απόσπασμα από το προς έκδοση βιβλίο με τίτλο:
''ΘΑΜΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ , ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ''
του Κ. Γ. ΜΠΕΡΤΣΙΑ με καταγωγή από τον Κόκκινο
Παρόλο που δεν είχα κοιμηθεί καλά ξύπνησα αρκετά πρωί και βγήκα στην αυλή, ο παππούς ήταν και αυτός ξύπνιος, φορούσε την ποιμενική του φορεσιά και με την μαγκούρα στο χέρι, κοίταζε ψηλά προς το βουνό. Ο σκύλος του, ένα γηραλέο μαυρόασπρο ποιμενικό, έκανε κύκλους γύρω του, κουνώντας την ουρά του σαν να περίμενε κάποιο πρόσταγμα.
-Καλημέρα παππού τι κανείς πρωί πρωί εδώ στην αυλή ;
-Τι να κάνω παιδάκι μου, μαύρα και άραχνα.. τέτοια ώρα έπρεπε να είμαι στις λάκες πάνω από τον λόγγο και να βοσκώ το κοπάδι. Αλλά βλέπεις αυτή η λίμνη, μας αναστάτωσε τη ζωή μας.
Ο πατέρας σου άκουσες τι είπε χθες το βράδυ; να τα μαζεύουμε και να φεύγουμε. Να φεύγουμε, από που; Εγώ έκανα είκοσι χρόνια στην Αμερική, δούλεψα σκληρά και όταν γύρισα με τις οικονομίες μου αγόρασα εδώ αυτά τα χωράφια και δεν προτίμησα να αγοράσω στην Αθήνα, όπως μου έλεγε ο ξάδελφος μου, όταν στο ταξίδι της επιστροφής με φιλοξένησε για μια βραδιά στο καφενείο του, εκεί στην πλατεία Κολωνακίου.
Εδώ έφτιαξα το σπίτι μου, δούλεψα σκληρά, περάσαμε πολέμους, κακουχίες, αντιμετωπίσαμε πείνα και φτώχεια, μεγάλωσα τα παιδιά μου, εδώ ο Θεός μου πήρε τις δυο κόρες μου, την Βασιλική και την Χρυσαφούλα, και εδώ έθαψα και τις δυο γυναίκες μου, την πρώτη μου, την Μαρία το 28 και πέρυσι την Μαριγούλα την γιαγιά σου.
Είμαι γέρος άνθρωπος, έχω μπει στα ογδόντα έξι, αφήστε με να πεθάνω στο τόπο μου, τι να κάνω εγώ στην Αθήνα;
Ο πατέρας σου, άρον άρον, πήγε και πούλησε και τα λιγοστά πρόβατα που μου είχαν απομείνει και έτσι εδώ και καιρό γυρνώ σαν την άδικη κατάρα παιδί μου ..ξυπνώ χαράματα,παίρνω το σκύλο και περπατάμε μέχρι τον λόγγο, μερικές φορές σαλαγάω και το ανύπαρκτο κοπάδι ... σήμερα δεν είχα όρεξη και έμενα εδώ.
-Παππού δίκιο έχεις αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή πρέπει να είμαστε όλοι μαζί και η καλύτερη λύση είναι η Αθήνα, έχουμε σπίτι εκεί,εμείς τα παιδιά μπορούμε να σπουδάσουμε και ο πατέρας μπορεί να βρει δουλειά. Εσύ θα έχεις κοντά όλα τα παιδιά σου,είναι καλό για όλους μας, μην στενοχωριέσαι ..
Ο παππούς δεν απάντησε, ήταν φανερό ότι η λογική δεν μπορούσε να συμβαδίσει με την συναισθηματική κατάσταση ενός ανθρώπου τόσο δεμένου με τον τόπο και τα υπάρχοντα του και τις συνήθειες δεκαετιών.
Η πρωινή κουβέντα με τον παππού επιβάρυνε και την δικό μου συναισθηματισμό, σκεπτόμουν την ψυχολογία, το δράμα των ξεριζωμένων ανθρώπων, ανθρώπων που εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους για να γλυτώσουν τα δεινά του πολέμου ή τους αναγκάζουν για θρησκευτικούς και εθνοτικούς λόγους να απομακρυνθούν από τις πατρίδες τους. Ο νους μου πήγε σου δικούς μας πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής.
Όταν το καλοσκέφτηκα διαπίστωσα ότι υπήρχε μια σημαντική διαφορά: και ο πιο κατατρεγμένος πρόσφυγας έχει μέσα του μια άσβεστη ελπίδα ότι κάποτε τα πράγματα μπορεί να φτιάξουν, οι συνθήκες να αλλάξουν και η επιστροφή στον τόπο του φάνταζε πιθανή. Στην δίκη μας περίπτωση αυτή η ελπίδα δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει, γιατί δεν θα υπήρχε ο τόπος μας, θα καταστρεφόταν από τα μηχανήματα που είχαν εισβάλει στην κοιλάδα και στο τέλος θα πνιγόταν από τις χιλιάδες τόνους νερού.
Με την κουβέντα με τον παππού είχα ξεχάσει γιατί σηκώθηκα τόσο νωρίς. Από την ώρα που επέστρεψα και μάλιστα μετά την απόφαση του πατέρα για μετακόμιση στην Αθήνα μπήκε στο μυαλό μου το σχέδιο επίσκεψης των πιο αγαπημένων μου τόπων. Να ζήσω και να αποτυπώσω βαθιά στη μνήμη μου τις αγαπημένες μου τοποθεσίες και να ξανά ζωντανέψω γεγονότα που έχουν ξεχωρίσει και έχουν για κάποιο λόγο χαραχθεί, σαν σημαντικά, στην μνήμη μου στα δεκαοχτώ χρόνια που έζησα σε αυτό τον τόπο.
Τώρα μάλιστα είχα και ένα μεγάλο όπλο, σημαντικό βοηθό, την καινούργια φωτογραφική μηχανή. Χωρίς να έχω προφτάσει να εμβαθύνω πάνω στην φωτογραφική τέχνη, μάλλον ασυνείδητα εξέλαβα την φωτογραφία σαν ένα εργαλείο που αιχμαλωτίζει το χρόνο και η απαθανάτιση σώζει από τον θάνατο ό,τι το σκόπευτρο της μηχανής παγιδεύει σαν πόζα.
Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω ό,τι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, όταν απαθανατίζουμε κάτι, βασικά σταματάμε τον χρόνο που αυτό σημαίνει θάνατος. Γιατί τι άλλο είναι ο θάνατος από το σταμάτημα του χρόνου;
Είχα καταστρώσει με λεπτομέρεια το σχέδιο μου για τις τέσσερις μέρες που είχαν απομείνει. Το μόνο πρόβλημα μου ήταν ότι είχα μόνο τρία φιλμ με ένα σύνολο 108 στάσεων και ήταν φανερό ότι έπρεπε να κάνω επιλογές, το τι θα αποτυπώσω φωτογραφικά και τι θα χαράξω ανεξίτηλα στην μνήμη μου, δύσκολο έργο σίγουρα ...
Σήμερα θα έκανα το τελευταίο μου μπάνιο στα κρύα νερά του Μόρνου ακριβώς κάτω από τις γέφυρες στο Στενό. Ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμη και ετοιμαζόμουν να φύγω όταν ακούω πίσω τον αδελφό μου,
-Που πας; θα έλθω και εγώ .
-Για μπάνιο στο Στενό, έλα πάμε γρήγορα.
Φύγαμε ανατολικά ακολουθώντας το καλοδιατηρημένο μονοπάτι που ήταν στην άκρη των κτημάτων μας και που παλιά, πριν γίνει ο δημόσιος δρόμος, ήταν η κύρια αρτηρία που ένωνε τα χωριά της δυτικής κεντρικής Δωρίδας με την πρωτεύουσα της επαρχίας, το Λιδωρίκι. Μέχρι και τώρα πεζοί και υποζύγια χρησιμοποιούσαν αυτόν τον δρόμο ως τον πιο σύντομο, εφόσον βέβαια μπορούσαν να διαβούν τον Κόκκινο,παραπόταμο του Μόρνου.
Δεν προλάβαμε να απομακρυνθούμε αρκετά και οι φωνές της μάνας μας καλούσε να γυρίσουμε νωρίς γιατί έπρεπε να την βοηθήσουμε στις προετοιμασίες για την μετακόμιση.
Φθάσαμε πριν ο ήλιος ανατείλει από την κορυφή της Γκιώνας, αν και ο ήλιος εδώ, θα φαινόταν πολύ αργότερα, μια και τα ψηλά βράχια και από τις δυο πλευρές σχημάτιζαν μια φυσική κουρτίνα που άφηναν τις πρώτες ηλιαχτίδες να αρχίσουν να ζεσταίνουν τα κρύα νερά του ποταμού μετά τις 10 και αργά μετά το μεσημέρι θα έλουζαν ολόκληρη την βραχοσχισμή και τα καθαρά κρύα νερά του Μόρνου.
Η τοποθεσία τοπόσημο για την περιοχή, ήταν εντυπωσιακή , από την μια πλευρά ο πυραμοειδής λόφος, που ήταν η νότια απόληξη των Βαρδουσίων, ενός από τα ψηλότερα βουνά της Ελλάδος και από την άλλη πλευρά, την νότια, το έντονα βραχώδες τελείωμα μιας μακρόστενης βουνοσειράς της Στόχοβας και του Πύρνου.
Φαίνεται ότι εκατομμύρια χρόνια πριν οι δυο βουνοσειρές αποτελούσαν ένα ενιαίο συμπαγές σύνολο και κάποιος μεγάλος σεισμός δημιούργησε αυτή την μεγάλη, σχεδόν κατακόρυφη σχισμή και άφησε ελεύθερη την πορεία του Μέγα ποταμιού ή Δαφνούς ή Ύλαιθου όπως ήταν οι παλιότερες ονομασίες του Μόρνου.
Σε αυτό το πανέμορφο γεωλογικό ανάγλυφο πολλά χρόνια πριν κάποιοι τεχνίτες, επιδέξιοι μαστόροι της πέτρας, ήλθαν και έβαλαν την δική τους πινελιά . Έκτισαν έναν αριστούργημα, ένα μονότοξο γεφύρι με στέρεες βάσεις και με όμορφα σκαλοπάτια στο τόξο, που ανεβοκατέβαιναν με άνεση και ασφάλεια άνθρωποι και ζώα για εκατοντάδες χρόνια.
Νεότεροι τεχνίτες, με την δική τους μαστοριά, ήλθαν και πρόσθεσαν αρμονικά δίπλα του προς την πλευρά του Βελουχιού μια τσιμεντένια γέφυρα για να διαβαίνουν και τα αυτοκίνητα του επαρχιακού δρόμου που ένωνε την Ναύπακτο με το Λιδορίκι και την Άμφισσα .
Για να δυσχεράνουν την αποχώρηση των Γερμανών το 1944, οι Εγγλέζοι ανατίναξαν, ευτυχώς, μόνο την τσιμεντένια γέφυρα. Ο ελληνικός στρατός λίγο αργότερα συναρμολόγησε στην θέση της μια σιδερένια στρατιωτική γέφυρα Μπέιλι.
Προσωπικά μου άρεσε αυτή η γέφυρα και τρελαινόμουν να ακούω τους παράξενους συριγμούς, που προκαλούσαν κυρίως οι χονδροί ξύλινοι δοκοί που κάλυπταν το πάτωμα της γέφυρας , όταν περνούσε κανένα από τα λιγοστά αυτοκίνητα που την διέσχιζαν . Μου άρεσε επίσης να προσπαθούμε να εφαρμόσουμε στη πράξη την θεωρία της ταλάντωσης και του συντονισμού που είχαμε διδαχθεί στη φυσική. Όταν είμασταν μεγάλη παρέα, στοιχιζόμασταν σε στυλ παρέλασης και με συντονισμένο βηματισμό πιστεύαμε ότι θα γκρεμίζαμε την γέφυρα .. Δεν τα καταφέραμε και έτσι έπεσε ο πρώτος σπόρος της αμφισβήτησης θεωριών και δοξασιών, που πολύ με βοήθησε γενικά στην ζωή μου ..
Στην γέφυρα αυτή της είχα δώσει και κάποιες μυθικές διαστάσεις γιατί είχα ακούσει από κάποιο παλιό αξιωματικό του Μηχανικού ότι ο Ο Στρατάρχης Μοντγκόμερυ, Διοικητής των Βρετανικών δυνάμεων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε δηλώσει πως «Χωρίς τη γέφυρα Μπέιλι, δεν θα είχαμε κερδίσει τον πόλεμο» και εμείς είχαμε στον τόπο μας μια τέτοια γέφυρα !!
Μια μεγάλη φυσική λεκάνη είχε σχηματιστεί ακριβώς κάτω από τις γέφυρες και προς την πλευρά του δρόμου που οδηγεί στο Βελούχι ένα πανέμορφο χωριό που βρίσκεται δυο χιλιόμετρα πιο πάνω ακριβώς κάτω από τις πηγές του ποταμιού .
Σε αυτή την λεκάνη κολυμπούσαμε συχνά τα καλοκαίρια παρόλο που τα νερά ήταν πολύ κρύα, το μπάνιο σε αυτό μέρος ήταν τολμηρή και θαρραλέα πράξη για μας τους νεαρούς . Υπήρχε μάλιστα ένας άτυπος ανταγωνισμός μεταξύ μας για το ποιος θα έκανε πρώτος το πρωινό μπάνιο του.
Σήμερα είμαι εδώ με τον αδελφό μου και θα ήταν το τελευταίο μας μπάνιο, βουτάμε στο ποτάμι πηδώντας από τον ψηλό τοίχο αντιστήριξης του δρόμου, ένιωσα ένα έντονο ρίγος και ένα μούδιασμα σε όλο μου το σώμα και τα σαγόνια να τρέμουν, σήμερα ένιωσα ότι δεν άντεχα το κρύο νερό, δεν είχα το ανάλογο ψυχικό σθένος, βγήκα γρήγορα στην απέναντι όχθη με το Νίκο να με πειράζει για την λιποψυχία μου. Μπορεί να ήταν και έτσι, η ψυχική διάθεση σε ανεβάζει ψηλά ή σε κατεβάζει στα τάρταρα ...και εγώ σήμερα ήμουν στα κάτω.
Άρχισα να τρέχω και να κάνω ασκήσεις σουηδικής γυμναστικής για να συνέλθω ενώ ο Νίκος συνέχιζε να κολύμπα . Όταν αισθάνθηκα καλύτερα πήρα την φωτογραφική μηχανή και τράβηξα μερικές φωτογραφίες. Σε λίγο ακούγονται παράξενοι ήχοι που μοιάζουν με κροτάλισμα και τρίξιμο της γέφυρας, κοιτάζω ψηλά, πάνω προς την γέφυρα και αντικρίζω το λεωφορείο του ΚΤΕΛ που πήγαινε προς το Λιδωρίκι . Το θέαμα είναι υπέροχο, η σκουροπράσινη σιδερόφραχτη γέφυρα, ο μπλε όγκος του λεωφορείου και πιο ψηλά οι μυτερές γκριζοκαφετίζουσες άκρες των βράχων και από δίπλα ένα γκρίζο πέτρινο τόξο με το χαρακτηριστικό πράσινο γείσο από αναρριχώμενο κισσό, συνθέτουν μια απαράμιλλη εικόνα, απολάμβανα εκστασιασμένος.. Δεν είχα ακόμη εκπαιδευτεί να λειτουργώ φωτογραφικά και το δάχτυλο μου δεν πάτησε το κλείστρο της μηχανής . Μόλις χρεώθηκα την πρώτη μου φωτογραφική αποτυχία, το θέμα το χάσαμε, το πουλάκι πέταξε όπως θα έλεγε ένας έμπειρος φωτογράφος ...
Όμως ο νους μπορεί να μην έδωσε την εντολή για το κλικ αλλά κατέγραψε καθαρά και ανεξίτηλα, τόσο καλά αυτή την στιγμή, που πιστεύω πως καμία φωτογραφία δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει ...
Είχε βγει και ο Νίκος από το νερό όταν ήλθε και ο φίλος μας ο Κώστας ο γιος του μπάρμπα Μήτσου που είχε το Χάνι στην γέφυρα του Κόκκινου, δυο χιλιόμετρα απ´εδώ. Βούτηξε και αυτός στα κρύα νερά, εγώ χάζευα δυο μικρές πέστροφες που κολυμπούσαν κόντρα στο ρεύμα των νερών. Οι πέστροφες είναι πανέμορφα ψάρια, έχουν μαύρα στίγματα στη ράχη και πράσινο κόκκινα στα πλευρά, τα οποία περικλείονται από ένα λευκό ή ελαφρώς χρωματιστό δαχτυλίδι. Οι πέστροφες ζούσαν κοντά τις πηγές του ποταμού, δηλαδή από το Βελούχι μέχρις εδώ, γιατί προτιμούν νερά κρύα και με πολύ οξυγόνο . Το ποτάμι από το Στενό και προς τα κάτω πλαταίνει και τα νερά του γίνονται αρκετά θερμά.
Αφού βγήκε και ο Κώστας από το νερό, τους πρότεινα να πάμε μια βόλτα μέχρι το Βελούχι, ήταν για μένα το ομορφότερο χωριό της περιοχής και ήθελα αν έχω μια τελευταία οπτική γεύση.
Πήραμε τον μικρό αμαξιτό δρόμο, που μια πλευρά του ακουμπούσε σχεδόν στην κοίτη του ποταμού για περίπου πεντακόσια μέτρα και η άλλη πλευρά ήταν τα πλαγιαστά προς τον δρόμο βράχια που σε κάποια σημεία είχαν κοπεί για να χαραχθεί το οδόστρωμα, δεν πιστεύω πως το κομμάτι αυτό του δρόμου το έβλεπε ποτέ ο ήλιος .
Μετά ο δρόμος έφευγε αριστερά απομακρυνόμενος από το ποτάμι, από το σημείο αυτό αντίκριζες μια πανύψηλη βουνοπλαγιά που στην κορφή φαινόντουσαν κάποια δένδρα και στην βάση είναι οι πηγές του ποταμιού. Ακριβώς από κάτω ήταν κτισμένο το χωριό, στα αριστερά και στα δεξιά μιας μεγάλης ρεματιάς, που αποτελούσε την κοίτη των υδάτων της πηγής που προσπαθούσαν σιγά σιγά να μετατραπούν σε ποτάμι .
Το χωριό ήταν κατάφυτο κυρίως με κερασιές, καρυδιές και δαμασκηνιές και λεύκες, από τις αυλές όλων των σπιτιών περνούσε κανάλι με την μορφή μικρού ρυακιού που έτρεχε μονίμως νερό και με το όποιο πότιζαν οι ευτυχείς κάτοικοι τα περιβόλια τους .
Μπαίνοντας στο χωριό συναντήσαμε έναν μεγάλο νερόμυλο με ένα μεγάλο πλάτανο στην αυλή και δίπλα του μια νεροτριβή ή όπως την έλεγαν οι ντόπιοι, ντριστίλα. Εδώ έφερναν τα μάλλινα, που έφτιαχναν στους αργαλειούς, για να μαλακώσουν στη δίνη του περιστρεφόμενου νερού που ερχόταν με ορμή από ψηλότερα. Καθίσαμε στην αυλή του μύλου και αμέσως ο μυλωνάς άρχισε την ανάκριση από που είμαστε, τίνος είμαστε και τι θέλουμε στο χωριό.
Περάσαμε επιτυχώς την εξέταση και μάλιστα ήθελε να μας κεράσει και λουκούμι από ένα τρισάθλιο κουτί, που είχε ακουμπισμένο σε μια αραχνιασμένη εγκοπή του τοίχου.
Αρνηθήκαμε την προσφορά και συνεχίσαμε προς την γέφυρα που ένωνε τις δυο όχθες του ρέματος. Απέναντι από τον μύλο υπήρχε ένα όμορφο καλοδιατηρημένο σπίτι που μόλις έπεσε η ματιά μας πάνω του όλοι με μια φωνή είπαμε :
-Να το σπίτι του δασκάλου, θυμόσαστε που πριν τρία καλοκαίρια ήλθαμε εδώ και κλέψαμε από την αυλή τις δυο μπάλες ... Οι μπάλες ήταν δυσεύρετες εκείνη την εποχή αλλά η επιθυμία για παιγνίδι και ειδικά για ποδόσφαιρο ήταν τόσο μεγάλη που σκαρφιζόμασταν απίθανα πράγματα για φτιάξουμε κάποια χειροποίητη μπάλα .
Ένα μεσημέρι έρχεται ο Κώστας και μου λέει:
-Στο Βελούχι, που πήγα χθες με την μάνα μου στο μύλο, είδα δυο μπάλες παραπεταμένες στην αυλή του δάσκαλου, πάμε να τις πάρουμε, κοιμούνται όλοι τα μεσημέρια δεν θα μας δει κανείς.
-Μα δεν είναι σωστό άρχισα να του λέω .
-Ο δάσκαλος μου λέει έχει δυο κόρες,τα κορίτσια δεν παίζουν με τις μπάλες άχρηστες τους είναι,ενώ σε μας ..
ομολογώ με έπεισε χωρίς δεύτερη κουβέντα και ξεκινήσαμε για την επιχείρηση «απαλλοτρίωση μπάλας από το διπλανό χωριό».
Τσιλιαδόρος εγώ και εκτελεστής ο Κώστας οι μπάλες, μια ποδοσφαίρου και μια μπάσκετ - και δυο χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για ποδόσφαιρο - μετακόμισαν από το Βελούχι στα δικά μας γήπεδα σπαρμένα μάλιστα με τριφύλλι. Ελπίζω τα κορίτσια του δασκάλου, εξαίρετος άνθρωπος και άριστος παιδαγωγός, να μην χρησιμοποιούσαν τις μπάλες και να μας συγχωρέσουν για το θράσος μας να τις κλέψουμε μέσα από την αυλή τους ..
Συνεχίσαμε περιδιαβαίνοντας το χωριό και αποτυπώναμε τις ομορφιές του και ακούγαμε το κελάρυσμα των νερών που έτρεχαν παντού.
Φθάσαμε μέχρι το μαγαζί του Σίδερη, όπου για πολλά χρόνια ερχόμασταν στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου.
Ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε το χωριό, όπως άλλωστε δεν είχαν σχεδόν όλα τα χωριά της επαρχίας, όμως στο πανηγύρι είχε την πιο κρύα μπίρα χάρις στα κρύα νερά που έτρεχαν σε όλα τα κανάλια και τα αυλάκια του χωριού. Ο μαγαζάτορας άφηνε στο νερό το καφάσι με τις μπίρες και τα άλλα αναψυκτικά και σε πέντε λεπτά είχαν «παγώσει». Εδώ σε αυτό το μαγαζί στο πανηγύρι του 1969 είχα πρωτοδοκιμάσει κόκα κόλα, μου άρεσε τόσο πολύ που θέλοντας να συναγωνιστώ τους μεγάλους που έπιναν μπίρες,κατανάλωσα όλο το βράδυ 18 μπουκάλια. Πέρασαν μέρες για να απαλλαγώ από το τρέμουλο και το μούδιασμα των ούλων.
Διαβάζοντας χρόνια αργότερα για την είσοδο της κόκα κόλα στην Ελλάδα, που την έφερε ο Τομ Πάπας, με εντυπωσίασε το γεγονός ότι στα ράφια των αθηναϊκών καταστημάτων, πρωτοεμφανίστηκε στις 10 Αυγούστου 1969 και σε μια τόσο απομακρυσμένη και απομονωμένη περιοχή και μάλιστα χωρίς την ύπαρξη ψυγείων έφθασε σχεδόν ταυτόχρονα. Στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου είχαμε κόκα κόλες στο Βελούχι. Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι άλλο από το ποσό επιθετικό μάρκετινγκ εφάρμοζε η κόκα κόλα και στην Ελλάδα από τα πρώτα βήματα της!
Βγήκαμε από το χωριό από την νοτιοανατολική πλευρά και αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε την πορεία του ποταμιού μπήκαμε μέσα στην κοίτη ,πολύ νερό δεν είχε αυτή την εποχή και ήταν σχετικά εύκολο το περπάτημα. Το ψυχρό νερό έφτανε το πολύ μέχρι τα γόνατα μας, ήταν πολύ καθαρό και βλέπαμε τα φοβισμένα ψάρια να κάνουν διάφορους ελιγμούς αριστερά και δεξιά μας.
Συνεχίσαμε να περπατάμε μέσα στο ποτάμι και σε λίγο από την δυτική όχθη μέσα από μια συστάδα καλαμιών ακούμε κάποιον να μας φωνάζει, πλησιάσαμε ήταν αρκετά επιθετικός και ζητούσε να του πούμε ποιοι είμαστε και τι γυρεύουμε εκεί και πριν προλάβουμε να του απαντήσουμε όρμησε προς το μέρος μας απειλητικά φωνάζοντας:
-αλήτες εσείς μου κλέψατε την καλαμωτή θα σας δείξω εγώ τώρα . ..
Καλαμωτή ήταν μια κατασκευή από καλάμια σε σχήμα ανοιχτού χωνιού που την χρησιμοποιούσαμε για το ψάρεμα .
Φύγαμε τρέχοντες τρομαγμένοι προς την κατεύθυνση του Στενού, ηρεμήσαμε όταν κάποια στιγμή κοιτάξαμε πίσω μας και διαπιστώσαμε ότι δεν μας ακολουθούσε.
-Καταλάβατε ποιος ήταν αυτός; Ρωτά ο Κώστας.
Όπως έβλεπα αυτό το ωραίο θέαμα θυμήθηκα την πρώτη φορά που πέρασα την στρατιωτική γέφυρα και αντίκρισα αυτή την επιβλητική βραχοσχισμή με το μονότοξο πέτρινο γεφύρι. Πρέπει να ήμουν έξι η επτά χρονών όταν η γιαγιά μου η Μαρία με είχε φορτωθεί στην πλάτη της για να με μεταφέρει στο Λιδωρίκι όπου θα με εξέταζε ο γιατρός . Βέβαια δεν ήμουν άρρωστος αλλά σκαρφίστηκα έναν φοβερό πονόκοιλο για να αναγκάσω την γιαγιά να με πάει στο Λιδωρίκι για να το γνωρίσω .
Άκουγα από τους μεγάλους ότι το Λιδωρίκι ήταν μια μεγάλη πόλη με πολλά μαγαζιά που έβρισκες πράγματα που δεν υπήρχαν στο χωριό, παγωτά, γλυκά, ψωμί λευκό, χάσκο το έλεγαν. Μια φορά μάλιστα άκουσα τον πατέρα μου να λέει ότι ένα βράδυ στην πλατεία σε ένα μεγάλο σεντόνι κρεμασμένο σε ένα τοίχο έβλεπε ανθρώπους να πολεμάμε, άκουγε τις φωνές τους, αυτοκίνητα να τρέχουν, αεροπλάνα να ρίχνουν βόμβες, αυτός είναι ο κινηματογράφος είπε στην μάνα μου .
Με τέτοια ακούσματα και την παιδική μου φαντασία να οργιάζει δεν ήθελε και πολύ το Λιδωρίκι να πάρει στο μυαλό μου μυθικές διαστάσεις. Η έμφυτη έντονη περιέργεια μου με οδήγησε να βάλω την γιαγιά να με κουβαλά στη πλάτη της πάνω από έξι χιλιόμετρα. Αν φανταζόταν η γιαγιά τι είχα σκαρφιστεί θα με είχε πετάξει από την γέφυρα στο ποτάμι.
Κάτι τέτοιο βέβαια δεν τόλμησε να κάνει η μάνα του Μακρυγιάννη όταν σχεδόν εκατό χρόνια πριν, όταν έπρεπε να περάσει πέτρινη γέφυρα με τους φυγάδες χωριανούς της, όπως γράφει με την χαρακτηριστική γραφή του ο ίδιος ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματα του:
«Οι Τούρκοι του Αλήπασσα θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυχτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν και ήθα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζήσουνε εκεί. Θα πέρναγαν από ᾿να γιοφύρι του Λιδορικιού ονομαζόμενον Στενό δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι Τούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε, και δεκοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κ’ έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κ’ έτρωγα αυτό το γάλα. Μην υποφέρνοντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις το δάσος, εις τον Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρεσαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τους λέγει “Η αμαρτία του βρέφου θα μας χάση”, τους είπε, “περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε... το παίρνω κι᾿ αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνομε”... η μητέρα μου κι᾿ ο Θεός μας έσωσε. Αυτά όλα τα ᾿λεγε η μητέρα μου και οι άλλοι συγγενείς».
Έτσι η γέφυρα του Στενού απέκτησε και ένα δεύτερο όνομα, του Μακρυγιάννη το γεφύρι. Αμφιβάλω βέβαια, αν οι περισσότεροι άνθρωποι γνώριζαν το γιατί.
Ευτυχώς για μας τους μαθητές εκείνης της περιόδου η τύχη μας ευνόησε να έχουμε δυο φιλόλογους που η διδασκαλία τους ξέφευγε από τα στενά όρια των σχολικών βιβλίων και έτσι γνωρίσαμε σε βάθος τον μεγάλο συμπατριώτη μας αγωνιστή του 21 και λόγιο Γιάννη Μακρυγιάννη .
Έριξα μια τελευταία ματιά προς το γεφύρι και πρόσεξα τον μετρητή που ήταν τοποθετημένος στη βάση της γέφυρας. Ένα εργαλείο που μετρούσε την στάθμη του νερού, είχε τοποθετηθεί εκεί από το υπουργείο δημοσίων έργων τουλάχιστον μια δεκαετία πριν . Κάθε μέρα ο Θανάσης που ήταν και αρμόδιος και για την λειτουργία του τουριστικού Ξενία, που ήταν σχεδόν δίπλα, πήγαινε και κατέγραφε την στάθμη και έστελνε τις μετρήσεις στην Αθήνα.Οι μετρήσεις αυτές βοήθησαν τους μελετητές να αποδείξουν ότι η λίμνη που θα κατασκευαζόταν θα έχει την απαιτούμενη επάρκεια νερού. Ασυναίσθητα πήρα μια πέτρα και την έριξα προς την πλευρά του μετρητή και ακούσθηκε ο ήχος της λαμαρίνας σαν ένας τελευταίος χαιρετισμός ...
Ανεβήκαμε στον αμαξιτό δρόμο περάσαμε μπροστά από το Ξενία και σε λίγα μέτρα χωρίσαμε, ο Κώστας συνέχισε στην δημοσιά προς το δικό του σπίτι , το Χάνι που ήταν στην γέφυρα του Κόκκινου και εγώ και ο αδελφός μου πήραμε το μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι μας .
Οκτώβρης 2019
πόνημα δημιουργικής γραφής,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.