Ταλαντεύονταν
καθισμένος στην αυτοσχέδια αιώρα
που σκάρωσε ο θείος Γιάννης
στο γεροπλάτανο του Γιαννακόπουλου
στη κορφή στο χωριό
μια ταλάντωση στον χρόνο και τον έρμο τόπο
καθισμένος στην αυτοσχέδια αιώρα
που σκάρωσε ο θείος Γιάννης
στο γεροπλάτανο του Γιαννακόπουλου
στη κορφή στο χωριό
μια ταλάντωση στον χρόνο και τον έρμο τόπο
Φτωχός σαν χώμα της ερήμου
μ ένα παπούτσι τρύπιο στο ένα πόδι
το άλλο του πόδι γυμνό
Αιωρείτο -παιδάκι-
αγγελάκι σωστό στην πάχνα
στην αιθάλη
στο υγρό πρωινό
αγνάντευε το χωριό κάτω
ένιωθε την απουσία
Νοσταλγούσε μιαν αγκαλιά
ορφανός από χρόνια
Κοίταγε ψηλά
τρύπαγε με το βλέμμα του
τη φυλλωσιά του γεροπλάτανου
αποζητούσε ένα βλέμμα θεϊκό
μιαν υπόσχεση για το επόμενο πρωί
ή την επόμενη Άνοιξη
Μόνο από κείνον περίμενε
ο πατέρας του ντύθηκε στο χακί
πριν γεννηθεί ο Κωσταντής ο αδελφός του
πήγε στο μέτωπο χάθηκε
δεν γύρισε πίσω
Τον θυμόταν αχνά
σαν αγιογραφία
σαν σκίτσο
σαν αγέρα
ειδικά σαν αγέρα κάθε που φύσαγε
Συνέχισε να ταλαντεύεται
σε κείνη την κούνια
έπιασε να σουρουπώνει
τον έψαχνε η μάνα του σ όλο το χωριό
άκουγε τις φωνές της όλη μέρα να τον ψάχνει
μα εκείνος χαμένος
χάραζε τις δικές του μαγευτικές διαδρομές
τα ταξίδια του
πολύτιμη ανταμοιβή στην ορφάνια του
Τάϊζε τη μέρα με την καρδιά του
με τα φανταστικά καλούδια του νου
Έκαμε τους ήχους μουσικές και χρώματα
άλλαζε τα ντεκόρ με μαεστρία
αυτοσχέδια σενάρια
σκηνοθέτης και σκηνογράφος ζηλευτός
έπαιζε ο ίδιος όλους τους ρόλους
γέλαγε με τα αστεία του
έκλαιγε με αληθοφάνεια
στις θλιμένες στιγμές
Τούτοι οι αυτοσχεδιασμοί απλώνονταν απ τα Βαρδούσια
και ραχούλα τη ραχούλα έφταναν
και βρέχονταν στ' ακρογιάλια του Πατραϊκού
στυλώνονταν με την αρμύρα
κι επέστρεφαν χορτασμένοι
πίσω στον δημιουργό τους
Αποσταμένος εκείνος έπεφτε
το βράδυ σε ύπνο γλυκό βαθύ
λυτρωτικό
συνέχιζε τα ταξίδια του
στων ονείρων του τις ρότες
'Ανδρέας Δαβουρλής, 15 ιαν 2020
Από ανέκδοτη συλλογή "Ψίθυροι της Πατρίδας"
~γραφή πρσκύνημα στην γενέθλια γη της Μητέρας μου το Ζωριάνο Φωκίδος~
μ ένα παπούτσι τρύπιο στο ένα πόδι
το άλλο του πόδι γυμνό
Αιωρείτο -παιδάκι-
αγγελάκι σωστό στην πάχνα
στην αιθάλη
στο υγρό πρωινό
αγνάντευε το χωριό κάτω
ένιωθε την απουσία
Νοσταλγούσε μιαν αγκαλιά
ορφανός από χρόνια
Κοίταγε ψηλά
τρύπαγε με το βλέμμα του
τη φυλλωσιά του γεροπλάτανου
αποζητούσε ένα βλέμμα θεϊκό
μιαν υπόσχεση για το επόμενο πρωί
ή την επόμενη Άνοιξη
το γέρικο πλατάνι στο Ζωριάνο |
ο πατέρας του ντύθηκε στο χακί
πριν γεννηθεί ο Κωσταντής ο αδελφός του
πήγε στο μέτωπο χάθηκε
δεν γύρισε πίσω
Τον θυμόταν αχνά
σαν αγιογραφία
σαν σκίτσο
σαν αγέρα
ειδικά σαν αγέρα κάθε που φύσαγε
Συνέχισε να ταλαντεύεται
σε κείνη την κούνια
έπιασε να σουρουπώνει
τον έψαχνε η μάνα του σ όλο το χωριό
άκουγε τις φωνές της όλη μέρα να τον ψάχνει
μα εκείνος χαμένος
χάραζε τις δικές του μαγευτικές διαδρομές
τα ταξίδια του
πολύτιμη ανταμοιβή στην ορφάνια του
Τάϊζε τη μέρα με την καρδιά του
με τα φανταστικά καλούδια του νου
Έκαμε τους ήχους μουσικές και χρώματα
άλλαζε τα ντεκόρ με μαεστρία
αυτοσχέδια σενάρια
σκηνοθέτης και σκηνογράφος ζηλευτός
έπαιζε ο ίδιος όλους τους ρόλους
γέλαγε με τα αστεία του
έκλαιγε με αληθοφάνεια
στις θλιμένες στιγμές
Τούτοι οι αυτοσχεδιασμοί απλώνονταν απ τα Βαρδούσια
και ραχούλα τη ραχούλα έφταναν
και βρέχονταν στ' ακρογιάλια του Πατραϊκού
στυλώνονταν με την αρμύρα
κι επέστρεφαν χορτασμένοι
πίσω στον δημιουργό τους
Αποσταμένος εκείνος έπεφτε
το βράδυ σε ύπνο γλυκό βαθύ
λυτρωτικό
συνέχιζε τα ταξίδια του
στων ονείρων του τις ρότες
'Ανδρέας Δαβουρλής, 15 ιαν 2020
Από ανέκδοτη συλλογή "Ψίθυροι της Πατρίδας"
~γραφή πρσκύνημα στην γενέθλια γη της Μητέρας μου το Ζωριάνο Φωκίδος~
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.