίνα τριών-τεσσάρων χιλιομέτρων .
Ευθυμία έχει αρχίσει να πονά ενώ δίπλα η μάνα της και η πεθερά της την ενθαρρύνουν και την στηρίζουν ψυχολογικά, «σιώπα κορούλα μου, κουράγιο καλή μου, όλα θα τελειώσουν καλά» ακούγονται όλα γλύκα οι κουβέντες τους, βάλσαμο για την νεαρή ετοιμόγεννη .
Το σπίτι της οικογένειας Κ.Δ. ΜΠΕΡΤΣΙΑ στην θέση Μαρμαράκι, σήμερα στο βυθό της λίμνης Μόρνου |
Καλή ξελευτεριά ακούγεται και ξανακούγεται στο μικρό δωματιάκι .
Η Ευθυμία καλοκαμωμένη γυναίκα, συνεσταλμένη με τόσους ανθρώπους γύρω της, συγκρατούσε όσο μπορούσε τους λυγμούς και τα φωνητά αλλά κάποιες στιγμές δεν άντεχε και ξεφώνιζε.
Ο Γιώργος, ο άνδρας της, όπως και οι υπόλοιποι άνδρες περίμεναν με αγωνία έξω στο μπαλκόνι και ξαφνικά ακούγεται ο μπάρμπα Κώστας να φωνάζει με στεντόρεια φωνή, «έρχεται».
Όλοι κοιτάζουν στον απέναντι λοφίσκο, στο μονοπάτι που ερχόταν από το χωριό, διακρίνεται καθαρά ένα μουλάρι και η μορφή της Γαλάτως, η πρακτική μαμμή που είναι καβάλα στο ζώο που του φωνάζει επιτακτικά να πάει πιο γρήγορα.
Σε λίγα λεπτά η μαμμή ξεπεζεύει και ανεβαίνει γρήγορα τα σκαλιά και μπαίνοντας στην πόρτα αφήνει να συρθεί η ζώνη της! Ήταν το γούρι, «έτσι να σύρει το μωρό και να βγει εύκολα».
Φτάνει κοντά στην Ευθυμία και πριν την μιλήσει βάζει στο στόμα της νερό, που της προσφέρει η κυρά Βασιλική, η μάνα της επίτοκης, και μετά το ρίχνει ανάμεσα στα στήθια της ετοιμόγεννης και λέει την ευχή, «όπως τρέχει το νερό έτσι να κατέβει το παιδί».
Μετά χαϊδεύει την Ευθυμία και της εύχεται καλή λευτεριά και αρχίζει την εξέταση, την κοίταξε από εδώ, την ψηλάφισε από εκεί και όλα καλά ήταν η γνωμάτευση .
Η ώρα περνούσε βασανιστικά για όλους, οι πόνοι δυνάμωναν και η Γαλάτω βοηθούσε με τα λόγια και τα χέρια της την Ευθυμία. Η μαμμή ήταν μεν πρακτική αλλά οι γνώσεις που είχε αποκτήσεις από τις δεκάδες γεννήσεις της έδινε την αυτοπεποίθηση και το αέρα να λειτουργεί αποτελεσματικά και να την εμπιστεύονται απόλυτα οι ετοιμόγεννες .
Οι πόνοι έφτασαν στην κορύφωση και με την χρηστική βοήθεια της Γαλάτως η Ευθυμία λευτερώθηκε και γέννησε έναν πραγματικό παίδαρο.
Οι άλλες γυναίκες ανέλαβαν να φροντίσουν την λεχώνα, η μαμμή άρχισε να φροντίζει το μωρό και ακούστηκαν και τα πρώτα κλάματα προς μεγάλη ανακούφιση όλων.
Τότε μπαίνει στο δωμάτιο ευθυτενής και κοτσονάτος ο μπάρμπα Κώστας και φωνάζει δυνατά στην γυναίκα του: «Μαρία φέρε το ταψί και το κουτί με την ζάχαρη».
Λάμποντας από χαρά και ευχαρίστηση παίρνει προσεκτικά το μωρό και το βάζει στο σιδερένιο ταψί φωνάζοντας δυνατά: «να γίνεις δυνατός σαν το σίδηρο» και ταυτόχρονα με ένα μικρό κουταλάκι του βάζει ζάχαρη στο στόμα και συνεχίζει την ευχή: «και γλυκός σαν την ζάχαρη».
πόνημα δημιουργικής γραφής.
Κ.Γ.Μπερτσιάς
Ιουνιος 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.